Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Αυτή τη μοναδική αίσθηση που δημιουργούνταν στην ταβέρνα του Τσούση, πρόλαβα κι εγώ να τη ζήσω σαν μεγάλος, λίγα χρόνια πριν η ταβέρνα κλείσει
Οι Τσουσαίοι της Σπάρτης, όπως έχει διασώσει η
προφορική παράδοση της οικογένειας,
έχουν τις ρίζες τους στην Ρούμελη και δη στην Αιτωλοακαρνανία, στα «…στα πέντε
βιλαέτια», που λέει και το δημοτικό μας τραγούδι. Κάπου εκεί που τέλειωνε ο 19ος αιώνας (χίλια
οχτακόσια τόσο…) ένας πρόγονος Τσούσης
αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στα ιστορικά και πανέμορφα Βρέσθενα της Λακωνίας, μια σημαντική κωμόπολη του καιρού εκείνου με πληθυσμό κοντά στους
χίλιους πεντακόσιους κατοίκους, που διέθετε ανθηρό σχολείο, ειρηνοδικείο και
τηλεγραφείο. Ήτανε χρόνια δύσκολα και τραχιά και λόγοι υπήρχαν πολλοί και
σοβαροί, ώστε ένας άνθρωπος ή και μια ολόκληρη οικογένεια να εγκαταλείψει τον
τόπο της και να πάει να ζήσει αλλού. Ο πρόγονος αυτός, ο Τσούσης, ρίζωσε εκεί στα
Βρέσθενα, παντρεύτηκε, έκανε περιουσία και οικογένεια και ο γιος του, ο
Λεωνίδας Τσούσης, παντρεύτηκε την Βρεσθενιωτοπούλα Ανθούλα Διαμαντοπούλου. Εκτός από τις
αγροτοκτηνοτροφικές ασχολίες του, εκεί στα Βρέσθενα, ο Λεωνίδας ο Τσούσης είχε
ανοίξει και μια «σπιτική» ταβέρνα που δούλευε μια χαρά. Στα 1921 ο Λεωνίδας Τσούσης μετακόμισε από τα Βρέσθενα στη Σπάρτη, για
αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης και αγόρασε ένα σπίτι στην περιοχή του Ψυχικού, κοντά στον Αϊ-Γιώργη, αλλά
και πολλούς μπαξέδες στην περιοχή. Στο διώροφο πέτρινο σπίτι με τα
κεραμίδια, κατοίκησε (πάνω) η οικογένειά του και από κάτω άνοιξε ταβέρνα,
συνεχίζοντας την παράδοση των Βρεσθένων.
Ήτανε η πρώτη ταβέρνα στην περιοχή, η οποία άνοιξε το δρόμο για να γίνει
το Ψυχικό και ο Νέος Κόσμος η πρώτη και καλύτερη ταβερνο-γειτονιά της Σπάρτης
(Τσαγκούρης, Αμπατζής, Κακαλέτρης, Λουμάκης, Ζης κ.α.). Ο Λεωνίδας Τσούσης με τη γυναίκα του την Ανθούλα έκαναν τέσσερα
παιδιά, δυο αγόρια και δυο κορίτσια: Τον Διαμαντή, τον Γιώργο, τη Μαρία και την
Παναγιώτα. Δεμένη, παραδοσιακή, ελληνική οικογένεια, είχανε μαζί και τους γονήδες, μένανε στο σπίτι το
Τσουσέϊκο δέκα νοματαίοι! Η μοίρα, όμως, χτύπησε σκληρά την οικογένεια
του Λεωνίδα του Τσούση, όταν τους «πήρε» τον γιο τους τον Διαμαντή, σε ηλικία
17 μόλις χρόνων: Ο Διαμαντής κυνηγούσε στον Ευρώτα, χτύπησε μια πάπια που έπεσε
στο νερό, πήγε να την πιάσει, έπεσε σε μια ρουφήχτρα του ποταμιού και
πνίγηκε. Στήριγμα, πλέον, του μπαρμπα-
Λεωνίδα απόμεινε ο άλλος του γιος, ο Γιώργης, μιας και ο προορισμός που είχαν
τότε οι κόρες ήτανε να παντρευτούν και να πάνε ν’ ανοίξουνε δικό τους σπιτικό. Η ταβέρνα πήγαινε καλά και πρόκοβε, ο
γερο-Λεωνίδας την ήξερε καλά τη δουλειά από τότε που ήτανε στα Βρέσθενα και ο
γιος του ο Γιώργης φαινότανε ότι είχε κι αυτός τη φλέβα του ταβερνιάρη. Οι εποχές ήτανε δύσκολες, ο κοσμάκης δύσκολα
τα έφερνε βόλτα, αλλά ήτανε τόσο πολλοί εκείνοι οι αποσταμένοι από τα βάσανα
της ζωής, ώστε το κρασί ήτανε γι’ αυτούς
σαν τη γουλιά που αποζητά κάποιος όταν αγκώσει απ’ το φαΐ και θέλει να σπρώξει κάτω τη μπουκιά που τον
πνίγει, για ν’ αλαφρώσει. Φτωχοί και βασανισμένοι άνθρωποι ήτανε, φτωχά
κρασοπίνανε, για να ξεχάσουνε την φτώχεια και τη μιζέρια τους. Γι’ αυτό ο γερο-Λεωνίδας γέμιζε τα μεγάλα
ξυλοβάρελα που είχε στο πίσω μέρος της ταβέρνας με το καλύτερο κρασί, για να
’χουν να πίνουνε οι αποσταμένοι της ζωής όλη τη χρονιά, μέχρι που το φθινόπωρο
να γιομίσουν και πάλι με το νιογέννητο μούστο. Πιο πριν είχε φροντίσει να καθαρίσει καλά τα
βαρέλια του εσωτερικά για να μην χαλάσει το κρασί τους και να γίνει «νόστιμο».
