Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Η μηχανή έχει φτιαχτεί για τον άνθρωπο, για τον εργάτη, ο εργάτης έχει φτιαχτεί για την μηχανή. Τον διατάσσει, τον προσαρμόζει, τον υποτάσσει στον ρυθμό της. Αν δυστροπήσει, η τιμωρία έρχεται άμεση και ωμή. Τον διώχνει ή τον ξεριζώνει
Η τεχνολογία σήμερα εκκρίνει το δικό της μύθο Τα προϊόντα της τεχνολογίας είναι ανώνυμα. Πρόκειται για μια
διαδικασία που συμβαίνει ερήμην της ψυχής του ανθρώπου. Ας ξεκαθαρίσουμε από
τώρα, ότι είναι διακριτά τα όρια της επιστήμης και της τεχνολογίας. Ο
επιστήμονας κύρια αναζητά την αλήθεια, αλλά πολλοί επιστήμονες, οι περισσότεροι
ίσως, απορροφώνται σήμερα από την τεχνολογία. Οπότε η επιστήμη, όπως
χαρακτηριστικά λέει ο Γιάσπερς, μετατρέπεται σε δεισιδαιμονία, δηλαδή σε
«ολοκληρωτική δεσποτική δύναμη». Η δύναμη της τεχνολογίας απορροφά την
επιστήμη, που σημαίνει ότι η σύγχρονη επιστήμη, αποκομμένη πια από τη
φιλοσοφία, ακολουθεί έναν εντελώς σφαλερό δρόμο, δρόμο με καταστροφικές
συνέπειες. Η νεώτερη τεχνολογία, δηλαδή η λειτουργία της μηχανής, «θεμελιώνεται
στα πορίσματα της επιστημονικής-θεωρητικής έρευνας και στα πορίσματα του
εργαστηρίου. Υψώνεται πλέον στο επίπεδο συνεργάτιδας της επιστημονικής έρευνας.
Συνέπεια τούτου στην κοινωνική ζωή, είναι να επικρατήσει η νοοτροπία του
τεχνικού, του δυναμικού ανθρώπου». Όποιος δεν έχει τεχνικές γνώσεις, όποιος
είναι ανίκανος π.χ. να χειριστεί έναν υπολογιστή σήμερα, όποιος δεν είναι
ειδικευμένος, όχι μονάχα δεν μπορεί να έχει γνώμη, αλλά ούτε και εργασία. Όλα
στην αρχή φαίνονται αυτονόητα. Να είσαι συγχρονισμένος. Αλλά όσο πιο πολύ
συγχρονισμός, τόσο και μεγαλύτερη είναι η επιθυμία του «να πετάξει από πάνω του
την ελευθερία του. Τον βαραίνει η ευθύνη. Κατακυριεύεται από την επιθυμία να
αναθέσει την φροντίδα για τον εαυτό του σε κάποιον ειδικό, στο γιατρό για την
υγεία του, τα οικονομικά του στο κράτος, την ευμάρειά του στο σχεδιαστή της
οικονομίας της χώρας, και φυσικά στην εύρεση κάποιας θεσούλας» (Κ. Γεωργούλης,
Αισθητικά και Φιλοσοφικά Μελετήματα, έκδοση Ι. Σιδέρη, 1964). Αν είναι έτσι τα
πράγματα, τί νόημα έχει να θυσιαστεί για τις ιδέες του; Τί νόημα έχει η
αξιοπρέπειά του; Οι μονόπλευρες λύσεις είναι αβάσταχτες και συντρίβουν τον
άνθρωπο. Όταν πιέζεται από τα πράγματα ο ηθικός άνθρωπος, πρέπει να δώσει μιαν
απάντηση. Που σημαίνει ότι διψάς για ελευθερία, για καταξίωση. Φανταστείτε τώρα τη μηχανή ή, καλύτερα, τη νοοτροπία του
τεχνικού εργάτη, με πόσο φανατισμό, θα έλεγα, και με πόση έλλειψη πρωτοβουλίας
ενεργεί, πόσο απορροφημένος είναι με τη λειτουργία της μηχανής. Είναι ταγμένος
να εργάζεται σε ένα κόσμο μηχανών που κινούνται σύμφωνα με προκαθορισμένο
τεχνικό σχέδιο. Σ’ αυτή την αλλοτρίωση του εργάτη ως ανθρώπου, προσπαθώ να
διακρίνω την εργασία από την πολλαπλή, την ελεύθερη δραστηριότητα του ανθρώπου
και δεν την βλέπω πουθενά. Φανταστείτε τώρα ότι βρίσκεστε σε ένα μεγάλο
σύγχρονο εργοστάσιο, όπως μας το παρουσιάζει ένας στοχαστής του προηγούμενου
αιώνα, ο Κ. Δεδόπουλος. Ναί, το εργοστάσιο είναι
ο ναός της μηχανής. Το εργοστάσιο με τους τυφλούς τοίχους, με τα γυάλινα
εργαστήριά του, με τις υψικαμίνους του που ξερνάνε φωτιά, κατατρώγοντας τα
ιδανικά του ανθρώπου. Αυτό είναι ο καθεδρικός -νοητός- ναός των νέων καιρών,
όπως εύστοχα ειπώθηκε ήδη από τον περασμένο αιώνα. Η μηχανή είναι ο υπέρτατος
