Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
«Σήμερα τα προτεινόμενα πρότυπα, στο βαθμό που υπάρχουν, είναι καίρια και πεζά. Πρόκειται για πρότυπα «επιτυχίας», λειτουργούν εξωτερικά, μα δεν μπορούν να φορτισθούν με αξιολογικό περιεχόμενο, δεν θα μπορούσαν ποτέ να απαντήσουν στην ερώτηση: τί πρέπει να πράξω;»
Βασικοί θεσμοί που ξεθωριάζουν. (Οι εγκέφαλοι γεμάτοι γνώσεις, οι καρδιές στερεύουν) Είμαστε ανθρώπινα όντα και όχι συσκευές που
λειτουργούν μηχανικά. Έχουμε την ικανότητα να χρησιμοποιούμε θεσμούς, σύμβολα
και να οργανώνουμε τους εαυτούς μας κατά περίπλοκους και, συχνά, αδιόρατους
τρόπους. Οι κοινωνίες μας διαφοροποιούνται με βάση την πολυπλοκότητα, τον
καταμερισμό της εργασίας κ.λπ. Οι κοινωνικοί θεσμοί είναι πρότυπα συμπεριφοράς
και ιδεολογίας, έχουν σταθερότητα και αυτονομία. Οι κοινωνικοί επιστήμονες και
φιλόσοφοι τους διακρίνουν σε θεσμούς παραδοσιακούς, σε σύγχρονους ή και σε
αυτούς της Μεταβιομηχανικής Εποχής (John Monaghan και Peter Just, Κοινωνική και
Πολιτισμική Ανθρωπολογία, Oxford, Το Βήμα-ελληνικά γράμματα, 2006, σσ. 78-93). Ο άνθρωπος όμως δεν είναι ένα απλό ενεργούμενο
της άτεγκτης λογικής νομοτέλειας. Είναι και ένα ηθικό αξίωμα, ένας κατ’ εξοχήν
ανθρώπινος άθλος, ανθρώπινο αγώνισμα και επίγνωση. Μια εναγώνια κατάκτηση του
νοήματος. Το ηθικό χρέος, αυτό που λέγεται γνήσια αρετή, είναι να περάσουμε από
τη θεώρηση στην πράξη. Η ανθρώπινη αλήθεια, η έμπρακτη αρετή, θα έλεγα και η
«ευτυχία», έγκειται στη σχέση μας με τον άλλο και όχι στην απόρριψή του. Αν
απογυμνώσουμε τον άνθρωπο απ’ όλες τις αξίες, όπως κινδυνεύει να γίνει στις
μέρες μας, τότε έχουμε έναν κόσμο άφωνο, αξιολογικά ουδέτερο, ψυχρό. Από την άποψη αυτή ο Μαξ Βέμπερ, ο θεμελιωτής
της σύγχρονης κοινωνιολογίας, έχει δίκιο όταν μας λέει ότι «η πεμπτουσία των
σύγχρονων θεσμών είναι η γραφειοκρατία. Το κλειδί της κατανόησης της γραφειοκρατίας
βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει το σύγχρονο πρόβλημα της
διοίκησης, οργανώνοντας ευρείες ομάδες ανθρώπων, θέτοντας απρόσωπους σκοπούς
και ρυθμίζοντας τις ενέργειες των ατόμων που την υπηρετούν, μέσω ενός
απαράβατου συνόλου κανόνων μιας ορθής διαδικασίας» (John Monaghan κ.λπ., ό.π.,
σ. 81). Οι μέρες μας σήμερα είναι μάρτυρες μιας
τρομερής σύγχυσης μέσων και σκοπού. Αναμφισβήτητα υπήρχαν θεσμοί, πρότυπα που
ήταν συνυφασμένα με καταπιέσεις και ορθά καταπολεμήθηκαν, με διαμαρτυρίες ακόμη
και με επαναστάσεις. «Σήμερα τα προτεινόμενα πρότυπα, στο βαθμό που υπάρχουν,
είναι καίρια και πεζά. Πρόκειται για πρότυπα «επιτυχίας», λειτουργούν
