Σαββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Μαζευτήκανε, λοιπόν, εκείνη την παραμονή των Χριστουγέννων το βράδυ, όλοι, γύρω από την αυτοσχέδια αυτή σόμπα του πριονιδιού, γελάσανε, μιλήσανε, είπανε ιστορίες, παραμύθια και αινίγματα και ο ντενεκές όλο και ζεσταινότανε πιο πολύ
«Φτώχεια και των γονέων» στη φαμελιά. Ο πατέρας κάθε μέρα στη βιοπάλη, στην οικοδομή και στις δουλειές του ποδαριού κι η μάνα στο σπίτι, με τρία παιδιά, να φροντίζει και να νοιάζεται όλα. Ένα τζάκι στο χειμωνιάτικο ήτανε για να ζεσταίνει τους χειμώνες, αλλά ξύλα δεν υπήρχανε εκείνη την παραμονή των Χριστουγέννων του 196... Κι ο πατέρας, που είχε μάθει από παιδάκι να πιάνει τη ζωή απ’ τα μαλλιά, πήρε το καροτσάκι του, αυτό που είχε φτιάξει με τα ίδια του τα χέρια και κουβάλαγε ό,τι μπορούσε να κουβαληθεί στα χρόνια κείνα (μέσα σ’ άλλα πολλά δούλευε και αχθοφόρος) πήγε στο κοντινό ξυλουργείο και γύρισε με το καρότσι φορτωμένο με δυο τσουβάλια χοντρό πριονίδι. Μετά, πήρε έναν παλιό ντενεκέ του λαδιού, του έκοψε από πάνω όλο το καπάκι και στο κάτω μέρος του ντενεκέ, στη μία πλευρά, άνοιξε ...
Περισσότερα >>Ήτανε ένα τραγούδι γεμάτο παράπονο, γεμάτο πόνο και αγάπη, αλλά και γεμάτο μετάνοια και συγγνώμη.
Ο Γιώργης ήτανε της παλιάς αντρειωμένης γενιάς! Φτωχός από γεννησιμιού του, μα δουλευταράς, αγωνιστής της ζωής, με καρδιά μάλαμα, πάντα κοντά στο δίκιο και στον ανθρώπινο πόνο. Πιότερο νοιαζότανε τους άλλους παρά τον εαυτό του. Μόνο που όταν ένιωθε αποσταμένος από τα βάσανα, αντί να βγάλει «αχ», γύρευε να πιει ένα ποτήρι κρασί παραπάνω. Τότε, αργούσε τα βράδια να γυρίσει στο σπιτικό του κι η γυναίκα του, η Μαρία, που την είχε πάρει από αγάπη μεγάλη, δεν έπεφτε για ύπνο. Μόνο άνοιγε το παράθυρο της σάλας, κατά το δρόμο, κι έμενε εκεί όλη νύχτα, ακουμπισμένη στους αγκώνες, ψάχνοντας στους ίσκιους, με τα μάτια, για τον Γιώργη της. Κι εκείνος, όταν «σκόλαγε» η παρέα απ’ την ταβέρνα και έφευγε για το σπίτι, ήξερε πως η γυναίκα του τον καρτερούσε στο παράθυρο ξυπνή, ένιωθε ότι ήταν πολύ πι...
Περισσότερα >>«Ο ποταμός Ευρώτας ου μόνον κατέστρεψε άπασαν την υπό των Γάλλων κατασκευασθείσαν εργασίαν, αλλά και τας μηχανάς αυτών παρέσυρε»
Τώρα που φτάσαμε να λέμε το νερό- νεράκι, τώρα που πέρασε χωρίς μια σταγόνα βροχής ο κατ’ εξοχήν μήνας των βροχών, ο Οκτώβριος, αυτός που ο Λαός μας αποκαλούσε κάποτε «βροχάρη», τώρα, λοιπόν, διαβάζουμε παλιές εφημερίδες και νοσταλγούμε τις εποχές εκείνες, που οι τέσσερις εποχές του έτους ήταν στη θέση τους και καταλαβαίνουμε καλύτερα την τεράστια και ανεπανόρθωτη ζημιά που έχει προξενήσει ο άνθρωπος στο περιβάλλον και στο κλίμα της Γης. Τους παλαιούς χειμώνες, τα δυο ποτάμια της Σπάρτης, ο Κνακίων (Μαγουλίτσα) και ο Ευρώτας υπερχείλιζαν από τις βροχές και προκαλούσαν τεράστιες πλημμύρες, ενώ το καλοκαίρι είχαν αρκετό νερό, λόγω του χιονιού πού έπεφτε όλον τον χειμώνα στον Ταΰγετο, πραγματικό δώρο Θεού για τις παρόχθιες καλλιέργειες και την κοιλάδα της Λακεδαίμονας. Τον χειμώνα του ...
Περισσότερα >>Έμεινε πάντα σεμνός και ταπεινός κι ας είχε αποκτήσει δόξα και φήμη και είχε γίνει σύμβολο του σπαρτιατικού ποδοσφαίρου και θρύλος
Στη Σπάρτη του παλιού καιρού αν ρωτούσες για τον Γιάννη Παπαδόπουλο σε κοίταζαν με απορία και αμηχανία. Αν όμως ρωτούσες για τον Μπομπόνια, ΟΛΟΙ ήξεραν να σου πουν, γιατί έτσι είχαν «βαφτίσει» και έτσι γνώριζαν οι πάντες τον ποδοσφαιριστή θρύλο του «ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΥ»: « Ο Μπομπόνιας»!!! Η οικογένεια του Μπομπόνια είχε ρίζες Κωνσταντινουπολίτικες. Μετά τη Μικρασιατική Kαταστροφή βρέθηκαν στο Δουργούτι, στο Ν. Κόσμο Αθηνών, την παραγκούπολη των Αρμενίων και των Μικρασιατών προσφύγων, εκεί που ο Ιλισός φούσκωνε απ’ τις βροχές παίρνοντας μαζί του τις παράγκες αλλά και τα όνειρα των ανθρώπων. Η προσφυγική αυτή παραγκούπολη αποτέλεσε και το σκηνικό της ταινίας του Ν. Κούνδουρου «Μαγική πόλη», στα 1954. Εκεί, στο Δουργούτι, γεννήθηκε στα 1929 ο Γιάννης Παπαδόπουλος, ο κοσμαγάπ...
Περισσότερα >>Η ασπρόμαυρη αυτή φωτογραφία της Σπάρτης του 1930 έχει καταπληκτική ευκρίνεια και υπέροχη φωτοσκίαση και έχει αποτυπώσει ένα μέρος της πόλης από το κέντρο προς το νότο
Όταν οι παλαιοί φωτογράφοι επισκέπτονταν την Σπάρτη, είχαν δυο αγαπημένα σημεία που τους έδιναν πανοραμική άποψη της πόλης με τον Ταΰγετο: Τον Λόφο του (μετέπειτα) «ΞΕΝΙΑ» και τον άλλο Λόφο «του Γηροκομείου», πίσω ακριβώς από το σημερινό Κλειστό Γυμναστήριο Σπάρτης. Στα 1930 πέρασε από τη Σπάρτη, για να «πάρει» φωτογραφίες, και η διεθνούς αναγνώρισης, πολυβραβευμένη Ελληνίδα φωτογράφος, Έλλη Σουγιουτζόγλου-Σεραϊδάρη (1899-1998) γνωστή ως Nelly΄s από την αγγλική υπογραφή της. Η Nelly΄s για να έχει πανοραμική θέα της Σπάρτης επέλεξε τον Λόφο «του Γηροκομείου», ανέβηκε εκεί, μελέτησε τα κάδρα και «τράβηξε» μια σειρά φωτογραφιών με την ιδιαίτερη οπτική της, η οποία έδινε στις φωτογραφίες την ταυτότητα «Nelly΄s». Στη φωτογραφία που δημοσιεύουμε, η Nelly΄s, προτίμησε, χάριν της καλ...
Περισσότερα >>Εκεί που τα νέα παιδιά χαμογελούν, εκεί που ανοίγουν τα πορτοπαράθυρα της καρδιάς τους, εκεί που ξαστερώνει το βλέμμα τους και γίνονται μια συντροφιά, εκεί είναι ένας καλός τόπος
Στο θρυλικό «CLUB GENESIS» της Σπάρτης, στη οδό Λεωνίδου 54, δεν είχα πάει ως νεαρός ποτέ, γιατί στη 10ετία του ’80 που μεσουράνησε το «GENESIS» εγώ δεν ήμουν πια νεαρός. Τύχαινε, όμως, να περνώ απ’ έξω, καμιά φορά, και πάντα απολάμβανα την καλή ξένη μουσική που δραπέτευε από εκεί και κυρίως τα χαρούμενα και φωτεινά πρόσωπα των νέων παιδιών της εποχής εκείνης, που έμπαιναν και έβγαιναν σε κεφάτες παρέες ή έκαναν πηγαδάκια μπροστά στην είσοδο κουβεντιάζοντας τα δικά τους. Ήταν η όμορφη γενιά του ’80, αυτή που είχε γεμίσει τη ζωή της με πολλά όμορφα πράγματα, μικρά και μεγάλα, ίσως η τελευταία αγνή γενιά των νέων, πριν συμβεί η υποδούλωση στην τεχνολογία, στο κινητό και στο διαδίκτυο. Στη 10ετία του ’80 βρισκόταν στο απόγειό του το αγγλικό συγκρότημα GENESIS με τον Phil Collins κ...
