Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Κάποια έργα σε σφραγίζουν και σε ορίζουν. Όχι σώνει και καλά επειδή σου επιβάλλονται με το μέγεθός τους, αλλά γιατί σε βρίσκουν ανοιχτό, ανυποψίαστο, παρθένο
Ο κόσμος του Χατζιδάκι, λοιπόν. Υπάρχει ακόμη; Τριάντα χρόνια από την εκδημία του Μάνου
Χατζιδάκι, πενήντα χρόνια Μεταπολίτευση. Ο Χατζιδάκις, μούσα πολύτροπος, μας
πήρε μειράκια και μας συνδιαμόρφωσε. Ο μοντερνισμός, ο αισθητισμός, ο βαθύς
σεβασμός του λαϊκού, η βασίλισσα ποίηση, η αναίδεια στις εξουσίες, η λατρεία
των αισθήσεων και της ζωής, ο ακομπλάριστος κοσμοπολιτισμός, η τελετουργία των
καφενείων και των ξενυχτιών. Ο κόσμος του Χατζιδάκι, λοιπόν. Υπάρχει ακόμη;
Αχ, μου φαίνεται ότι βουλιάζει μαζί με όσους γαλούχησε, με όσους νανούρισε, με
όσους έβαλε να ονειρευτούν. Πόσο πασέ θα ακουγόταν σήμερα η ελευθεριότητά του,
ο αυθάδης δανδισμός και η διαρκής νιότη του… Και πόσο υποκριτικά, πόσο κούφια,
μου ακούγονται ήδη όσα γραμμένα από λογογράφους θα εκφωνηθούν, κοπιπέιστ από
έναν γκουγκλισμό. Και πόση κατασκευασμένη νοσταλγία, από όσους έκαναν την πάπια
στις μεγάλες του συγκρούσεις με τα κρυμμένα πρόσωπα του φασισμού… Τριάντα χρόνια χωρίς Μάνο Χατζιδάκι, χωρίς τον
κόσμο του. Βλέπω τώρα μεσουρανούντες τον τραμπισμό και τον μπερλουσκονισμό,
αναβαπτισμένους στο γκλίτερ των ινφλουένσερ και του Τικ-Τοκ, στους αλγόριθμους
κατασκευής υπηκόων, βλέπω λουμπενο-Φειδίες στο πλυντήριο Κύπρου, Gilbert and
George με ξεκάλτσωτο μοκασίνι στο ερμπιενμπί Συντάγματος, τσουλο-σελέμπριτι,
γλειφτιάδες, πρακτόρια, hustlers, τους βλέπω να ανανοηματοδοτούν μια Ελλάδα
προτεκτοράτο γκόλντεν βίζα, μια Ευρώπη-Αποικία, ένα συνονθύλευμα βασάλων που
επινοούν εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς και εξωθούνται σε τακτικό πυρηνικό
ολοκαύτωμα. [Βλέπω… Τον εαυτό μου σαλό προφήτη, στο
«Οροπέδιο» του Μιχ. Κατσαρού, στο «Μεσολόγγι» του, νωδός ψαλμωδός να απαγγέλλω
χρησμούς ξηρασίας από το «Κατά Σαδδουκαίων», ψαλμούς του soma από τον «Θαυμαστό
Καινούργιο Κόσμο» του Αλντους Χάξλεϊ. Aκούγεται το «Soma» των Tuxedomoon, από
τα βάθη των Holy Wars του 1985. Αρεσαν στον Χατζιδάκι οι Tuxedomoon, είμαι
βέβαιος.] Κατεβαίνω απ’ τις κορφές του πυρετού. Προσπαθώ
να συλλάβω το Κύριο. Η δεξιά δημαγωγία καναλιζάρει τον θυμό, τη λυσσασμένη
ανημπόρια, την υπαρξιακή εκμηδένιση των κυριαρχούμενων, των ηττημένων του
καπιταλισμού. Τους προσφέρει ισχυρές, απλουστευτικές ταυτότητες, τους δείχνει
εύκολους εχθρούς-στόχους: άλλους ακόμη πιο αδύναμους και αποκλεισμένους, ή
απλώς άλλους. Το έκανε τον Μεσοπόλεμο, στρέφοντας τα ταπεινωμένα πλήθη ξανά