εξωτερικά, μα δεν μπορούν να φορτισθούν με αξιολογικό περιεχόμενο, δεν θα
μπορούσαν ποτέ να απαντήσουν στην ερώτηση: τί πρέπει να πράξω;» (Κορνήλιος
Καστοριάδης, Καιρός, όπ., σ. 94 κ.ε.). Τί περισσότερο μπορούμε τώρα, έπειτα από
πενήντα χρόνια, εμείς να ειπούμε για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τηλεόραση,
διαδίκτυο, για τα πρότυπα που προτείνουν; Να μιλήσουμε μήπως για την οργανωμένη
ωμή βία, για το γεγονός της εξάρθρωσης της οικογένειας, για τις αυξανόμενες
στατιστικές διαζυγίων, των συμφωνητικών συμβίωσης, της υπογεννητικότητας, της
οικογενειακής βίας, ή μήπως για το γεγονός, ότι οι γονείς δεν ξέρουν πια τι
πρέπει να επιτρέψουν και τί να απαγορεύσουν στα παιδιά τους; Περιοριζόμαστε σε
βιαστικές αναφορές. Ποιος σήμερα δεν ξέρει ότι το σχολείο το ίδιο είναι σε
κρίση, ότι οι βιασμοί, οι ξυλοδαρμοί, ακόμη και σε πρότυπα εκπαιδευτήρια, δεν
είναι καθημερινά, ότι υπάρχουν αυτοτραυματισμοί, ακόμη και αυτοκτονικές τάσεις;
Αφήστε ότι ένα μεγάλο ποσοστό παιδιών στο νηπιαγωγείο έχει μαθησιακές
δυσκολίες. Και το χειρότερο εδώ είναι, ότι οι γονείς δεν το παραδέχονται.
Βέβαια, τελευταία γίνεται λόγος και για ψυχολόγους στα σχολεία. Επί τέλους, το
πρόβλημα δεν είναι πόσες γνώσεις κουβαλάει ο νέος άνθρωπος βγαίνοντας από το
σχολείο, «αλλά», όπως υπογραμμίζει ο Κάρλ Γιούνγκ, «κατά πόσο το σχολείο έχει
κατορθώσει να τον ελευθερώσει από την ασυνείδητη ταύτιση με την οικογένειά του
και να του χαρίσει συνείδηση του εαυτού του. Χωρίς αυτή την συνείδηση του
εαυτού του δεν ξέρει ποτέ τι θέλει πραγματικά, παρά θα μείνει για πάντα
εξαρτημένος και θα μιμείται απλά άλλους, με το συναίσθημα ότι τον καταπιέζουν
και τον αδικούν» (Αναλυτική Ψυχολογία και Αγωγή του παιδιού, Επίκουρος, 1991,
σ. 17 κ.ε.). Το πρόβλημα σήμερα γίνεται πιο περίπλοκο, αφού ακόμη και με την
απεξάρτηση από τους γονείς, ο νέος βρίσκεται παγιδευμένος μέσα στην ξέφρενη
καταναλωτική ζήτηση καταναλωτικών αγαθών. Ποιές είναι οι αξίες που θα
προσελκύσουν τους νέους σήμερα; Σύμφωνα με το νόμο της εξέλιξης του ανθρώπινου
είδους, το παιδί από την αρχική φυσική του κατάσταση, την κατάσταση του
ασυνειδήτου, κατάσταση που δεν έχει συνείδηση του εαυτού του, περνάει στη
συνείδηση, μια συνείδηση κατ’ αρχήν πρωτόγονη. Δεν έχει συνείδηση δηλαδή του
εαυτού του, μέχρι που να ειπεί «εγώ». Αρχικά η ψυχική του κατάσταση είναι
ταυτισμένη απόλυτα με την ψυχική κατάσταση των γονέων του. Οι γονείς περαιτέρω,
άλλοι κοινωνικοί παράγοντες, όπως το σχολείο, αναλαμβάνουν την ευθύνη να
αποκτήσει το παιδί δική του συνείδηση, να απεξαρτηθεί ομαλά και δημιουργικά.