Περισσότερα >>Τα υπερωκεάνεια που παραλάμβαναν τους Μπαρσινικιώτες στο Γύθειο, από το 1909 έως το 1912, ήταν τα εξής τρία: «Πατρίς», «Μακεδονία» και «Αθήναι»
Αυτές τις μέρες τέλειωσα το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Παντελή Μούτουλα «Μπαρσινίκος», που αναφέρεται στο μικρό χωριό Ταΰγέτη που βρίσκεται πάνω από Μυστρά. Ανάμεσα στα πολλά στοιχεία που παραθέτει ο συγγραφέας γι΄αυτόν τον ορεινό οικισμό είναι αυτά που αναδέρονται στη μετανάστευση των Μπαρσινικιωτών στην Αμερική. Από το σχετικό κατάλογο προκύπτει ότι, προπολεμικά, 13 κάτοικοι του Μπαρσινίκου «έφυγαν για την Αμέρικα» με ποντοπόρα επιβατικά πλοία που ελλιμενίζονταν έξω από το λιμάνι του Γυθείου. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του κ. Μούτουλα τα υπερωκεάνεια που παραλάμβαναν τους Μπαρσινικιώτες στο Γύθειο, από το 1909 έως το 1912, ήταν τα εξής τρία: «Πατρίς», «Μακεδονία» και «Αθήναι». Το εντυπωσιακό αυτό στοιχείο μου κίνησε την περιέργεια κι έψαξα στο διαδίκτυο να βρω πληροφορίες γι’ αυ...
Περισσότερα >>«Ο κ. Ευάγγελος Μαυρικάκης, επανελθών εξ Αθηνών, όπου έχει εγκατασταθεί από του 1962, συνεχίζει την αγιογράφησιν του ναού του πολιούχου μας Οσίου Νίκωνος, ήτις προβλέπεται ότι θα περατωθή εντός εξαμήνου.»
Είπαν ότι Αγιογραφία είναι η Τέχνη που μοσχοβολάει Θεό! Κι έζησε στη Σπάρτη, κάποτε, ένας αγιογράφος, ο Ευάγγελος Θεοδ. Μαυρικάκης, που κόσμησε την πόλη αλλά και την Λακωνία, όχι μόνο με το σημαντικό αγιογραφικό έργο του, αλλά και με την όλη παρουσία και βιωτή του. Ο Ευάγγελος Θεοδ. Μαυρικάκης, ζωγράφος και αγιογράφος, γεννήθηκε το 1911 στη Σύρο και ήταν γιος του πλοιοκτήτη Θεόδωρου Μαυρικάκη. Από μικρός αγαπούσε να ζωγραφίζει μιας και ο Θεός έβαλε μέσα του το τάλαντο της ζωγραφικής. Γυρεύοντας να σπουδάσει την Τέχνη δούλεψε, αρχικά, κοντά σε έναν διακοσμητή οροφών, στην Ερμούπολη, και αργότερα, γυρεύοντας την εξέλιξη, μαθήτευσε κοντά στον σημαντικό αγιογράφο Δημ. Σ. Πελακάση ( Ζάκυνθος 1881 - Αθήνα 1973) και στον , επίσης σημαντικό, ζωγράφο-αγιογράφο, Κωνσταντίνο Αρτέμη (Αμορ...
Περισσότερα >>Βάζεις μια δειλή φωνή από το παράθυρο, που κάποιος αέρας δυνατός το άνοιξε ένα χειμωνιάτικο βράδυ, και το αδειανό το σπίτι τη δυναμώνει τη φωνή απελπισμένα, μήπως κάποιος… κάπου… κάτι ακούσει! Μάταια όμως! Δεν ακούει κανείς!
Ένα σπίτι ορφανεύει, μαραζώνει και πεθαίνει όταν ερημώσει απ’ τους ανθρώπους του, όταν του λείψει το στρίψιμο του κλειδιού στην πόρτα, το ανθρώπινο χτυποκάρδι, το γέλιο και το κλάμα του παιδιού, η κουβέντα των μεγάλων. Τότε, το σπίτι γερνάει πριν από την ώρα του. Σαπίζουν τα πορτοπαράθυρά του, μπάζουν νερό τα κεραμίδια του, πέφτουν οι σοβάδες και βγαίνουν στο φως οι πλίθρες που ήταν χτισμένο, ξεραίνονται οι κληματαριές και τα λουλούδια του, σκουριάζουνε οι πάσσαλοι και τα σύρματα ολόγυρα, ραγίζουν τα τσιμέντα της αυλής... Κοιτάς απ’ το ανοιχτό του παράθυρο και σε πνίγει η ερημιά και η σιωπή του. Απ’ τις καλές του εποχές σε χαιρετάει βουβό και θλιμμένο ένα όμορφο καρυδένιο έπιπλο, ενώ απ’ τις τελευταίες εποχές της μοναξιάς και της δυστυχίας χαρτιά κολλημένα στα τζάμια αφού δεν υπήρ...
Περισσότερα >>Όταν ερχόταν απ’ τη δουλειά κι έβγαινε απ’ το σπίτι του στη Σπάρτη, είχε στο πέτο του ένα κόκκινο γαρύφαλλο, πάντα κομμένο από μια γλάστρα, για να μοσχομυρίζει, σαν θυμίαμα στη μνήμη του Μπελογιάννη και όλων των Αγωνιστών που έδωσαν τη ζωή τους για την ελευθερία της Ελλάδας
Έζησε κάποτε στη Σπάρτη ένας άνθρωπος απλός, άνθρωπος καθημερινός της βιοπάλης, που έμεινε στη μνήμη των Σπαρτιατών ως: «Ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο». Ο Δημήτρης Καμίτσης του Παναγιώτη , ο μπαρμπα-Μήτσος ή Μητσάρας όπως τον φώναζαν τα μαστόρια της οικοδομής όπου δούλευε ως μπογιατζής, γεννήθηκε το 1926 στην Ποταμιά Λακωνίας. Ήταν το πρώτο παιδί μεταξύ 9 αδελφών, μια φτωχής αγροτικής οικογένειας, που συμπλήρωνε το ισχνό της εισόδημα λειτουργώντας και μια ταπεινή μπακαλοταβέρνα στο χωριό. Ο Δημήτρης Καμίτσης έζησε στην Ποταμιά μέχρι τα 18 χρόνια του δουλεύοντας σκληρά και φιλότιμα στα χωράφια και στην μπακαλοταβέρνα, στηρίζοντας τους γονείς και τ’ αδέρφια του, τότε που η ελληνική οικογένεια ήταν, ακόμα, μια σφιγμένη γροθιά, «Όλοι για έναν κι ένας για όλους». Αυτά τα χρόνια του ...
Περισσότερα >>Μακάρι, οι θρύλοι του «Brasilia» και του «Bugs Bunny» να γίνουν κίνητρο και παράδειγμα για τα σημερινά μαγαζιά της Σπάρτης, ώστε να αφήσουν και αυτά θετικό αποτύπωμα στην πορεία και τη ζωή της πόλης
Μαγαζιά στη Σπάρτη υπήρξαν αμέτρητα στο παρελθόν, υπάρχουν πολλά στο παρόν και θα υπάρξουν, επίσης αμέτρητα, στο μέλλον. Κάποια απ’ αυτά, όμως, κατάφεραν, να μείνουν αλησμόνητα, γιατί χάρισαν στους Σπαρτιάτες της εποχής τους εμπειρίες, που ζυμώθηκαν με την ψυχή και το νου τους. Δυο απ’ αυτά τα αξέχαστα καταστήματα, που όσοι τα γνώρισαν και τα έζησαν τα διηγούνται ακόμα στις νεότερες γενιές ή πάντα τα θυμούνται στις κουβέντες που κάνουν για τα περασμένα της Σπάρτης, ήταν το «ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟΝ Brasilia» και το «ΚΑΦΕ-ΜΕΖΕΔΟΠΩΛΕΙΟ fast food «Bugs Bunny». Κατά σύμπτωση ΚΑΙ τα δύο ήταν γείτονες στο ανατολικό τμήμα της πλατείας από Ευαγγελιστρίας μέχρι Λυκούργου: Το «Brasilia» μεγάλο και διαμπερές, με όψεις προς την πλατεία και προς την Παλαιολόγου και το «Bugs Bunny» μικρό, με όψη μό...
Περισσότερα >>-Δάσκαλε, να που σε πέτυχα! Να σου τα πω και να τα βγάλω από μέσα μου. Ήρθες εδώ και κατέστρεψες το χωριό μας. Πάρε μετάθεση και φύγε! Αρκετά! Έχω πόσα βράδια να κοιμηθώ
ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ: Οι παλαιοί Δάσκαλοι ήταν Ήρωες. Ήταν αυτοί που κράτησαν την κοινωνία και την δημόσια εκπαίδευση όρθια σε καιρούς δύσκολους και σκοτεινούς, όταν όλοι είχαν κιοτέψει και … «περί άλλα ετύρβαζαν». Με μισθούς πείνας, βαλμένοι στην πρέσα της εξουσίας, των τοπικών κομματαρχών και του επιθεωρητή, με 7 μέρες την εβδομάδα δουλειά και υποχρεώσεις πρωί-απόγευμα, φιλοξενούμενοι σε μίζερες σχολικές καμαρούλες ή όπου αλλού έβρισκαν διαθέσιμο σπίτι στο χωριό, υποχρεωμένοι να κατοικούν στον τόπο εργασίας τους και να μην μετακινούνται απ’ αυτόν, αναγκασμένοι από την εκάστοτε πολιτική εξουσία να γίνονται άμισθοι υπηρέτες της και να αναλαμβάνουν πλήθος εξωδιδακτικών υποχρεώσεων, να συντηρούν και να καθαρίζουν τα διδακτήρια με τα ίδια τους τα χέρια, να φτιάχνουν μόνοι τους εποπτικά ...
