Σάββατο, 14 Ιουνίου 2025
Καλώς ήρθε το δολάριο
Αγαπώ τα παλληκάρια που δεν ξέρουν για φεγγάρια που μυρίζουνε ασβέστη και μπογιές κι ανταμώνουνε τα βράδια σε απόμερα πατάρια και διαβάζουν τις φτωχές τους τις καρδιές Λευτέρης Παπαδόπουλος Όλη τη βδομάδα σκληρή δουλειά για το «πικρό
μεροκάματο», από αχάραγα το πρωί μέχρι το σούρουπο το βράδυ. Το Σαββατόβραδο
όμως ήτανε δικό τους. Βγάζανε από πάνω τους, στη σκάφη τη λαμαρινένια, στο
πλυσταριό, τον ίδρωτα, λούζανε με το φτιαχτό σαπούνι τα μαύρα τους μαλλιά,
στήνανε τον καθρέφτη πλάι στο νιφτήρα, κάνανε σαπουνάδα με το πινέλο, αλείφανε
το πρόσωπό τους καλά, βάζανε καινούριο ξυραφάκι στη μηχανούλα και ξυριζούντανε
κόντρα. Στην καρέκλα του χειμωνιάτικου βρίσκανε απ’ τη μάνα φρεσκοπλυμένα και σιδερωμένα ρούχα, τα φοράγανε, δίνανε ένα
φιλί σταυρωτό στη μάνα και φεύγανε να βρούνε την παρέα, να πάνε σε κανένα
σινεμά ή σε κάποιο ταβερνάκι, να ξεκουραστεί λιγάκι η καρδιά τους και να
ποτιστούν τα όνειρα μη και μαραθούνε. Και την άλλη μέρα, την Κυριακή, βάζανε τα καλά
τους, τα «κυριακάτικα», δένανε τη γραβάτα στο άσπρο τους πουκάμισο και
πηγαίνανε στην εκκλησία, γιατί ξέρανε καλά πως στον σκληρό ανήφορο της ζωής
τους είχανε πάντα δίπλα τους την Παναγιά και τον Χριστό και θέλανε, γι’ αυτό,
ένα «ευχαριστώ» να τους πούνε, απ’ την ψυχή τους. Μετά την εκκλησία, βολτάρανε στις Καμάρες ή
κάνανε «πηγαδάκια», έξω απ’ το «ΦΛΟΡΑΛ» ή περπατούσανε πάνω-κάτω στην πλατεία,
μπορεί να πίνανε κάνα καφεδάκι και ύστερα τραβάγανε για το
ταβερνάκι της γειτονιάς, που την Κυριακή ήτανε ανοιχτό από το πρωί. Μια τέτοια παρέα παιδιών του Λαού ήτανε και
τούτη η παρέα της φωτογραφίας, ο Στράτης, ο Σταύρος, ο Γιάννης, ο Γιώργος και ο
Παναγιώτης. Ήτανε κάποια Κυριακή του 1968, μεσημεράκι (μάλλον), και αφού είχανε
τελειώσει τη βόλτα τους στο κέντρο της Σπάρτης, χαρούμενοι και ανάλαφροι
τραβούσανε, κουβεντιάζοντας και κάνοντας αστεία, για το θρυλικό ταβερνάκι του
Τσούση, κοντά το νεκροταφείο του Αϊ - Γιώργη. Οι Τσουσαίοι της Σπάρτης, με ρίζες από την
Αιτωλοακαρνανία, ήρθαν εδώ από τα Βρέσθενα, στα 1921. Ο πρόγονος Λεωνίδας Τσούσης, αγόρασε σπίτι
και μπαξέδες στο Ψυχικό και κάτω από το σπίτι άνοιξε ταβέρνα. Μετά τον γερο-Λεωνίδα, στα 1954, ανέλαβε την
ταβέρνα ο γιος του, ο Γιώργης, και τέλος, ο εγγονός του ο Λεωνίδας Τσούσης. Η ταβέρνα του Τσούση άφησε ιστορία στη Σπάρτη,
για το «χνώτο» της παλιάς ταβέρνας που διατήρησε μέχρι τέλους, για το καλό
γραμμουσιώτικο κρασί της, τους παραδοσιακούς ταβερνομεζέδες και, κυρίως, για
τους ανθρώπους που τη δούλεψαν (ΟΛΗ η οικογένεια των Τσουσαίων, άντρες,
γυναίκες και παιδιά) πάνω από 50 χρόνια!!! Καθώς, λοιπόν,
είχανε πάρει οι πέντε φίλοι την «Αναπαύσεως», ντουγρού για το καπηλειό
του Τσούση, ένας από την παρέα πρόσεξε ένα πρασινωπό χαρτί που ανεμογύριζε στην
άσφαλτο. Σκύψανε, το πήρανε στα χέρια τους και τι να δουν: Ένα ατόφιο χάρτινο, αμερικάνικο δεκαδόλλαρο!!!