Έβαζε, λοιπόν, κάθε χρόνο έναν βαρελοκαθαριστή (παλιό κι εξαφανισμένο σήμερα
επάγγελμα) να κάνει τη δουλειά. Ο βαρελοκαθαριστής έπρεπε να είναι μικρός το
δέμας ώστε να χωράει μέσα από την τρύπα του βαρελιού, να μπαίνει μέσα στη
μεγάλη του κοιλιά και να το καθαρίζει καλά, ώστε ο νέος μούστος να προκόψει και
να φτιάξει το βαρέλι καλό κρασί, που θα κρατούσε, χωρίς να ξιδίσει, μέχρι και
το τελευταίο κατρούτσο. (Ο αλησμόνητος Ψυχικάνος και πελάτης της
ταβέρνας Σταύρος Τσαούσης (Κατσιμύγας) ήτανε, κατά την τελευταία περίοδο της
ταβέρνας, ο επίσημος βαρελοκαθαριστής του Τσούση). Σαν ήρθε ο πόλεμος του 1940, με τους Ιταλούς,
ο γιος του γερο-Λεωνίδα, ο Γιώργης, πήγε στρατιώτης για να υπερασπίσει την
Πατρίδα και η ταβέρνα έκλεισε, μιας και ο γερο-Λεωνίδας δεν μπορούσε από μόνος
του να τα βγάλει πέρα με τις δουλειές και τις έγνοιες. Όταν η Ελλάδα
κατακτήθηκε από τους Γερμανο-Ιταλούς, η ταβέρνα του Τσούση άνοιξε ξανά και
δούλεψε σ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής, δίνοντας τη δικά της «παρηγοριά» στους
δουλωμένους Σπαρτιάτες. Σ’ αυτήν την
εποχή ο γερο-Λεωνίδας, θεληματικά, έκανε χώρο για να πάρει τα ηνία της ταβέρνας
ο γιος του, ο Γιώργης, ο οποίος στα 1942 παντρεύτηκε τη Χρυσούλα Ηλιοπούλου, από το Συκαράκι, που
στάθηκε μια άξια σύζυγος, μάνα και ταβερνιάρισσα, τόσο άξια που «έχασε» το
μικρό της όνομα και έμεινε στην ιστορία ως «η Τσούσαινα». Στα 1954 πέθανε ο γερο-Λεωνίδας ο Τσούσης και ο γιος του, ο Γιώργης, ανάλαβε, μόνος πλέον, να οδηγήσει την ταβέρνα στη νέα εποχή που
ανοιγόταν μπροστά της. Ήταν τότε που κι εγώ, σαν μικρό παιδί, άρχισα
να έχω την πρώτη γνωριμία με την ταβέρνα του Τσούση. Το σπίτι μας, στο Ν.
