Vekrakos
Spartorama | «Η Λαμπρή που περίμεναν» από την Αναστασία Κόκκινου

«Η Λαμπρή που περίμεναν» από την Αναστασία Κόκκινου

Spartorama 03/05/2024 Εκτύπωση Άρθρα Ιστορία Κοινωνία Παιδεία Πολιτισμός
«Η Λαμπρή που περίμεναν» από την Αναστασία Κόκκινου
Είθε «με ισοκράτη ένα κλωνί» να ψάλουμε το «Χριστός Ανέστη», να βιώσουμε την Ανάσταση…

Η Λαμπρή που περίμενε ο Γιάννης του κυρ-Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη ο αλαφροΐσκιωτος. «Είχε βαρεθή την Σαρακοστήν, επόθει το Πάσχα, και ήρχισε να το προεορτάζη». 

Η Λαμπρή που περίμενε ο Κώστας Κρυστάλλης. Βασίλεψαν στην Άρτα τα μάτια του, στα εικοσιέξι του χρόνια, 22 του Απρίλη του 1894, ξημερώνοντας η Μεγάλη Πέμπτη. 

Η Λαμπρή που περιμένουμε, «αλαφροΐσκιωτοι» του καιρού μας, κάτω από τη βαριά του σκιά. Είθε «με ισοκράτη ένα κλωνί» να ψάλουμε το «Χριστός Ανέστη», να βιώσουμε την Ανάσταση… 

Α. Κ., 

Σπάρτη, Μεγάλη Τετάρτη, 1-5-2024

 

-------

 

Α΄ 

[…]  Ωχ, Θε μου, τι να είναι; είπε το Μαλαμώ. Έλα, Πολύζο, να ιδής και ν΄ ακούσης. Η πόρτα είναι κλειδωμένη από μέσα. 

Επλησίασεν ο άνθρωπος, έκρουσεν, ώθησεν ισχυρώς. Εις μάτην. Η θύρα ήτο πράγματι μανδαλωμένη. 

―Τι πειρασμός είναι αυτός; έκραξε το Μαλαμώ, συνάπτουσα τας χείρας. Τα σανίδια λείπουν απ΄ έξω, η πόρτα της εκκλησιάς κλειδωμένη, κι ουρλιάσματα άχαρα ακούονται μέσα. Τι να ΄ν΄ αυτό; Μπαίνουν τάχα και στις εκκλησιές πειρασμικά πράγματα; 

Απ΄ όλον τον ακατάληπτον βόμβον του ήχου του ακουομένου, η ακοή των αίφνης διέκρινε δις η τρις τας λέξεις: «Χριστός Ανέστη». 

―Χριστός Ανέστη, επανέλαβεν η Μαλαμώ. Κι ακόμα τώρα πέρασε το μεσοσαράκοστο. 

Ήτο τω όντι Σάββατον της Δ΄ εβδομάδος των Νηστειών.

 

[…] Ο Γιάννης είχεν ανάψει στα μανάλια όλα τ΄ απόκηρα, όσα είχεν ευρεί εκεί, είχε χύσει το λάδι από τα κανδήλια, είχε κενώσει όλον το λαδικόν, που ηύρεν εις το ερμάρι της βορειοδυτικής γωνίας, και είχε κατορθώσει να [τ΄] ανάψη ως πυροφάνι μόνον δύο κανδήλια εκ των επτά η οκτώ των προ του Τέμπλου και του προσκυνηταρίου, και ηυφραίνετο ψάλλων το «Χριστός Ανέστη», όπως αυτός ήξευρεν. Είχε βαρεθή την Σαρακοστήν, επόθει το Πάσχα, και ήρχισε να το προεορτάζη. […] 

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Το Χριστός Ανέστη του Γιάννη» 

 

Του Γιάννη το Χριστός Ανέστη 


Δεν είν’ αλλόδοξος διαβάτης 

στης φύσης την τρανή γιορτή 

αυτός ο βιαστικός ο ψάλτης 

με την παράταιρη φωνή. 

 

Του Γιάννη το Χριστός Ανέστη 

στη μέση της Σαρακοστής 

άσπρο σπιτάκι απ’ ασβέστη 

σε τούτη δω τη μαύρη γης. 

 

Πάνω του αγράμπελη μεθάει 

κι ο βιαστικός αφού σταθεί 

πάλι το δρόμο του τραβάει 

με ισοκράτη ένα κλωνί. 

 

Αλαφροΐσκιωτο τον λένε 

που στα ξωκκλήσια τριγυρνά 

γελούν τα μάτια του, δεν κλαίνε 

με τ’ αποκέρια φως κερνά. 

 

Του Γιάννη το Χριστός Ανέστη 

στο μεσοστράτι της ζωής 

άσπρο σπιτάκι απ’ ασβέστη 

σε τούτη δω τη μαύρη γης. 

 

Πάνω του αγράμπελη μεθάει 

κι ο γνωστικός αφού σταθεί 

πάλι το δρόμο του τραβάει 

με ισοκράτη ένα κλωνί.

