Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
«Χωρίς αυτά τα «σημάδια» του Χθες η ζωή μας θα ήταν ένα σπασμένος καθρέφτης χωρίς εικόνα, ένας δρόμος σκοτεινός χωρίς φαναράκια που να φωτίζουν τη διαδρομή του»
Κάθε χρόνο, που, παραδοσιακά, βγάζουμε το χριστουγεννιάτικο
δέντρο, για να το στολίσουμε, έρχονται, πρώτα – πρώτα, τρία πουλάκια και
κάθονται στα κλαδιά του, μαζί και τέσσερις καμπανούλες. Τα πουλάκια αυτά και οι καμπανούλες «κοιμούνται» εδώ κι
εξήντα, περίπου, χρόνια, σε χαρτόκουτα, που πάνε κι έρχονται σε αποθήκες,
δωμάτια, ντουλάπες και υπόγεια. «Κοιμούνται» όλο το χρόνο, υπομονετικά και
αδιαμαρτύρητα, και «ξυπνούν» μόνο όταν τ’ αγγίξει η μαγεία των Χριστουγέννων.
Γιατί τα Χριστούγεννα, ανάμεσα σ’ άλλα, έχουν κι αυτή τη θεία δύναμη να
ζωντανεύουν πράγματα που μοιάζουν νεκρά και κυρίως να κάνουν ν’ ανθίζει ο
«ξέρακας» της ψυχής των ανθρώπων. Τα πουλάκια αυτά και οι καμπανούλες έρχονται από το μακρινό
1963. Τότε, στολίσαμε, για πρώτη φορά, χριστουγεννιάτικο δέντρο στο σπίτι μου
το πατρικό. Ήταν ένα ταπεινό δεντράκι, χαμηλούτσικο, με κλαδάκια πράσινα, πασπαλισμένα από χιόνι, που είχε αγοράσει ο
Πατέρας μου, από την «ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ», μαζί λίγα στολίδια για τα κλαδιά και μια
φάτνη χάρτινη. Μέσα σ’ αυτά τα στολίδια είχε διαλέξει κι αυτά τα πουλάκια και
τις καμπανούλες. Τα πουλάκια, χαριτωμένα, χνουδωτά, με καλογραμμένα φτερά και με ζωηρά χρώματα, με μαύρα στρογγυλά ματάκια και πορτοκαλιά μυτούλα,
μοιάζουν να έχουν έρθει από κάποιον μακρινό, εξωτικό παράδεισο. Κι οι
καμπανούλες, λευκές, με μια χαλκομανία κολλημένη πάνω τους, που εικονίζει ένα αγγελουδάκι με ροζ
φτερούγες. Κάθε χρόνο, στολίζαμε όλοι μαζί το δεντράκι και το βάζαμε
στο παράθυρο της σάλας, πίσω από τις κουρτίνες, για να το βλέπουν οι περαστικοί, μιας και παντζούρια δεν είχε το
«φτωχικό» μας. Μόλις, όμως, σκοτίδιαζε, η Μάνα μου, πήγαινε κι έπαιρνε το
δέντρο από το παραθύρι (ποιος να το ’βλεπε νυχτιάτικα;) και το ’βαζε πάνω στο
τραπέζι του χειμωνιάτικου για να το χαρούμε κι εμείς, όλοι. Κι έλαμπε πάνω στις
πολύχρωμες μπάλες το φως της λάμπας του πετρελαίου κι οι φλόγες από το αναμμένο
τζάκι και ζεσταίνονταν και τα πουλάκια κι αναγάλλιαζαν οι ξεπαγιασμένες
καμπανούλες κι όλο το δεντράκι μεταμορφωνόταν μαγικά κι ο Χριστούλης στη φάτνη,
από κάτω του, ζεσταινότανε από την πύρα του τζακιού κι η Παναγιά κι ο Ιωσήφ μας
