Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Στο εύλογο ερώτημα γιατί δεν υπήρξαν σοβαρά επαναστατικά κινήματα στη Μικρά Ασία, η απάντηση βρίσκεται στη γεωπολιτική θέση της περιοχής, τις πολύ δύσκολες συνθήκες που επικρατούσαν
Φέτος όπως είναι γνωστό συμπληρώνονται 200 χρόνια από την
επανάσταση του 1821, της μεγαλύτερης εθνεγερσίας που γνώρισε ο κόσμος και
σηματοδότησε τη δρομολόγηση της σύστασης του ελληνικού κράτους μετά από πολυετή
σκλαβιά. Τα «μονοπάτια της ιστορίας» τιμώντας τους αγώνες των προγόνων μας θα
φέρουν στο προσκήνιο άγνωστα ή λιγότερο γνωστά γεγονότα φωτίζοντας τις
διαδρομές του αίματος που πότισε το χώμα της Ελλάδας μας στον αγώνα υπέρ
πίστεως και πατρίδος. Οι ελληνικοί πληθυσμοί της Μικράς Ασίας μπορούν να
ομαδοποιηθούν σε τρεις πληθυσμιακές ενότητες. Στον ελληνισμό των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας με την
έντονη οικονομική δράση κι άνθηση. Στον γηγενή ελληνισμό της Καππαδοκίας και
του εσωτερικού της Μικράς Ασίας που κράτησε την εθνοτική του ιδιαιτερότητα παρ’
ότι ήταν σε σημαντικό ποσοστό τουρκόφωνος κυρίως χάρης την προσήλωση του στην
ορθοδοξία. Στον πανάρχαιο ελληνισμό του Πόντου που παρά τους βίαιους
εξισλαμισμούς διατήρησε τη γλώσσα και τις παραδόσεις του, ταυτόχρονα με τη
βαθιά κι αταλάντευτη πίστη στο Χριστό. Οι σχέσεις των Μικρασιατών με τους Έλληνες πέραν του Αιγαίου
ήταν ευθέως ανάλογη με την απόσταση που τους χώριζε. Χαρακτηριστικό παράδειγμα
ήταν το γεγονός της αποστολής του λαβάρου της Αγίας Λαύρας από τη Σμύρνη στην
Πελοπόννησο το οποίο φιλοτεχνήθηκε στα τέλη του 16ου αιώνα και
μεταφέρθηκε μαζί με άλλα αναθήματα ως προσφορά των ομογενών της Σμύρνης.
Σύμφωνα με την παράδοση η πολυετής φιλοτέχνηση έγινε από Σμυρναία κόρη, την
αρχικεντήστρα Χρύσω η οποία όταν το τελείωσε άφησε την τελευταία της πνοή. Το
λάβαρο επιδιορθώθηκε το 1736. Όμως εκτός από το λάβαρο κι ο Επιτάφιος της ίδιας
μονής είχε κεντηθεί στη Σμύρνη το έτος 1754 από μια ελληνίδα, την Κασσιανή.