Κόσμο, ήτανε κοντά στην ταβέρνα και κάθε τόσο πήγαινα εκεί, σταλμένος από τον πατέρα ή τη μάνα μου, με ένα μπουκάλι
στο χέρι, για να το γεμίσω, με το ονομαστό, πλέον, στη Σπάρτη, κρασί του
Τσούση, από μούστο που έφερνε σταθερά και αδιάλειπτα, κάθε χρόνο, από το
κρασοχώρι της Λακωνίας, την περίφημη Γράμμουσα. Όμως,
δεν πηγαίναμε μόνο για το κρασί του σπιτιού στου Τσούση. Πηγαίναμε και για ψώνια
καθημερινά (ρύζι, ζάχαρη, αλάτι, μακαρόνια, αλεύρι, κορνε-μπιφ, οινόπνευμα,
σπίρτα κλπ) μιας και η ταβέρνα, κατά τη συνήθεια της εποχής, είχε γίνει
μπακαλοταβέρνα. Η αλήθεια είναι πως εμείς, τα παιδιά της
γειτονιάς, αισθανόμαστε δέος και έναν ενδόμυχο φόβο όταν πηγαίναμε στου Τσούση,
γιατί ακριβώς απέναντι ήτανε το νεκροταφείο του Αϊ-Γιώργη και ξύπναγε μέσα μας,
απρόσκλητος, ο πανάρχαιος φόβος του ανθρώπου για τον θάνατο. Ιδιαίτερα, εμείς
τα παιδιά, φοβόμαστε το βράδυ, τότε που μέσα στο σκοτάδι, βλέπαμε από απέναντι να τρεμοπαίζουν πάνω στα
μνήματα οι φλογίτσες των καντηλιών και να ρίχνουν σκιές στο φεγγαρόφωτο τα
κυπαρίσσια και οι μαρμάρινοι Σταυροί. Γι’ αυτό και μας ήταν αδύνατο να
καταλάβουμε πώς γινότανε, τόσο κοντά στο νεκροταφείο, να είναι η ταβέρνα γεμάτη
και οι πότες να κουβεντιάζουνε και να πίνουνε αμέριμνοι, να καλαμπουρίζουνε, να
γελάνε τρανταχτά, να τραγουδάνε και καμιά φορά να χορεύουνε. Πέρασαν χρόνια
πολλά και ακούσαμε πολλές κουβέντες από τους θαμώνες του Τσούση, για να
καταλάβουμε πως αυτοί οι απλοί και βασανισμένοι άνθρωποι της ταβέρνας, χωρίς να
είναι φιλόσοφοι και χωρίς να τους το έχει διδάξει κανένας ξέρανε μέσα τους πως
η ζωή και ο θάνατος είναι μια γειτονιά, σπίτια συνοριακά, πως σήμερα βρίσκονται
εδώ και αύριο μπορεί να βρεθούνε δίπλα. Και είχανε και την πεποίθηση πως με τον
ίδιο τρόπο και οι πεθαμένοι έρχονταν και κάθονταν ανάμεσά τους εκεί στα
τραπέζια της ταβέρνας και πίνανε κι αυτοί και κουβεντιάζανε και γελάγανε και
καλαμπουρίζανε και τραγουδάγανε και χορεύανε μαζί τους. Γι’ αυτό και συχνά
πυκνά τους μνημονεύανε τους πεθαμένους οι ζωντανοί, σηκώνοντας ψηλά τα γυαλένια
ποτήρια γεμάτα και τσουγκρίζοντας και καμιά φορά τους ξέφευγε και λέγανε για
τον πεθαμένο φίλο, γνωστό και συγγενή «στην υγειά του» κι αυτό δεν το λέγανε
σαρκαστικά αλλά το εννοούσανε, γιατί είχανε έντονη την αίσθηση και την
πεποίθηση πως ο «απών» ήτανε «παρών» εκεί στο τραπέζι τους κι έπινε μαζί τους. Αυτή τη μοναδική αίσθηση που δημιουργούνταν
στην ταβέρνα του Τσούση, πρόλαβα κι εγώ να τη ζήσω σαν μεγάλος, λίγα χρόνια
πριν η ταβέρνα κλείσει. Είναι κάτι που δεν μπορείς να το περιγράψεις παρά μόνο
να το νιώσεις. Εμείς οι Νεοκοσμίτες, για να πάμε στου Τσούση,
κόβαμε δρόμο από το «Στενό του Μπότσαρη» και
περνώντας μέσα από τους μπαξέδες
και πλάι στο πηγάδι βγαίναμε στην οδό Αναπαύσεως. Κόβαμε δεξιά και στα εκατό
