Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Οι αξίες ουσιαστικά δεν είναι γνώσεις. Είναι βιωματικές αλήθειες, τις δημιουργεί η ανάγκη της ίδιας της ζωής.
Ξαναρωτάμε: ποιό δρόμο να πάρουμε; (Η απάντηση, πέρα από την αισιοδοξία και
απαισιοδοξία, θα έρθει από το μέλλον) Αν ο άνθρωπος ήταν κύριος του εαυτού του,
ασφαλώς σήμερα δεν θα συνέχιζε να μας κυβερνάει η αβεβαιότητα για το παρόν,
αβεβαιότητα για κείνο που μέλλει νάρθει. Ασφαλώς, αν ο άνθρωπος είχε βαθιά
συνειδητοποιήσει, ότι οι συνέπειες των πράξεών του είναι και αυτές μέρος της
ευθύνης απέναντι όλης της ανθρωπότητας, δεν θα είχαμε φθάσει στο σημείο, όπου
σήμερα, μέσα σε τόσα ηλεκτρικά φώτα, κάποια άλλα, εσωτερικά, φώτα σβήνουν. Σ’ αυτήν την ανθρώπινη κατάσταση, ποιό δρόμο
να πάρουμε; Πού θα βρεθεί για την ψυχή μας τόπος; Υπάρχει δρόμος; Μέσα στην
ισοπέδωση όπου μας έφερε ο τεχνολογικός μηχανισμός, ο όποιος ολοκληρωτισμός,
ένα μονάχα δεν μπορεί να χαθεί. Είναι η ενέργεια, η κίνηση με την αριστοτελική
έννοια, η θέληση για ζωή. Ο κόσμος ήταν και είναι αυτός που πάντοτε ήταν,
δηλαδή με τους φυσικούς και μεταφυσικούς, τους ανθρωπολογικούς ορίζοντές του.
Εκείνο όμως που υφίσταται μεταβολές, που ενεργεί, είναι η συνείδησή μας. Ό,τι
ανέκφραστο, ανεξέλεγκτο και αινιγματικό έχει να παρουσιάσει τούτη η εποχή,
είναι δύσκολο να το καταλάβουμε, εάν δεν κατανοήσουμε πρώτα, ότι μιλάμε για ένα
κόσμο που κινείται και αναπαύεται πάνω σε μία δίχως θεμέλια βάση. Το βαθύτερο
αίνιγμα είναι ο άνθρωπος. Η βάση του βιολογική, αλλά δεν ερμηνεύεται λογικά.
«Θα μάθουμε να γινόμαστε καμιά φορά όμοιοι με τα παιδιά», αναρωτιέται ο Κ.
Αξελός, «που χτίζουν όλη μέρα πάνω στην ακροθαλασσιά πύργους από άμμο και, με
την ίδια χαρούμενη διάθεση βλέπουν τη βραδινή παλίρροια να τους καταστρέφει; Θα
μάθουμε να είμαστε ανοιχτοί ορισμένες φορές στην παιδική μυθολογία, στις
παιδικές όσο και στις παιδιάστικες επιθυμίες που, συγκαλυμμένες, μας κυβερνούν,
εμάς που η ωριμότητά μας δεν τελειώνει, σ’ έναν χρόνο που φεύγει, κυνηγημένος
και παραφυλαγμένος από το θάνατο που έρχεται ξοπίσω; Θα μάθουμε κάποια στιγμή
πώς το είναι (του κόσμου) που είναι πιο δυνατό από τον άνθρωπο, έχει κιόλας
διαλεχτεί πριν από το ίδιο διάλεγμα; Γιατί να μαθαίνουμε και να ξαναμαθαίνουμε
όλα αυτά; Ίσως για να ζήσουμε, για να ζήσουμε με ένα ελάχιστο ποσό απερισκεψίας
και ασάφειας, ίσως για να δούμε μέχρι ποιό σημείο μπορεί να φτάσει το
μυθολογικό παιχνίδι, ίσως για να μπορέσουμε να ξαναχτίσουμε τα παγιδευμένα
οικοδομήματα της σκέψης, της ζωής, της μυθολογίας. Με το ν’ αφηνόμαστε να
κυκλωθούμε από τους ορίζοντες του Κόσμου, θ’ αναγνωρίσουμε πως οι ορίζοντες
είναι από την κατασκευή τους κιόλας φευγαλέοι και γλιστράνε σιγά σιγά καθώς
εμείς τους πλησιάζουμε; Δηλαδή με δυό λόγια δεν υπάρχουν... (Κώστας Αξελός,
Ορίζοντες του Κόσμου, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1978, σσ. 26-27). Για την ώρα, δεν
καταφέρνουμε να δούμε πολύ πιο μακριά από τη βιομηχανική κοινωνία… Ο ορίζοντας
είναι φραγμένος, κι αυτή ακόμα η ιδέα του ορίζοντα έχει πολυχρησιμοποιηθεί».
