Τετάρτη, 2 Απριλίου 2025
Φυσικά, όπως ο μπακάλης έτσι και ο περιπτεράς είχε κι αυτός το δικό του τεφτέρι για τους πελάτες εκείνους που πληρώνονταν κάθε Σάββατο ή στο τέλος του μήνα («…δώσε μου ένα ΑSSO σκέτο και γράψτο…»)
Τον κυρ-Παναγιώτη τον Παπαμακάριο τον γνώριζα
από πιτσιρίκι, απ’ όταν ο πατέρας μου, ο Παναγιώτης, μ’ έστελνε στο περίπτερο
ΠΑΠΑΜΑΚΑΡΙΟΥ (γωνία Παλαιολόγου και
Όθωνος-Αμαλίας, για να του πάρω τσιγάρα «Σέρτικα Λαμίας», εκείνα τα
βαριά, άφιλτρα, τσιγάρα στο κόκκινο πακέτο. Με τα ψιλά στη χούφτα, έφτανα στο περίπτερο
και πήγαινα κατευθείαν στο μικρό, τετράγωνο τζαμωτό παραθυράκι. Ίσα που έφτανε
το κεφάλι μου για να αντικρύσω τον
κυρ-Παναγιώτη καθισμένο στην ψάθινη καρέκλα του, λιοκαμένο, με το μαύρο μαλλί
του και το μουστακάκι του, τα ζεστά του μάτια και το καλοσυνάτο χαμόγελό του.
Πριν του πω τι ήθελα έπιανε από το ράφι ένα πακέτο σέρτικα και χαμογελώντας το
έβαζε στο μικρό πάσο, στο παραθυράκι. Του ’δινα τα λεφτά, έπαιρνα το πακέτο,
έλεγα «γεια σας», μου ανταπέδιδε ένα «γεια σου, Βαγγελάκη, χαιρετίσματα στον
πατέρα σου» και γραμμή για το σπίτι. Τούτο το παλαιό περίπτερο του κυρ-Παναγιώτη
Παπαμακάριου ήταν (και παραμένει) ένα τοπόσημο της νότιας Σπάρτης. Στήθηκε μεταπολεμικά και η
άδεια δόθηκε στον κυρ-Παναγιώτη Παπαμακάριο, που ήταν ανάπηρος πολέμου. Γιατί ο
κυρ-Παναγιώτης, αν και ποτέ δεν τον είχα ακούσει να περιαυτολογεί, ήταν από
κείνα τα παιδιά του Λαού που υπεράσπισαν την Πατρίδα αντί να κρυφτούν στα
μετόπισθεν όπως έκαναν άλλα καλοθρεμμένα «παλικάρια» της εποχής. Το περίπτερο ΠΑΠΑΜΑΚΑΡΙΟΥ βρισκόταν στη
συμβολή των οδών Παλαιολόγου και Όθωνος - Αμαλίας, απέναντι από την Κλινική του
Εθνομάρτυρα του Μονοδεντριού, Χρήστου Καρβούνη, γειτονιά με τα ποδηλατάδικα του
Ηλία Γιαννακόπουλου (Καρολιά) και του μπαρμπα-Σταύρου Μανιατάκου, με τους οποίους ο κυρ-Παναγιώτης είχε ζεστή
φιλία και καθημερινή κουβέντα όταν κόπαζε η δουλειά. Το περίπτερο ΠΑΠΑΜΑΚΑΡΙΟΥ, ανοιχτό από πολύ
πρωί, αχάραγα, μέχρι αργά το βράδυ,
έγινε μέρος της ζωής της νότιας Σπάρτης. Απλό και λιτό, φτιαγμένο
ολόκληρο από ξύλο, με την σκεπή του σαν μικρή πυραμίδα, χωρίς προσθήκες
εξωτερικές, βαμμένο με το ζεστό χρώμα της ώχρας, έδινε ζωή στην καθημερινότητα
των Σπαρτιατών μαζί με τα άλλα «αδελφά» περίπτερα της πόλης και το βράδυ, με το
φως του αναμμένο, γινότανε σαν ένας φάρος για τα «καράβια» της νύχτας και της
στεριάς. Τότε, τα περίπτερα είχανε δουλειά, ο κόσμος
όλη την ημέρα ψώνιζε τσιγάρα (κουτιά αλλά και χύμαδάκια «στούκας»), εφημερίδες,
στραγάλια, ζαχαρωτά, σοκολάτες και τσίκλες ΙΟΝ, οδοντόκρεμες Smaltodont,
Κolynos και Colgate, οδοντόβουρτσες,
κορδόνια, στουπέτσι για τα πάνινα άσπρα παπούτσια, ξυριστικά (πινέλα, μηχανές,
ξυραφάκια Astor και Gillette), φακέλους και επιστολόχαρτα αλληλογραφίας,