Περισσότερα >>Αυτή τη μοναδική αίσθηση που δημιουργούνταν στην ταβέρνα του Τσούση, πρόλαβα κι εγώ να τη ζήσω σαν μεγάλος, λίγα χρόνια πριν η ταβέρνα κλείσει
Οι Τσουσαίοι της Σπάρτης, όπως έχει διασώσει η προφορική παράδοση της οικογένειας, έχουν τις ρίζες τους στην Ρούμελη και δη στην Αιτωλοακαρνανία, στα «…στα πέντε βιλαέτια», που λέει και το δημοτικό μας τραγούδι. Κάπου εκεί που τέλειωνε ο 19ος αιώνας (χίλια οχτακόσια τόσο…) ένας πρόγονος Τσούσης αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στα ιστορικά και πανέμορφα Βρέσθενα της Λακωνίας, μια σημαντική κωμόπολη του καιρού εκείνου με πληθυσμό κοντά στους χίλιους πεντακόσιους κατοίκους, που διέθετε ανθηρό σχολείο, ειρηνοδικείο και τηλεγραφείο. Ήτανε χρόνια δύσκολα και τραχιά και λόγοι υπήρχαν πολλοί και σοβαροί, ώστε ένας άνθρωπος ή και μια ολόκληρη οικογένεια να εγκαταλείψει τον τόπο της και να πάει να ζήσει αλλού. Ο πρόγονος αυτός, ο Τσούσης, ρίζωσε εκεί στα Βρέσθενα, παντρεύτηκε, έκανε περιουσία κα...
Περισσότερα >>«Πιο γλυκό ψωμί και πιο μυρωδάτο μέλι, δεν έχουμε ξαναφάει ποτέ, από τότε»
Φτωχόπαιδα ήμαστε, η μανάδες μας ολημερίς στο σπίτι να φροντίζουν για όλους και για όλα, κι οι πατεράδες μας απ’ το πρωί ως το βράδυ στο μεροδούλι να βγάλουν το ψωμί της φαμελιάς ... πού να περισσέψουν λεφτά για «πολυτέλειες»! Πού και πού μας φίλευε η μάνα μας, κρυφά, κανένα ισχνό χαρτζιλίκι (το ’βγαζε απ’ την τσέπη της μπροστοποδιάς της), για να πάρουμε απ’ το μπακάλικο της γειτονιάς καμιά σοκολάτα, καμιά τσίχλα, καραμελίτσες, μπισκότα ή πορτοκαλάδα και απ’ τους πλανόδιους της γειτονιάς καμιά τυρόπιτα, ένα σουσαμένιο κουλούρι, ένα ματζούνι, ένα χωνάκι παγωτό… Όμως, ποτέ δε νιώσαμε παιδιά στερημένα. Το ελάχιστο μας φαινόταν μέγα, λέγαμε «ευχαριστώ» στην όποια μικροχαρά βρίσκαμε και ξέραμε, ακόμα και μέσα στη φύση που μας τριγύριζε, να βρίσκουμε λιχουδιές. Δυο απ’ αυτές τις λιχουδιές ...
Περισσότερα >>Όταν κατά καιρούς κάποιοι έφερναν το θέμα στο προσκήνιο ακούγονταν λόγοι ότι οι αγροτικές εκθέσεις είναι, πλέον, ένας θεσμός ξεπερασμένος και παρωχημένος
Η μεγάλη αγροτική έκθεση EURO AGRO EXPO 2024 και το παράλληλο Φεστιβάλ με τίτλο «Κερνάμε Ελλάδα» που διοργανώνονται φέτος στις 24, 25 & 26 Μαΐου 2024 στην Αμαλιάδα, ανακαλούν μνήμες από τις δύο Παλλακωνικές Αγροτικές Εκθέσεις που διοργανώθηκαν στη Σπάρτη, με μεγάλη επιτυχία, στα 1967 και στα 1968. Στη Σπάρτη, η 1η Παλλακωνική Έκθεση Παραγωγικότητας έγινε το Νοέμβριο του 1967 (εγκαίνια 26 Νοεμβρίου) στον χώρο του σημερινού Πάρκου ΟΤΕ, μπροστά από τον Α. Νίκωνα, που, τότε, ακόμα ήταν αδιαμόρφωτο. Στον όμορφα διαρρυθμισμένο και φωταγωγημένο το βράδυ χώρο είχαν κατασκευασθεί καλαίσθητα περίπτερα, στα οποία γινόταν έκθεση αγροτικών προϊόντων της Λακωνίας, με έμφαση στο πορτοκάλι, στο λάδι και στην ελιά, γεωργικά μηχανήματα και εργαλεία, στοιχεία τοπικού πολιτισμού και παράδοσης, ...
Περισσότερα >>«Πάλι στο μέρος πας; Πόσα μούρα φάγατε πάλι σήμερα, ρε; Κάνατε και τις φανέλες σας χάλια και πώς θα τις πλύνω η κακομοίρα!!!»
Την εποχή αυτή την ευλογημένη του Μαγιού, βγαίναμε τα σκολιαρόπαιδα της γειτονιάς στους μπαξέδες, στα περιβόλια και στην εξοχή, λίγο έξω από τη Σπάρτη, εκεί που βρίσκαμε ακόμα, τότε, δέντρα κατάφορτα από γλυκούς καρπούς. Παιδιά, όχι μόνο μαθημένα στην ολιγάρκεια, αλλά (κυρίως) παιδιά που μπορούσαμε ακόμα να δούμε και να εκτιμήσουμε κάθε τι καλό που είχε χαρίσει ο Δημιουργός στα πλάσματά του και να σταχομαζώνουμε κάθε μικρή χαρά που βρισκότανε στο διάβα της ζωής μας. Είμαστε κείνα τα παιδιά για τα οποία, κάποτε, ο Φώτης Κόντογλου είχε γράψει τούτα τα λόγια τα σοφά: «Η φτώχεια μας έκανε να ζούμε απλή ζωή, με λίγα πράματα, και δε μας άφησε να ξεμακρύνουμε από τη φυσική ζωή, αλλά βυζαίνουμε ολοένα από την καθαρή βρυσούλα, που θρέφει την καρδιά τ’ ανθρώπου.» Μέσα, λοιπόν, στα δέντρα τα...
Περισσότερα >>(Μέσα από τα παλαιά Αναγνωστικά)
Ο Roland Barthes είχε πει ότι: «Η πραγματική μας πατρίδα είναι η παιδική μας ηλικία». Γι’ αυτό, κάθε Πάσχα, καρτερούμε στον Σταθμό το τραίνο, που θα μας πάει πίσω σ’ εκείνα τα Πάσχα των παιδικών μας χρόνων, αυτά τα Πάσχα που δεν υπάρχουν πια, παρά μόνο στις μνήμες, σε παλιές ξεθωριασμένες φωτογραφίες και στα παλαιά αναγνωστικά του Δημοτικού Σχολείου, αφού στα σύγχρονα αναγνωστικά το Πάσχα (μαζί με άλλα πολλά ) έχει (δυστυχώς) εξοβελιστεί. Λοιπόν… «Κόκκινη κλωστή δεμένη Στην ανέμη τυλιγμένη Δος της κλότσο να γυρίσει Παραμύθι ν’ αρχινήσει»: -Κάθε που πλησίαζε το Πάσχα οι Δάσκαλοί μας άνοιγαν την ενότητα με τα πασχαλινά μαθήματα και μας έβαζαν, σιγά-σιγά, στην μοναδική και ανεπανάληπτη πραγματικότητα και ατμόσφαιρα του ελληνικού ορθόδοξου Πάσχα. Πρώτα απ’ όλα ήταν τα ...
Περισσότερα >>Είθε «με ισοκράτη ένα κλωνί» να ψάλουμε το «Χριστός Ανέστη», να βιώσουμε την Ανάσταση…
Η Λαμπρή που περίμενε ο Γιάννης του κυρ-Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη ο αλαφροΐσκιωτος. «Είχε βαρεθή την Σαρακοστήν, επόθει το Πάσχα, και ήρχισε να το προεορτάζη». Η Λαμπρή που περίμενε ο Κώστας Κρυστάλλης. Βασίλεψαν στην Άρτα τα μάτια του, στα εικοσιέξι του χρόνια, 22 του Απρίλη του 1894, ξημερώνοντας η Μεγάλη Πέμπτη. Η Λαμπρή που περιμένουμε, «αλαφροΐσκιωτοι» του καιρού μας, κάτω από τη βαριά του σκιά. Είθε «με ισοκράτη ένα κλωνί» να ψάλουμε το «Χριστός Ανέστη», να βιώσουμε την Ανάσταση… Α. Κ., Σπάρτη, Μεγάλη Τετάρτη, 1-5-2024 ------- Α΄ […] Ωχ, Θε μου, τι να είναι; είπε το Μαλαμώ. Έλα, Πολύζο, να ιδής και ν΄ ακούσης. Η πόρτα είναι κλειδωμένη από μέσα. Επλησίασεν ο άνθρωπος, έκρουσεν, ώθησεν ισχυρώς. Εις μάτην. Η θύρα ήτο πράγματι μανδαλωμένη. ―Τι πε...
Περισσότερα >>«Την είχα ξεχασμένη την παράξενη αλλά γοητευτική αυτή λέξη που μοιάζει λες και έχει βγει από κάποιο παλιό παραμύθι»
–Παππού, μπελετσούκα, «διατάζαμε» τα εγγόνια. Κι ο παππούς, ο Γιάννης Κοντοές, από «χωρίον Κουρουνιού Καρύταινας, Γορτυνίας, Αρκαδίας», ξέχναγε όποια κούραση και έγνοια είχε και γονάτιζε. Κι εμείς πηγαίναμε από πίσω του, καβαλάγαμε στην πλάτη του, πιανόμαστε γερά από τον λαιμό του, εκείνος έβαζε τα χέρια του κάτω από τα λυγισμένα μας γόνατα, σηκωνότανε και άρχιζε, πότε τρέχοντας και πότε αργά και ρυθμικά, να μας κάνει βόλτες γύρω-γύρω στο μικρό δωμάτιο ή πέρα δώθε στο διάδρομο του πατρικού μας σπιτιού. Όταν κουραζότανε (εμείς δεν κουραζόμαστε ποτέ) σταμάταγε αναψοκοκκινισμένος και, ασκοφέρνοντας, καθότανε λίγο στην άκρη του ντιβανιού, στο χειμωνιάτικο, για να ξαποστάσει και μετά γονάτιζε ξανά, για να κάνει μπελετσούκα και το άλλο εγγόνι που περίμενε ανυπόμονα τη σειρά του. Άλλες ...