Στην διατήρηση κι ενίσχυση της ελληνικής ταυτότητας των Μικρασιατών κυρίαρχο
ρόλο στη ζωή τους εκτός από την πίστη είχε και η παιδεία. Η ίδρυση των πρώτων
ελληνικών σχολείων (αρχές του 19ου αιώνα) σήμανε την εθνική και
πνευματική αναγέννηση τους, ενισχύοντας παράλληλα την αυτοπεποίθηση τους και
την πνευματική τους υπεροχή έναντι των Τούρκων. Η οργάνωση των σχεδίων δράσης της Φιλικής Εταιρείας δεν ήταν δυνατόν να μην
συμπεριλάβει και το γεωγραφικό χώρο της Μικράς Ασίας. Στους Μικρασιάτες με το
υψηλό πατριωτικό αίσθημα που είχε καλλιεργηθεί από τις σχολές της Σμύρνης, των
Κυδωνιών (Αϊβαλί), της Πάτμου και της Τραπεζούντας η είδηση για την
προετοιμασία του Αγώνα για την ελευθερία βρήκε σημαντική ανταπόκριση. Οι
πληροφορίες για τη συνεισφορά των Μικρασιατών στην Επανάσταση του 1821
αντλούνται κυρίως από ελληνικές πηγές. Τούτο συμβαίνει γιατί οποιαδήποτε
προσπάθεια για την καταγραφή των Μικρασιατών που έλαβαν μέρος στον Αγώνα στο
γεωγραφικό χώρο της Μικράς Ασίας, θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή από τους
Τούρκους εύκολα, με ολέθριες συνέπειες για τον ελληνισμό της περιοχής. Ο
Φιλήμων* δημοσιεύει ονομαστικό κατάλογο μυημένων στη Φιλική Εταιρεία. Ο κατάλογος
περιλαμβάνει Έλληνες από τη Σμύρνη (12), Τραπεζούντα (3), Κυδωνιές (2),
Μουδανιά (2) κι άλλους από την Κύζικο, την Κούταλη, την Προύσα, τη Βιθυνία, τον
Τσεσμέ, την Καισάρεια κ.τ.λ. Επίσης σε διάφορα έγγραφα του Αγώνα υπάρχουν
καταγραφές για χρηματικές εισφορές Μικρασιατών υπέρ των σκοπών της Φιλικής
Εταιρείας. Μια τέτοια αναφορά είναι του αγωνιστή Στέφανου Στεφανόπολου στα
απομνημονεύματά του που αναφέρει ότι ο Φιλικός Κωνσταντίνος Παπαζαφειρόπουλος που
έφθασε από τη Σμύρνη στην Τρίπολη, είπε πως στη Μικρά Ασία γίνεται συγκέντρωση
χρημάτων και κατασκευή όπλων κι άλλων πολεμοφοδίων για την Επανάσταση. Η εξασφάλιση οικονομικών πόρων για την ευόδωση των σκοπών
της Φιλικής Εταιρείας ήταν δυνατή μέσα από τη σύσταση της αποκαλούμενης «Φιλόμουσος και Φιλάνθρωπος Γραικική Εμπορική Εταιρεία» τα κέρδη της οποίας
προορίζονταν για την Επανάσταση. Τέσσερις ήταν οι έδρες της δήθεν εμπορικής
αυτής εταιρείας. Η Μόσχα, η Οδησσός, η Βιέννη και η Κωνσταντινούπολη. Σε κάθε
μια απ’ αυτές υπαγόταν μία μόνο δευτερεύουσα έδρα (περίπου σαν υποκατάστημα).
Υποκατάστημα της Κωνσταντινούπολης ορίστηκε η Σμύρνη η οποία είχε αναδειχθεί σε
σημαντικό κόμβο της προετοιμασίας της Επανάστασης. Αυτό έγινε διότι υπήρχαν
στην πόλη Έλληνες έμποροι που κατείχαν μεγάλο μέρος της οικονομικής ζωής και
ήταν αποφασισμένοι να συμβάλουν με κάθε κόστος για τη συγκέντρωση χρημάτων και
πολεμοφοδίων. Υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες γύρω από την οργάνωση και δράση
της Φιλικής Εταιρείας στη Σμύρνη. Τον Απρίλιο του 1818 την επισκέφθηκε ο
Αθανάσιος Τσακάλωφ και παρέμεινε μέχρι τις αρχές Ιουλίου βοηθώντας στην
οργάνωση της. Για τον ίδιο λόγο βρέθηκε στη Σμύρνη στις αρχές του 1821 ο
Φιλικός Δημήτριος Θέμελης. Ο Νικόλαος Κασομούλης που ορκίστηκε Φιλικός στη
Σμύρνη γράφει ότι επικεφαλής της Εταιρείας εκεί, ήταν ο καταγόμενος από την
Κρήτη ιατρός Μιχαήλ Ναύτης που αργότερα εγκαταστάθηκε στην Τήνο. Τον Μιχαήλ
Ναύτη διόρισε αρχηγό της Εφορείας Σμύρνης ο Αλέξανδρος Υψηλάντης με επιστολή
του. Σύμφωνα με το Φιλήμονα μέλη της Εφορείας των Φιλικών της
Σμύρνης υπήρξαν και οι Γεώργιος Πασχάλης, Μικές Λογιώτατος και Σπυρίδων
Δεστούνης. Μεταξύ των Σμυρναίων Φιλικών διακρίνεται και ο Πέτρος Ομηρίδης
Σκυλίτσης που στη συνέχεια πηγαίνοντας στη Μασσαλία μύησε κι άλλους εταίρους.
