Παρασκευή, 25 Απριλίου 2025
Μπορεί κανείς να φαντασθεί τις συνθήκες παρακολούθησης των ταινιών την εποχή εκείνη, με σκιές καθηγητών και αστυνομικών να περιφέρονται μέσα στην αίθουσα αναζητώντας «παρανόμους»
Η χούντα της 21η Απριλίου 1967 είχε μεν
τον Ελληνικό Λαό στον γύψο, εμάς δε τους
μαθητές του Γυμνασίου, μέσα σ’ ένα
καθεστώς απαγορεύσεων. Μέσα σ’ αυτές, κορυφαία, ήταν και η απαγόρευση της
παρακολούθησης κινηματογραφικών ταινιών, προκειμένου να προστατευθούν τα χρηστά ελληνορθόδοξα ήθη
μας!!! Το Γυμνάσιο Αρρένων Σπάρτης σε φωτογραφία του
’60 Μόνο ταινίες εθνικο-πατριωτικού και
θρησκευτικού περιεχομένου επιτρέπονταν («Στα σύνορα της προδοσίας», «Ο
τελευταίος των κομιτατζήδων» «Παπαφλέσσας» κ.α)
αλλά κι αυτές κατόπιν οργανωμένης παρακολουθήσεως μέσω του Γυμνασίου. Στα πλαίσια αυτά οι καθηγητές είχαν αναλάβει
την υποχρέωση να παρακολουθούν την εφαρμογή της απαγόρευσης του κινηματογράφου
μέσα από τις περιβόητες «εφόδους». Σε κάποιες μέρες, δηλαδή, καθηγητές που
ορίζονταν με απόφαση του συμβουλίου διδασκόντων και του γυμνασιάρχη,
αναλάμβαναν το εξωσχολικό «καθήκον» της εφόδου στα σινεμά της πόλης: Έρχονταν
(συνήθως δυο-δυο) στον κινηματογράφο, και ή καραδοκούσαν σε μια γωνιά για να
συλλάβουν τους μαθητές μετά την προβολή ή έμπαιναν μέσα (χωρίς εισιτήριο
φυσικά) και (είτε στο διάλειμμα είτε και μέσα στο σκοτάδι) έψαχναν να
εντοπίσουν μαθητές, τους οποίους κατέγραφαν στα μπλοκάκια τους, για να δώσουν
τα ονόματά τους την άλλη μέρα στον γυμνασιάρχη και να πέσουν «οι καμπάνες» (οι
αποβολές , δηλαδή ) που η βαρύτητά τους είχε να κάνει με το είδος της ταινίας
που παρακολουθούσαν, με την συμπεριφορά των «συλληφθέντων» , αλλά και με το αν
οι «προς αποβολήν» μαθητές είχαν υποπέσει κι άλλες φορές στο ίδιο «παράπτωμα».
Ορισμένοι, μάλιστα, καθηγητές είχαν τόσο πολύ πωρωθεί με τις εφόδους, ώστε
αυτενεργούσαν ακόμα και όταν δεν ήταν σε διατεταγμένη υπηρεσία. Μαζί με τους καθηγητές βάλτε και τους
αστυνομικούς, οι οποίοι έκαναν κι αυτοί έφοδο στις κινηματογραφικές προβολές,
όταν το έργο ήταν «ακατάλληλον», για να «συλλάβουν» τους ανηλίκους που τυχόν το
παρακολουθούσαν. Μπορεί κανείς να φαντασθεί τις συνθήκες
παρακολούθησης των ταινιών την εποχή εκείνη, με σκιές καθηγητών και αστυνομικών
να περιφέρονται μέσα στην αίθουσα
αναζητώντας «παρανόμους». Τότε, «βασίλευαν» στις κινηματογραφικές
αίθουσες τα ιταλικά γουέστερν, τα λεγόμενα «σπαγγέτι γουέστερν» (με ήρωες τον
Ρίνγκο, τον Σαρτάνα, τον Τζάνγκο κ.α.) τα οποία απογείωσε ο σκηνοθέτης Σέρτζιο
Λεόνε με την τριλογία: -Για μια χούφτα δολάρια -Μονομαχία στο Ελ Πάσο -Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος Ήδη το