Και αναρωτιέται ο ίδιος. «Η μεταϊστορία θα μπορέσει να δεί το χρόνο των
Ενωμένων Πολιτειών του Κόσμου-τέλος, στόχος και όριο του ιστορικού χρόνου; Η
ερώτηση ισχύει: Ποιά ιστορία τελειώνει; Η ιστορία ποιάς γλώσσας, ποιού
μέλλοντος, ποιού ανθρώπου, ποιάς εποχής; Αφού όλες αυτές οι ερωτήσεις
ξαναγυρνάνε στον εαυτό τους και ξαναγυρνάνε μέσα στο χρόνο -έστω κι αν τους
γυρίσουμε την πλάτη-, ακριβώς επειδή δεν δέχονται απάντηση, τελειώνει και η
ερώτηση. Για ν’ ακριβολογούμε, η ερώτηση από μόνη της το μόνο που κάνει είναι ν’ αρχίσει να τίθεται» (Κώστας Αξελός,
Ορίζοντες του Κόσμου, ό.π., σ. 118). Όπως και να ’χει το πράγμα, είναι απαραίτητες
κάποιες στιγμές περισυλλογής. Ο δρόμος αρχίζει από τη μοναξιά, τη ρωμαλέα
μοναξιά, την εγρήγορση της συνείδησης. Να μην παράγουμε, επί τέλους, μόνο κενές
ιδέες! Άλλωστε τώρα δεν πρόκειται για τα προβλήματα ενός περιορισμένου κύκλου
ανθρώπων, ενός λαού, αλλά για την συνολική ασφάλεια του κόσμου, γιατί κανένα
κράτος, καμιά οργάνωση δεν προστατεύει απόλυτα. Μια τέτοια προστασία θα ήταν
μια ωραία αυταπάτη. Για τούτο και το ερώτημά μας είναι: υπάρχει και κάτι στον
κόσμο που αξίζει την πίστη, που γεννά την εμπιστοσύνη; Θα έρθει μήπως η εποχή
που θα δημιουργήσει τον αυθεντικό, τον
πλήρη άνθρωπο; «Δεν αποφασίστηκε ακόμα αν ο πλανητικός πολιτισμός,
τεχνοεπιστημονικός και τεχνογραφειοκρατικός, παγκόσμια και βιομηχανική κοινωνία
παραγωγής, κατανάλωσης και εκμετάλλευσης του κάθε τι που υπάρχει -ιδιωτικού
και/ή κοινού-, δεν αποφασίστηκε ακόμα, αν αυτός ο πολιτισμός κι αυτή η
κοινωνία, ακολουθώντας τα ίχνη της μετριοκρατίας, θα καταστραφούν και από τί
και από ποιόν, πώς και γιατί. Ούτε ακόμα αποφασίστηκε ολότελα, παρόλο που όλα τα σημεία δείχνουν τη
διαιώνιση αυτής της τάξης-αταξίας, αν αυτός ο πολιτισμός κι αυτή η κοινωνία
στερεωθούν, αντέχοντας όλες τις αλλαγές κι όλες τις δυνατές ή πραγματικές
αμφισβητήσεις, ή αν θα ξεπεραστούν, κι από ποιόν κι από τί. Μήπως μερικά λόγια
που ειπώθηκαν κιόλας ανοίξουν έναν άλλο δρόμο; Μετατεχνικό;» (Κ. Αξελός,
Ορίζοντες του Κόσμου, ό.π., σ. 120). Τί σημαίνουν όλα αυτά; Αυτοματοποίηση και
μετασχηματισμός στην οργάνωση της εργασίας είναι αναπόφευκτα. Ο ανταγωνισμός
των καπιταλιστικών επιχειρήσεων στον κόσμο δύσκολα θα ξεπεράσει την κρίση,
δύσκολα θα ξεπεραστεί η καχυποψία. Απομένει να αναδείξουμε τη σωτηριακή δύναμη
του Λόγου. Για τούτο πρέπει, πέραν από την ελπίδα και τον απελπισμό και την
όποια ευαισθησία μας, την όποια γνώση μας, πρέπει να γνωρίζουμε το κύριο: τί
είναι ο κόσμος. Αναμφισβήτητα η προσφυγή στον ορθό λόγο για να απαντήσουμε στα
ερωτήματά μας δεν μπορεί να ικανοποιήσει όλες τις γνωστικές μας ανάγκες και τις
αισθηματικές καταστάσεις μας. Η λογική θεώρηση του κόσμου της εποχής μας είναι μια
πλευρά της πραγματικότητας, γιατί υπάρχει και η άλλη πλευρά της