Αλλά, βλέπετε, οι πάντες έχουν γνώση, συχνά μάλιστα οι γονείς έχουν γνώση για
όλα. Στη σύγχρονη κοινωνία μας οι γονείς «έχουν άποψη για όλα, ενώ δεν
αναλαμβάνουν συνήθως τις ευθύνες τους». Οι εκπαιδευτικοί -όχι όλοι βέβαια-
«συμβουλεύουν απλώς τα παιδιά να παίζουν μακριά από τα παραβατικά παιδιά. Όλοι
ζητούν παρεμβάσεις. Το κύριο είναι να παιδαγωγηθούν γονείς και δάσκαλοι. Να
παιδαγωγηθούν οι παιδαγωγοί οι ίδιοι». Αλλά πού ευρίσκονται τέτοιοι παιδαγωγοί;
Παιδαγωγός, βέβαια, μπορεί να είναι ένας διαβασμένος δάσκαλος που αγαπάει το
κάθε παιδί σαν δικό του παιδί. Ένας τέτοιος δάσκαλος κεντρίζει το ενδιαφέρον
του μαθητή, τη φιλομάθειά του, μάλιστα πρέπει να γνωρίζει τα εκατό για να
διδάξει τα δέκα, διδάσκει δηλαδή εκ περιουσίας ψυχής. Και φυσικά ο καθηγητής,
εδώ ιδιαίτερα μάλιστα ο φιλόλογος, πρέπει να έχει και ένα φιλοσοφικό υπόβαθρο,
γιατί έρχεται να ερμηνεύσει αξίες, προβλήματα, το ιστορικό παρόν του ανθρώπου
να ερμηνεύσει μέσα από τα κείμενα τις μεγάλες παραδόσεις και να φωτίσει τη
συνείδηση της εποχής του. Διαφορετικά παραμένει απλός γραμματιστής. Καλό είναι
και αυτό βέβαια, αλλά το χρέος του είναι να κατανοήσει τον κλασικό λόγο των
ελλήνων, των ευρωπαίων και άλλων μεγάλων δημιουργών απανταχού της γης. Τα
νοήματα έρχονται από το εσωτερικό της γλώσσας, δηλαδή από τη ζύμη που πλάθει τη
ζωή. Και είναι δυστυχώς σήμερα πολλοί οι μικροτεχνίτες του λόγου, με μια άψυχη
γλώσσα. Ο τόπος στο παρελθόν περίμενε τους δυνατούς χαρακτήρες της μεγάλης
ελληνικής φιλολογίας που θα του έφερναν καινούργια μορφή για τη ζωή. Συχνά όμως
αναχαράξαμε την παλιά μας μοίρα από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους και
δώθε. Αλλά τί λέω; Στον αιώνα μας δεν είναι εξόριστος ο ποιητής; Ο κλασικός
φιλόλογος; Αλλά, θα μου ειπείτε, για φιλολόγους «να μιλούμε τώρα!». Ξαναπιάνω το νήμα των σκέψεών μας για το
σήμερα. Αναρωτήθηκα πού είναι αυτοί «οι παιδαγωγοί». Θυμίζω ότι παιδαγωγός
σημαίνει αρχικά οδηγώ (άγω) το παιδί στο δάσκαλο. Στην ουσία όμως σημαίνει
βοηθάω το παιδί, ώστε αυτό που έχει μέσα του από τη φύση και παραμένει
ασυνείδητο να το φέρω στο φως, στη συνείδηση, προς τα έξω. Έτσι έπρεπε να
γίνεται, αλλά πλέον δεν γίνεται. Ο άνθρωπος, ατυχώς σήμερα, δεν ερμηνεύεται ως