καλοκαίρι του ’68 είχαμε δει στο θερινό «ΦΛΟΡΑΛ» το «Για μια χούφτα δολάρια»
(το καλοκαίρι δεν προστατεύονταν τα χρηστά μας ήθη) και όταν στα 1970 (άνοιξη
ήταν θυμάμαι) μάθαμε ότι ο «ΦΑΡΟΣ» έχει φέρει τη συνέχεια της ταινίας με τον
ελληνικό τίτλο «Μονομαχία στο Ελ Πάσο» όλο το Γυμνάσιο Αρρένων ήταν σε
αναβρασμό. Το ΣΙΝΕ ΦΑΡΟΣ πριν γίνει κατάστημα Την πρώτη μέρα προβολής της ταινίας, στην
απογευματινή παράσταση, ο μεγάλος εξώστης του «ΦΑΡΟΣ» ήταν κατάμεστος από
μαθητές του Αρρένων. Γεμάτη ασφυκτικά ήταν και η μεγάλη πλατεία του
κινηματογράφου, όπου, ΚΑΙ εκεί, ίσως να βρίσκονταν μαθητές του Αρρένων, που δεν
χώρεσαν στον εξώστη. Γενικώς, ο εξώστης των χειμερινών
κινηματογράφων, ήταν το καταφύγιο των «παρανομούντων» μαθητών, επειδή εκεί αισθάνονταν πιο ασφαλείς απέναντι στις
καθηγητικές εφόδους. Ειδικά στον εξώστη του «ΦΑΡΟΣ» ο μηχανικός προβολής, ο
αξέχαστος Γιάννης Αργυρόπουλος, είχε τρόπο να δραπετεύει τους μαθητές, σε
περίπτωση εφόδου, από τη στριφτή σιδερένια σκάλα διαφυγής που συνέδεε το
καμαράκι προβολής με την έξοδο του σινεμά. Έτσι, όταν δινόταν «σύρμα» από κάτω
ότι μπαίνουν καθηγητές, ο Αργυρόπουλος ειδοποιούσε τους μαθητές του εξώστη, οι
οποίοι διέφευγαν από την σκάλα κινδύνου και οι εφοδεύοντες εύρισκαν τον εξώστη
άδειο. Γιάννης Αργυρόπουλος Ο
μηχανικός προβολής του «ΦΑΡΟΣ» Πήραμε, λοιπόν, τα πατατάκια μας, τους
πασατέμπους μας, τις πορτοκαλάδες μας (ό,τι μπορούσε, τελικά, ο καθένας)
βολευτήκαμε στα καθίσματα του εξώστη και ύστερα απλώθηκε στο λευκό πανί η
κινηματογραφική μαγεία του σκηνοθέτη Σέρτζιο Λεόνε, με τους ηθοποιούς Κλιντ
Ίστγουντ, Λι Βαν Κλιφ, Τζιαν Μαρία Βολοντέ κ.α. όπου δυο κυνηγοί επικηρυγμένων, για διαφορετικές
αιτίες ο καθένας, συνεργάζονται, προκειμένου να εξοντώσουν μια συμμορία
παρανόμων του Γουέστ. Η ταινία έχει φτάσει στη φοβερή μονομαχία του
τέλους, όπου ο Συνταγματάρχης Ντάγκλας Μόρτιμερ (Λι Βαν Κλιφ) αντιμετωπίζει σε
ένα «αλωνάκι», στη μέση ενός μεξικάνικου χωριού, τον αδίστακτο «Ελ Ίντιο»
(Τζιαν Μαρία Βολοντέ). Την μονομαχία παρακολουθεί, ως εγγυητής τήρησης των
κανόνων, ο Μάνκο (Κλιντ Ίστγουντ), κρατώντας ανοιχτό ένα μουσικό ρολόι τσέπης.
Όταν τελειώσει η μουσική του ρολογιού, τότε θα τραβήξουν τα πιστόλια. Εκεί επάνω, λοιπόν, «πέφτει σύρμα» στον
εξώστη από τον βοηθό μηχανικού, τον
αείμνηστο Βαγγελάκη Ζαχαρόπουλο, από το Τσούνι, ότι δυο καθηγητές του Αρρένων
είναι έξω από το σινεμά και πρόκειται να κάνουν έφοδο. Αυτή τη φορά, συνέβη το
παράδοξο: Καμιά αναταραχή, κανένας πανικός, καμιά αναστάτωση δεν προκλήθηκε,
όπως συνέβαινε άλλες φορές: Ούτε ένας μαθητής δεν κουνήθηκε από τη θέση του.