πραγματικότητας, η ψυχική, Υπάρχει και
ένα συναίσθημα, μια γνώση ανεστιότητας, απερήμωσης του ανθρώπου. Η τεχνοκρατική
θεώρηση, όσο και αν είναι κυρίαρχη σήμερα, δεν είναι κάτι το απόλυτο, το
μοναδικό. Υπάρχουν και άλλες θεωρήσεις του ανθρώπου και του κόσμου. Το φως του
λογικού και της επιστήμης σίγουρα είναι ανεπαρκές. Και θα ήταν επικίνδυνη
αφέλεια να αναφερθούμε εδώ τόσο πρόχειρα στη στροφή προς τη μεταφυσική, την
οντολογία ή στον υπαρξισμό, χριστιανικό ή αθεϊστικό. Ας προσπαθήσουμε
τουλάχιστον να είμαστε φυσικοί, να έχουμε γερούς ώμους για να βαστάξουμε το
χρέος της ανθρώπινης ουσίας μας, προνόμιο τούτο και μοίρα μας. Είμαστε,
βλέπετε, οι άνθρωποι του αιώνα μας «δεινά» καθημαγμένοι από τα όρνεα του
κριτικού λόγου και δεν είναι εύκολο να γίνουμε πιστευτοί. Ενδεικτικά, μόνο, θα
σταθώ στον Κάρλ Γιάσπερς, έναν από τους κορυφαίους φιλοσόφους του προηγούμενου
αιώνα, τον φιλόσοφο που διακρίνει την πολιτική από την υπαρξιακή ελευθερία.
Είναι πεπεισμένος, ότι η πίστη δεν βρίσκεται στα όρια της εγκόσμιας εμπειρίας,
αλλά στην ελευθερία του ανθρώπου, δηλαδή στην συνειδητοποίηση της πνευματικής
του ελευθερίας, η οποία είναι ταυτόχρονα και βεβαιότητα του θεού. «Ελευθερία
και θεός είναι αχώριστα. Γιατί; Διότι δεν υπάρχω από μόνος μου ως ελευθερία,
αλλά είμαι δοσμένος στον εαυτό μου ως δώρο» (Κάρλ Γιάσπερς, Εισαγωγή στη
Φιλοσοφία-Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Χρήστου Μαλεβίτση, Β΄ Έκδοση 1968, σ.
131). Η πολιτική ελευθερία υπάρχει όπου ο άνθρωπος έχει συνειδητοποιήσει τις
πηγές του εαυτού του. «Αν στερέψει η υπαρξιακή ελευθερία, τότε χάνεται και η
πολιτική ελευθερία». «Η μόνη σωτηριακή δύναμη», θα μας ειπεί, «είναι ο Λόγος,
το πνεύμα. Οι Εκκλησίες προσέφεραν πολλά μέχρι τώρα στην ιστορία, κι’ ακόμη
έχουν να προσφέρουν. Συχνά, όμως, χάριν της εγκοσμίου ισχύος, αμαυρώνουν τη
βιβλική πηγή τους. Άλλωστε, με την απατηλή γαλήνη που προκαλούν εν όψει του
άλλου κόσμου, εμποδίζουν τον άνθρωπο να δράσει ως έλλογο όν, που κρατάει την
τύχη του στα χέρια του». Ο Γιάσπερς πιστεύει πως ίσως στις Εκκλησίες υπάρχουν
ακόμη λανθάνουσες δυνάμεις, που, χάρη στη βιβλική τους προέλευση, θα επιτύχουν
τη μεταμόρφωση του κόσμου, αν αφήσουν τις τυποποιημένες εκφράσεις και
ξαναβυθισθούν στον ζωντανό Λόγο. Διότι δεν είναι οι εξωτερικές τους εκφράσεις
που έχουν σημασία (φιλειρηνισμός κ.λπ.), αλλά η επίδραση που μπορούν να
ασκήσουν στο βάθος του ανθρώπου» (ό.π., σσ. 60-61). Δυστυχώς οι λαοί σήμερα, το είπαμε ήδη,
οδηγούνται προς την απώλεια του προνομίου του Λόγου, της αυτοσυνειδησίας,
συνέπεια και της μαζοποίησης. Η μάζα δεν σκέφτεται, δεν σκέφτεται με αξίες. Θα
σταθούμε πάλι με περίσκεψη στην ιστορία, στην διαπίστωση, ότι η λογική και ο