μέτρα ήτανε η μπακαλοταβέρνα του Τσούση. Από την πάντα ανοιχτή αυλόπορτα αντίκριζες το
όμορφο δίπατο σπίτι με τα κεραμίδια, με τις πορτοκαλιές να το «πνίγουν» απ’
όλες τις μεριές και με τη μεγάλη αυλή μπροστά του που το καλοκαίρι ήτανε γεμάτη
τραπεζάκια, μιας και όλοι θέλανε να πίνουνε και να τρώνε στη δροσιά. Η ταβέρνα,
από κάτω από το σπίτι, είχε μια πόρτα και ένα παράθυρο προς την αυλή, που τη
νύχτα φωτίζανε τα τζάμια τους, σημάδι πως η ταβέρνα ήτανε ανοιχτή. Πέρναγες
κάτω από την κληματαριά της εισόδου της αυλής, άνοιγες την πόρτα, κατέβαινες ένα σκαλάκι και ήσουνα μέσα
στη θρυλική ταβέρνα της Σπάρτης, την «Ταβέρνα του Τσούση»! Το πρώτο πράγμα που
σε υποδεχότανε ήτανε η θρυλική μυρουδιά της μπακαλοταβέρνας, η μυρουδιά του
κρασιού ανακατωμένη μ’ εκείνη του τυριού, της σαρδέλας, της ρέγκας και της
λακερδας, του πράσινου σαπουνιού, του τηγανιού και της κατσαρόλας που τοίμαζαν
τους μεζέδες κ.α. Μυρωδιές και εικόνες μια άλλης εποχής η οποία
έχει εκλείψει. Αριστερά από την είσοδο ήτανε ένας μικρός
πάγκος με τη παλιά ζυγαριά του μπακάλικου (αυτή με τα «κοκοράκια και τους δυο
αντικριστούς λαμαρινένιους δίσκους), έτοιμη
να ζυγίσει (παλιά με τα δράμια
και τις οκάδες κι αργότερα - από το 1959 και μετά - με τα γραμμάρια και τα
κιλά) ό,τι θα έμπαινε πάνω της. Κολλητά με τον πάγκο ήτανε ένα, επίσης παλαιό, επαγγελματικό ψυγείο με βιτρίνα για
τα τυριά, τις μπίρες, τα αναψυκτικά, τα κρέατα κλπ. Στην πλάτη του πάγκου και
του ψυγείου, πάνω στον τοίχο, ήτανε ράφια ξύλινα στη σειρά με τα διάφορα είδη
της μπακαλικής. Ανάμεσά τους ξεχώριζαν οι πολύχρωμες κονσέρβες ψαριού FLOCOS,
TAI-O κλπ και οι άλλες του κρέατος
corned beef (ό εστί μεθερμηνευόμενον…
«κορνεμπίφ» ) UNIVERSAL, DACOR,
ZWAN κ.α.. Όλες αυτές οι κονσέρβες ήτανε δημοφιλείς,
τότε, στα λαϊκά νοικοκυριά, αφού με λίγα λεφτά και πολλή φαντασία οι παλιές
νοικοκυρές έκαναν θαύματα στο τηγάνι με το «κορνεμπίφ», κυρίως με αυγά, ενώ με κείνες του ψαριού ψιλοκόβανε
μέσα κρεμμυδάκι, ρίχνανε λαδάκι, λεμόνι και αλατοπίπερο και φτιάνανε νόστιμα
συνοδευτικά για τις φακές, τη φασολάδα,
το σπανακόρυζο, το κουνουπίδι, το
μαπόρυζο κλπ. Όμως, οι κονσέρβες αυτές
ήτανε αγαπημένες και στους θαμώνες της
ταβέρνας: Όταν είχε σωθεί ο μεζές, ανοίγανε ένα κονσερβάκι, τους το έφτιαχνε
ο Τσούσης όπως αυτοί θέλανε και πίνανε τα ποτήρια τους. Στο κάτω της γραφής στην ταβέρνα, τότε,
πηγαίνανε οι μερακλήδες όχι για να φάνε αλλά για να πιούνε. Στον υπόλοιπο χώρο της μπακαλοταβέρνας του
Τσούση, στα δεξιά όπως έμπαινες και στο βάθος, ήτανε έξι-εφτά τετράγωνα ξύλινα
τραπεζάκια στρωμένα με τα καρό τους τραπεζομάντηλα και γύρω τους οι παλιές,
αθάνατες, ψάθινες καρέκλες. Τους τοίχους της ταβέρνας στόλιζαν πολύχρωμες
αφίσες από διάφορα προϊόντα του μπακάλικου (απορρυπαντικά, χλωρίνες, μακαρόνια,