Οι Ναύτης και Πασχάλης των οποίων η μύηση έγινε στη Σμύρνη χαρακτηρίζονται από
τον Αριστείδη Παπά ως οι πλέον σημαντικοί, οι «υποληπτικώτεροι». Ο Αριστείδης
Παπάς ή Πωπ (1782-1820) ανέλαβε να μυήσει στη Φιλική Εταιρεία τους Έλληνες της
Μικράς Ασίας. Προδόθηκε και διέφυγε μέσω Μακεδονίας προς το Βουκουρέστι. Καθ’
οδόν αυτοκτόνησε για να μην συλληφθεί από τους Τούρκους. Τις παραμονές της Επανάστασης Φιλικοί της Σμύρνης φόρτωσαν
κρυφά σε γολέτα του Σπετσιώτη καπετάνιου Μέξη 35 βαρέλια μπαρούτι και τα
έστειλαν στο Οίτυλο της Μάνης όπου τα παρέλαβε στις 20 Μαρτίου 1821 ο
Νικηταράς. Όπως μαρτυρεί ο Φιλήμων πολεμοφόδια έστειλαν και στην Πάτρα. Η
εκκλησία του Μπουρνόβα για τις ανάγκες του Αγώνα εκποίησε τα ασημικά της.
Μυστικοί έρανοι διεξάγονταν συνεχώς. Από επιστολή του Γρηγορίου
Δικαίου-Παπαφλέσσα που δημοσιεύει ο Φιλήμων
ο Φιλικός Ήβος Ρήγας εξασφάλισε 270 βαρέλια πυρίτιδας και 41 καντάρια
μολύβι από Έλληνες της Σμύρνης οι οποίοι υποσχέθηκαν ότι αν τους ζητηθεί
μπορούν να διαθέσουν άλλα τόσα και περισσότερα. Στη Μασσαλία Σμυρναίοι και
Χιώτες έμποροι φόρτωσαν κρυφά από την τοπική αστυνομία πολεμοφόδια για τον
Αγώνα. Τόποι συγκέντρωσης τους ήταν κάποια καφενεία της Μασσαλίας, ένα εκ των
οποίων είχε πάρει την ονομασία «Καφέ Υψηλάντη». Στις Κυδωνιές ο «απόστολος» της Εταιρείας Αριστείδης Παπάς
κατά το Φιλήμονα είχε σπουδαία δράση βρίσκοντας σημαντική ανταπόκριση από τους
Έλληνες της πόλης. Από πολλές μαρτυρίες που υπάρχουν προκύπτει το συμπέρασμα
ότι είχαν μυηθεί τουλάχιστον 400 κάτοικοι. Επικεφαλής ήταν ο προύχοντας
Χατζη-Αθανάσης Χατζηγεωργίου που μαζί με το γιατρό Νικόλαο Βαλσαμάκη
χαρακτηρίζονται από τον Αριστείδη Παπά ως οι «υποληπτικώτεροι» από τους
μυημένους Κυδωνιείς. Σημαντικές προσωπικότητες από τις Κυδωνιές που μυήθηκαν στην
Φιλική Εταιρεία ήταν επίσης ο Ευστράτιος Πίσσας (μυήθηκε από το Βενιαμίν το Λέσβιο), μαθητής της Ακαδημίας των
Κυδωνιών που διέπρεψε ως αγωνιστής της Επανάστασης κι έφθασε στο βαθμό του
υποστράτηγου, οι διδάσκαλοι της Ακαδημίας (Βενιαμίν Λέσβιος, Θεόφιλος Καΐρης,
Γρηγόριος Σαράφης, Ευστράτιος Πέτρου). Ξεχωρίζουν επίσης οι Γονατάδες, οι
Σαλταίοι, τα αδέλφια Πίσσα (Αθανάσιος, Νικόλαος, Δημήτριος), ο ηρωικός Φιλικός
Νικόλαος Σκορδομπέκης, ο Άγγελος Ζωντανός που έπεσε ηρωικώς στη μάχη του Πέτα