διάλογος εν τούτοις δεν εμπόδισαν να γίνουν δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, το 1914 και
το 1939. Πώς να προχωρήσουμε τώρα; Ποιές εκπλήξεις μας επιφυλάσσει το μέλλον;
Προς τα πού να στραφούμε; Μήπως, λοιπόν, πρέπει, επί τέλους, να ξανασκεφτούμε
τη μοίρα του ανθρώπου; Πώς συμβαίνει, ώστε ο προνομιούχος αυτός της γης, αυτός
που γίνεται με την επιστήμη κύριος της φύσης, αναπόφευκτα να μεταβάλλεται σε
μέσον εκμετάλλευσης των ομοίων του και οι επιτυχίες του να μεταβάλλονται σε
πηγές πίκρας και αφόρητης δυστυχίας; Η αρχαία Αττική Τραγωδία, βλέπετε, είναι
τόσο διδακτική για την ανθρώπινη κατάσταση. Δεν θα πρέπει, τάχα, να στραφούμε
προς την ψυχική του σύσταση, την ψυχική του ισορροπία; Μια τέτοια σκέψη, έπειτα
από τόση οδυνηρή πείρα, φαίνεται ίσως αφελής. Μη ξεχνάμε όμως πως οι δύο
παγκόσμιοι πόλεμοι, πέραν των άλλων αιτιών, όπως π.χ. οικονομικοί ανταγωνισμοί
κ.λπ., είναι και ο ψυχικός παράγοντας, ο οποίος έχει αφεθεί στην τύχη του. Από
μια υψηλότερη θέση κοιταγμένοι οι δύο εκείνοι παγκόσμιοι πόλεμοι, ίσως και ο
τρίτος που μας απειλεί, μοιάζουν με ρήξη ψυχικού-νοσηρού αποστήματος του
ανθρώπινου σώματος, στο οποίο υπέβοσκε προ πολλού και διέβρωσε όλον τον
οργανισμό. Στο πιο πάνω ερώτημα πώς να προχωρήσουμε, ήδη ακούγονται πολλές
φωνές: Παιδεία, Διαφωτισμός για μια ανθρωπινότερη κοινωνία, εντοπίζοντας μάλλον
στη λογική-τυπική γνώση. Μα η ψυχική ισορροπία, το είπαμε ήδη, δεν εξασφαλίζεται
μόνο με τη μονομερή διανοητική γνώση. Οι αξίες ουσιαστικά δεν είναι γνώσεις.
Είναι βιωματικές αλήθειες, τις δημιουργεί η ανάγκη της ίδιας της ζωής. Οι
ψυχικές ισορροπίες δεν είναι ζήτημα απλών συμβουλών. Η νεώτερη όμως στάση μας,
μας το θυμίζει και εδώ ο Γιούνγκ, ρίχνει ένα αλαζονικό βλέμμα στις παλιές
αλήθειες, μιλάει για πρωτόγονη και μεσαιωνική ευπιστία, ενώ όλο εκείνο το
πνεύμα παραμένει ζωτικό στα κατώτερα στρώματα της ανθρώπινης ψυχής: «Η αληθινή
ιστορία του πνεύματός μας δεν διατηρείται καθόλου στους σοφούς νόμους: είναι
εγγεγραμμένη στον ψυχικό οργανισμό του καθενός» (Ψυχολογία και Θρησκεία, ό.π.,
σ. 60). Φθάνοντας στο τέλος των σκέψεών μου, θυμίζω
ότι ο καθένας μας κατέχει διάφορες θέσεις μέσα στην κοινωνία. Ο καθένας μας
έχει, ας ειπούμε, «κοινωνική ταυτότητα» ή, αν θέλετε, συλλογική συνείδηση, έχει
μια κοινωνική συμπεριφορά, αλλά το εκπληκτικό είναι «πως όλοι μας φαινόμαστε
μοναδικοί, δεν μοιάζουμε με κανέναν άλλο, πως και οι αποφάσεις που λαμβάνουμε
είναι προϊόν μοναδικών και προσωπικών πνευματικών διεργασιών…», όπως
χαρακτηριστικά λέει ο Ντυρκέμ, έξοχος κοινωνιολόγος (John Monaghan, ό.π., σ.
9). Φυσικά για όλα αυτά χρειάζονται διευκρινίσεις για να αποφευχθούν τυχόν
παρανοήσεις. Αλλά η κλεψύδρα μας φαίνεται να τελειώνει. Συνοψίζοντας, θα έλεγα
ότι ο κόσμος τον οποίο πρέπει να γνωρίσουμε, έχει μια διπλή όψη: έχει επιφάνεια
και βάθος.