Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Κάθε πρωί που βγαίνω στο μπαλκόνι, με καλημερίζει πρώτη κι ανταμώνει τα φυλλωμένα κλαδιά της να σμίξουνε με τα χέρια μου, έτσι όπως ανταμώνονται και χαιρετιούνται εγκάρδια δυο φίλοι καλοί...
Η κοντούλα η λεμονιά
«ΟΛΑ μου τα δίνει, ΤΙΠΟΤΑ δεν θέλει». Απλόχερη, ΚΑΙ φέτος, με φιλοδώρησε με ένα
πανέρι μυρωδάτα, κατακίτρινα, ζουμερά λεμόνια, που με αγάπη μάνας και στοργή
ανάθρεψε στην αγκαλιά της όλη τη χρονιά. Η κοντούλα η λεμονιά μου είναι συνομήλικη με το σπιτικό μου.
Όταν γκρεμίσαμε το παλαιό πατρικό μου σπίτι, περίσσεψε στο πίσω μέρος ένας
μικρός «ακάλυπτος» και η πρώτη μας φροντίδα, με τον αδερφό μου το Γιάννη, ήταν
να βάλουμε μια λεμονιά. Αγόρασα μια νεαρούλα λεμονίτσα και τη φυτέψαμε, με φροντίδα, στο μεσιανό
παρτέρι. Κι αυτή, από την πρώτη κιόλας χρονιά, άρχισε να λουλουδιάζει και να
κάνει λεμόνια, λίγα στην αρχή, περισσότερα όσο περνούσαν τα χρόνια. Δίπλα της, σ’ ένα άλλο μικρό παρτέρι είχε για συντροφιά μια
γριούλα λεμονιά, από τα παλιά τα χρόνια. Διότι, στο σπίτι μου το πατρικό,
μεγαλύτερος ήτανε ο κήπος στο πίσω μέρος, παρά το σπίτι. Έτσι θέλανε οι παλαιοί
των ανθρώπων τα σπίτια τους: Σπίτι όσο χρειαζότανε και τόπο πλατύ και μεγάλο
για αυλή με λουλούδια και γλάστρες και κληματαριά, για λαχανόκηπο, για κοτέτσι,
για παιχνίδι των παιδιών, για καφέ και γλέντια των μεγάλων, για ρούγα
καλοκαιρινή κι ένα σωρό άλλα όμορφα των παλαιών ανθρώπων, που χάθηκαν μαζί μ’
αυτούς. Και είχανε με τα δέντρα, οι παλαιοί των Ελλήνων, μια σχέση
ζωής άρρηκτη. Τα φυτεύανε και τα ανασταίνανε σαν παιδιά τους, βρίσκανε σ’ αυτά
την αληθινή σχέση με τη Μάνα Γη, γινούντανε ένα μαζί τους, φίλοι τους αληθινοί
και δικοί. Εκεί, λοιπόν, στον παλαιό μας κήπο, είχε φυτέψει η μάνα μας
κι ο πατέρας μας (στα 1953 που παντρευτήκανε και αγοράσανε με την προίκα κείνο
το σπιτάκι) και δυο λεμονιές. Από την
οικοδόμηση του νέου σπιτιού, απ’ όλον τον κήπο, «γλίτωσε» μόνο μία λεμονιά που
ήταν άκρη-άκρη κι έτσι συντρόφεψε η γιαγιά
λεμονιά με τη εγγονούλα που ήρθε συγκάτοικος. Λοιπόν, αυτή κοντούλα
η λεμονιά είναι, ολόκληρη, μια ζωή, για μένα. Κάθε πρωί που βγαίνω στο
μπαλκόνι, με καλημερίζει πρώτη κι ανταμώνει τα
φυλλωμένα κλαδιά της να σμίξουνε με τα χέρια μου, έτσι όπως ανταμώνονται
και χαιρετιούνται εγκάρδια δυο φίλοι καλοί, κάνοντάς με να νιώθω (και να είμαι)
μέρος, κι εγώ, του «κόσμου» που έφτιαξε κάποτε ο Θεός. Κάνει κι άλλα πράγματα σπουδαία, όμως, η κοντούλα η λεμονιά:
Φέρνει πουλάκια μικρά και μεγαλύτερα στα κλαδιά της, για να
κουρνιάσουνε, να ξεκουραστούνε ή να την
απαλλάξουνε από τα ζουζούνια τα ενοχλητικά. Και πιάνουνε κουβέντα τα πουλάκια
με τη λεμονίτσα κι ομορφαίνει με τις τριλιαστές κουβέντες τους όλη η πλάση. Το
φθινόπωρο και το χειμώνα η βροχή κάνει τα φύλλα της να λάμπουνε στον ήλιο και
οι σταγόνες που κρέμονται στην άκρη τους μοιάζουνε με πολυέλεο εκκλησίας, που
απαστράπτει απ’ τις ακτίνες του ήλιου
όταν αυτός μπαίνει απ’ τα παραθύρια της. Ακόμα κι όταν η σιωπή του χειμώνα όλα
τα σκεπάζει, άμα ανοίξεις καλά τ’ αυτιά της καρδιάς σου και γίνεις παιδί και αφουγκραστείς, μπορείς να ακούσεις: «Η γη αναπαύεται και γονιμοποιεί τους σπόρους, κι απ΄ το
μυστικό της έργο έρχεται ένας ελάχιστος θόρυβος που μπορεί να φτάξει μονάχα σ΄
ένα παιδί. Οι ρίζες των δέντρων σαλεύουν στα σκοτεινά γυρεύοντας νερό να πιουν,
οι φλούδες των κορμών σαλεύουν για να χυθούν οι χυμοί στους κλώνους και στα
φύλλα, τα τυφλά σκουλήκια αγωνίζουνται έρημα το μικρό τους αγώνα…)» Αιολική Γη - Η.