αγωνιζόμενος ως λοχαγός του Α’ Πεζικού Συντάγματος, ο Γαβριήλ Αμμανίτης κι
άλλοι. Χαρακτηριστική της σημασίας που απέδιδε η Φιλική Εταιρεία στη συμβολή
των κατοίκων των Κυδωνιών είναι η επιστολή που έστειλε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης
προς τον επικεφαλής των Φιλικών Χατζη-Αθανάση Χατζηγεωργίου εκφράζοντας τον
θαυμασμό του για την πολυάριθμη συμμετοχή τους στην υπόθεση του Γένους. Να
σημειωθεί ότι τις παραμονές της Επανάστασης πέρασε από τις Κυδωνιές κι ο
Παπαφλέσσας όπως βεβαιώνει ο ίδιος σε επιστολή του στις 22 Φεβρουαρίου 1821.
Φεύγοντας κι αφού ξεσήκωσε με τον πύρινο λόγο του τους κατοίκους, φόρτωσε ένα
καΐκι με πυρομαχικά, μπαρούτι, μολύβι, γιαταγάνια, και χρυσαφικά ως αποτέλεσμα
εράνου των Αϊβαλιωτών. Στην Καππαδοκία και τον Πόντο που βρίσκονταν σε μεγάλη
απόσταση από τα μικρασιατικά παράλια η κινητοποίηση ήταν μικρότερη λόγω του
γεγονότος ότι η ενημέρωση ήταν ελλιπής. Παρ’ όλα αυτά υπήρξαν μαρτυρίες για συμμετοχή ανθρώπων από
τις περιοχές αυτές στον Αγώνα καθώς επίσης και παροχή υλικής βοήθειας. Στην
Καππαδοκία Φιλικός ήταν ο μητροπολίτης Καισαρείας Παΐσιος ο οποίος έως το 1832
ήταν διευθυντής της Σχολής της Μονής των Φλαβιανών στο Ζιντζίντερε όπου
εκδηλώθηκαν επαναστατικά επεισόδια το 1821. Παράδοση που σώζεται μέχρι τις
ημέρες μας αποδίδει στον Παντελή Διαμαντίδη ή Παντέλ αγά από την Αττάλεια την
ιδιότητα του Φιλικού. Στα λογιστικά βιβλία της ελληνορθόδοξης κοινότητας της
Καισάρειας όταν το 1834 οι δημογέροντες έκαναν έλεγχο για την διαχείριση των
οικονομικών της κοινότητας για την περίοδο 1821-1826 βρέθηκαν δαπάνες 111.500
γροσίων (ποσό τεράστιο για την εποχή) «υπέρ των σκοπών του έθνους» και για
καταβολή λύτρων για απελευθέρωση Ελλήνων αιχμαλώτων. Στον Πόντο ο Ιωάννης
Φιλήμων έχει καταγράψει ως Φιλικούς τρεις Τραπεζούντιους. Τον Γεώργιο
Κωνσταντίνου, τον Νικόλαο Κωνσταντίνου και τον «εκκλησιάρχη εκ Τραπεζούντος»
Κύριλλο τον οποίο μύησε στο Βουκουρέστι ο Γρηγόριος Δικαίος. Φιλικός ήταν και ο
πρώην διδάσκαλος του Φροντιστηρίου Τραπεζούντος Ηλίας Κανδήλης ή Κανδήλογλου ο
οποίος όταν αργότερα πλούτισε ως έμπορος στη Χερσώνα της Κριμαίας κατέθεσε
5.000 ρούβλια υπέρ των σκοπών της Φιλικής Εταιρείας. Πληροφορίες που διέσωσε ο Γεώργιος Κανδηλάπτης-Κάνις αναφέρουν ότι ο μητροπολίτης Χαλδίας
Σιλβέστρος Β’ Λαζαρίδης ήταν Φιλικός. Αυτός μύησε τον Ιάκωβο Γρηγοράντη, τον