γάλατα κλπ), ημερολόγια του τοίχου διαφόρων ετών (όταν έληγε ένα ημερολόγιο
έμενε στον τοίχο για στολίδι) και λίγες μαυρόασπρες φωτογραφίες από το παρελθόν
της ταβέρνας. Στο βάθος, πίσω από έναν αυτοσχέδιο τοίχο με πεπιεσμένο χαρτί,
ήτανε η αποθήκη με τα παλιά βαρέλια και το υπέροχο κρασί. Πόσες φορές άνοιξαν και έκλεισαν, όλα αυτά τα
χρόνια, την πόρτα της κρασαποθήκης, με
ένα κατρούτσο στα χέρια ή με ένα μπουκάλι ή με μια νταμιτζάνα, ο μπαρμπα-Γιώργης, η γυναίκα του η Τσούσαινα, ο γιος του
Λεωνίδας, οι κόρες του Ανθούλα και Φανή αλλά και τα εγγόνια του ο Γιώργης και ο
Δημήτρης, αργότερα, και πόσες και πόσες φορές δεν γονάτισαν μπροστά στο βαρέλι,
για να πιάσουν κρασί και να σερβίρουν τους πελάτες ή να εξυπηρετήσουν όσους
έρχονταν να πάρουν κρασί για το σπίτι!!! Η κουζίνα του Τσούση ήτανε δίπλα από την
ταβέρνα (επικοινωνούσε με μια πόρτα στα αριστερά) κι εκεί, στο πετρογκάζ, η Τσούσαινα και ο μπαρμπα-Γιώργης
ετοιμάζανε τους μεζέδες, μπακαλιάρο τηγανητό, κεφτεδάκια, ντολμάδες,
κοκκινιστά, ψητά της κατσαρόλας, συκωταριές, τηγανιές … αλλά και ψητά στη
στόφα: αρνάκι, κατσικάκι, χοιρινό ή
κοτόπουλο με πατάτες, κόκορα κοκκινιστό με μακαρόνια και τη σπεσιαλιτέ της
ταβέρνας κουνέλι λαγωτό (δηλαδή με σκορδαλιά και καρύδι) που η νοστιμάδα του
δεν μολογιέται. Περίφημη ήτανε και η σαλάτα με λάχανο του Τσούση, στην οποία
μέσα, εκτός από λάδι αλάτι και λεμόνι έριχνε και λίγο σκόρδο, που απογείωνε τη
γεύση της. Ό,τι μεζέδες κι αν σέρβιρε ο Τσούσης ήτανε μεζέδες ελληνικοί,
λαϊκοί, γνήσιοι και «άμετρης γευστικής απόλαυσης». Πολλές φορές οι πελάτες έκαναν παραγγελία
κάποιο φαγητό ή του πήγαιναν δικούς τους μεζέδες για να τους μαγειρέψει ο
Τσούσης, έτσι όπως του είχανε
παραγγείλει. Ο μπαρμπα-Γιώργης ο Τσούσης ήταν ένας πράος
και καλοσυνάτος ταβερνιάρης, έτσι όπως ήτανε και στην ζωή του. Πάντα με το
χαμόγελο, πάντα με τον καλό λόγο, την κατανόηση για τον συνάνθρωπο και τη
συμπαράσταση όπου χρειαζόταν και έπρεπε, σύμφωνα με το ευαγγελικό: «…μη γνώτω
η αριστερά τι ποιεί η δεξιά σου…». Πολλές φορές χρειάστηκε να βοηθήσει
ανθρώπους που παραφεύγανε στο κρασί, να μην τους δίνει να πιούνε παραπάνω, να
τους στέλνει στο σπίτι τους με έξοδα δικά του ή και να τους πηγαίνει ο ίδιος
στο σπίτι τους. Κι όταν τους εύρισκε νηφάλιους, τους νουθετούσε να μην πίνουν
πολύ, για το καλό το δικό τους και της φαμελιάς τους. Τόσα χρόνια στην ταβέρνα ήξερε, ο μπαρμπα –
Γιώργης ο Τσούσης (όπως ήξερε και ο πατέρας του πριν και ο γιος του μετά) πως ο
ταβερνιάρης ήτανε, για κείνον που πήγαινε να πιεί, ΚΑΙ φίλος ΚΑΙ συγγενής ΚΑΙ
συμμέτοχος στη χαρά και (κυρίως) στη λύπη ΚΑΙ ένας ξομολογητής, στον οποίο,
τελείως αυθόρμητα, ο κάθε θαμώνας της ταβέρνας ξομολογιότανε τα πιο κρυφά του