Δεν θα χάναμε τη μονομαχία στο Ελ Πάσο για κανένα λόγο. Μείναμε, λοιπόν,
καρφωμένοι στις καρέκλες μας και είδαμε τον Συνταγματάρχη Μόρτιμερ, όταν
τέλειωσε η μουσική του ρολογιού, να τραβά πρώτος από τον Ελ Ίντιο και να τον ξαπλώνει στο χώμα,
εισπράττοντας «bravo» από τον φίλο του τον Μάνκο. Τότε ο Μόρτιμερ αποκαλύπτει
στον φίλο του πως ο Ελ Ίντιο είχε σκοτώσει την αδελφή του και ότι τώρα, αφού
πήρε την εκδίκησή του, παραιτείται από τις αμοιβές των επικηρυγμένων. Ο Μάνκο
πετάει τα πτώματα του Ίντιο και των άλλων ληστών σ’ ένα κάρο και φεύγει για να
εισπράξει τις επικηρύξεις, αλλά και για να πάρει απ’ την κρυψώνα και τα
κλεμμένα χρήματα από την ληστεία της τράπεζας του Ελ Πάσο. Τα κόκκινα γράμματα
του «the end» εμφανίζονται μέσα στην καταπληκτική μουσική (το λεγόμενο
«σφύριγμα») του Ένιο Μορικόνε. Βαγγέλης Ζαχαρόπουλος: Αγάπησε τον κινηματογράφο και τη δουλειά του
μηχανικού. Τελευταία θητεία του στο
θερινό σινεμά «ΡΟΔΟΝ» Τέλειωσε η ταινία, άναψαν τα φώτα, ο
κόσμος στην πλατεία άρχισε να αποχωρεί
κι εμείς στον εξώστη αναρωτιόμαστε πως και δεν είχαν φανεί ακόμα οι καθηγητές
της εφόδου. Δημιουργήθηκε, λοιπόν, μια εμπροσθοφυλακή, που με προφυλάξεις
έφτασε στη μέση της σκάλας, που κατέβαζε απ’ τον εξώστη στον προθάλαμο,
και αγνάντεψαν από εκεί να δουν τι
συμβαίνει. Είδαν, έξω από το σινεμά (η πρόσοψη είχε τζαμαρία) τους δυο
καθηγητές να χειρονομούν νευρικά και να τους κάνουν νοήματα να κατεβούν και να
βγουν έξω, να πέσουν, δηλαδή, στο στόμα του λύκου. Τι είχε συμβεί; Οι Αφοί Τριτάκη, οι οποίοι
είχαν ενοικιάσει το σινεμά από τον ιδρυτή του τον Ηλία Καπετανέα (ο ΦΑΡΟΣ
αναγέρθηκε στα 1962-63) προκειμένου να προστατέψουν τους μαθητές, δεν επέτρεπαν
στους καθηγητές να μπουν μέσα δωρεάν, ζητώντας τους να βγάλουν εισιτήριο. Οι
καθηγητές, αρνήθηκαν, οπότε (χολωμένοι αλλά αποφασισμένοι) παρέμειναν έξω από
το σινεμά, περιμένοντας να σχολάσει και να συλλάβουν τους μαθητές στην έξοδο.
Οι μαθητές, λοιπόν, στριμωγμένοι στη σκάλα, οι καθηγητές απ’ έξω να τους
κάνουν νοήματα για να βγουν και οι «πολιορκημένοι» να
ανταπαντούν (πάλι με νοήματα) αρνητικά. Στο μεταξύ, κόσμος πολύς έμπαινε, για
να δει τη δεύτερη παράσταση, πολλοί απ’ αυτούς λοιδορούσαν τους καθηγητές
λέγοντάς τους να φύγουν και ν’ αφήσουν ήσυχα τα παιδιά, οι Αφοί Τριτάκη
καθυστερούσαν την έναρξη της προβολής, είδαν κι απόειδαν οι καθηγητές και αποχώρησαν
απογοητευμένοι, με την εικόνα τους… στραπατσαρισμένη. ΄Ετσι, αφού πρώτα
ελέγχθηκε ο χώρος έξω από το σινεμά μέχρι τις γωνίες, δόθηκε το πράσινο φως
στους εγκλωβισμένους μαθητές να αποχωρήσουν. Ήταν, πραγματικά, μια κινηματογραφική προβολή
μοναδική και επεισοδιακή, που έμεινε ανεξίτηλα χαραγμένη στη συλλογική μαθητική
μνήμη εκείνου του καιρού και (όσο κι αν φαντάζει μεγάλη κουβέντα) έγινε θρύλος
ως μια συμβολική νίκη των μαθητών του Γυμνασίου Αρρένων Σπάρτης κατά του
συστήματος καταπίεσης και ανελευθερίας των καιρών εκείνων. 1970: Τα τμήματα Δ1 και Δ2 του «Κλασικού» του
Αρρένων στο αμφιθέατρο του Γυμνασίου Σ’ αυτή τη μονομαχία «στο Ελ Πάσο» οι μαθητές
του Αρρένων… τράβηξαν πρώτοι. Σπάρτη 24-4-2025
Βαγγέλης Μητράκος