κοιτούσανε και χαμογελούσαν, ευχαριστημένοι, που τους κάναμε συντροφιά και
ζεσταίναμε, μέσα στην κρύα νύχτα, το Μοναχοπαίδι τους. Κι ύστερα καθόμαστε όλοι κατάχαμα γύρω από τη φωτογωνιά και
μας έλεγαν η Μάνα κι ο Πατέρας ιστορίες για τα παλιά Χριστούγεννα κι εμείς τις
βλέπαμε τις ιστορίες να ζωντανεύουν μέσα στις φλόγες του τζακιού και ψήναμε και
καψάλες όρθιες μπροστά στα κάρβουνα και τις έκοβε ο πατέρας με το χέρι και τις
μοίραζε σε όλους, σαν τον Δείπνο τον Μυστικό, και τις βουτάγαμε μέσα στο φρέσκο
λάδι και τις μασουλάγαμε μαζί με τις ελιές τις χαραχτές κι όταν λιγοψύχαγε η
φωτιά «την κατουρήσανε οι καλικάντζαροι και σβύνει» έλεγε η Μάνα κι εμείς
βάζαμε τα κεφάλια μας από κάτω και κοιτάγαμε στην καμινάδα μη δούμε κάνα
καλικάντζαρο να κατεβαίνει. Κι αν τύχαινε και ήτανε εδώ στη Σπάρτη, Χριστούγεννα, η
Γιαγιά μας η Σταμάτα, από του Κουρουνιού, της ζητάγαμε να μας πει την ιστορία
με τα καλικαντζάρια στου «Χούρχουρη το μύλο». Κι η γιαγιά, χαμογέλαγε αχνά,
άπλωνε τις παλάμες της να πάρει μια πύρα από το τζάκι και άρχιζε: «Ήτανε που λέτε ο Χούρχουρης ο Μυλωνάς και ξημερώνοντας Χριστούγεννα, όταν γύρισε από την εκκλησία, έβαλε κάρβουνα να ψήσει κρέας, να
φάει και να γιορτάσει. Κει που ’ψηνε, να σου ένας καλικάντζαρος σιμά του. –Τι κάνεις ευτού; –Ψήνω κρέας. –Να ψήσω και ’γώ; –Ψήσε. Βγάνει, που λέτε, ένα σφαρδάκλι ο καλικάντζαρος, το βάνει
στη σούφλα και αρχίζει να το ψένει. –Το δικό σου τσικνίζει. Το δικό μου δε τσικνίζει..του ’λεγε
του μυλωνά. Και σε μια στιμή κάνει έτσι και βάνει πάνω στο κρέας το
σφαρδάκλι και το μαγάρισε. Πιάνει τη μασά ο
μυλωνάς «χραπ» του δίνει μια στο χέρι τόνε ξέρανε. Βάνει τις φωνές ο
καλικάντζαρος: –Βοήθεια αδέρφια με σκοτώνει. Μαζεύουνται όλα τα καλικαντζάρια, το βάνει στα πόδια ο
μυλωνάς. Καβαλάει πάνου στ’ αλογο που το ’χε φορτωμένο με δυο σακιά αλεύρι,
μισογόμι, στριμώχτηκε ανάμεσα στα σακιά να μη φαίνεται και λακάει κατά το χωριό. Πίσω του οι καλικάντζαροι. Τόνε φτάνουνε. Κοιτάνε. Τίποτα. Λένε: –Να το ’να μισογομάκι να και τ’ άλλο μισογομάκι. Κείνος ο
κερατάς δε φαίνεται. Πίσω στου Χούρχουρη το μύλο. Γυρνάγανε στο μύλο, τίποτα. Ξανακυνηγάγανε τ’ άλογο πάλι τα
ίδια. Πουθενά ο μυλωνάς. Τούτο γενότανε μέχρι που ξαγνάντησε ο μυλωνάς στο
διάσελο του χωριού κι έμπηξε τις φωνές: –Τρεχάτε χωργιανοί με τα δαυλιά αναμμένα!!! Ακούνε τις φωνές, οι χωργιανοί, παίρνουνε από το τζάκι ένα
δαυλί αναμμένο βγαίνουνε όξω, μπαρούτι οι καλικάντζαροι. Φοβούνται τ’ αναμμένα