κύριος του εργοστασίου. «Επιβάλλει τους νόμους της παντού, νόμους άκαμπτους
μιας τυφλής κανονικότητας. Όλα, άνθρωποι και πράγματα, υποτάσσονται στην
καινούργια αυτή νομοθεσία. Οι πάντες ασχολούνται για την υγεία της. Επαγρυπνούν
για την τήρηση την σχολαστική των κανόνων της υγιεινής της... Η μηχανή έχει
φτειαχτεί για τον άνθρωπο, για τον εργάτη, ο εργάτης έχει φτειαχτεί για την
μηχανή. Τον διατάσσει, τον προσαρμόζει, τον υποτάσσει στον ρυθμό της. Αν
δυστροπήσει, η τιμωρία έρχεται άμεση και ωμή. Τον διώχνει ή τον ξερριζώνει. Ο
εργάτης δεν είναι πια παρά ένας απειροελάχιστος τροχίσκος ανάμεσα στους
πελώριους τροχούς της μηχανής… Στους καθεδρικούς αυτούς ναούς των νέων καιρών
μόνο οι μηχανές τραγουδάνε. Όχι οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι πάνε κι’ έρχονται
σιωπηλοί» (Η Ζωή και το Πνεύμα, Αθήναι 1961, σ. 40 κ.ε.). Είναι η παγωμένη, αφηρημένη σκέψη. Την αναπνέουμε και
ζυμωνόμαστε μαζί της, μας διαμορφώνει χωρίς να το νοιώθουμε. Αυτή η αφηρημένη
σκέψη τυλίγει μέσα της ολόκληρη την ανθρώπινη ύπαρξη στις μέρες μας. Αυτή η
πνοή διαποτίζει τη ζωή μας στις κοινωνικές μας σχέσεις, στην τέχνη, στην
πολιτική, στη φιλοσοφία, ξερριζώνοντας σιγά-σιγά ολόκληρη τη ζεστασιά της
ανθρώπινης συμβίωσης (ό.π.). Τούτο είναι ένα είδος ολοκληρωτισμού, μοιάζει σαν
την παγωμένη θάλασσα. Πού είναι εδώ η ελεύθερη πνευματική δραστηριότητα; Πού η
ονειροπόληση; Πού η ηθική πράξη ως προσωπικό αγώνισμα; Φυσικά δεν αναφέρομαι
στις εξαιρέσεις της ηθικής συνείδησης, της αρετής, ούτε αναφέρομαι στην
οργανωμένη σήμερα ανθρωπιστική βοήθεια και αλληλεγγύη. Αλλά γιατί τέτοια
ανατροπή των ηθικών αξιών, γιατί τέτοιο χάσμα των γενεών; Παντού διεισδύουν τα
μέσα κοινωνικής δικτύωσης, λείπει, στους νέους κυρίως, η πραγματική έλξη. Τα
κινητά, η ευκολία του πληκτρολογίου, οι ιστοσελίδες, το Τίκ-Τόκ, όλα
διαποτίζουν ανεπαίσθητα τη ζωή μας μέσα στην αυξανόμενη επιτάχυνση του άγχους.
Επόμενο η αποδιοργάνωση του πνευματικού μας ιστού. Πώς να συγκεντρωθεί ο
συγκεκριμένος άνθρωπος στον εαυτό του, πώς να διαβάσει π.χ. καθαρή-γνήσια
ποίηση ή τους νεώτερους πεζογράφους, δικούς μας και ξένους, οι οποίοι είναι
μάρτυρες της εποχής μας, αληθινή κατάθεση ψυχής; Πώς και τί να τραγουδήσει; Από την άλλη, όμως, -υπάρχει, βλέπετε, πάντα και η άλλη
πλευρά- ο ρόλος της μηχανής είναι να λυτρώσει τον άνθρωπο από το μόχθο και το
συντριπτικό βάρος της ζωής, από την ανέχεια. Ποιός μπορεί να αρνηθεί ότι κάποιες
τεχνολογίες, που εξελίσσονται ταχύτατα, αλλάζουν ριζικά τον κόσμο; Το πρόβλημα
είναι ότι, ενώ οι οικονομικοί κολοσσοί ανταγωνίζονται για το προβάδισμα, τα
προβλήματα περιπλέκονται. Η επιβίωση, η υγεία, αποτελούν το κύριο πρόβλημα σ’
αυτόν τον αιώνα. Η αύξηση του πληθυσμού σε λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, η
κλιματική αλλαγή, η υπερθέρμανση του πλανήτη και οι βιβλικές πλημμύρες που
ζούμε, είναι μερικά μόνον από τα παγκόσμια προβλήματα σε ένα δυσοίωνο μέλλον.
Στην εποχή μας γίνεται λόγος για «τρίτο επαναστατικό κύμα», για μια σειρά
επαναστάσεων στις επιστήμες, στη γεωργία, στη βιοτεχνολογία, στη δημογραφική
έκρηξη του πλανήτη. Κινδυνεύει, λέμε, ο πλανήτης. Ο πλανήτης δεν κινδυνεύει.
Στην πραγματικότητα κινδυνεύει ένα λεπτό στρώμα ύλης που καλείται ζωή. Αυτό το
στρώμα είναι τόσο λεπτό που το βάρος του μόλις που ξεπερνάει το ένα
δισεκατομμυριοστό του συνολικού βάρους του πλανήτη, ο οποίος το υποβαστάζει.