εφοδίασε με συστατικές επιστολές και τον έστειλε στην Κωνσταντινούπολη
προκειμένου να καταθέσει τις συλλεγείσες
στην Αργυρούπολη (Γκιουμούσχανε) προσφορές των Ποντίων Φιλικών οι οποίες
ανέρχονταν σε 12.000 γρόσια τα περισσότερα εκ των οποίων προέρχονταν από το
προσωπικό ταμείο του μητροπολίτη. Το γεγονός αυτό πιστοποιείται από την
αναγραφή στον κώδικα του ναού του Αγίου Γεωργίου της Αργυρούπολης ισόποσου
κονδυλίου 12.000 γροσίων με την ένδειξη «δια τας ανάγκας του γένους». Στο εύλογο ερώτημα γιατί δεν υπήρξαν σοβαρά επαναστατικά
κινήματα στη Μικρά Ασία, ιδιαίτερα στην Ιωνία με το πολυπληθές ελληνικό
στοιχείο και με καλή προετοιμασία από τη Φιλική Εταιρεία, η απάντηση βρίσκεται
στη γεωπολιτική θέση της περιοχής, τις πολύ δύσκολες συνθήκες που επικρατούσαν
(δυνατότητα άμεσης επέμβασης ισχυρών τουρκικών δυνάμεων), και τις αναμενόμενες
πολύ επώδυνες συνέπειες που θα προέκυπταν από ένοπλες επαναστατικές κινήσεις
των Ελλήνων Μικρασιατών σ’ αυτήν την περιοχή. Στο παράτολμο σχέδιο της Φιλικής Εταιρείας και σύμφωνα
επίσης με το Μερικόν περί Κωνσταντινουπόλεως Σχέδιον του Αλέξανδρου Υψηλάντη
μαζί με την έναρξη της Επανάστασης στη Μολδοβλαχία και την Πελοπόννησο έπρεπε
να υπάρξει επαναστατικό κίνημα και στα παράλια της Μικράς Ασίας, ιδιαίτερα στη
Σμύρνη, για να απασχοληθούν εκεί δυνάμεις του τουρκικού στρατού και να μην
σταλούν στην κυρίως Ελλάδα. Επικεφαλής αυτής της μυστικής οργάνωσης ετέθη ο
Υδραίος πλοίαρχος Κωνσταντίνος Γκιούστος. Το σχέδιο δυστυχώς προδόθηκε.
Αποτέλεσμα ήταν ο μυστικός αρχηγός μαζί με άλλους Έλληνες ναυτικούς να ριχθούν
στο λεγόμενο Μπάνιο, στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης. Ο αρχηγός
αποκεφαλίστηκε όπως κι όλοι οι αρχηγοί των ελληνικών πληρωμάτων των τουρκικών
πλοίων που ήταν όλοι Αιγαιοπελαγίτες. Έτσι όμως ο τουρκικός στόλος έχασε σε
δύναμη και αξιοπλοΐα αφού οι αντικαταστάτες τους δεν ήταν το ίδιο ικανοί
(Ραγούζοι από τη Δαλματία ή Ιταλοί από τη Νεάπολη). (*) Ιωάννης Φιλήμων (1798-1874): Έλληνας ιστορικός συγγραφέας
του 19ου αιώνα μέλος της Φιλικής Εταιρείας και εκδότης της
εφημερίδας Αιών. Πηγή: «Η Μικρά Ασία στην Επανάσταση του 1821. Η συμβολή των
Μικρασιατών στον εθνικό αγώνα.» Τάκης Σαλκιτζόγλου. Έκδοση Ιδρύματος Μείζονος
Ελληνισμού, Αθήνα, 2010. Θεοφάνης Λάζαρης