 

 

Άρτα, Πάσχα του 2011 

 

------- 

Β΄ 

«Όταν μάθαμε ότι ο Κώστας πήγε στην Κέρκυρα, τηλεγραφούσαμε και ξανατηλεγραφούσαμε σε πατριώτες μας να μάθουμε τι γίνεται. Μας έγραψε ένα δυό φορές και μας έλεγε ότι πάει πάντα στο χειρότερο. Τότε τούγραψα και τον παρακάλεσα νάρθη στην Άρτα να τον περιποιηθώ. Μας απάντησε ότι έρχεται και να πάμε στην Κόπραινα να τον παραλάβουμε. Επήγα στο λιμάνι και με αγωνία περίμενα τον ερχομό του. Ήρθε το βαπόρι και οι επιβάτες κατέβαιναν. Μόνο ο Κώστας δεν φαινότανε πουθενά. Τότε ένας αξιωματικός μου λέει: 

―Ζητάς κανένα άρρωστο; 

―Ναί, του απάντησα. 

―Μέσα είναι στην κουκιέττα. Αν δεν τον βοηθήσεις είναι αδύνατο να κατέβη μονάχος του. 

Ανεβαίνω στο βαπόρι, ψάχνω παντού, μα δεν τον βρίσκω, δεν έβλεπα τη θωριά του. Καμιά φορά κυττάζω πιο προσεχτικά σε μια κουκιέττα και τον βλέπω μισοκοιμισμένο, αδύνατο, χλωμό, πετσί και κόκκαλο, αγνώριστο. Πηγαίνω κοντά του, τον χαιδεύω, του λέγω λόγια παρηγορητικά και σιγά σιγά τον κατεβάζω από το βαπόρι, τον βγάνω στην παραλία, κι απ’ εκεί τον φέρνω στην Άρτα. Φέραμε γιατρούς, του πήραμε φάρμακα, μα η αρρώστεια του προχωρούσε. Τις λίγες μέρες που έζησε δεν έδειχνε καμιά ανησυχία. Μονάχα μου ’λεγε να πλένω τα χέρια μου όταν του δίνω τα γιατρικά και να μην αφήνω τα παιδιά να πλησιάζουν. Τις δυό τελευταίες μέρες ρωτούσε με κάποια στενοχώρια, γιατί δεν έρχεται ο πατέρας από το χωριό. 

―Κι αυτός ο πατέρας, έλεγε, αργεί. Τον είχα ειδοποιήσει και ήρθε και μετά τον ερχομό του ο Κώστας μας ξεψύχησε την αυγή στις 22 του Απρίλη» (1) 

«…ξημερώνοντας η Μεγάλη Πέμπτη…» (2) 

 

 

Αφήγηση της Μαρίας Βασιώτη, της αδελφής του Κρυστάλλη. (Άπαντα, του Κώστα Κρυστάλλη, Εισαγωγή-Σχόλια Κ. Πορφύρη, Εισαγωγή, σσ. κβ΄-κγ΄).

Ο τσέλιγκας, Μιχ. Περάνθη, (σ. 322). 

 

 

Κάποια Λαμπρή


Όταν η ζήση είν’ από κούνια μητριά,

μέσα στού Φέξη ο αυγερινός δε λέει να φέξει.

Σκιές του Άδου κουβαλούν τα σωθικά,

βουνό κι αγέρι κι ένας πόνος κάθε λέξη. 


Στο σιδηρόδρομο και βράδυ και πουρνό

κι όμως, το ξέρω, είναι όνειρο η φυγή μου.

Μονάχα αίμα, αίμ’ ανέλπιδο ξερνώ

και κάποιοι στίχοι κομματιάζουν το κορμί μου. 


Από της Άρτας το στενάκι ξεκινούν

μικρά αητόπουλα γι’ αητοφωλιές της Πίνδου

τα εικοσιέξι μου τα χρόνια που κοιτούν

τα δυό σου μάτια και σου δίνουν την ευχή μου:


Κάποια Λαμπρή, που ’ναι ανέσπερο το φως,

κάποια Λαμπρή, που θ’ αγαπάς και θ’ αγαπιέσαι,

να ρθεί για πάντα να σε πάρει ο Σταυραητός,

στα δυό φτερούγια του, στα ουράνια να γεννιέσαι…

 


Άρτα, 1986 


-------

 


Σημείωση:

Και τα δύο αδημοσίευτα στιχουργήματα ανήκουν σε αντίστοιχους κύκλους μελοποιημένων ποιημάτων-τραγουδιών.


Το πρώτο γράφτηκε ως επίγευση συναυλίας αφιερωμένης στον κυρ-Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, που δόθηκε στη Σπάρτη στις 3-4-2011, εμπλουτίζοντας το θησαυρισμένο από το 1985 υλικό μου.

(Απόσπασμα: https://www.youtube.com/watch?v=Votbnu2jgi4)


Το δεύτερο είναι η κατακλείδα μιάς ενότητας με μελοποιημένα ποιήματα του Κώστα Κρυστάλλη και αντίστοιχα κείμενα, συμπυκνώνοντας πολλά βιογραφικά του στοιχεία.  Η εργασία αυτή του 1986, γραμμένη για τον αγαπημένο ποιητή της Άρτας, της γενέθλιας πόλης μου, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη Σπάρτη, στις 16-4-2019.

(Η συναυλία: https://www.youtube.com/watch?v=hsQtOp1uYXo&t=2921s)



Οδός Εμπόρων