μυστικά και ο ταβερνιάρης έπρεπε να τ’ ακούσει
όλα, να τα νιώσει και να βοηθήσει (όπως και όσο μπορούσε), ώστε να
καταλαγιάσει η τρικυμία της ψυχής του. Και ο μπαρμπα-Γιώργης το έκανε αυτό
ακούραστα και χωρίς βαρυγκόμια, έχοντας σ’ όλα τα τραπέζια ένα δικό του ποτήρι,
και πάντα με την εχεμύθεια του ξομολόγου που ποτέ δεν λέει σε κανέναν όσα
κάποιος του εμπιστευθεί. Βέβαια, η ταβέρνα η παλιά ήτανε μια εικόνα της
τότε κοινωνίας κι ο μπαρμπα-Γιώργης (όπως πριν ο πατέρας του ο Λεωνίδας και
κατοπινά ο γιος του ο Λεωνίδας) είχε μάθει από τη ζωή εκείνο που έγραψε κάποτε
ο Παπαδιαμάντης στους «Χαλασοχώρηδες» για έναν ταβερνιάρη, ότι: «αν θέλη να έχη μαγαζί, πρέπει να έχη και κοιλιά σαν το μαγαζί του, μεγαλύτερη μάλιστα απ? το μαγαζί του». Ήτανε, λοιπόν, έτοιμος, κάθε στιγμή, ΟΛΑ να τα
αντιμετωπίσει, και τα καλά και τα άσχημα και τα συνηθισμένα και τα παράξενα,
ώστε η μικρή κοινωνία της ταβέρνας να λειτουργεί αρμονικά και χωρίς
αναταράξεις. Ακόμα και όταν τον πείραζαν (κατά συνήθειο) οι πελάτες, «Μπαρμπα
Γιώργη του πέτυχες τους κεφτέδες στο … ψωμί», μόνο χαμογελούσε και τους έδειχνε
με νόημα το άδειο και σαβουρωμένο από τις μπουκιές πιάτο τους. Κι όταν ερχότανε
η ώρα του λογαριασμού μπορεί κάποιοι να πειράζανε «Μπαρμπα-Γιώργη λογαριασμό με
… το μικρό μολύβι», εννοώντας να βγει φτηνός ο λογαριασμός! Γιατί ο
μπαρμπα-Γιώργης ο Τσούσης είχε πάντα στον πάγκο του, για τους λογαριασμούς, μια
τεράστια μολυβάρα, τυλιγμένη με μονωτικές, που την έξυνε πάντα με το μαχαίρι,
και οι πελάτες βρίσκανε την ευκαιρία να κάνουνε αυτά τα λογοπαίγνια. Έλεγε παλιά ο λαός: «Δεν αγιάζει ο
ταβερνιάρης». Όμως οι Τσουσαίοι γκρέμισαν αυτόν το μύθο. Όλοι τους αγαπούσαν
και όλοι τους εκτιμούσαν ΚΑΙ για την ανθρωπιά τους ΚΑΙ για την ταβερνωσύνη
τους. Η ταβέρνα του Τσούση ήτανε η επιτομή της
αταξικής κοινωνίας, που τόσο πολύ πόθησε και ποθεί ο άνθρωπος, που τόσοι και
τόσοι φιλόσοφοι, πολιτικοί, επαναστάτες κλπ πάσχισαν να τη φτιάξουν μα, χωρίς
αποτέλεσμα. Εδώ, στην ταβέρνα του Τσούση, θα καθότανε ο πλούσιος με τον φτωχό
αντάμα, ο δικηγόρος με τον λούστρο, ο καθηγητής με τον χαμάλη, ο γιατρός με τον
μπογιατζή, ο δήμαρχος με τον λαχειοπώλη ... Κι αν κανένας «ψηλομύτιζε», αργά ή
γρήγορα, η ίδια η ταβέρνα έβρισκε τρόπο να τον αποβάλει. Στην ταβέρνα του
Τσούση, εκτός απ’ τους Ψυχικάνους και τους Νεοκοσμίτες, που τους έπεφτε κοντά,
έρχονταν μερακλήδες και παρέες και οικογένειες από όλη τη Σπάρτη, ενώ κάποια
σωματεία της Σπάρτης έκαναν εδώ τις ετήσιες συνάξεις τους, όπου μεταξύ
μισόκιλων και μεζέδων έκαναν ανασκόπηση των πεπραγμένων τους, σχεδίαζαν τις
μελλοντικές τους πολιτικές και ύστερα γλεντούσαν μέχρι εσπέρας «συν γυναιξί και
τέκνοις». Ένα τέτοιο σωματείο ήτανε και εκείνο των
Φουρναραίων της Σπάρτης, πολύ ανθηρό και δραστήριο, σ’ εκείνα τα χρόνια, το