τα δαυλιά μη τους κάψουνε. Σώθηκε ο μυλωνάς και τα ’πε όλα, τι γίνηκε, στους
χωργιανούς.» Τέλειωνε η γιαγιά την ιστορία, τσιμουδιά όλοι. Μόνο οι
ανάσες μας ακουγούντανε. Και τα πουλάκια στο δέντρο ασάλευτα, μαζί κι οι
καμπανούλες, όλοι μαγεμένοι από την ιστορία της γιαγιάς. –Άντε, να πάμε να κοιμηθούμε. Θα πούμε κι άλλα αύριο, έλεγε
η γιαγιά. Παίρναμε μια τελευταία πύρα από το τζάκι, λέγαμε «καληνύχτα»
στα πουλάκια και στις καμπανούλες και
τρέχαμε γρήγορα να χωθούμε στο κρεβάτι, ενώ η γιαγιά μας, πίσω, μονολογούσε
θυμόσοφα για το τζάκι: –Μπροστά πύρα, από πίσω κλαδευτήρα. Κουκουλωνόμαστε ως απάνω και με τα μάτια ανοιχτά, κάτω από
τις κουβέρτες, βλέπαμε τα καλικαντζάρια και το μυλωνά και όλα όσα μας
διηγιότανε η γιαγιά μας, μέχρι που κοιμόμαστε βαθιά στους πιο «μαγικούς» ύπνους
που έχουμε κάνει στη ζωή μας. Το πρωί της παραμονής το δέντρο με τα πουλάκια και τις
καμπανούλες μας ξεπροβόδιζαν, αχάραγα, για να πούμε τα κάλαντα, όχι για να
βγάλουμε λεφτά (όπως γίνεται σήμερα), αλλά για να δώσουμε και να πάρουμε
χριστουγεννιάτικη χαρά. Και το βράδυ έφερνε ο πατέρας ένα μεγάλο κούτσουρο και
το ’βαζε στο τζάκι για να καίει όλη τη νύχτα μην ξεπαγιάσει ο νεογέννητος
Χριστός κι οι γονιοί του, κι όταν εμείς φεύγαμε για τα κρεβάτι μας, όλη τη
νύχτα, το δεντράκι με τα πουλάκια και τις καμπανούλες είχε γιορτή και
καλωσόριζε μπροστά στη Φάτνη τους Μάγους με τα δώρα και τους φτωχούς τσοπάνηδες
που πρώτοι αξιώθηκαν να προσκυνήσουν τον Χριστούλη, και κελαηδούσαν τα πουλάκια και βάραγαν οι
γλυκόλαλες οι καμπανούλες, συνοδεύοντας, αρμονικά, το πλήθος των Αγγέλων που
κατέβαιναν από τα Ουράνια στο φτωχικό μας κι έψαλλαν: «Δόξα εν υψίστοις θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις
ευδοκία». Το πρωί των Χριστουγέννων, νύχτα ακόμα, βαράγανε οι καμπάνες
και λάλαγε μαζί τους κι ο κόκορας ο πετρωτός από το κοτετσάκι μας. Κι ερχότανε
η Μάνα και μας σήκωνε: –Άντε, σηκώτε να πάμε στην εκκλησία. Βαρέσανε οι καμπάνες. Σηκωνόμαστε, αδιαμαρτύρητα, φοράγαμε τα καλά μας (μπαλωμένα
αλλά καθαρά και καλοσιδερωμένα) και ξεκινάγαμε, όλοι, για την εκκλησία. Μπορεί
να μην καταλαβαίναμε πολλά πράγματα από τις ψαλμουδιές (μικρά παιδάκια ήμαστε)
όμως μπορούσαμε να νιώσουμε όλη τη λαμπρότητα και το μεγαλείο της γιορτής, μαζί
και τη χαρά, που ο Χριστούλης γεννήθηκε για μας, εκεί στη σπηλιά της Βηθλεέμ. Σαν γυρίζαμε στο σπίτι χαϊδεύαμε τα κεφαλάκια των πουλιών