γραμματόσημα, καλλυντικά (μπριγιόλ, μπριλ-κρημ, σαμπουάν), κολώνιες λεμόνι
ΜΥΡΤΩ, καθρεφτάκια τσέπης, τσατσάρες, νυχοκόπτες, σαπουνάκια ΕΡΜΗΣ και LUX,
ψαλιδάκια, σουγιάδες, μπρελόκ κλειδιών, πορτοφολάκια, τσακμάκια, στυλό BIC,
τσιμπιδάκια, φουρκέτες, παραμάνες, φιλμ, αλυσιδίτσες, κομπολόγια, γυαλιά ηλίου,
περιοδικά (ΡΟΜΑΝΤΣΟ, ΝΤΟΜΙΝΟ, ΘΗΣΑΥΡΟΣ, ΒΕΝΤΕΤΑ κ.α.), εφημερίδες, παιδικά
περιοδικά (ΚΛΑΣΣΙΚΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ, ΜΙΚΡΟΣ ΣΕΡΙΦΗΣ, ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ, ΜΙΚΥ ΜΑΟΥΣ
κ.α.) αλλά και περιοδικά για μεγάλους (ΜΑΣΚΑ, ΜΥΣΤΗΡΙΟ, ΚΑΡΔΙΟΧΤΥΠΙ κ.α.) όλα
κρεμασμένα απ’ έξω στα μανταλάκια κι ένα σωρό λιλιπούτεια αλλά χρήσιμα και
χρηστικά πράγματα της καθημερινότητας,
που ο κυρ-Παναγιώτης (όπως και
ΟΛΟΙ οι περιπτεράδες) τα έβρισκε με κλειστά μάτια. Κάποια στιγμή έβαλε και
τηλέφωνο με μετρητή στο περίπτερο ο κυρ-Παναγιώτης και πλήθυνε η πελατεία και η
παρέα, αφού όλες τις ώρες της μέρας και της νύχτας στέκονταν πάνω απ’ το τηλέφωνο του περίπτερου άνθρωποι
που γύρευαν να επικοινωνήσουν με κάποιον. Φυσικά, όπως ο μπακάλης έτσι και ο περιπτεράς
είχε κι αυτός το δικό του τεφτέρι για
τους πελάτες εκείνους που πληρώνονταν κάθε Σάββατο ή στο τέλος του μήνα («…δώσε
μου ένα ΑSSO σκέτο και γράψτο…»). 1967: Το περίπτερο ΠΑΠΑΜΑΚΑΡΙΟΥ (αριστερά) Το περίπτερο του κυρ-Παναγιώτη Παπαμακάριου,
εκεί στο σταυροδρόμι Παλαιολόγου και Όθωνος-Αμαλίας, ήτανε ένας ολόκληρος
κόσμος για τη νότια συνοικία της Σπάρτης. Έβλεπες της εικόνα του από μακριά και
ζωντάνευε στο μυαλό σου η παλιά ελληνική ταινία του 1957 «Τζίπ, περίπτερο και
αγάπη». Κι όταν πήγαινες κοντά έλεγες πως θα δεις το Νίκο Σταυρίδη απ’ το
παραθυράκι και το Νίκο Ρίζο στηριγμένο απ’ έξω να κάνουν σπαρταριστούς
διαλόγους με τους πελάτες που ζητάνε πληροφορίες ανταλλάσσοντας τις αξέχαστες
ατάκες τους: ΠΕΛΑΤΗΣ: Μήπως ξέρετε που είναι το σπίτι του
Παρδαλού; ΡΙΖΟΣ: Δεύτερο στενό αριστερά. ΠΕΛΑΤΗΣ:
Ευχαριστώ. ΡΙΖΟΣ: Παρακαλώ σας κύματα…. ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ: Αυτή είναι η κατάντια μας. Κέντρο
διερχομένων. ΡΙΖΟΣ: Τι να κάνεις; Εξυπηρέτησις! ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ: Μπα! Έτσι λές; ΠΕΛΑΤΙΣΣΑ: Σας παρακαλώ πολύ…Του κυρίου
Παρδαλού το σπίτι ξέρετε πού είναι; ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ: Δεύτερη έκδοση! ΡΙΖΟΣ: Του Παρδαλού είπατε; Δεύτερο στενό
αριστερά. ΠΕΛΑΤΙΣΣΑ: Ευχαριστώ πολύ. ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ: Ρε, πιάσε πινέλο. ΡΙΖΟΣ: Γιατί; ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ: Κόλλα απόξω καλλιγραφία: «Γραφείο
πληροφοριών»! Μέσα σ’ όλα αυτά ο κυρ-Παναγιώτης
Παπαμακάριος, ήτανε ο παραδοσιακός, περιπτεράς που αγάπησε και εκτίμησε όλος ο
κόσμος, πάντα απλός, λαϊκός, καταδεχτικός, λιγομίλητος αλλά καλομίλητος,