Περισσότερα >>«..να μην εγκαταλείψουμε ποτέ την προσπάθεια, για να κρατάμε πάντα ψηλά, πάντα ενεργό, πάντα ακμαίο και χρήσιμο, τον ιστορικό Σύνδεσμό μας»
Για μας, αυτός είναι ο πατριωτικός Γορτυνιακός Σύνδεσμος Σπάρτης: Ο μπαρμπα - Γιώργης Σκούρος [από Τουθόα (Τσίπολη)], ο αειθαλής γερο-πλάτανος, στήριγμα, του Συλλόγου, να χορεύει λεβέντικα μπροστά (παραγγελιά) το τσάμικο «να ’σαν τα νιάτα δυο φορές» και να τον κρατά απ’ το μαντίλι, καμαρώνοντας, ο γιος του, ο Γιατρός-Καρδιολόγος Μπάμπης Σκούρος. Για μας, αυτός είναι ο πατριωτικός Γορτυνιακός Σύνδεσμος Σπάρτης: Η Ελένη Κιούση, Δικηγόρος, Διευθύντρια Κοινοβουλευτικού Ελέγχου στη Βουλή των Ελλήνων και Περιφερειακή Σύμβουλος, να στέκεται και να χαιρετίζει, εγκάρδια, τη Συνεστίαση των Γορτυνίων, από την ίδια θέση που στεκόταν επί 40 και πλέον χρόνια και χαιρέτιζε, ως Γραμματέας και Πρόεδρος του Συνδέσμου, ο πατέρας της, Στράτης Κιούσης [από Λευκοχώρι-(Ρεκούνι)] και ο κυρ-Στράτη...
Περισσότερα >>«Η Λακωνία μας ευλογήθηκε να έχει εύφορα χώματα και κλίμα που αγαπάει το κρασί»
Οι σημερινοί Έλληνες λένε: «Πάμε να φάμε». Οι παλαιοί λέγανε: «Πάμε να πιούμε». Κι ακόμα καλύτερα: «Πάμε να πιούμε κρασάκι». Κι αυτό το…«κρασάκι» δεν ήτανε χαϊδευτικό αλλά έκφραση αγάπης, εκτίμησης κι ευγνωμοσύνης, για όσα τα «κρασάκι» πρόσφερε στη ζωή τους τη σκληρή. Γι’ αυτό και είχανε βγάλει και μια «προσευχή», εκείνοι οι παλιοί κρασοπατέρες: ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΜΟΥ ΠΟΘΩ, ΕΝΑ ΒΑΡΕΛΙ ΟΡΘΟ ΝΑ ΣΤΗΣΕΤΕ ΓΕΜΑΤΟ. ΚΙ ΑΝ ΤΥΧΕΙ ΚΑΙ ΣΩΘΕΙ, ΝΑ ΡΙΧΝΕΙ ΜΙΑ ΞΑΝΘΗ, ΚΑΙ ΝΑ ΔΡΟΣΙΖΟΜΑΙ ΑΠΟ ΚΑΤΩ!!! Ήταν αυτοί, που, όταν άνοιγε καινούργιο βαρέλι, το δοκίμαζαν πρώτοι με δυο ελιές, λίγο ψωμί και μπακαλιάρο με μπόλικο κουρκούτι, ξεροψημένο, γείτονες (συνήθως), που είχαν μόνιμο το τραπεζάκι κοντά στα βαρέλια για…να μην ενοχλούν. Κι ο θείος μου ο Μπάμπης, όταν γεμίζαμε το ποτήρι με κρασί, πριν ακ...
Περισσότερα >>Κάθε πρωί που βγαίνω στο μπαλκόνι, με καλημερίζει πρώτη κι ανταμώνει τα φυλλωμένα κλαδιά της να σμίξουνε με τα χέρια μου, έτσι όπως ανταμώνονται και χαιρετιούνται εγκάρδια δυο φίλοι καλοί...
Η κοντούλα η λεμονιά «ΟΛΑ μου τα δίνει, ΤΙΠΟΤΑ δεν θέλει». Απλόχερη, ΚΑΙ φέτος, με φιλοδώρησε με ένα πανέρι μυρωδάτα, κατακίτρινα, ζουμερά λεμόνια, που με αγάπη μάνας και στοργή ανάθρεψε στην αγκαλιά της όλη τη χρονιά. Η κοντούλα η λεμονιά μου είναι συνομήλικη με το σπιτικό μου. Όταν γκρεμίσαμε το παλαιό πατρικό μου σπίτι, περίσσεψε στο πίσω μέρος ένας μικρός «ακάλυπτος» και η πρώτη μας φροντίδα, με τον αδερφό μου το Γιάννη, ήταν να βάλουμε μια λεμονιά. Αγόρασα μια νεαρούλα λεμονίτσα και τη φυτέψαμε, με φροντίδα, στο μεσιανό παρτέρι. Κι αυτή, από την πρώτη κιόλας χρονιά, άρχισε να λουλουδιάζει και να κάνει λεμόνια, λίγα στην αρχή, περισσότερα όσο περνούσαν τα χρόνια. Δίπλα της, σ’ ένα άλλο μικρό παρτέρι είχε για συντροφιά μια γριούλα λεμονιά, από τα παλιά τα χρόνια. Διότι, στο σπίτ...
Περισσότερα >>Η «ΜΑΣΚΑ» «έκλεψε» πολλές όμορφες στιγμές από τα χρόνια μας τα μακρινά
Την είχαν επικηρύξει οι Γονείς, η Εκκλησία. το Σχολείο. οι Κατηχητές. η Αστυνομία ...και ΟΛΟΙ οι θεματοφύλακες των Οσίων και Ιερών του Έθνους και των «Χρηστών Ηθών» της νεολαίας. Η «Μάσκα» ήταν κακόφημη. Τη θεωρούσαν ως έντυπο που διέφθειρε τους νέους, ωθώντας τους στην παραβατική συμπεριφορά κι εξοικειώνοντάς τους με το έγκλημα: -Στον Τύπο διαβάζαμε ειδήσεις όπως : «Συνελήφθη διαρρήκτης φέρων στην oπισθία τσέπη του παντελονιού του το περιοδικό Μάσκα», θυμάται ο Τζίμμυ Κορίνης, ένας από τους συνεργάτες και μετέπειτα διευθυντής του περιοδικού. Η ΜΑΣΚΑ κυκλοφόρησε το 1935 έκανε (με διαλείμματα) μιαν εκπληκτική πορεία (έφτασε να πουλά 45.000 τεύχη εβδομαδιαίως) κι «έκλεισε» στα 1974. Τα αγόρια της εποχής την αγοράζαμε με χίλιες προφυλάξεις από το περίπτερο ή το βιβλιοπωλείο, τη...
Περισσότερα >>«Τα σπίτια τα παλιά είχαν ψυχή και μέσα σ’ αυτά γράφτηκε η ιστορία της Σπάρτης»
Τα παλιά σπίτια της Σπάρτης ήταν τα στολίδια της και η καρδιά της. Όχι μόνο τα μέγαρα, τα νεοκλασικά κι εκείνα των νέων ρυθμών του ’30 (Bauhaus Architecture κλπ) αλλά κι αυτά τα λαϊκά και ταπεινά σπιτάκια στις γειτονιές. Τα σπίτια τα παλιά είχαν ψυχή και μέσα σ’ αυτά γράφτηκε η ιστορία της Σπάρτης. Δυστυχώς, στο πέρασμα των χρόνων, ιδιαίτερα μετά τον πόλεμο, τα σπίτια αυτά, απροστάτευτα ΚΑΙ από την πολιτεία, έγιναν εύκολα θύματα της νεοελληνικής νοοτροπίας της «αντιπαροχής» και της ανευθυνότητας των αρχόντων του τόπου. Απέμειναν, μόνο, κάποιες παλιές φωτογραφίες τους, που τις κοιτάζουμε και λέμε ιστορίες, και νοσταλγούμε (κάποιοι δακρύζουν κιόλας) όσοι, τουλάχιστον, έχουν ακόμα μνήμες ζωντανές και αγάπη αληθινή για την πόλη την παλιά, τη Σπάρτη την αρχόντισσα. Στην αρχή της Παλαι...
Περισσότερα >>«Χωρίς αυτά τα «σημάδια» του Χθες η ζωή μας θα ήταν ένα σπασμένος καθρέφτης χωρίς εικόνα, ένας δρόμος σκοτεινός χωρίς φαναράκια που να φωτίζουν τη διαδρομή του»
Κάθε χρόνο, που, παραδοσιακά, βγάζουμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο, για να το στολίσουμε, έρχονται, πρώτα – πρώτα, τρία πουλάκια και κάθονται στα κλαδιά του, μαζί και τέσσερις καμπανούλες. Τα πουλάκια αυτά και οι καμπανούλες «κοιμούνται» εδώ κι εξήντα, περίπου, χρόνια, σε χαρτόκουτα, που πάνε κι έρχονται σε αποθήκες, δωμάτια, ντουλάπες και υπόγεια. «Κοιμούνται» όλο το χρόνο, υπομονετικά και αδιαμαρτύρητα, και «ξυπνούν» μόνο όταν τ’ αγγίξει η μαγεία των Χριστουγέννων. Γιατί τα Χριστούγεννα, ανάμεσα σ’ άλλα, έχουν κι αυτή τη θεία δύναμη να ζωντανεύουν πράγματα που μοιάζουν νεκρά και κυρίως να κάνουν ν’ ανθίζει ο «ξέρακας» της ψυχής των ανθρώπων. Τα πουλάκια αυτά και οι καμπανούλες έρχονται από το μακρινό 1963. Τότε, στολίσαμε, για πρώτη φορά, χριστουγεννιάτικο δέντρο στο σπίτι μου το π...