στον πόλεμο και την εκμηδένιση, για να αναγεννηθεί ο καπιταλισμός από τις
κρίσεις του. Παγώνω τον πυρετό. Θυμάμαι πότε και πώς άκουσα
τον «Μεγάλο Ερωτικό», πριν από μισό αιώνα. Ψαύω στο σώμα μου τα ίχνη του. Φέρνω
μισό αιώνα συμπαγή, μπροστά μου, όσο υπάρχει ακόμη, να λάμπει. Αισθηματική αγωγή Δεν άκουσα τον «Μεγάλο Ερωτικό» όταν
πρωτοβγήκε, το 1972· τον άκουσα μετά το 1974, με τη Μεταπολίτευση, ίσως και
’75, όταν στ’ αυτιά μου βούιζε όλο το ροκ της εποχής, ο Μπόουι, οι Pink Floyd
και οι Genesis, το «Βρώμικο Ψωμί», παιγμένα σε μικροσκοπικό κασετόφωνο και
πορτοκαλί πικάπ Philips. Αυτά στο σπίτι. Στα καφενεία και τις ταβέρνες, σε όλα
τα τζουκ μποξ, παντού, ακουγόταν το «Υπάρχω» του Καζαντζίδη. Σε αυτό το τοπίο, ένα απόγευμα στην πλατεία
Μιαούλη Ερμουπόλεως (σαν σκηνή ιταλικού θεάτρου), άκουσα τον «Μεγάλο Ερωτικό»,
στο θαυμαστό Dual ενός μεγαλύτερου φίλου· είχε φέρει τον δίσκο από την Αθήνα
όπου έκανε φροντιστήριο. Τι άκουσα; Δεν μπορούσα να το ταξινομήσω, να
το εντάξω, να το καταλάβω. Μα τι σημασία είχε; Το ένιωθα. Ανοιγόταν ένας
πελώριος καινούργιος κόσμος· το πλησιέστερο σε εκείνη την πρωτόγνωρη μουσική
δεν ήταν η μουσική που ήξερα ώς τότε, ήταν η ποίηση του Καβάφη, του Καρυωτάκη,
του Σεφέρη, όση είχα προλάβει να ρουφήξω. Ο «Μεγάλος Ερωτικός» του Μάνου Χατζιδάκι είναι
από τα έργα τέχνης που διαμόρφωσαν τη γενιά μου, κι εμένα φυσικά. Προσωπικά,
τον βάζω στη δική μου κορυφή της έντεχνης ελληνικής μουσικής, όπως τουλάχιστον
εγώ την προσέλαβα, μαζί με τα «Παράλογα» του ιδίου, τις «Μπαλάντες» και τα
«Λυρικά» του Θεοδωράκη, το «Βρώμικο Ψωμί» του Σαββόπουλου. Πλάι τους και ο
λυρικός Τσιτσάνης. Είπα ότι βρήκα αυτό το έργο πλησιέστερο με
τους ποιητές του ελληνικού 20ού αιώνα. Τότε. Διότι δεν είχα άλλο μέτρο
σύγκρισης μουσικό, είχα μόνο το μυητικό ρίγος της επαφής με τη λογοτεχνία. Μου
πήρε λίγα χρόνια ακόμη, για να συναντηθώ με άλλα μουσικά έργα, που θα
συγκροτούσαν μια σκευή και θα άνοιγαν ορίζοντες. Θυμάμαι πάντα τα πρώτα, τα πιο
ακριβά τατουάζ: την τζαζ του Κολτρέιν, τα κουαρτέτα του Μπετόβεν, τα τραγούδια
του Μάλερ και του Στράους. Ο Χατζιδάκις του Ερωτικού με βοήθησε να μεταβώ και
σε αυτά, ήταν μια αισθηματική αγωγή. Κάποια έργα σε σφραγίζουν και σε ορίζουν. Όχι
σώνει και καλά επειδή σου επιβάλλονται με το μέγεθός τους, αλλά γιατί σε
βρίσκουν ανοιχτό, ανυποψίαστο, παρθένο. Ο «Μεγάλος Ερωτικός» είναι τέτοιο έργο
μυστήριο: σε εισάγει στον λυρισμό, στον πόνο και την εμμέλεια της ύπαρξης, στο
βάρος του έρωτα, στην παρηγοριά της μουσικής. Αυτό σημαίνει για μένα, όση αξία έχει αυτή η
μαρτυρία. Νίκος Ξυδάκης, efsyn.gr