Πάνω σ’ αυτό το στρώμα υπάρχει ζωή, ζώα, φυτά, η ανθρώπινη φυλή. Όμως αυτό το
εύθραυστο, εξαιτίας της αύξησης του πληθυσμού και των οικονομικών
δραστηριοτήτων του ανθρώπου, το στρώμα αυτό βρίσκεται σε κίνδυνο. Μόλυνση της
ατμόσφαιρας, ο πλανήτης υπερθερμαίνεται. Το έτος 2023, που γράφονται οι γραμμές
αυτές έχουμε το θερμότερο καλοκαίρι στην ιστορία του πλανήτη. Οι συνέπειες
είναι σε όλους γνωστές, δεν χρειάζεται να τις παραθέσουμε. Ενδεικτικά μόνο
αναφέρω, ότι το 1900 ο πληθυσμός της Γης ήταν περίπου ένα δισεκατομμύριο
εννιακόσιες χιλιάδες, ενώ της Ευρώπης, το 1650, ήταν περί τα εκατό εκατομμύρια
και το 1800 διακόσια εκατομμύρια. Σήμερα οδεύουμε περίπου για τα οκτώ
δισεκατομμύρια. Η αύξηση του πληθυσμού είναι αλματώδης κυρίως στις φτωχές
χώρες, ενώ αυτός της Ευρώπης γερνάει επικίνδυνα, ιδιαίτερα μάλιστα στη χώρα
μας. Είναι γνωστές οι προβλέψεις του Άγγλου Τόμας Μάλθους, ο οποίος το 1798
πρόβλεψε το μέγιστο πρόβλημα που αντιμετώπιζε το ανθρώπινο είδος. «Η δύναμη του
πληθυσμού είναι απεριόριστη, μεγαλύτερη από τη δυνατότητα που υπάρχει να
παράγει η γη τα μέσα για τη συντήρηση του ανθρώπου». Κατά καιρούς οι προβλέψεις
αυτές ξεπεράστηκαν από την πρόοδο της τεχνολογίας, της παραγωγής. Όμως σήμερα,
παρά την ανάπτυξη της τεχνολογίας στην παραγωγή, στην βιομηχανία κ.λπ.,
φαίνεται ότι τελικά δεν ξεφύγαμε από την τανάλια του Μάλθους. Ο κόσμος είναι
πια καταδικασμένος σε φτώχεια, σε αιματηρές συγκρούσεις, σε οικολογική
καταστροφή. Και θα ’λεγα ότι η αιτία πλέον δεν είναι η ραγδαία αύξηση του
πληθυσμού, αλλά το πρόβλημα της δίκαιης κατανομής του παγκόσμιου πλούτου. Καμιά
από τις πλούσιες χώρες στον πλανήτη δεν φαίνεται πρόθυμη για μια δίκαιη
κατανομή του πλούτου. Λοιπόν, ο καθένας μας έχει τις ιδέες του, τις πεποιθήσεις
του και για μας είναι όλες σεβαστές. Το ζήτημα όμως είναι να προσανατολιστούμε
μέσα στο σύγχρονο κόσμο και να καταλήξουμε σε κάποιες αποφάσεις. Στις νέες
αυτές προκλήσεις, που επιδεινώνουν την κατάσταση, μπορεί π.χ. η βιοτεχνολογία
στην γεωργία, η επιστήμη και η τεχνολογία γενικά, να έχει λύσεις; Όλη αυτή η
εξέλιξη της επιστήμης, της τεχνικής είναι μοιραία. Το θεμέλιο της σκέψης της
δεν ήταν ο ανθρωπισμός, αλλά η οικονομία. Η μηχανή παλεύει για να δημιουργήσει
καινούργιες ανάγκες και γι’ αυτό πρέπει συνεχώς να παράγει γρηγορότερα. Ο Χένρυ
Φόρντ, ο ιερέας αυτός των σύγχρονων ναών, στα μέσα του περασμένου αιώνα, μίλησε
υποτιμητικά για την Ιστορία, τον αγώνα και την αναζήτηση του νοήματος της ζωής.
Και τί είπε; Δεν χρειάζεται η αλληλεγγύη, αυτό το αίσθημα μεταξύ των ανθρώπων
που εργάζονται στους χώρους της τεχνολογίας. Όχι αλληλεγγύη, αλλά συνεργασία. Η
μηχανή περιφρονεί τους αδύνατους που ζητούν αλληλεγγύη, αγνοεί το αίσθημα. Ο άνθρωπος, στη νέα τούτη περιπέτεια, στην επιπέδωση της
ζωής, αδυνατεί να δημιουργήσει μια σχέση προσώπων, μια σχέση αγάπης,
κατανόησης. Απουσιάζει ο λόγος. Βλέπετε, όπου υπάρχει θέληση για δύναμη,
απουσιάζει η αγάπη. Σήμερα έχουμε συλλογικά βιώματα έξαρσης πρωτοφανούς βίας.
Βία σε όλες τις μορφές. Βία για τη βία. Εδώ που φτάσαμε, βλέπουμε ότι η
εκπληκτική ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας, και παρόλες τις θετικές
επιπτώσεις στη ζωή μας, έχουμε μια τρομακτική έλλειψη σωφροσύνης και ενδοσκόπησης.
«Ο υπολογιστής, η κουλτούρα του λαϊκισμού και της μαζικής αγοράς μιλούν
αγγλοαμερικάνικα από τα κλάμπ της Πορτογαλίας μέχρι τα φαστφουντάδικα στα
εμπορικά κέντρα του Βλαδιβοστόκ. Η Ευρώπη θα χαθεί, εάν δεν αγωνιστεί για τις
γλώσσες της, τις τοπικές παραδόσεις της, και τις κοινωνικές αντινομίες της»,
λέει ο Τζώρτζ Στάϊνερ, ένας από τους βαθυστόχαστους διανοητές, στη σύγχρονη
Ευρώπη, και καταλήγει: «η Ευρώπη πράγματι θα χαθεί, εάν ξεχάσει ότι ο Θεός
βρίσκεται στις λεπτομέρειες». Υπάρχει πολύς παραλογισμός στην μαζοποίηση του
σύγχρονου ανθρώπου. «Ευρυμαθή μυαλά μπορούν να καλλιεργήσουν τον μηδενισμό και
υπάρχουν πάμπολλοι διανοούμενοι που, εμμονικά καθηλωμένοι σε αφηρημένες
έννοιες, όπως η «παγκοσμιοποίηση» ή «ο καπιταλισμός», δεν έχουν τον παραμικρό ενδοιασμό
να νομιμοποιήσουν την τρομακτική βία» (Εισαγωγή στο έργο του Τζώρτζ Στάϊνερ, Η
Ιδέα της Ευρώπης, Εκδόσεις Δώμα, σ. 17). Ναι, ολόκληρος ο κόσμος σήμερα περνάει
μια κρίση ελευθερίας, μια κρίση ηθικής, κρίση πολιτικών συστημάτων, κρίση
οικονομική. Είμαστε πλέον στις αρχές της τρίτης μετά Χριστόν χιλιετίας.