έτοιμος να εξυπηρετήσει, να πληροφορήσει και να διευκολύνει τον κάθε πελάτη ή
περαστικό, πρόθυμος να ακούσει την «εξομολόγηση» του καθένα που γύρευε ν’
αλαφρώσει την καρδιά του από τα βάσανα, πάντα έμπιστος, πάντα φίλος. Και όταν ο
καιρός καλοκαίρευε ερχούντανε φίλοι του κυρ-Παναγιώτης και του κράταγαν
συντροφιά στις ατέλειωτες ώρες της «σκοπιάς» στο περίπτερο. Απ’ αυτούς τους φίλους – επισκέπτες του
κυρ-Παναγιώτη, εγώ θυμάμαι τον Φανούρη,
έναν αδύνατο, συμπαθητικό, έξυπνο και θυμόσοφο
τύπο (από το Τσούνι, νομίζω) που άραζε κοντά στο περίπτερο το ξύλινο
χεροφτιαγμένο καροτσάκι του και πούλαγε,
επί τόπου, ωραία, γινωμένα, ζουμερά φραγκόσυκα, μαζεμένα από τον ίδιο από τις
φραγκοσυκιές, που τότε ήτανε πολλές και καρπερές γύρω από τη Σπάρτη αλλά και
μέσα σ’ αυτήν. Κι επειδή το καθάρισμα των φραγκόσυκων είναι δύσκολη και λίγο επικίνδυνη
δουλειά λόγω των πολλών και λεπτών αγκαθιών τους ο κυρ-Φανούρης, αν ήθελες, στα
καθάριζε κιόλας με ένα κοφτερό σουγιαδάκι,
αφού πρώτα τα κάρφωνε με ένα πιρούνι.
Καθότανε, λοιπόν, ο Φανούρης σ’
ένα σκαμνί πλάι στην πόρτα του περίπτερου, γύριζε κι ο κυρ-Παναγιώτης την
καρέκλα του κατά έξω και κουβέντιαζαν τα δικά τους. Όταν ανοίξιαζε και βγαίνανε
στις εξοχές τα πουλάκια για να ζευγαρώσουν και να φωλιάσουν, ο Φανούρης έπιανε
με ξώβεργες κελαηδοπούλια (τουρκάκια,
φλώρια, γαλιάντρες, λουβαράκια, φανέτα κλπ), τα έβαζε όλα μαζί σ’ ένα μεγάλο
κλουβί, στο καρότσι του, και τα πούλαγε,
εκεί έξω απ’ το περίπτερο του Παπαμακάριου,
μιας και τότε όλα σχεδόν τα σπίτια αγαπάγανε να έχουνε ένα τουλάχιστον
κλουβί με κάποιο τραγουδιάρικο πουλάκι κρεμασμένο στο παραθύρι, πάνω από τα
βασιλικά, για ν’ ακούνε οι ανθρώποι τα τραγούδια του και να πετάει η ψυχή τους
στον παράδεισο της γης και του Θεού. Από τότε που πιτσιρικάς πήγαινα στο περίπτερο
του κυρ-Παναγιώτη για να πάρω τσιγάρα του πατέρα μου μέχρι ΚΑΙ σήμερα πέρασαν χρόνια και
χρόνια, δυσμές και ανατολές, χαρές μα και λύπες. Πήγαινα κι ερχόμουνα στη
Σπάρτη και κάθε φορά χαιρόμουν που
κάποια πράγματα μένανε ακλόνητα στη ζωή μου, με αποχαιρετούσαν σαν έφευγα και
με καλωσόριζαν στον ερχομό μου. Μικρές Ιθάκες που κάθε φορά δίνουνε τη χαρά
στην καρδιά του Οδυσσέα-Ανθρώπου τη στιγμή του νόστου. Μια απ’ αυτές τις Ιθάκες
ήτανε και το περίπτερο του κυρ-Παναγιώτη Παπαμακάριου. Κάθε φορά που πλησίαζα
στο τζαμάκι του περίπτερου για να πάρω την εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ», το
περιοδικό «ΑΝΤΙ» , κάνα ΜΙΚΥ ΜΑΟΥΣ για τα παιδιά ή ΜΙΚΡΟ ΚΑΟΥΜΠΟΪ για μένα και ό,τι άλλο ψιλικό χρειαζόμουνα,
χαιρόμουνα που έβλεπα τον κυρ-Παναγιώτη σταθερό στο πόστο του, γινόμουνα και
πάλι ένα πιτσιρίκι και χάνονταν οι
μολυβένιες συννεφιές και ξάκριζε ξανά ένας ήλιος. Κάποια στιγμή ο κυρ-Παναγιώτης αποσύρθηκε,