Περισσότερα >>«Ό,τι παίρνουμε από τους γονιούς γράφεται ανεξίτηλα στις πλάκες της καρδιάς μας κι αν καμιά φορά φαίνεται πως έχει σβήσει, όμως είναι εκεί άσβηστο»
Καλό είναι οι άνθρωποι να αποχαιρετάμε με λόγια της καρδιάς τους αγαπημένους που φεύγουν από τη ζωή, ιδιαίτερα τους γονιούς, που είναι ό,τι πιο ιερό μπορεί να έχει ο άνθρωπος στη ζωή του. Είναι όμως υποχρέωσή μας να αναφερόμαστε, συνάμα, και σ’ εκείνους τους γιους και τις θυγατέρες που έκαναν πράξη και τρόπο ζωής τη Θεϊκή Εντολή: «Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου, ίνα ευ σοι γένηται και ίνα μακροχρόνιος γένη επί της γης.» Στις 10 του Δεκέμβρη 2023, ο Λάμπρος Εγγλέζος, ο κοσμαγάπητος μπαρμπα – Λάμπρος, από την Καστανιά Καρδίτσας, έφυγε από τη ζωή στα 90 του χρόνια. Ένας Αετός των Αγράφων, αφού περιδιάβασε τους ουρανούς των Ανθρώπων με το μεγαλόπρεπο πέταγμά του, αποφάσισε να πάει ακόμα πιο ψηλά και να πετάξει στους ουρανούς του Θεού. Ο μπαρμπα – Λάμπρος, σ’ όλη του τη...
Περισσότερα >>Κι αν στην τουρκοκρατία ο ασκός πήρε το όνομα «τουλούμι» από το τουρκικό tulum, που σημαίνει ασκί από κατσικίσιο δέρμα, παρέμεινε, ωστόσο, πέρα για πέρα, ελληνικός
Η γιαγιά μου η Σταμάτα, από «χωρίον Κουρουνιού, Καρύταινας, Γορτυνίας, Αρκαδίας», όταν, αραιά και πού, ερχότανε στη Σπάρτη, για να δει τα παιδιά και τα εγγόνια της, όλο μπροστά στο παράθυρο του χειμωνιάτικου έστεκε κι αγνάντευε τον ουρανό, σαν να πρόσμενε κάποιο διαβατάρικο πουλί, για να στείλει χαιρετίσματα στο χωριό της. Καμιά φορά, όταν ο ουρανός ήτανε βαριά συννεφιασμένος, ακούγαμε τη γιαγιά μου να μονολογεί: -Θα βρέξει με το τουλούμι σήμερα. Κι εμείς, παιδιά της πόλης, άμαθα και ξεκομμένα απ’ τις Ρίζες, ρωτάγαμε: -Τι είναι, γιαγιά, το τουλούμι; Κι εκείνη μας αποκρινότανε: -Δεν ξέρετε το τουλούμι; Καθίστε εδώ στο τζάκι να σας πω. Κι εμείς καθόμαστε ανακούρκουδα στο παραγώνι, καθότανε κι η γιαγιά μου στο σκαμνί της κι άρχιζε να λέει, μ’ εκείνα τα λόγια τα όμορφα και θια...
Περισσότερα >>«Τούτη η πόλη, πολύφερνη για τους ξένους τουρίστες, δεδομένη για τους κατοίκους της, ξέρει να κρύβει τα μυστικά της. Και έχει πολλά.»
Κάποτε η Σπάρτη είχε τα δικά της Μετέωρα. Ήταν ένας λόφος χωματένιος, στα νότια της πόλης, στο σημείο όπου σήμερα περνά η οδός Γυθείου, ανάμεσα στα Γυμνάσια-Λύκεια. Τον λόφο αυτόν οι παλαιοί Σπαρτιάτες, επειδή στεκόταν πιο ψηλά από την πόλη που απλωνόταν στα πόδια του, τον ονόμασαν (κατ’ ευφημισμόν) «Μετέωρα», παρ’ όλο που σ’ αυτόν δεν υπήρχαν μοναστήρια, όπως στα Μετέωρα της Καλαμπάκας. Ο λόφος «Μετέωρα» (όπως δείχνουν οι ισομετρικές του καμπύλες στο σχέδιο της νέας Σπάρτης, που εκπόνησε, στα 1834, κατ’ εντολή του βασιλιά Όθωνα, ο Βαυαρός πολεοδόμος Staufffert), είχε ύψος, περίπου, όσο και οι τέσσερις άλλοι λόφοι της περιοχής, οι οποίοι οριοθετούσαν τον χώρο, στον οποίο θα χτιζόταν η νέα Σπάρτη: Λόφος σημερινής Ευαγγελιστρίας (Τουρκοβούνι) Λόφος του «ΞΕΝΙΑ» Λόφος «Τούμπανο», πίσω απ...
Περισσότερα >>«Οι άνθρωποι δεν σταματούν να παίζουνε επειδή γερνάνε. Γερνάνε επειδή σταματούν να παίζουνε»
Κοιτάζω τα σημερινά παιδιά και στενοχωριέμαι, γιατί τα βλέπω, υποταγμένα στο κινητό και στο διαδίκτυο, να έχουν σταματήσει να παίζουν και σκέφτομαι κάτι σοφό που είχε πει ο αμερικανός συγγραφέας Όλιβερ Χόλμς: «Οι άνθρωποι δεν σταματούν να παίζουνε επειδή γερνάνε. Γερνάνε επειδή σταματούν να παίζουνε.» Και, βέβαια, η ευθύνη γι’ αυτό δεν ανήκει στα παιδιά αλλά στη νέα κοινωνία που εμείς οι μεγάλοι έχουμε φτιάξει, η οποία με τις νέες αρχές, τις αξίες και τα πρότυπα που ΕΜΕΙΣ βάλαμε ως σημεία αναφοράς, κάνει τα παιδιά μας να «γερνούν» από τα πιο όμορφα και τρυφερά τους χρόνια. Εμείς τα παιδιά του ’50 και του ’60 παίζαμε πολύ. Παίζαμε παιχνίδια ομαδικά που έρχονταν από τις μνήμες της παράδοσης, παιχνίδια που σήμερα έχουν, δυστυχώς λησμονηθεί παντελώς. Ακόμα, με τα φτωχικά βαλάντια των...
Περισσότερα >>«Οι πόρτες του σπιτιού ήτανε πάντα ανοιχτές για όλους, έτσι όπως ήτανε και οι καρδιές των ανθρώπων του»
Το σπιτάκι είναι έρημο πάνω από πενήντα χρόνια. Κάποτε έμενε εκεί μια μεγάλη, προκομμένη και χαρούμενη οικογένεια: Ο κυρ Γιώργης ο μπογιατζής, με τη γυναίκα του την κυρα – Ντίνα (τεχνίτρα παραδοσιακή του αργαλειού), και τα έξι παιδιά τους: τη Νίκη, τη Μαίρη, την Κανέλλα, την Κική, τον Κούλη και τον Αντρέα. Οι πόρτες του σπιτιού ήτανε πάντα ανοιχτές για όλους, έτσι όπως ήτανε και οι καρδιές των ανθρώπων του. Εμείς, σαν παιδιά της γειτονιάς, περάσαμε εκεί, σ’ αυτό το σπιτάκι, πολλές και όμορφες στιγμές, που μένουν χαραγμένες για πάντα στην καρδιά μας και ζουν στο νου μας σαν ένα ωραίο και ασυννέφιαστο όνειρο. Κάποια στιγμή, στο ’60 τόσο, «έφυγε» (άξαφνα) ο κυρ Γιώργης, μεγάλωσαν τα παιδιά και πήρανε, τα περισσότερα, το δρόμο της ξενιτιάς, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή, έμεινε η κυ...
Περισσότερα >>«Δεν είχες, λοιπόν, σαν έμπαινε το Χινόπωρο και ήσουνα μέσα στο σπίτι, να «στήσεις αυτί» και να περιμένεις, σαν ήτανε συννεφιά»
«Γλυκάδα πόχει η βροχή στον τσίγκο σα βαράει».(1) Τραγούδια έχουμε πολλά ακούσει στη ζωή μας. Κι όποιο τραγούδι γράφτηκε στα φύλλα της καρδιάς, ποτέ δεν του δε θα σβήσει. Τέτοιο τραγούδι είναι και το τραγούδι του τσίγκου. Κάποτε, ο φτωχός και ταπεινός ο τσίγκος, ο τόσο περιφρονημένος σήμερα, ήτανε μέλος του σπιτιού. Οποιοδήποτε σπίτι κι αν ήτανε, δεν μπορεί, κάπου θα ’χε έναν, τουλάχιστον, τσίγκο. Μα…σε μια αποθήκη απάνω, μα…σ’ ένα κοτέτσι, μα…στο μπαλκόνι, μα…σε μια κουζίνα, σ’ ένα φούρνο…κάπου θα ύπαρχε ένας τουλάχιστον τσίγκος. Καλός τσίγκος, «κακός» τσίγκος, σκουριασμένος, καινούριος, τσίγκος από ντενεκέ που τον είχανε κόψει κι ανοίξει με το σκεπάρνι («πάφυλλο» τον λέγανε οι παλιοί), τσίγκοι από βαρέλια πίσσας στρογγυλά που ξέμεναν, κάποτε, στις άκρες των νιόστρωτων δ...