TEN DOLLARS παρακαλώ!!! Τρελάθηκαν απ’ τη χαρά τους για το συναπάντημα
τούτο της τύχης, που η αλήθεια πως δεν τους είχε καλομάθει σε τέτοια!!! Βλέπεις, από τις 9 Απριλίου του 1953 η ισοτιμία
της δραχμής προς το δολάριο είχε πάει από 15.000 στις 30.000 (ακολούθησε σε
λίγο η περικοπή των τριών μηδενικών και έγινε 1 δολάριο = 30 δραχμές) από τον
τότε υπουργό Συντονισμού στην κυβέρνηση Παπάγου, τον Σπύρο Μαρκεζίνη, και το
δολάριο ήτανε περιζήτητο. Όλοι εκείνοι οι Έλληνες που ήτανε στην Αμερική,
στέλνανε στις οικογένειές τους «τσέκια» σε δολάρια, αλλά και στις γιορτές (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και Πάσχα), σε
ονομαστικές γιορτές και επετείους φτάνανε, σε όλα τα σπίτια, φάκελοι με γράμματα
και κάρτες από την Αμερική, που μέσα τους είχανε -όμορφα διπλωμένα- δολάρια,
τα οποία δίνανε τεράστια χαρά αλλά και ανακούφιση στους χειμαζόμενους Έλληνες
εκείνων των χρόνων. Τα δολάρια «εξαργυρώνονταν» πρόθυμα σε κάθε συναλλαγή και
σε όλα τα μαγαζιά, και πολλοί δημιουργούσαν αποθέματα δολλαρίων, όπως γινότανε,
πριν, με τις αγγλικές λίρες. Καταχαρούμενοι, λοιπόν, οι πέντε φίλοι για τον
μπουναμά που βρέθηκε έτσι απρόσμενα στο δρόμο τους, φτάσανε στην ταβέρνα του
Τσούση, αγοράσανε με το δεκαδόλλαρο τσιγάρα, κάτσανε, πανευτυχείς σαν άρχοντες,
στο τραπέζι, μπροστά απ’ τα μεγάλα ξύλινα κρασοβάρελα, παραγγείλανε κρασί και
μεζέ, φάγανε και ήπιανε και
γλεντήσανε με … αμερικάνικη βοήθεια. Κι όταν, κάποια στιγμή, άνοιξε η πόρτα του
καπηλειού και μπήκε μέσα (ας πούμε) ο
Χριστοδουλόπουλος ο Παναγιώτης, αξέχαστος «ο φωτογράφος» του Ν. Κόσμου και της
Σπάρτης, του παραγγείλανε να τους βγάλει και μια φωτογραφία. Στρώσανε το μαλλί τους, σιάξανε τα ρούχα και
τις γραβάτες τους, ανάψανε όλοι τσιγάρο επιδεικτικά και ποζάρανε χαμογελαστοί
και με νόημα στον φωτογράφο, με τη χαρά στα μάτια και στα πρόσωπά τους να μην
μπορεί να κρυφτεί. Όπως ακόμα λέει ακόμα ένας εκ της παρέας, ο
Γιάννης: «Με το δολάριο αγοράσαμε τσιγάρα, φάγαμε,
ήπιαμε … και πήραμε και ρέστα»!!! *Για την ιστορία και τη μνήμη … : Από αριστερά στη φωτογραφία: *Πηγή φωτογραφίας: Στράτης Περγαντής *Πληροφορίες: Γιάννης Νιάρχος-Παν. Πατσαλός *Τους ευχαριστώ όλους Σπάρτη 11-6-2025
Βαγγέλης Μητράκος