στο δέντρο και κουνάγαμε πέρα δώθε τις καμπανούλες για να γιορτάσουν μαζί μας
τη Γέννηση και γέμιζε το σπίτι από μουσικές και τραγούδια που ΜΟΝΟ εμείς
μπορούσαμε να ακούσουμε. Το δεντράκι με τις καμπανούλες και τα πουλάκια έμενε πάνω
στο τραπέζι του χειμωνιάτικου ΟΛΗ την ημέρα των Χριστουγέννων, για να δει τη
Μάνα να φτιάχνει κουταλίδες και, ζεστές-ζεστές, να μας τις φιλεύει
πασπαλισμένες με τη ζάχαρη και την κανέλλα και να δει και τον Πατέρα να
μαγειρεύει (μια φορά το χρόνο το ’κανε, μόνο τα Χριστούγεννα) χοιρινό με
σαλτσούλα και σέλινο (όχι φρικασέ) και να μοσχομυρίζει το σπίτι, και το
μεσημέρι, όλοι γύρω στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι και το δέντρο με τα πουλάκια
και τις καμπανούλες στη μέση, ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ, Οικογένεια, Θρησκεία και Παράδοση των
αιώνων, «αληθείς Ορθόδοξοι Έλληνες»,
όπως έλεγε ο Παπαδιαμάντης. Στο πέρασμα του χρόνου χάθηκε το δεντράκι μ’ όλα του τα
στολίδια και μόνο τούτα δω τα πουλάκια και οι καμπανούλες διασώθηκαν, δεν ξέρω
και δεν θυμάμαι πώς. Το πιθανότερο είναι να σώθηκαν από μια επιμονή και αγωνία
της μάνας μου να «κρύβει», εδώ κι εκεί, πράγματα που αγαπούσε και που φοβόταν
μην της τα «πετάξει» ο «πολιτισμός» και ο «νέος τρόπος ζωής». Είναι, γι’ αυτό, τα
πουλάκια κι οι καμπανούλες, κομμάτια ψυχής, ζωής, μνήμης και αγάπης από τους «παλαιούς» του
σπιτιού, που πια δεν είναι μαζί μας, μπουκάλια σφραγισμένα με κερί, με μηνύματα
μέσα τους γραμμένα σε χαρτιά
κιτρινισμένα, που οι παλαιοί έριξαν στη
θάλασσα της ζωής και που οι κατοπινοί τα βρίσκουμε, από καιρού εις καιρόν, στις
ακρογιαλιές μας. Χωρίς αυτά τα «σημάδια» του Χθες η ζωή μας θα ήταν ένα
σπασμένος καθρέφτης χωρίς εικόνα, ένας
δρόμος σκοτεινός χωρίς φαναράκια που να
φωτίζουν τη διαδρομή του. Γι’ αυτό, κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα, που στήνεται το δέντρο
το χριστουγεννιάτικο στο σαλόνι του σπιτιού, τούτα τα πουλάκια και οι
καμπανούλες είναι τα πρώτα που το
στολίζουν (και κυριολεκτικά και μεταφορικά) και φέρνουν κοντά μας εκείνους που
λείπουν, για να κάνουν Χριστούγεννα μαζί μας και ν’ αγαλλιάσει η ψυχούλα τους,
μαζί και η δική μας. Και τότε είναι που τα πουλάκια «κελαηδούν» τα καλύτερα
τραγούδια τους κι οι καμπανούλες ηχούν τόσο χαρμόσυνα όσο ποτέ άλλοτε. Καλά και ευλογημένα, ελληνικά Χριστούγεννα !!! Σπάρτη 19-12-2023 Βαγγέλης
Μητράκος