Περισσότερα >>«To ιστορικό εστιατόριο «ΔΙΕΘΝΕΣ», της Σπάρτης, έρχεται από πολύ μακριά, δημιουργεί ένα «παρόν» αντάξιο της ιστορίας του και είναι σίγουρο ότι θα ταξιδέψει πολύ μακριά στο μέλλον»
Οι πόλεις αποτελούν σημαντικό κεφάλαιο της ζωής των ανθρώπων τους, όμως το κεφάλαιο αυτό γράφεται και με τη βοήθεια των αψύχων. Ακόμα κι ένα εστιατόριο, όπως το «ΔΙΕΘΝΕΣ», μπορεί (και δικαιούται) να καυχηθεί, ότι πήρε μέρος στη συγγραφή της νεότερης ιστορίας της Σπάρτης. Για να δημιουργήσεις το μέλλον πρέπει να γνωρίζεις καλά το παρελθόν. Για το λόγο αυτό, μιλώντας για το παρελθόν της Σπάρτης μας, βάζουμε ένα λιθαράκι, κάθε φορά, για να χτιστεί το μέλλον της, όμορφο, ανθρώπινο και στέρεο. Το «ΔΙΕΘΝΕΣ» υπήρξε ένα από τα παλαιότερα εστιατόρια της πόλης μας, που συνέδεσε το όνομά του με την ιστορία και τη διαδρομή της Σπάρτης από το Χθες μέχρι ΚΑΙ το Σήμερα. Οι ρίζες του φτάνουν, σίγουρα, κάπου στις πρώτες 10ετίες του 20ου αι. Διαβάζουμε, λόγου χάρη, στην τοπική εφημερίδα ΛΑΚΩΝΙΚΑ Ν...
Περισσότερα >>«Από το 1955 κι εντεύθεν το ΚΕΕΜ δέθηκε άρρηκτα με τη Λακωνία, τη Σπάρτη και την τοπική κοινωνία, παράγοντας σπουδαίο έργο και προσφέροντας τα μέγιστα στον τόπο μας»
Ήταν στα 1945, ένα χρόνο μετά την απελευθέρωση από τους γερμανούς κατακτητές, που ο Ελληνικός Στρατός συγκρότησε το Κέντρο Εκπαίδευσης Εφοδιασμού Μεταφορών (Κ.Ε.Ε.Μ.) στο χώρο των εγκαταστάσεων της Σιβιτανιδείου Σχολής στην Αθήνα. Στη συνέχεια το ΚΕΕΜ μεταστάθμευσε στη Γλυφάδα και το Ρούφ και από τα μέσα του 1955 (ύστερα από απόφαση του τότε Πρωθυπουργού, Στρατηγού Αλεξ. Παπάγου, στα 1950) εγκαταστάθηκε στη Λακωνία. Αυτή ήταν μια πολύ σημαντική απόφαση για τη Λακωνία, ιδιαίτερα για τη Σπάρτη, μιας και είναι γνωστό πως η λειτουργία στρατοπέδων, ιδιαίτερα Κέντρων Νεοσυλλέκτων, αποτελεί (εκτός άλλων) βασικό πνεύμονα οικονομικής στήριξης και ανάπτυξης των τοπικών κοινωνιών. Η σχετική είδηση δημοσιεύθηκε και στην τοπική εφημερίδα «ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΡΟΥΡΟΣ ΤΗΣ ΛΑΚΩΝΙΑΣ» στις 19 Μαρτίου 1950: Ε...
Περισσότερα >>«Άνθρωποι και άνθρωποι, εποχές και εποχές χάθηκαν μέσα στη σκόνη του Χρόνου, όμως το Πανηγύρι ζει και θα ζει»
Ταξιδευτής από το πολύ μακρινό Χθες μας ήρθε και πάλι το Πανηγύρι του Μυστρά. Πιτσιρικάδες, ακόμα, ακούγαμε από τους μεγάλους ότι «Έρχεται το πανηγύρι από την Τεγέα και μετά θα πάει στη Σκάλα» και με τη φαντασία μας βλέπαμε χαρούμενοι το πανηγύρι, μέσα στα χρώματα και στα φώτα, να ροβολάει τον κατήφορο από τη μεριά της Τρίπολης κατά το Μυστρά και στενοχωριόμαστε όταν το βλέπαμε να «ξεστήνεται» και να φεύγει για τη Σκάλα. Άνθρωποι και άνθρωποι, εποχές και εποχές χάθηκαν μέσα στη σκόνη του Χρόνου, όμως το Πανηγύρι ζει και θα ζει όσο κρατάει αυτή μαγεία του που κάνει τους ανθρώπους να προστρέχουν σ’ αυτό καθώς οι νυχτοπεταλούδες στη φλόγα του αναμμένου φαναριού. Κάθε άνθρωπος έχει τις δικές του απαντήσεις για το ΤΙ είναι γι’ αυτόν το πανηγύρι. Για μένα το Πανηγύρι του Μυστρά είναι ό,τι ...
Περισσότερα >>«Πέρασαν τα χρόνια, μεγάλωσαν τα παιδιά του «τότε», άλλαξαν οι ζωές και οι συνήθειες, χάθηκαν τα παιχνίδια τα παλιά, χάθηκαν, μαζί, και οι παλιές, χειροποίητες σφεντόνες»
Με το που έκλειναν, τότε, τα σχολεία και άρχιζε η εποχή της ξεγνοιασιάς, κάθε αξιοπρεπής γαβριάς το πρώτο που φρόντιζε να κάνει ήταν να φτιάξει το λάστιχό του, τη σφεντόνα του, δηλαδή. Πηγαίναμε πρώτα στη Μαγουλίτσα και ψάχναμε στις λυγιές της όχθης για να βρούμε ένα κλαδί που να κάνει καλή διχάλα. Το κόβαμε με τα σουγιαδάκια μας και ύστερα, στην αυλή του σπιτιού, κάτω από την κληματαριά, κόβαμε τη διχάλα στις σωστές διαστάσεις, έτσι όπως μας είχε διδάξει η εμπειρία και οι παλαιότεροι, γδύναμε το ξύλο από τη φλούδα του, και αφήναμε τη διχάλα στον ήλιο για να στεγνώσει και να σκληρύνει. Κατόπιν ζητάγαμε χαρτζιλίκι από τη μάνα μας και πηγαίναμε στα ψιλικατζίδικα της Σπάρτης, κυρίως στου Νικητόπουλου και στου Μερεκούλια και αγοράζαμε το λάστιχο της σφεντόνας. Ήταν ένα μαύρο, μακρόστενο,...
Περισσότερα >>«Δυο παλιές καρότσες, λοιπόν, πλάι στον μεγάλο δρόμο. Σίγουρα έχουν τη συνείδησή τους αναπαυμένη. Το Χρέος τους το ξόφλησαν με το παραπάνω»
Καθώς βγαίνεις από τη Σπάρτη και στρίβεις αριστερά στα Δαγρέικα, αμέσως μετά το γεφύρι της Μαγουλίτσας, στο δεξί σου χέρι, ακριβώς στη στροφή, χρόνια τώρα, «κρύβονται», πίσω από τις φυλλωσιές, πλάι στο δρόμο, δυο παλαιές ρυμουλκούμενες καρότσες. Δυο καρότσες διαφορετικών εποχών και ηλικιών, οι οποίες, «κουρασμένες» απ’ τη δουλειά που τράβηξαν χρόνια και χρόνια, σκαμμένες από τα βάσανα, άραξαν εκεί, διακριτικά, στην άκρη του πολύβουου δρόμου (ποιος ξέρει πότε;) για να ξεκουραστούν για πάντα, ζηλεύοντας τα τροχοφόρα που περνούν μπροστά τους και αναπολώντας τις εποχές της δικής τους δόξας. Η μια καρότσα δείχνει γεροντότερη από την άλλη. Τα παραπέτα της είναι από σανίδες που κάποτε ήταν βαμμένες με μπλε και άσπρη λαδομπογιά και στο πάνω μέρος είχε έναν σιδερένιο σκελετό όπου, προφανώς,...
Περισσότερα >>Πιθανώς, στα χρόνια της νιότης του, το όμορφο και ζεστό αυτό σπίτι, να είχε και μπαλκόνι προς τον δρόμο, όπως μαρτυρούσε η «ορφανή» μπαλκονόπορτα ανάμεσα στα παράθυρα της όψης
Το σπίτι ήταν παλαιό. Οικία ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ. Στην οδό Όθωνος-Αμαλίας στη Σπάρτη, αριθμ. 90. Χαρακτηριστικό, διώροφο, λαϊκό σπίτι, από πλίθρες, μάλλον των τελών του 19ου αι., με κεραμοσκεπή τετράρριχτη, από τα ελάχιστα (ίσως το μόνο του είδους) που είχαν απομείνει στη Σπάρτη. Στο πλάι του είχε μια μεγάλη αυλή με πρασινάδες κι έναν μπαξέ με πορτοκαλιές στο πίσω μέρος του, μαζί κι ένα βαθύ πηγάδι που πότιζε τα δέντρα με το καθάριο, γάργαρο νερό του κι έδινε και στους ανθρώπους του σπιτιού το νερό που χρειάζονταν, μέχρι να φτιαχτεί η κεντρική ύδρευση της Σπάρτης στα 1931. Τα κεραμίδια του είχαν ξύλινο γείσο που «πάταγε» πάνω στα δοκάρια της σκεπής που προεξείχαν. Τα κουφώματά του ήταν από ξύλο, αυθεντικά της εποχής, δωρικού τύπου, με κάσωμα «έξω περασιά» και είχαν παντζούρια εσωτε...
Περισσότερα >>«Όταν έφτανε το αμίλητο νερό στο σπίτι που το περίμεναν οι κοπελιές με τους νέους της παρέας έπαιρναν το νερό και το έριχναν σ΄ ένα μεγάλο καζάνι, ή σε μια βαθιά πήλινη λεκάνη, που την είχαν ονομάσει «κλήδονα»»
Το Σάββατο, 24 Ιουνίου η Ορθόδοξη Εκκλησία μας εόρτασε το γενέθλιο του Ιωάννη Προδρόμου και Βαπτιστού. Τιμά έτσι τη μνήμη εκείνου που προπορεύτηκε του Ιησού Χριστού και προετοίμασε το δρόμο του, ενώ αξιώθηκε να τον βαπτίσει στα νερά του Ιορδάνη. Για τον Ιωάννη ο ίδιος ο Χριστός είπε ότι : “Μείζων εν γεννητοίς γυναικών προφήτης Ιωάννου του Βαπτιστού ουδείς εστί” (Λουκ. ζ’ 28). Το Γενέσιον του Ιωάννου Προδρόμου, ήταν καθιερωμένο στα παλιά χρόνια να εορτάζεται από την παραμονή της 23ης Ιουνίου με παραδοσιακές τοπικές εκδηλώσεις, ανάλογες με τα έθιμα κάθε περιοχής. Δηλαδή σε κάθε χωριό είχαν δώσει διάφορα προσωνύμια όπως του Αγιαννιού του «Ριγανά», του Αγιαννιού του «Κλήδονα», του Αγιαννιού του «Ριζικάρη», του Αγιαννιού του «Λαμπαδιάρη» ή «Λαμπαδάρη» ή «Φουγγαρίτη» ή «Φανιστή». Οι γιορτ...