Όσα είπαμε μέχρι τώρα θα μπορούσαν να συνοψισθούν σε τούτο: ο άνθρωπος έγινε
κύριος πολλών κοσμικών μυστικών, χωρίς όμως να είναι ώριμος να τα
χρησιμοποιήσει για το καλό του. Οι θεσμοί μας αδυνατούν να είναι σύγχρονοι με
την επιτάχυνση των εφευρέσεών μας, ο ανθρωπισμός μας ξεθωριάζει, και το
χειρότερο ότι κινδυνεύει η ζωή στον πλανήτη. Το πώς φθάσαμε ως εδώ, ιστορικά
τουλάχιστον, είναι γνωστό. Κυρίαρχη σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, η θέληση για
δύναμη. Έχουν εξαπολυθεί πλέον τα ένστικτα από τα οποία προστάτευαν κάποτε τον
άνθρωπο οι αξίες. Σήμερα υποχωρούν τα υποστηλώματα, ένα ολόκληρο αξιολογικό
οικοδόμημα που στέγαζε και κρατούσε όρθια την ψυχή και το πνεύμα. Και άλλοτε
είχε σειστεί και γκρεμιζόταν η βεβαιότητα του ανθρώπου. Αλλά σήμερα οι
ανατροπές σείουν τα θεμέλια της ίδιας της ύπαρξης, βυθίστηκε βαθιά το νυστέρι
της κριτικής και «έπληξε θανάσιμα το πολυεδρικό σύστημα των αξιών, σκότωσε το
μεγάλο μύθο», για να χρησιμοποιήσω τον εύστοχο λόγο του Ευ. Παπανούτσου. Η
θεωρητική Φυσική, για παράδειγμα, με τη θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάϊν,
της απροσδιοριστίας του Βέρνερ Χάϊζενμπεργκ, και τη θεωρία των κβάντα του Μαξ
Πλάνκ, άλλαξε τη θεώρηση του Σύμπαντος και πρόβαλαν άλλες μεγάλες και
θεμελιακές δυνάμεις. Με αυτές τις θεωρήσεις και τις τολμηρές κατασκευές της
τεχνολογίας άλλαξε ριζικά, από τις αρχές κυρίως του περασμένου αιώνα, η
φυσιογνωμία της εποχής μας. Για να έχουμε μια μεγαλύτερη εικόνα της ανθρώπινης
πορείας στην Ευρώπη ας σταθούμε λίγο στις βουνοκορφές της ιστορίας, μόνο και
μόνο για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης. «Πλησίαζε το χιλιοστό έτος του Σωτήρος:
ρίγη αγωνίας είχαν κυριεύσει τη δυτική (ιδιαίτερα τη βόρεια) χριστιανική
οικουμένη. Οι ψυχές έτρεμαν μέσα στα άφθαρτά τους ενδύματα, τ’ ανθρώπινα
σώματα. Περίμεναν τη συντέλεια του κόσμου… Ωστόσο, αφού γύρισε ο θεός τη σελίδα
από την πρώτη χριστιανική χιλιετία στη δεύτερη και δεν ήρθε για άλλη μια φορά ο
ερχόμενος… χτίστηκαν έργα ρομανικής αρχιτεκτονικής από τα οποία λίγα σώθηκαν ώς
σήμερα», μας θυμίζει ο Π. Κανελλόπουλος (Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος,
Τόμος 1). Η ζωή δηλαδή συνεχίστηκε δημιουργώντας πολιτισμό. Ήρθε η Γαλλική
Επανάσταση το 1789 και ο λαός, που τα συνθήματα τον είχαν μεταβάλει σε όχλο, τα
κατεδάφισε, θαυμάσια έργα τέχνης χωρίς να ξέρει τί κάνει. Οι φρικαλεότητες που
διαπράχθηκαν, δεν διαπράχθηκαν, όπως νόμισαν πολλοί τότε, μόνο για τα
δικαιώματα του πολίτη, του αστού. Όπως φάνηκε ύστερα, και αυτό θέλουμε να
υπογραμμίσουμε, σε όλη την Ευρώπη το κακό που παραμόνευε ήταν πολύ βαθύτερο. Οι
δυνάμεις του κόσμου παίζουν ένα πολλαπλό παιχνίδι. Έχει δίκιο ο Ρεμπώ που
αναρωτιέται: «δεν είναι άραγε ο κόσμος ο ίδιος που παράγει σκιά και φως;». Στην εποχή που ο μεγάλος ήλιος του πνεύματος άρχισε να δύει
στις ψυχές κάποιων ανθρώπων, ακούστηκε τούτη η φωνή: «-Θα χιονίσει σε λίγο- Αλίμονο σε κείνον που πατρίδα δεν έχει» Είναι η φωνή του Νίτσε του οποίου η ψυχή παρέμεινε μέσα σε
μια τραγικότατη διάσπαση. «Ο νοσταλγός της πίστεως έγινεν αρνητής του θεού και
ο καθ’ όλον τον βίον ματαίως αγωνιζόμενος να απαλλαγεί του Χριστού, απέβη
αντίχριστος. Αλλ’ όμως ο Νίτσε πληροί τον προορισμόν του διά της βιώσεως της
ερημώσεως της υπάρξεως ως συνεπείας της κρίσεως του πολιτισμού των χρόνων του»
(Νικόλαος Λούβαρις, Μεταξύ Δύο Κόσμων, Αθήναι 1949, σ. 16). Θα μνημονεύσουμε
εδώ ένα ακόμη λόγο του Κάρλ Γιούνγκ, του μεγάλου ελβετού ψυχίατρου και
ψυχολόγου, ο οποίος αναφέρεται στο Νίτσε με αφορμή την αστική νεύρωση της
Ευρώπης: Ο Νίτσε, «είναι αλήθεια, θεώρησε τον εαυτό του υπεύθυνο, όταν
θρυμμάτισε τις πλάκες του αρχαίου νόμου, και όμως υπέκυψε στην αναγκαιότητα να
βρεί ένα έρεισμα σ’ έναν αναστημένο Ζαρατούστρα, αντικρίζοντάς τον ως ένα είδος
δεύτερης προσωπικότητας, ένα είδος alter ego με το οποίο συνταυτίζεται στην
μεγάλη τραγωδία του «Τάδε έφη Ζαρατούστρας». Η τραγωδία του νιτσεϊκού τρελού
είναι ότι, μια και πέθανε ο θεός, ο Νίτσε έγινε θεός ο ίδιος. Ο Νίτσε δεν ήταν ένας άθεος, αλλά ο Θεός του
ήταν νεκρός (Ψυχολογία και Θρησκεία, Πρόλογος-Μετάφραση Κ. Μεραναίου, Αθήνα
1975, σσ. 126-127). Αν εξαιρέσουμε τον πιθανό κίνδυνο που διατρέχει σήμερα η
ανθρωπότητα από την εξάντληση των πόρων της γης, ο πιο άμεσος κίνδυνος είναι «η