συνταξιούχος πια, από το περίπτερο που
έζησε την οικογένειά του τόσα χρόνια. Το περίπτερο πέρασε στα χέρια των παιδιών
του, το 2004 έφυγε από τη ζωή ο κυρ-Παναγιώτης σε ηλικία 83 ετών και το 2005
πήρε την άδεια ένας άλλος ανάπηρος πολέμου ο Παναγιώτης Γιάννουκλας (από Παναγιώτη σε Παναγιώτη!!!) από τη
Βαρβίτσα Λακωνίας. Το δούλεψε (και το δουλεύει) τούτο το παλαιό
περίπτερο ο γιος του Θανάσης Γιάννουκλας, ο οποίος, αν και ανήκει στη νέα γενιά
των περιπτερούχων, το δουλεύει με την
ίδια αγάπη, αφοσίωση και νοοτροπία , που δούλευαν τα περίπτερά
τους οι παλαιοί περιπτεράδες. Βέβαια, εκ των πραγμάτων και για να
αντιμετωπίσει (όπως όλα τα περίπτερα) τις νέες οικονομικές, κοινωνικές και καταναλωτικές
συνθήκες, αναγκάστηκε να επεκτείνει τα είδη του περιπτέρου και να εκσυγχρονίσει
τη μορφή και λειτουργία του. Όμως, όσες αλλαγές κι αν έγιναν, το περίπτερο στη γωνία Παλαιολόγου και Όθωνος –Αμαλίας
παραμένει ένας μικρός-μεγάλος κόσμος, συνεχίζει να αποπνέει την ίδια ζεστασιά
με το παλαιό και ο Θανάσης Γιάννουκλας, με αξιοσύνη, ευγένεια και χαμόγελο, με
υψηλό επίπεδο συνείδησης και κοινωνικής ευαισθησίας τιμά, σαν γνήσιος
περιπτεράς, την πολύχρονη παράδοση των περιπτέρων και των περιπτεράδων της Σπάρτης
αλλά, συγχρόνως, και τη μνήμη του προκατόχου του, του κυρ-Παναγιώτη
Παπαμακάριου, που υπηρέτησε πιστά αυτό
το περίπτερο επί τόσες 10ετίες. Από
νωρίς το πρωί μέχρι αργά το βράδυ, το περίπτερο
του Θανάση Γιάννουκλα εξυπηρετεί όλες τις ανάγκες των Σπαρτιατών
αψηφώντας το κρύο, τη ζέστη, τη βροχή,
το λιοπύρι αλλά και κάθε είδους δυσκολίες. Το περίπτερο ΓΙΑΝΝΟΥΚΛΑ (πρώην ΠΑΠΑΜΑΚΑΡΙΟΥ)
σήμερα Μετά τον θάνατο του πατέρα του Παναγιώτη, σε
ηλικία 106 ετών, ο Θανάσης Γιάννουκλας πασχίζει να κρατήσει την άδεια του
περιπτέρου, ώστε να μην μπει ΚΑΙ αυτό, όπως άλλα, στη λίστα «προγραφών του
Σύλλα», με την οποία αποκαθηλώνονται και χάνονται για πάντα τα περίπτερα από τη
ζωή της Σπάρτης. (Προσφάτως αποξηλώθηκε
ΚΑΙ το περίπτερο απέναντι από τον Α. Νίκωνα). Μακάρι να τα καταφέρει. «Η ιστορία του περιπτέρου είναι συνυφασμένη με
την ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Από ιστορικής πλευράς οι άνθρωποι που
διαχειρίστηκαν τα περίπτερα ήταν αυτοί που σε δύσκολες στιγμές πολέμησαν για
την Ελλάδα. Μέσα από μάχες, χάνοντας κομμάτια του σώματός τους και της ζωής
τους, ελπίζοντας σε καλύτερες μέρες. Από την άλλη τα περίπτερα αποτελούν κομβικό
σημείο στην πορεία ανάπτυξης του λιανεμπορίου στην Ελλάδα. Εξυπηρετούν σε μεγάλο βαθμό τις
καταναλωτικές ανάγκες του σύγχρονου Έλληνα, σε μια εποχή όπου οι καθημερινές
συνθήκες όλων μας αλλάζουν σε χρόνο ρεκόρ» ΛΕΥΚΩΜΑ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΠΕΡΙΠΤΕΡΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ Σπάρτη 1-4-2025
Βαγγέλης Μητράκος