η πρώτη αξία, ως το κέντρο του κόσμου. Πολλοί μιλάνε σήμερα εντελώς
αφιλοσόφητα, δηλαδή μονομερώς, χωρίς να έχουν μια καθολικότερη εικόνα των
προβλημάτων της εποχής και σε πλανητική κλίμακα. Στο ερώτημα ποιός πρέπει να
είναι ο σκοπός της παιδείας, λένε π.χ.: «Ο άνθρωπος πρέπει να είναι άνθρωπος με
στέρεη γνώση και κριτικό πνεύμα, που θα μπορεί να ανταποκρίνεται στις αλλαγές
των καιρών, να ειδικεύεται, να αλλάζει και να προσαρμόζεται στις αλλαγές των
καιρών, στον ευμετάβλητο κόσμο… Αλλά όμως στις γνωστικές αυτές ικανότητες χρειαζόμαστε
ένα ανθρωπιστικό αντίβαρο, που θα λειτουργεί εξισορροποιητικά» (Καθημερινή
02-07-2023). Ποιός θα είχε αντίρρηση, αν λυνόταν τόσο εύκολα το πρόβλημα; Πού
βλέπετε τώρα εσείς να φυτρώνει ο μεστός και καρπερός λόγος της ζωής; Αντ’
αυτού, στην τρέχουσα ζωή μας, χρησιμοποιούμε 300 μόνο λέξεις. Τα άλλα τα
αναλαμβάνουν οι υπολογιστές μας. Η ανθρωπιστική παιδεία δεν είναι ένα απλό
εργαλείο που μπορούμε να το τοποθετήσουμε όπου μας «συμφέρει». Είναι αγώνας της
προσωπικότητας, αγώνας μιας ολόκληρης ζωής, όπως π.χ. είναι η ελευθερία, η
δικαιοσύνη. Μιλάμε εδώ για τη μεθοδική διδασκαλία και όχι για την δογματική ή
σχολαστική σκέψη. Παρατηρείται -και σωστά- ότι σήμερα δεν προσέρχονται στο
επάγγελμα του εκπαιδευτικού -λειτούργημα το λέγαμε κάποτε- όχι μόνο γιατί δεν
αμείβονται -τούτο είναι παλιά ιστορία-, άλλωστε και σήμερα υπάρχουν χώρες στην
Ευρώπη, όπως η Γαλλία, μάλιστα δε η Γερμανία, όπου οι αμοιβές είναι λίαν
ικανοποιητικές, και όμως δεν παρατηρείται προσέλευση στον κλάδο των
εκπαιδευτικών. Δεν προσέρχονται, διότι το επάγγελμα του εκπαιδευτικού έχει πια
απαξιωθεί ως θεσμός, παρά τις επιφανειακές εξελίξεις. Πρώτα οι δάσκαλοι πίστευαν, επιτελούσαν
λειτούργημα. Σήμερα το σχολείο για μαθητές και για δασκάλους, εκτός από λαμπρές
εξαιρέσεις, είναι αγγαρεία. Έλειψε η πίστη, ο παιδαγωγικός «έρως». «Το άλας εμωράνθη
και εν τίνι αλισθήσεται;». Μπορούσε, μήπως, να ήταν όλα διαφορετικά; Ήταν,
τάχα, όλα αναπόφευκτα; Σήμερα πάντως είμαστε «θεατές», όπως λέει ένας ποιητικός
λόγος: «σ’ όλους τους χρόνους, σ’ όλους τους τόπους, στραμμένοι προς όλα και ποτέ παραπέρα. Αυτό μας κατακλύζει. Τ’ οργανώνουμε. Γίνεται
κομμάτια.