τεχνολογία που δημιούργησε ο ίδιος ο άνθρωπος, η απώλειά του δηλαδή μέσα στη
μάζα», όπως λέει και ο Γιάσπερς σε διατύπωση του Χρήστου Μαλεβίτση, η εξάντληση
δηλαδή των δημιουργικών πηγών (πίστη, ποίηση, φιλοσοφία, τέχνη, κ.λπ.). Το φόβο
αυτό τον επικυρώνουν οι δικοί μας καιροί. Σαν να υπάρχει μια αδήριτη ροπή προς
το τέλος του ανθρώπου. Ο άνθρωπος, που ήδη βαδίζει στην αρχή της τρίτης χιλιετίας,
πάει να γίνει ένα πνεύμα ξερριζωμένο από τη ζωή, κόβει κάθε δεσμό
ηθικό-συναισθηματικό, ιστορικό με το παρελθόν. Αυτόν τον άνθρωπο εγκαινιάζει ο
ρασιοναλισμός, η ακραία εκλογίκευση. Ο άνθρωπος που δεν έχει προσωπικά βιώματα,
προσωπικό του προορισμό, καταντά ποσοτική μονάδα. Αυτός ο άνθρωπος είναι άνθρωπος
της μαζοποίησης. Και είναι βέβαια γνωστή η εισβολή των μαζών στην ιστορία. Άλλο
είναι το θέμα της μετανάστευσης εξαθλιωμένων πληθυσμών. Στην Ελλάδα, ήδη από
τους αρχαίους χρόνους, δεν υπήρξαν ποτέ μάζες.
Υπήρξαν πρόσωπα. Στον Μαραθώνα π.χ. πολέμησαν συγκεκριμένα πρόσωπα
Αθηναίων πολιτών και νίκησαν τις ανώνυμες μάζες των Περσών. Τον Παρθενώνα δεν
τον έχτισαν οι μάζες, δεν είναι έργο τεχνικοοικονομικού πολιτισμού, όπως είναι
ο δικός μας με τους ουρανοξύστες. Στη μάζα υπάρχει απάθεια, αλλά και αβεβαιότητα.
Και φυσικά στη μάζα πλανάται οιαδήποτε ιδεολογία, φανατισμοί κ.λπ. Το είπαμε
ήδη, το άτομο της μάζας, παράγωγο τούτο της τεχνολογίας, είναι ένα εργαλείο
εσωτερικά άδειο. Ο άνθρωπος μάζα είναι ένα πράγμα ξερριζωμένο από τη ζωή. Αυτό
το ξερρίζωμα και όχι η ζεστή συνεπαφή με τη ζωή, που κατακλύζει τον κόσμο μας,
έχει αρχίσει να μαγεύει τη φαντασία ήδη από τον 18ο αιώνα. Ο άνθρωπος-μάζα
σήμερα δεν σκέφτεται τίποτε άλλο παρά το επάγγελμά του και πώς θα δραπετεύσει
για ξεκούραση, για «απόλαυση». Αυτό είναι η μια όψη του προβλήματος. Από την
άλλη είναι η διαπλοκή της παγκόσμιας οικονομίας, τα μαζικά μέσα επικοινωνίας,
οι υψηλές ταχύτητες στην κοινωνία και οι συνέπειές τους, οι πολιτισμικές
καινοτομίες, ο ανταγωνισμός στις καπιταλιστικές και όχι μόνο κοινωνίες, για να
διατηρήσουν τις ισορροπίες. Σε όλα όσα έχουν κατακτήσει, όλα αυτά δημιουργούν
το δομικό πρόβλημα που δύσκολα λύνεται. Σε ένα λάθος σύστημα δεν υπάρχει καλή
ζωή, όπως έλεγε τον περασμένο αιώνα ο Αντόρνο, Γερμανός αναλυτής. Όλα αυτά δεν
συμβαίνουν στις μέρες μας τόσο ξαφνικά όπως προείπαμε. Ήδη ο Β΄ Παγκόσμιος
Πόλεμος, ο Ψυχρός Πόλεμος που ακολούθησε μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων δεν είναι
τίποτε λιγότερο από την διακαή επιθυμία για παγκόσμια κυριαρχία. Η ίδρυση,
εξάλλου, του ΟΗΕ είναι μια προσπάθεια να δημιουργηθεί μια παγκόσμια τάξη
πραγμάτων, μιας δημιουργικής ειρήνης στην ανθρωπότητα, και το ζήτημα εδώ δεν
είναι να μείνει κανείς αδιάφορος, ουδέτερος. Το ζήτημα είναι να σταθεί όρθιος
και να ζει αυθεντικά το παρόν. Η πρόβλεψη, εξάλλου, δεν είναι πάντα ξεκάθαρη
γνώση. Μπορεί να είναι και παράγων θετικών μελλοντικών πραγματοποιήσεων. Αλλά
όλα αυτά μας οδηγούν να ξεδιπλώσουμε τη σκέψη μας ακόμη περισσότερο πάνω στο
σφαιρικό δίκτυο των μεγάλων δυνάμεων που τις αναλαμβάνει η τεχνική, τις
κινητοποιεί και τις διαμορφώνει. Ο άνθρωπος κατασκευάζει και καταστρέφει. Τα προβλήματα
σήμερα, σε πλανητική πλέον κλίμακα είναι πρωτοφανή. Η ζωή του καθενός μας
μπορεί να ανατραπεί από τη μια μέρα στην άλλη. Στον αιώνα μας τα προβλήματα
συνδέονται με δυνάμεις που πάνε να αλλοιώσουν ριζικά τη ζωή, στα βάθη του
εαυτού μας. Οι δυνάμεις αυτές δεν είναι απλά ανατρεπτικές, όπως σε
προηγούμενους αιώνες. Πάντα στην ιστορία υπήρξαν μεγάλες ανατροπές. Εδώ και
πολλές δεκαετίες μίλησαν για το «τρίτο επαναστατικό κύμα» πολιτισμού (Τόφλερ),
τρίτο έπειτα από διαφορετικούς μετασχηματισμούς που γνώρισε η ανθρωπότητα. Ο
πρώτος ήταν εκείνος της αγροτικής οικονομίας και κοινωνίας, ο δεύτερος της
βιομηχανικής και ο τρίτος είναι αυτός που ζούμε στον αιώνα μας. Είναι δηλαδή η επανάσταση
στις επικοινωνίες και στον χρηματιστικό τομέα με την παράλληλη άνοδο των
πολυεθνικών εταιρειών. Είναι η Παγκόσμια Γεωργία και η επανάσταση στη
Βιοτεχνολογία. Τέλος είναι η Ρομποτική, ο αυτοματισμός. Και όλα αυτά μέσα σε
μια πρωτοφανή κλιματική κρίση και δημογραφική, στον πλανήτη, έκρηξη. «Η διαφορά από τις παλαιότερες επαναστάσεις, είναι ότι η
μεταγενέστερη δεν εξαλείφει την προηγούμενη, αλλά κατά ένα τρόπο συνυπάρχουν.