οποίο είχε καθιερώσει (από προπολεμικά)
να γιορτάζει κάθε χρόνο τ’ Αϊγιωργιού και αφού εκκλησιάζονταν όλοι οι
φουρναραίοι με τις οικογένειές τους στον γραφικό Αϊ-Γιώργη όπου είχανε εικόνα
αφιερωμένη, μετέβαιναν, ύστερα, στην ταβέρνα του Τσούση, γιόρταζαν όπως ξέρουν
να γιορτάζουν και να πανηγυρίζουν οι Έλληνες και έβγαζαν και φωτογραφίες από
τον πλανόδιο φωτογράφο για ενθύμιο. Μια τέτοια φωτογραφία (ανάμεσα σ’ άλλες)
ήταν μέσα στην ταβέρνα, κρεμασμένη από μια μεγάλη πρόκα, στον τοίχο. Οι Τσουσαίοι, λόγω της ταβέρνας αλλά και λόγω
οικονομικής επιφάνειας και κοινωνικού κύρους, είχαν την εκτίμηση των τοπικών
πολιτικών, υποψηφίων δημάρχων, νομαρχών και κομματαρχών, όλων των αποχρώσεων,
οι οποίοι εκτιμούσαν (και σωστά) πως οι Τσουσαίοι έχουν πολιτική επιφάνεια και
επηρεάζουν πολύν κόσμο. Για το λόγο αυτό, όλοι αυτοί, ήτανε τακτικοί πελάτες
στην ταβέρνα του Τσούση και πάσχιζαν, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, να
προσεταιρισθούν την οικογένεια Τσούση. Γι’ αυτό πήγαιναν εκεί (ιδιαίτερα
προεκλογικά) με μεγάλες παρέες, κάνοντας γλέντια που άφησαν ιστορία. Οι
Τσουσαίοι, βέβαια, επειδή πάνω απ’ όλα
ήταν επαγγελματίες και δεν ήθελαν με κανέναν τρόπο να έρχονται σε πολιτική
αντιπαράθεση με τους πελάτες τους, είχαν αναπτύξει απέναντι σ’ όλους αυτούς που
προσέβλεπαν σε εκλογική στήριξη μια τίμια διπλωματία, που δεν δημιουργούσε
μέτωπα και αντιπάθειες. Όταν τα χρόνια άρχισαν να βαραίνουν στους
ώμους του μπαρμπα-Γιώργη, ανάλαβε πλήρως την ταβέρνα ο γιος του ο Λεωνίδας
Τσούσης, ο οποίος από μικρός (γεννημένος μέσα στην κατοχή, το 1943) είχε την
ταβέρνα σπίτι του, βοηθώντας τον παππού και τον πατέρα του. Ο Λεωνίδας ήταν
ένας έξυπνος και πολυπράγμων άνθρωπος και επιχειρηματίας, που, παράλληλα με την
ταβέρνα, ασχολήθηκε με την κτηματική περιουσία της οικογένειας αλλά και με τον
αγροτικό συνδικαλισμό. Ο Λεωνίδας ο Τσούσης συνέχισε να δουλεύει την ταβέρνα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που τη
δούλευαν ο παππούς και ο πατέρας του, γιατί γνώριζε καλά πως δύναμη ζωής της
ταβέρνας ήτανε η παράδοση και η αλήθεια της. Στήριγμά του στον καθημερινό αυτό
αγώνα ήτανε η γυναίκα του, η Όλγα Γιάννε, από το Γεράκι (παντρεύτηκαν το 1972)
με την οποία απέκτησε δύο παιδιά τον Γιώργο και τον Δημήτρη. Η κ. Όλγα υπήρξε ένας άνθρωπος δυναμικός και
δραστήριος, μια γυναίκα αεικίνητη καλόκαρδη και ακούραστη, πάντα πρόθυμη να
προσφέρει, αφοσιωμένη στην οικογένειά της και αξιαγάπητη από όλους όσοι τη
γνώρισαν. Με τον Λεωνίδα Τσούση στο τιμόνι η ταβέρνα του
Τσούση ταξίδεψε ως τα 1986. Ήταν τότε που ως «ευρωπαίοι» έπρεπε να
εκσυγχρονιστούμε σύμφωνα με όσα διάταζε η Ευρωπαϊκή Ένωση. Όπως έλεγε με τον
χαρακτηριστικό αλλέγκρο τρόπο του ο Λεωνίδας: «Ήρθανε εδώ μια επιτροπή… δεν έχεις το ύψος…