Βενέζης Σαν έρθει η άνοιξη, η κοντούλα η λεμονιά αρχίζει να
μπουμπουκιάζει μικρά λευκομαβιά μπουμπουκάκια,
που, σαν ζεστάνει ο καιρός,
ανοίγουν όπως η αυγούλα και
γίνονται «χιόνι της άνοιξης», σκορπίζοντας απλόχερα παντού τη μεθυστική μυρωδιά
τους και κάνοντας τα μάτια αλλά και την ψυχή να βλέπουν και να
χαίρονται την ομορφιά του κόσμου. Και τότε έρχονται σμάρι οι εργατικές μέλισσες
και με σοφία και υπομονή πετούν από ανθάκι σε ανθάκι, συλλέγουν το νέκταρ και
συνάμα πάνε τη γύρη από το ένα άνθος στο άλλο, για να γίνει το θαύμα και να
μεταμορφωθεί το άλικο ανθάκι σε λεμόνι. Κι ακούς το βουητό της μέλισσας κι
είναι σαν ν’ ακούγεται η ανάσα της λεμονιάς κι είναι σαν να σε νανουρίζει στην
αγκαλιά της η Μάνα, τότε που σε ταχτάριζε και σου ’λεγε όλα τα όμορφα τραγούδια
της, για ν’ ανθίσει η ψυχή σου, κι όλες
τις ευχές της αγάπης και της έγνοιας
της, για να ’χεις μια ζωή ανθισμένη
χωρίς τριβόλια και αγκάθια. Κι όταν τελειώσουν τη δουλειά τους οι μέλισσες, γεμίζει η
λεμονιά με μικρούλικα πράσινα λεμονάκια, τα θρέφει με αγάπη και φροντίδα,
μεγαλώνουν σιγά-σιγά κι όταν έμπη ο χειμώνας, αρχίζουν να κιτρινίζουν, σημάδι
πως έφτασε η ώρα ν’ αφήσουν τη Μάνα τους τη λεμονιά και να εκπληρώσουν τον
σκοπό, για τον οποίο είναι προορισμένα. Πέρασε μια λαχτάρα (η κοντούλα, η μικρή λεμονίτσα), όταν η
συντροφιά της, η γριά λεμονιά, μετά από έναν
παγετό, «κάηκε» και τα κλωνάρια της ξεράθηκαν. Κόψαμε τα ξερά κλωνάρια
και περιμέναμε την άλλη χρονιά να δούμε, αν η γριά λεμονιά ζούσε ακόμα. Κι
εκείνη, όταν μπήκε η άνοιξη άρχισε, απ’ τον γέρικο κορμό της, να πετάει
βλαστάρια, σημάδι πως ήταν ακόμα ζωντανή. Μόνο που τα βλαστάρια της ήταν
«άγρια». Τ’ αφήσαμε να αντρειέψουν και μετά ο φίλος μου ο Θόδωρος, που ξέρει
απ’ αυτά, μπόλιασε τη γριά λεμονιά με νια
κεντράδια κι εκείνη ξανάρχισε ν’ ανθίζει και να καρποφορεί και να κάνει
ρούγα με την κοντούλα τη λεμονιά. Τώρα, η κοντούλα η
λεμονιά (μαζί και η γιαγιά της), αφού μας φίλεψαν πλουσιοπάροχα με τους καρπούς
τους, απαλλαγμένες, πια, από τα ώριμα λεμόνια τους, έχουν, ήδη, αρχίσει να
μπουμπουκιάζουν και ο αιώνιος κύκλος τους ζωής συνεχίζεται. Πόσες και πόσες, τέτοιες, κοντούλες λεμονιές, δεν αγαπήθηκαν
από τους Έλληνες των περασμένων γενεών!!! Και αγαπήθηκαν τόσο πολύ, που έγιναν τραγούδι απ’ το Λαό
τους, τραγούδι δημοτικό, που πάει να πει Αγάπη, Λατρεία, Ζωή, Παράδοση,
Αθανασία: Μωρή κοντού- μωρή κοντούλα λεμονιά με τα πολλά λεμό- λεμόνια, Βησσανιώτισσα δε σ’ είδα ψες κι αρρώστησα κι ούτε γιατρό δε φώναξα. Πότε μικρή μεγάλωσες κι απόλυκες κλωνάρια συ μ’ έκαμες κι αρρώστησα και το γιατρό δε φώναξα. Χαμήλωσε τους κλώνους σου να κόψω ένα λεμόνι μικρή Δελβινακιώτισσα απ’ τον καημό σ’ αρρώστησα. Για να ντο ζήψω να ν’το πιώ να μου διαβούν οι πόνοι σε φίλησα κι αρρώστησα κι ούτε γιατρό δε φώναξα. Σπάρτη 21-2-2024
Βαγγέλης Μητράκος