Το τρίτο όμως επαναστατικό κύμα που ζούμε σήμερα απειλεί να εκριζώσει προηγούμενες
γεωπολιτικές παραδόσεις». Δεν είναι δυνατόν να πούμε εμείς εδώ περισσότερα. Μας
αρκεί να υπογραμμίσουμε «ότι η διεθνοποίηση της οικονομίας, η εντατικοποίηση
της γνώσης στην παραγωγή και όλα όσα ακολουθούν κατακερματίζουν την εθνική
αγορά. Η διεθνοποίηση αυτή της αγοράς υπερβαίνει το εθνικό κράτος…» (Paul
Kennedy, Προετοιμασία για τον 21ο αιώνα, Πρόλογος Ν. Κοτζιάς, «Νέα Σύνορα»,
Αθήνα 1999, σσ. 30 κ.ε.). Ο μετασχηματισμός στις ημέρες μας, ας το επαναλάβουμε, δεν
αλλάζει μόνο τον τρόπο ζωής, αλλάζει ριζικά την ίδια μας τη ζωή. Μέσα λοιπόν σ’
αυτήν τη νέα περιπέτεια, του νέου ανοίγματος, στην αναπόφευκτη διαδικασία της
αποσύνθεσης, που όμως αυτή θα διαρκέσει πολύ, ποιός θα δώσει την ελπίδα στον
άνθρωπο, όταν αυτός ο νέος άνθρωπος αντιμετωπίζει την ανάγκη της βιολογικής του
επιβίωσης; Εδώ μιλάμε για τον μέσο άνθρωπο, για τους πολλούς, για εκατομμύρια
πληθυσμού. Ας πάρουμε ένα απλό παράδειγμα για το επάγγελμα, για την αξία της
εργασίας. Ήδη διαπιστώσαμε ότι το επάγγελμα συχνά θεωρείται, από τη μια μέρα
στην άλλη, ξεπερασμένο και άς κοπίασε κάποιος τόσο στις σπουδές του και άς
κρατάει στα χέρια του τίτλους πολλούς και περγαμηνές. Ένα επάγγελμα ζητάει, ένα
μέσο, έναν τρόπο τουλάχιστον για να επιβιώσει. Άς μη μιλήσουμε εδώ για το νόημα
που δίνει στη ζωή το επάγγελμα της επιλογής μας το οποίο τελικά δεν είναι μόνο
βιοποριστικό, αλλά, κυρίως υψηλή, ιερή, θα έλεγα, λειτουργία. Γιατί μέσα από
την άσκηση του επαγγέλματος εκφράζεται η ελεύθερη προσωπικότητα, ο βαθύτερος
προορισμός της ζωής του. Το επάγγελμα, τελικά, είναι ο μεγαλύτερος παιδαγωγός
του ανθρώπου και πρέπει ο ίδιος ο άνθρωπος να μοχθήσει στα πρώτα χρόνια της
ζωής του, μα και αργότερα, για να βρει το δρόμο του. Όμως, όσο και υψηλή και αν
είναι η λειτουργία του, το επάγγελμα σήμερα παραμένει ένα μέσο. Όχι σκοπός.