Τ’ οργανώνουμε πάλι και γινόμαστε κομμάτια εμείς» Ο Κορνήλιος Καστοριάδης, που τον αναφέραμε
μόλις πιο πάνω, αφού υπογραμμίσει ότι ο κεντρικός ρόλος της παιδείας σε μια
δημοκρατία είναι αναμφισβήτητος, ότι η ίδια η δημοκρατική κοινωνία είναι ένας
τεράστιος θεσμός διαρκούς εκπαίδευσης και μετεκπαίδευσης του πολίτη, ότι η
δημοκρατική κοινωνία ως στοχαστική κοινωνία, ακριβώς δηλαδή το αντίθετο που
συμβαίνει σήμερα, με τη βασιλεία των επαγγελματικών πολιτικών, των «ειδικών»,
των τηλεοπτικών δημοσκοπήσεων-και δεν αναφέρεται στην παιδεία που παρέχει το
Υπουργείο Παιδείας, αλλά ούτε στις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, μας καλεί να
συγκρίνουμε την παιδεία που δέχονταν οι πολίτες (και οι γυναίκες και οι δούλοι)
της αρχαίας Αθήνας όταν παρακολουθούσαν τις παραστάσεις τραγωδίας με την
παιδεία που δέχεται ο σημερινός τηλεθεατής, όταν βλέπει την «Δυναστεία» και την
«Λάμψη»… Οι τοίχοι της πόλης, τα βιβλία, τα θεάματα, τα γεγονότα, εκπαίδευαν
τους πολίτες». Θυμίζουμε εν τούτοις εδώ, αυτό που είπαμε σε προηγούμενες
σελίδες, ότι δηλαδή η αρχαία ελληνική πόλη, η «πόλις» δεν ήταν ένα κράτος όπως
σήμερα. Ήταν κυρίως ένας τρόπος ζωής. Η «πόλις», από φρούριο που ήταν στην
αρχή, απέκτησε τη σημασία της συλλογικής και κοινοτικής ζωής του λαού. Ήταν μια
πολιτιστική, μορφωτική μονάδα με αμεσότητα δημόσια. Ο Έλληνες πίστευαν ότι η
«πόλις» είναι για να απονέμει το δίκαιο. Το μέγεθός της το ήθελαν τέτοιο, ώστε
να μπορεί ο κάθε πολίτης να επικαλείται προσωπικά όλους τους συμπολίτες του. Ο
Πλάτων και ο Αριστοτέλης δεν είχαν ψευδαισθήσεις. Ο Αριστοτέλης μάλιστα, με
κάποιο χιούμορ, μας λέει ότι μια πόλη δέκα πολιτών θα ήταν αδύνατη γιατί δεν θα
ήταν αυτάρκης, και μια πόλη των 100.000 θα ήταν παράλογη γιατί δεν θα μπορούσε
να κυβερνηθεί. Με ένα λόγο, η ελληνική πόλη ήταν μια μεγαλογραφία της ψυχής του
πολίτη. Ημέρωναν τα πάθη, οι αντίρροπες τάσεις της ψυχής, υπό το φως του νου,
όπου όλες τις ψυχικές λειτουργίες τις κρατούσε σε ισορροπία. Είχε, λοιπόν,
ρίζες βαθειές η αρχαία ελληνική δημοκρατία και φυσικά δεν ήταν ένας περίπλοκος,
κρατικός-απρόσωπος μηχανισμός, ένας θεσμός γραφειοκρατίας, όπως θα έλεγε ο Μαξ
Βέμπερ. Αλλά προς τί όλα αυτά; Σήμερα, θα μου αντιτάξετε -και είναι φυσικό-,
εξερευνούν το διάστημα. Μεγάλα τούτα τα τεχνολογικά επιτεύγματα. Αλλά δεν μπορώ
να μη σταθώ και με περίσκεψη στο γεγονός, ότι δορυφόροι μεταφέρουν μήνυμα σε
τυχόν νοήμονα όντα σε άλλους πλανήτες στον γαλαξία. Σε πενήντα τρείς, παρακαλώ,
γλώσσες το μήνυμα. Στην αρχαία ελληνική είναι γραμμένο το εξής: «Οίτινες ποτ’ εστέ χαίρετε! Ειρηνικοί πρός φίλους εληλύθαμεν φίλοι» (Χαίρετε όποιοι και αν είστε!
Ήρθαμε ειρηνικά ως φίλοι προς φίλους). Ποιός δεν θαυμάζει το εγχείρημα; Το
ερώτημα όμως είναι προς τί; Μήπως για να μεταφέρουμε εκεί, μεταξύ άλλων, και
την αρρώστια του αιώνα μας, τον ανταγωνισμό για την εκμετάλλευση των φυσικών
πόρων και την απελπισία μαζί; Τον κοινωνικό αναβρασμό, τους εθνοφυλετικούς
πολέμους, ή μήπως να τους ενημερώσουμε για την μαγική ράβδο της επιστήμης μας,
που έφερε στην επιφάνεια ένα τέρας, την πυρηνική βόμβα; Ώ καιροί! Ώ ήθη! (O
tempora. O mores!). Θα ειπεί κάποιος. Μα δεν είναι αξιοθαύμαστο
αυτό; Και βέβαια είναι. Τέτοιες εξερευνήσεις παρέχουν και τη δυνατότητα να
σωθεί ο πλανήτης μας. Αλλά εκείνο που πρώτα πρέπει να ενδιαφέρει τον καθένα μας
είναι, εάν κατορθώσαμε οι άνθρωποι να έχουμε μια άλλη εικόνα του εαυτού μας,
της θέσης μας, όχι μόνο μέσα σ’ αυτήν την κοινωνία, σ’ αυτήν την εποχή, αλλά
και της θέσης μας απέναντι στο σύμπαν. Και φυσικά δεν μπορώ να μείνω αδιάφορος
στο συχνά επαναλαμβανόμενο ερώτημα, εάν υπάρχει αλλού ζωή. «Όσο περισσότερα
μαθαίνουμε για το σύμπαν, άλλο τόσο πιο απίθανο μοιάζει να είμαστε μόνοι μας.