δεν έχεις το πλάτος…. Πού είναι η κουζίνα … πού είναι η τουαλέτα; Τους λέω ποια
τουαλέτα; Μου λένε δεν έχεις τουαλέτα; Και που πηγαίνουνε οι πελάτες; Έξω πάνε
και κατουράνε στο σύρμα, τους λέω. Άκου να δεις!!! Να ρωτάνε γιατί δεν έχει
τουαλέτα η ταβέρνα!!!». Οπότε, μιας και η ταβέρνα δεν είχε τις
ευρωπαϊκές προδιαγραφές και μιας και δεν ήταν δυνατόν να γίνουν μέσα στην
υπάρχουσα κατάσταση οι αναγκαίες εργασίες και προσθήκες, ο Λεωνίδας αναγκάστηκε
να κλείσει την ιστορική ταβέρνα του Τσούση μετά από εξήντα (και βάλε) χρόνια
λειτουργίας, βάζοντας, στα 1986, τέλος στην ιστορία των παλαιών ταβερνών της
Σπάρτης, μιας και ήτανε η τελευταία παλιά ταβέρνα που εξακολουθούσε να
λειτουργεί. Βέβαια, για κάποια χρόνια, η ταβέρνα ήτανε … κλειστή-ανοιχτή, αφού
συνέχιζαν να έρχονται εδώ πελάτες, από κεκτημένη ταχύτητα, ώσπου, κάπου στις
αρχές της 10ετίας του ’90 τέλειωσε κι αυτή η τελευταία περίοδος. Από κει και πέρα, η μοίρα της ταβέρνας
φαίνεται πως πήρε στο κατόπι της και τους ανθρώπους που τη δούλεψαν τόσα χρόνια
με αφοσίωση και αυταπάρνηση: Στα 1993 πέθανε ο μπαρμπα-Γιώργης ο Τσούσης
που του ’μελλε να δει το κλείσιμο της ταβέρνας του, στην οποία έδωσε όλη του τη
ζωή. Στα 2005 η οικογένεια του Τσούση δέχτηκε βαρύ χτύπημα, αφού έφυγε από τη
ζωή, νωρίς, σε ηλικία 54 ετών, η κ. Όλγα, αφήνοντας πίσω της μνήμη άσβηστη και
κενό ανεκπλήρωτο. Και στα 2017 έφυγε από τη ζωή και ο Λεωνίδας ο Τσούσης, σε
ηλικία 74 ετών! Το βιβλίο της Ταβέρνας του Τσούση έκλεισε,
πια, για πάντα και μπήκε στα ράφια της Ιστορίας. Όμως κι εκεί ακόμα, υπάρχουν
εκείνοι που το ανοίγουν και το διαβάζουν ακόμα. Σήμερα, το
σπίτι της οικογένειας Τσούση παραμένει ζωντανό, αφού εκεί μένουν τα δυο
παιδιά του Λεωνίδα και της Όλγας, ο Γιώργος και ο Δημήτρης, με τις οικογένειές
τους, θυμίζοντας την ιστορία μιας ταβέρνας που άφησε εποχή στη Σπάρτη και
δέθηκε άρρηκτα με την ιστορία και τη ζωή της πόλης, για 60 ολόκληρα χρόνια. Κι όταν είναι βραδάκι ήσυχο κι έχει και
φεγγάρι και περνάς έξω από κει που ήτανε η παλιά ταβέρνα, νιώθεις ότι ακούς
κουβέντες και γέλια και τραγούδια και τσουγκρίσματα ποτηριών, ότι ακούς τη φωνή
του μπαρμπα-Γιώργη και του Λεωνίδα, ότι βλέπεις σκιές να περνάνε μπροστά στο
φωτισμένο παράθυρο. Ακούς το κλάμα του γκιώνη στον διπλανό μπαξέ, αγναντεύεις
τα αναμμένα καντηλάκια του Αϊ-Γιώργη και τις σκιές που ρίχνουν τα άσπρα μνήματα
και τα ψηλόκορμα κυπαρίσσια και ζωντανεύουν όλοι εκείνοι οι ξεχασμένοι παλαιοί
των ανθρώπων, που κάποτε, εδώ στο
στασίδι της ταβέρνας του Τσούση, ακούμπησαν τις χαρές και τις λύπες τους, τις
αγωνίες και τις ελπίδες της ζωής τους, το χτυποκάρδι τους, τη φτώχεια τους, τη
φιλία τους, την ανθρωπιά τους, την ίδια τους τη ζωή. Η Ταβέρνα του Τσούση ΖΕΙ!!! Βαγγέλης Μητράκος