Σκοπός είναι ο άνθρωπος. Στην εποχή μας, ο άνθρωπος μεταβάλλεται σε ποσοτική
μονάδα, σε όργανο, σε μέσο παραγωγής. Δεν είναι, λοιπόν, η εργασία μόνο
δικαίωμα, αλλά πλήρωση ψυχής και πνεύματος. Η μαρξιστική θεωρία, ενώ φαίνεται
να καταξιώνει την εργασία, στο βάθος την απαξιώνει. Οι σκοποί της ζωής, αυτοί
είναι που δικαιώνουν τον άνθρωπο ως αυθύπαρκτη αξία, ως ελευθερία. Η εργασία,
το επάγγελμα έχει ηθική αξία, είναι συνυφασμένο με την αξιοπρέπεια του
ανθρώπου. Αλλά υπάρχουν και προβλήματα, όπως οι αμοιβές πείνας, ή το χειρότερο
η «ανεργία». Η σημερινή πρόοδος της τεχνολογίας, της βιομηχανίας περιορίζει
επικίνδυνα τα εργατικά χέρια και πλήθη ολόκληρα σέρνονται από δημαγωγία,
απορφανίζει πολλούς ανθρώπους από το επάγγελμα που είχαν και τους αφήνει
μεσοδρομίς, δίχως ελπίδα. Λοιπόν, διαμορφώσαμε την τεχνολογία, αλλά και η τεχνολογία
μάς διαμορφώνει περισσότερο. Δηλαδή η τεχνολογία, σήμερα, επωμίζεται τα πάντα:
τη γλώσσα, την εργασία, τον έρωτα, παίρνει στα γρανάζια της μύθους και
θρησκείες, τέχνη, πολιτική κ.λπ., κατά τη διατύπωση του Κώστα Αξελού. Η
τεχνολογία σήμερα εκκρίνει τον δικό της «μύθο». Πνοές του μηδενός ψύχουν το
μέτωπό μας. Απουσιάζει ο λόγος. Απουσιάζει δηλαδή η καινούργια θέα αρχών. Όχι
οι πρόχειρες φιλοσοφίες ή τα άστοχα αντίγραφα, αλλά απουσιάζουν από τη ζωή του
νέου και του ώριμου ανθρώπου οι έννοιες ως αληθινές εικόνες. Απουσιάζει η
δημιουργική αυτενέργεια, πόθοι και ελπίδες, συναισθήματα και παραστάσεις, ένας
κάποιος αδιόρατος ακόμη κόσμος μέσα στο εσωτερικό του. Απουσιάζει η ψυχή, το
βίωμα. Ουσιαστικά η εποχή μας είναι άμυθη. Στον πόνο, στην αδυναμία μας ή στη
δύναμη του παρόντος αναφερόμαστε. Λείπει ο μύθος. Μα για μύθους «να μιλούμε
τώρα!», θα αντέλεγε ίσως κάποιος με το λεπτό, ειρωνικό ύφος του Αλεξανδρινού
ποιητή μας. Αλλά για ποιό μύθο πρόκειται εδώ; Αρχικά μύθος σήμαινε λόγος
(λέγειν), «ομιλία» σε αντίθεση προς το «έργο». Ο μύθος είναι άμεσο βίωμα ψυχής,
συμβολίζει αρχετυπικές αλήθειες. Δεν είναι θεωρία. Υπήρξαν άνθρωποι και λαοί
στην ιστορία της ανθρωπότητας με μεγάλη μυθοπλαστική δύναμη. Δεν πρόκειται για
μια επιστημονική θεωρία ή πολιτική ιδεολογία. Είναι σπέρμα, εικόνα ψυχής,
δύναμη που εκφράζεται με υψηλούς συμβολισμούς. Έτσι, σε ιστορικό επίπεδο, π.χ.
έχουμε τον ελληνικό κλασικό μύθο, δηλαδή την «πόλιν», τα θέσμια, την ισορρόπηση
των αντιθέσεων, το μέτρο, που αποτελούν το πνευματικό του στερέωμα. Μύθος ήταν η ανάδειξη του
ελληνικού μέτρου. Ο κλασικισμός βέβαια δεν μπορούσε να δώσει απαντήσεις στα νέα
προβλήματα, να βρεθούν νέες λύσεις. Έτσι, από τον ωμό ρεαλισμό της
ρωμαιοκρατίας, περάσαμε στην πίστη που έφερε ο Χριστιανισμός, στην πίστη, η
οποία είναι το παράδοξο, η οποία είναι πριν από την λογική. «Ο Χριστιανισμός
των πρώτων αιώνων», μας θυμίζει τώρα ένας λόγος του Κ. Τσάτσου, «που γεννά την
πάλη προς τα λιοντάρια του ρωμαϊκού στίβου, διψώντας για την τιμή του
μαρτυρικού θανάτου, είχε τραφεί με όλη την ικμάδα του μύθου του Χριστού, της
ανάστασης των νεκρών, της δικαίωσης των πιστών και των ταπεινωμένων. Ο
χριστιανός του Μεσαίωνα είχε το δικό του μύθο», δηλαδή το δικό του πνεύμα, το δικό
του όραμα. Εδώ όμως πρέπει να γίνει μια βαθύτερη διάκριση. Η λέξη μύθος δεν
αποδίδει βέβαια την βίωση του θείου, του αγίου, δεν χωράει το εντελώς «?λλότριον»,
το «?π?ρ λόγον», το οποίον εμφανίζεται ως «φρικτόν μυστήριον». Αλλά ας
συνεχίσουμε: «και ο ξεβράκωτος της Γαλλικής Επανάστασης είχε το μύθο του, με το
όραμα ενός λαού εναντίον των τυράννων, του μοναρχισμού…». Αλλά και «ύστερα,
στον αιώνα του στεγνού ρασιοναλισμού, τον 18ο αιώνα, ως αντίδραση, στην Ευρώπη,
υψώθηκε ένα πανύψηλο κύμα συναισθηματισμού που σε κάθε λαό πήρε βέβαια τη δική
του όψη» (Ελληνική Πορεία, Πολιτικά Δοκίμια, Αθήνα, Ίκαρος 1955;, σσ. 11 κ.ε.).