Περισσότερα >>Η «ΕΙΛΙΚΡΙΝΕΙΑ» του παππού, που την είχαν βαριά και ακριβή κληρονομιά, αλλά και τα καλά προϊόντα ήταν το «μυστικό» της ζεστής σχέσης εμπιστοσύνης, που είχαν χτίσει οι Ζαχαρόπουλοι με τους πελάτες τους
Κάποτε, τα χωριά μας ήταν γεμάτα από ανθρώπους και όλες οι οικογένειες, άλλες πολύ - άλλες λίγο, είχανε ό,τι χρειάζονταν για να ζήσουν (τα ζώα τους, το χωραφάκι τους, το περιβολάκι τους, τον κήπο τους κλπ). Ακόμα κι όταν «μετανάστευσαν» στην πόλη, για να ζήσουν «καλύτερα», κράτησαν τη συνήθεια ζωής του χωριού και φτιάχνανε, όπου μπορούσαν, το κοτετσάκι τους, τον κήπο τους, το περιβόλι τους, τα ζώα τους (κουνέλια, γουρούνι, καμιά γιδούλα κλπ), μέχρι που η πρόοδος άρχισε να τα «απαγορεύει». Και τότε γεννήθηκαν τα επαγγέλματα, τα οποία θα κάλυπταν τις ελλείψεις που δημιουργήθηκαν από την αλλαγή του τρόπου ζωής. Ένα απ’ αυτά ήταν και το επάγγελμα του μανάβη. Αρχικά ο μανάβης ήταν ένας βιοπαλαιστής του δρόμου, που γύριζε στις γειτονιές με το ζώο του (συνήθως γαϊδουράκι) φορτωμένο με δυο κ...
Περισσότερα >>«Μια φωτογραφία μπορεί να είναι ένα στιγμιότυπο της ζωής που θα υπάρχει για πάντα, το οποίο δεν θα σταματήσει ποτέ να κοιτάει πίσω σε σένα»
Ο φωτογράφος που εργαζόταν σε εταιρεία εκδόσεων καρτ-ποστάλ (είχαν μεγάλη ζήτηση τότε, ήταν κάτι σαν τα σημερινά SMS) έστησε το ψηλό του τρίποδο στη διασταύρωση Παλαιολόγου και Λυκούργου της Σπάρτης του ’50, ανέβηκε στη κορυφή του κι ετοίμασε τη φωτογραφική του μηχανή, για να βγάλει μια ωραία φωτογραφία, προς την πλευρά της οδού Λυκούργου. Πρέπει να ήταν τέλος άνοιξης-αρχές καλοκαιριού (κοντομάνικα, Ταΰγετος χωρίς χιόνια), μεσημεράκι, μάλλον Κυριακή, και ο φωτισμός ήταν ιδανικός για φωτογράφηση. Πριν τραβήξει τη φωτογραφία, είδε ο φωτογράφος μια λιμουζίνα, ένα εντυπωσιακό κατακόκκινο ταξί, με άσπρη οροφή, να κατεβαίνει από ψηλά την Λυκούργου. Έμπειρος καθώς ήταν, περίμενε να φτάσει το ταξί σε κοντινή απόσταση και πάτησε το κουμπί, χαρίζοντας στην Σπάρτη μας μιαν ακόμα πανέμορφη φωτ...
Περισσότερα >>«Ανήκει στην οικογένεια των κορακοειδών και θεωρείται ως ένα από τα πιο έξυπνα πουλιά, καθώς μπορεί να αναγνωρίσει τον εαυτό της στον καθρέφτη»
Η γειτονιά μας στο Νέο Κόσμο της Σπάρτης έχει το προνόμιο να διαθέτει κάποιους μπαξέδες που την ομορφαίνουν. Αν και απότιστες οι πορτοκαλιές χάρις στις βροχές κρατάνε για μήνες το σκουροπράσινο φύλλωμά τους, την άνοιξη γεμίζουν με τα πανέμορφα κι ευωδιαστά άνθη τους και αργά το φθινόπωρο κρέμονται στα κλαδιά τους τα χρυσοκίτρινα πορτοκάλια. Στο μπαξέ του καλού γείτονα και φίλου Τάκη προ ετών ήλθε και φώλιασε πάνω σε μια πορτοκαλιά ένα ζευγάρι καρακάξες, Κι από τότε μας συντροφεύουν τα παιδιά τους, που δεν αφήνουν την πατρογονική φωλιά να ερημώσει και δίνουν ένα δυναμικό παρόν στην περιοχή μας. Από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το βράδυ τα ιδιόμορφα κρωξίματά τους γεμίζουν τον αγέρα και πετούν από ταράτσα σε ταράτσα κι από μπαλκόνι σε μπαλκόνι, χωρίς να δείχνουν κανένα φόβο. Αυτό το προκλη...
Περισσότερα >>«Ο Δήμος Σπάρτης οφείλει να παρέμβει δυναμικά και αποτελεσματικά ώστε να διασωθούν όσα αρχιτεκτονικά στολίδια της Σπάρτης έχουν απομείνει»
Οικία ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, εμπόρου. Ένα από τα βουβά, γοητευτικά σπίτια της Σπάρτης. Πανέμορφο, απλό, κλασικιστικό, τριώροφο σπίτι, του 1890 - 1910, με τετράρριχτη κεραμοσκεπή. Κάτω από τα κεραμίδια του, στην πρόσοψη, θριγκός με γείσο, ζωφόρο ταινία βαμμένη στο μπλε και επιστύλιο. Τα πορτοπαράθυρά του χωρίς πλαίσια, με γαλλικά εξώφυλλα στους ορόφους και συμπαγή ξύλινα, ταμπλαδωτά, στο ισόγειο. Στον δεύτερο όροφο μεγάλος εξώστη, με απλό κιγκλίδωμα και μεταλλικά σφυρήλατα υποστηρίγματα (φουρούσια) και δυο μικροί εξώστες, στον πρώτο όροφο, με χυτά φουρούσια από μπετόν και απλά κιγκλιδώματα. Πλευρική μεταλλική αυλόπορτα που έμπαζε στη μικρή αυλή με τις πρασινάδες, από όπου γινόταν και η πρόσβαση στους ορόφους. Το σπίτι ήταν χτισμένο σε στενό οικόπεδο, σε σχήμα Γ. Απέναντι ακριβώς απ...
Περισσότερα >>«..κάθε φορά που βλέπω «κρέμα καραμελέ» θυμάμαι το εστιατόριο «Ο ΦΟΙΝΙΚΑΣ», τον καλόκαρδο κυρ-Γιώργη Γαλίφα, τον καλό μάγειρα και φανατικό της κρέμας καραμελέ»
Όταν σπουδάζαμε Δάσκαλοι, εμείς, οι σπουδαστές της ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΤΡΙΠΟΛΕΩΣ, της σειράς 1972-1974, τρώγαμε δωρεάν, με κουπόνια (των 30 δρχ την ημέρα, την πρώτη χρονιά, και των 20 δρχ τη δεύτερη), τα οποία εξαργυρώναμε στα εστιατόρια που είχαν συμβάσεις με την Ακαδημία. Ξεκινήσαμε να τρώμε (καθ΄ υπόδειξιν των παλαιότερων σπουδαστών) στο υπόγειο εστιατόριο «Ο ΓΕΡΟΣ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ» (πρώην ταβέρνα Γιαννίτσα), του Απόστολου Λυρώνη από τις Καλτεζές, στην πλατεία Αγίου Βασιλείου, κάτω από το πρακτορείο εφημερίδων ΛΙΑΒΑΡΗ–ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΥ (Κτήριο ΒΛΑΧΟΥ). Λαϊκό μαγέρικο, με ωραία «κουτουκιάρικη» ατμόσφαιρα και νόστιμα φαγητά από τον εξαίρετο μάγειρα Θεόδωρο Γεωργακόπουλο ή «Κολοκοτρώνη». Όλη η Ακαδημία εκεί έτρωγε! Μετά από κάμποσο καιρό (με τον φίλο μου τον Τάσο από τον Βόλο, τον Σταμάτη απ...
Περισσότερα >>«Ο ελεύθερος Τύπος μπορεί να είναι είτε καλός είτε κακός, αλλά χωρίς ελευθερία, είναι απόλυτα βέβαιο ότι ο Τύπος δεν μπορεί να είναι οτιδήποτε άλλο από κακός»
Ο «ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΡΟΥΡΟΣ ΛΑΚΩΝΙΑΣ - Εβδομαδιαία πολιτική εφημερίς των απανταχού εθνικοφρόνων Ελλήνων» υπήρξε μια εφημερίδα της Σπάρτης που άφησε έντονο αποτύπωμα στην ιστορία του τοπικού τύπου. Εκδόθηκε στα 1946 από τον Δ. Λ. Θεοφιλόπουλο ενώ το 1994 ανέλαβε την έκδοσή της η κόρη του ιδρυτή, κ. Δώρα Δ. Θεοφιλοπούλου. Λόγω της πολιτικής της τοποθέτησης η εφημερίδα «ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΡΟΥΡΟΣ ΛΑΚΩΝΙΑΣ» αλλά και ο εκδότης της, Δ. Λ. Θεοφιλόπουλος (ένας άνθρωπος παθιασμένος με τη δημοσιογραφία) έκαναν φανατικούς φίλους αλλά και φανατικούς αντιπάλους. Σήμερα, απαλλαγμένοι από τα πάθη του παρελθόντος, μπορούμε να σκύβουμε πάνω από τον τύπο παρελθόντων εποχών και να προσπαθούμε να ανιχνεύσουμε και να «διαβάσουμε» την κοινωνία και τη ζωή του τόπου μας, σ’ εκείνα τα πολύ δύσκολα και σκοτεινά (πολλές φορές) χρ...