Μάλλον υπάρχουν δισεκατομμύρια πολιτισμοί και αυτό μόνο στον δικό μας Γαλαξία.
Φαντάσου στο σύμπαν», λέει με κάποια υπερβολή ο αμερικανός Άλεξ Γκόρας,
«είμαστε απειροελάχιστοι και τυχεροί» (Βάλια Δημητρακοπούλου, «Καθημερινή»
12-11-2023). Σύμφωνοι, αλλά παρ’ όλα αυτά είμαστε μόνοι μας. Αυτό είναι το
πεπρωμένο μας. Για να επανέλθουμε τώρα στο θέμα μας, το
πρόβλημα του ανθρώπου παραμένει ακέραιο, με το ξεπέρασμα του ανθρωπισμού, την
περίοδο δηλαδή, όπου η ψυχή του ανθρώπου προστατευόταν από αξίες έστω και σε
περιορισμένους ανθρωπιστικούς κύκλους. Απαιτείται, πλέον, ένα άλλο άνοιγμα προς
την τεχνική, να φωτιστούμε ίσως και από τις μακρινές συνέπειές της. Από την
ανθρώπινη συμπεριφορά εξαρτάται, γιατί η τεχνική, από μόνη της δεν είναι ούτε
μη ανθρώπινη ούτε απάνθρωπη. Ταυτόχρονα ο ορίζοντας του κόσμου ευρύνεται
και μας είναι δύσκολο να απαντήσουμε
κατά πόσο «οι δυτικές αξίες» -η κουλτούρα της φιλελεύθερης κοινωνίας, τα
ανθρώπινα δικαιώματα, η ανεξιθρησκεία, η δημοκρατία, οι δυνάμεις της αγοράς- θα
διατηρήσουν την εξέχουσα θέση τους σε ένα κόσμο υπερκατοικημένο από κοινωνίες
που δεν ήρθαν ακόμη σε επαφή με τις ορθολογικές, επιστημονικές και φιλελεύθερες
ιδέες του Διαφωτισμού. «Ακόμη και ο αναπτυσσόμενος κόσμος παραμένει
εγκλωβισμένος στην παγίδα της φτώχειας. Οι πιο αναπτυγμένες κοινωνίες θα
πολιορκηθούν από δεκάδες εκατομμύρια μεταναστών και προσφύγων, πρόθυμων να
κατοικήσουν ανάμεσα στις εύφορες, αλλά γηρασμένες πληθυσμιακά δημοκρατίες. Ό,τι
και να συμβεί, τα αποτελέσματα θα είναι, κατά πάσα πιθανότητα, οδυνηρά για το
ένα έκτο του παγκόσμιου πληθυσμού που τώρα καρπώνεται ένα δυσανάλογο ποσοστό
του παγκόσμιου πλούτου, της τάξεως των πέντε έκτων». Αυτά τα σημαντικά
υπογράμμιζε ο Paul Kennedy πριν τριάντα χρόνια (Προετοιμασία για τον 21ο αιώνα,
Μτρ. Δήμητρα Βενέτη, Πρόλογος Νίκου Κοντζιά, Α.Α. Λιβάνη, 1992, σ. 114 κ.ε.).
(Επιγραφή στο ρολόϊ του σπιτιού του,
υπενθυμίζοντας, με τον ρυθμικό τόνο,
το χρόνο της ζωής μας)