Και σήμερα δεν λείπουν τα πολιτικά κινήματα, η αμφισβήτηση είναι αναγκαία,
«αλλά δεν φαίνονται πλέον δυνατές οι μεγάλες επαναστάσεις στις τεχνικά
αναπτυγμένες χώρες. Άλλωστε, και αυτές που έγιναν δεν ήταν τόσο ριζικές όσο
διεκήρυτταν. Πραγματοποιήθηκαν μέσα στον συμβιβασμό, με συμβιβασμό. Το βάρος
του παλιού πάνω στο καινούργιο είναι τεράστιο» (Δ. Τσάτσος). Οι μεγάλες παραδόσεις δεν μπορούν εύκολα να ανατραπούν και
εξακολουθούν να εξελίσσονται υπογείως, μας λέει ο Κ. Αξελός (Γράμματα σε ένα
νέο στοχαστή, Εξάντας 1997, σ. 84). Πράγματι οι μεγάλες παραδόσεις της
ανθρωπότητος, και εν προκειμένω του Δυτικού Πολιτισμού, δεν είναι πλέον
κυρίαρχες, αλλά εξακολουθούν να δρουν απωθημένες στο ασυνείδητο των
ανθρώπων. Ο κλασικισμός λοιπόν, για να ξαναγυρίσουμε στην ιστορία, δεν
μπορούσε να δώσει νέες απαντήσεις στα προβλήματα, να βρεθούν νέες λύσεις για
αιώνια ερωτήματα. Έτσι από τον ωμό ρεαλισμό της Ρωμαιοκρατίας περάσαμε στην
πίστη που έφερε ο Χριστιανισμός, στην πίστη η οποία είναι το παράδοξο, την
πίστη που είναι πριν από την λογική. Εξάλλου, έχουμε τον πολιτικό μύθο, τις
συνέπειες του οποίου γνωρίσαμε στην νεώτερη εποχή. Πολυσήμαντος, λοιπόν, είναι
ο μύθος, βαθύτερες ενεργητικές-αρχετυπικές εικόνες, αιώνια σύμβολα στην ψυχή. Ο σύγχρονος άνθρωπος έχει την αφέλεια ότι ξεπέρασε την εποχή
του μύθου. Ποιός, λοιπόν, είναι ο μύθος της εποχής μας; Ο απλουστευτικός
ορθολογισμός μας στέρησε τη ζωή μας από το μυθολογικό σπέρμα, από τα αρχέτυπα
θεμέλια της ανθρώπινης ψυχής. Η προοπτική του μέλλοντος είναι πλέον στερημένη
από τη μαγεία, την ονειροπόληση. Στερημένη από τον λόγο, τη διαλεκτική δηλαδή,
θεωρημένη ως αιώνια και άναρχη, ως θεία δημιουργία. Είναι αυτονόητο, ότι ο
μεγάλος μύθος ενός λαού, μιας εποχής γενικότερα, δεν προγραμματίζεται, δεν
είναι μια εφεύρεση. Δεν μπορούμε να ξέρουμε πότε έρχεται και πότε φεύγει. Τον
διαπιστώνουμε, όμως, ως πρώτη καταβολή κάθε μεγάλου πολιτισμού. Η Φυσική και η
Ιστορική επιστήμη, που λειτουργούν με βάση το λογικό, τη νόηση δηλαδή του
2+2=4, κατέστρεψαν τελικά το μύθο. Έτσι με τη μονομερή ανάπτυξη του λόγου ως
ενός ρηχού ορθολογισμού, ο μύθος, στην νεωτερικότητα, έγινε περιττός. Και όμως.
Ο μεγάλος μύθος και η υψηλή θρησκεία, όπως μας θυμίζει και ο Ιωάννης
Θεοδωρακόπουλος, θα σβήσουν μαζί με την ανθρωπότητα. Ο μύθος, ας το
επαναλάβουμε, δεν είναι γνώση ορθολογιστική ούτε φαντασίωμα. Και φυσικά
ερωτάται. ποιός είναι ο μύθος της εποχής μας, όπως τη ζούμε και όπως ενδεικτικά
την περιγράφουμε; Κανένα κράτος, καμιά οργάνωση, καμιά πλέον «πνευματική» στέγη
δεν μας προστατεύει απόλυτα. Αιώνες τώρα η προστασία του νεώτερου ανθρώπου,
παρόλη την πρόοδο, καταντά μια ωραία αυταπάτη. Η πρόοδος μάς αφήνει χωρίς
ελπίδα. Δεν λέω μας αφήνει στην απόγνωση, αλλά μας αφήνει ανέλπιδους, αφού
αποκλείει κάθε απόπειρα αυθόρμητης μεταστροφής. Είναι τολμηρό να επιχειρείς να
επισημάνεις τα προβλήματα της εποχής μέσα στην εποχή στην οποίαν ζεις. Στοιχεία
του πολιτισμού, αισιόδοξα και αρνητικά, περιπλέκονται και δε συλλαμβάνονται
εξαντλητικά. Κλείνω εδώ με την διαπίστωση, ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι
ικανοποιημένος με μόνο τον εαυτό του. Έχει ανάγκη από την παρουσία του άλλου,
των συνανθρώπων του, την αγάπη τους, αλλά και τις κρίσεις τους για τις πράξεις
του. Ειδικότερα τώρα: οι ανακαλύψεις έχουν κάτι το μη ανθρώπινο,
είναι προϊόντα ανώνυμα, μια διαδικασία δηλαδή που συμβαίνει ερήμην της ψυχής
του ανθρώπου. Μέσα στον ορίζοντα του σύγχρονου κόσμου μας, στον οποίον
ξετυλίγεται η δύναμή μας και η αδυναμία μας, ας ρωτήσουμε: μπορούμε, τάχα, να
μιλάμε για ηθική πρόοδο της ανθρωπότητας; Μπορούμε δηλαδή να μιλάμε για αρετή,
για φρόνηση, για το «εύ φρονείν», όπως το αναζήτησε ήδη ο Σοφοκλής, ως
πρωτότυπη δηλαδή ενέργεια, ως πράξη γενναία και αποφασιστική; Γιατί τελικά
αυτήν την έννοια έχει η λέξη «αρετή». Δεν μιλώ βέβαια για τις λαμπρές εξαιρέσεις,
χάρη στις οποίες διασώζεται και το νόημα της ιστορίας, του πολιτισμού. Πέρα από
τις εντάσεις της ζωής, πέρα από τις εξωτερικές διαρρυθμίσεις και διευθετήσεις
της ζωής, οι απαιτήσεις και οι περιπλοκές μας είναι πολλές. Όλοι όμως μπορούμε
να δεχθούμε, ότι η ηθική αξία της ζωής είναι μια καθαρά ανθρώπινη υπόθεση. Δεν
τη βρίσκουμε πουθενά έξω από τον άνθρωπο. Αλλά δεν νοείται κοινωνική συμβίωση
χωρίς μια ηθική. Και ηθική, όποια και αν είναι, τελικά δεσμεύει τη φύση του
ανθρώπου. Είτε το θέλουμε, είτε όχι, η ηθική συνείδηση είναι προνόμιο του
ανθρώπου, γι’ αυτό και η «τραγωδία» του είναι ο αγώνας του, μέσα από τον οποίο
δικαιώνεται η ελευθερία του. Κατώτερες και ανώτερες δυνάμεις φωλιάζουν μέσα του
και συγκρούονται. Οριακά, η ευτυχία που επιδιώκει στη ζωή του ο άνθρωπος είναι
ένας βαθύς τραγικός εξαγνισμός με τη νίκη τελικά της ιδέας για την οποία
αγωνίστηκε. Θυμηθείτε παρακαλώ το ηθικό
σχήμα «όπου έγκλημα και τιμωρία».