Περισσότερα >>«Μαζί του έκλεινε κι ένα κομμάτι της ζωής και της νεότερης ιστορίας της πόλης μας, αφού δεν μπορούμε να θυμόμαστε μια πόλη και να αφηγούμαστε το παρελθόν της χωρίς τις ιστορίες των ανθρώπων της»
Βαδίζεις απορροφημένος σε σκέψεις και σε έγνοιες μέσα στην πολύβουη πόλη και νιώθεις ξαφνικά ένα τράβηγμα στο μανίκι. Και είναι τούτο το τράβηγμα το παράπονο των μικρών πραγμάτων που κάποτε υπήρξαν στη ζωή μας και που δεν θέλουν να ξεχαστούν. Το «φαστφουντάδικο» του Παναγιώτη Βαρβιτσιώτη, στο κέντρο της πόλης, Λυκούργου 132, ήταν το πρώτο κατάστημα του είδους στη Σπάρτη. Πριν από πολλά χρόνια, η Ελλάδα είχε...εισαγάγει το λεγόμενο «γρήγορο φαγητό», αντιγράφοντας, κυρίως, αλυσίδες φαστ-φουντ από τις ΗΠΑ. Το «γρήγορο φαγητό (fast food) δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα προϊόν του ταχύρυθμου κι αγχώδους τρόπου της σύγχρονης ζωής, που δεν δίνει στον άνθρωπο χρόνο ούτε για να φάει στο σπίτι του, μαζί με την οικογένειά του, όπως γινόταν κάποτε. Το «γρήγορο φαγητό» (είτε το αγαπά κανείς είτ...
Περισσότερα >>«Ξωκλήσια ταπεινά, ξεχασμένα στην ερημιά, είναι σαν καταφύγια σώματος και ψυχής για όποιον φεύγει από την ταραχή της πολιτείας που έχει καταντήσει σήμερα σαν πόρνη Βαβυλώνα»
«Λέγανε οι παλαιότεροι, πως ένας γερο-Στρατηγάκης, από το Ψυχικό, έβλεπε από το σπίτι του, τα βράδια, απέναντι στον Κοκκινόβραχο, ένα φωτάκι ν’ αναβοσβήνει. Το ’βλεπε, το ξανάβλεπε, αποφάσισε να πάει να δει τι είναι. Βρήκε στον τόπο να βγαίνει νερό κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι και κάτι απογκρεμίδια. Ανασκαλεύοντας ξεχώθηκε μια εικόνα και κατάλαβε πως εκεί ήτανε παλιά κάποιο εκκλησάκι. Μαζί με άλλους φτιάξανε, στον ίδιο τόπο, ένα μικρό ξωκλήσι και το αφιερώσανε στη Ζωοδόχο Πηγή. Μάλιστα, μέσα στο Ιερό, φτιάξανε και μια στέρνα που μάζευε το αγίασμα και το παίρνανε οι πιστοί και το πίνανε για να αγιαστούνε και να τους φυλάει η Παναγία και αγιάζανε και τα σπιτικά και το βιος τους για προστασία. Αργότερα, τούτο το εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής, το μεγαλώσανε οι Αφισιώτες, γιατί ήτανε μέσα στο ό...
Περισσότερα >>«Ο ΘΕΡΑΠΝΙΑΚΟΣ υπήρξε ιστορία και αξία ζωής και γι’ αυτό, όσοι τον έζησαν, δεν μπορούν παρά να κρατούν τη μνήμη του άσβεστη μέσα στο κύλισμα των χρόνων»
Ήταν Σεπτέμβρης του 1971 και ήμαστε μαθητές της ΣΤ΄ τάξης του Γυμνασίου Αρρένων Σπάρτης, όταν ο αείμνηστος συμμαθητής μας Γιάννης Κυριακούλιας, από την Γκοριτσά, άρχισε να πλησιάζει, έναν-έναν, όσους από μας πίστευε ότι «ξέραμε μπάλα», για να βγάλουμε δελτίο στη νεοϊδρυθείσα ποδοσφαιρική ομάδα του χωριού του, τον «ΘΕΡΑΠΝΙΑΚΟ», που έπαιζε, τότε, στο τοπικό πρωτάθλημα Λακωνίας. Τελικά, ενδώσαμε στις φιλικές πιέσεις του Γιάννη τρεις συμμαθητές, ο Βασιλάκης Κουκούμας (μας «έφυγε», δυστυχώς, νωρίς), ο Αργύρης Βράττης (δικηγόρος σήμερα στην Αθήνα) και ο υποφαινόμενος, Βαγγέλης Μητράκος. Εμείς βγάλαμε μόνο τις φωτογραφίες του δελτίου στον κυρ-Γιώργη τον Ράλλη, τον αξέχαστο φωτογράφο του Μουσείου και όλα τα υπόλοιπα τα ανέλαβε, μετά χαράς, ο Γιαννάκης ο Κυριακούλιας. Πολύ σύντομα τα δελτία ε...
Περισσότερα >>«Ας όψονται εκείνοι που άφησαν τα χωριά μας να ρημάξουν και να κλείσουν τα σχολεία τους. Όταν έκλεισαν τα σχολεία, σταμάτησε να χτυπά η καρδιά των χωριών και «πέθαναν» κι αυτά μαζί τους»
Κάθε που έρχεται η επέτειος της 25ης Μαρτίου 1821, η ψυχή μου βάζει τα γιορτινά της και τα γαλανόλευκα και πηγαίνει για να γιορτάσει, επισκέπτης μνήμης και αγάπης, στους Βουτιάνους, εκεί όπου υπηρέτησα σαν δάσκαλος επί 16 ολόκληρα χρόνια, 1978-1994, έδωσα όλο το «είναι» μου στα παιδιά-μαθητές μου για να μάθουν γράμματα και να γίνουν καλοί και άξιοι άνθρωποι, «υπηρέτησα» το χωριό όσο μπορούσα με τον καλύτερο τρόπο και, φεύγοντας, άφησα εκεί ένα κομμάτι της καρδιάς μου, ίσως το μεγαλύτερο. Οι σχολικές γιορτές, στο σχολείο μας (όπως άλλωστε σ’ όλα τα χωριά), ήτανε ένας ακόμα τρόπος βιωματικής μάθησης και μια ευκαιρία να έρχεται το χωριό σε άμεση επαφή κι επικοινωνία με το σχολείο, που χτίστηκε, κάποτε, με προσωπική εργασία και ιδρώτα των Βουτιανιτών και που, διαχρονικά, ήταν η καρδιά ...
Περισσότερα >>Τη φωτογραφία τράβηξε στη Σπάρτη ο φωτογράφος Πάνος Ηλιόπουλος το 1937
Την ιστορία των πόλεων την διηγούνται, καλύτερα από κάθε τι άλλο, οι ανθρώπινες ιστορίες, μικρές και μεγάλες, που διασώθηκαν, επειδή κάποιοι ρέκτες του παρελθόντος τις κατέγραφαν σε βιβλία, εφημερίδες, περιοδικά κλπ αλλά και σε εικόνες μέσα από πίνακες ζωγραφικής, σκίτσα και φωτογραφίες. Ιδιαίτερα οι φωτογραφίες με την αλήθεια τους, αποτελούν ολοζώντανες μνήμες των αλλοτινών εποχών και γύρω από κάθε φωτογραφία πλέκονται ολόκληρες ιστορίες ζωής προσώπων, επώνυμων τε και ανώνυμων, μαζί και των κοινωνιών μέσα στις οποίες έζησαν. Μια τέτοια φωτογραφία είναι κι αυτή του άρθρου, δημοσιευμένη στα 1937. Ο φωτογράφος έχει απεικονίσει ένα απλό όσο και καθημερινό περιστατικό που συνέβη στο κέντρο της Σπάρτης, ακριβώς στη διασταύρωση της σημερινής Γκορτσολόγου με τη Λυκούργου (τότε Ακροπόλεως...
Περισσότερα >>«Τις ταινίες τις απολαμβάνω και μεταφέρομαι σ΄ εκείνη την γλυκιά εποχή της εφηβείας μου. Έναν παλιμπαιδισμό, για μερικές στιγμές, όλοι τον χρειαζόμαστε»
Διαβάζοντας το χρονογράφημα του φίλου κ. Βαγγέλη Μητράκου που αναφέρεται στην ιστορία των σινεμά της Σπάρτης, συγκινήθηκα για μια ακόμα φορά από την καταγραφή, την έρευνα και την αγάπη του, για την πόλη μας. Ο κ. Μητράκος είναι ένας αξιόλογος ιστορικός και ερευνητής της ιστορίας της νεότερης Σπάρτης. Τον ευχαριστούμε θερμά. Επειδή είχα γράψει και εγώ παλαιότερα ένα αρθράκι, για την επίδραση του σινεμά στην ζωή μου, τολμώ να το δημοσιεύσω. Το ύφος της ανάρτησης είναι ερασιτεχνικό, συναισθηματικό και απόλυτα προσωπικό. Η αφορμή λοιπόν για την σημερινή δημοσίευση, δόθηκε σε μένα από το υπέροχο άρθρο του φίλου Βαγγέλη. Επίσης ευχαριστώ θερμά την ηλεκτρονική εφημερίδα "Spartorama" για την φιλοξενία. Σπάρτη: 1964 - 1970 Τρία κοριτσίστικα κεφαλάκια, στραμμένα προς το άσπρο πανί της ...
Περισσότερα >>