Vekrakos
Spartorama | «Ο Φρανσουά Ωγκύστ Ρενέ ντε Σατωμπριάν στη Σπάρτη και το Μυστρά» από τον Γιάννη Μητράκο

«Ο Φρανσουά Ωγκύστ Ρενέ ντε Σατωμπριάν στη Σπάρτη και το Μυστρά» από τον Γιάννη Μητράκο

Γιάννης Μητράκος 23/08/2023 Εκτύπωση Άρθρα Ιστορία Λακωνία
«Ο Φρανσουά Ωγκύστ Ρενέ ντε Σατωμπριάν στη Σπάρτη και το Μυστρά» από τον Γιάννη Μητράκο
Ο Σατωβριάνδος ήταν Γάλλος πολιτικός και φιλέλληνας και ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της γαλλικής λογοτεχνίας

Ο Φρανσουά Ωγκύστ Ρενέ, υποκόμης ντε Σατωμπριάν, γνωστός στη χώρα μας με το εξελληνισμένο όνομα Σατωβριάνδος, ήταν Γάλλος συγγραφέας, πολιτικός και φιλέλληνας. Θεωρείται ιδρυτής του γαλλικού ρομαντισμού κι ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της γαλλικής λογοτεχνίας. Ο Βίκτωρ Ουγκώ αναγνωρίζοντας την αξία του είχε δηλώσει: «Θέλω να είμαι Σατωβριάνδος ή τίποτα.» 

Ο Σατωβριάνδος γεννήθηκε το 1768 στο Σαιν Μαλό της Βρετάνης. Προερχόταν από ξεπεσμένη αριστοκρατική οικογένεια. Σπούδασε στα κολέγια Ντολ, Ρεν και Ντινάν, όπου διακρίθηκε ιδιαιτέρως. Σχεδιάζοντας το μέλλον του ταλαντευόταν μεταξύ της ναυτικής κι εκκλησιαστικής σταδιοδρομίας. Τελικά κατετάγη ως ανθυπολοχαγός στη φρουρά του Καμπραί. Το 1788 με το βαθμό του λοχαγού έρχεται στο Παρίσι και συναναστρέφεται συγγραφείς της εποχής. Στην πόλη του φωτός δημοσιεύει τους πρώτους στίχους του.

Το 1789 ξεσπά η γαλλική επανάσταση. Ο Σατωβριάνδος αρχικά την αντιμετωπίζει με συμπάθεια αλλά σύντομα απογοητεύεται από τους; επαναστάτες και φεύγει στις Ηνωμένες Πολιτείες για να γνωρίσει τους θεσμούς αυτού του κράτους και τη ζωή των αυτοχθόνων ερυθροδέρμων που θαύμαζε.

Επιστρέφει στη Γαλλία το 1792 και παντρεύεται με τη Σελέστ Μπουισόν, μια γυναίκα που δεν την αγάπησε ποτέ και γι’ αυτό την απατούσε, χωρίς όμως να τη χωρίσει.

Το ίδιο έτος κατατάσσεται στο στρατό των πριγκίπων και πολεμά εναντίον της Επανάστασης. Η γυναίκα του και η αδελφή του Λουσίλ συλλαμβάνονται στην περίοδο της τρομοκρατίας και ο αδελφός του καρατομείται. Στην πολιορκία της Τιονβίλ τραυματίστηκε και στη συνέχεια αυτοεξορίστηκε στο Λονδίνο, όπου έζησε επτά χρόνια σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας. Για να ζήσει δίνει μαθήματα γαλλικής γλώσσας και κάνει μεταφράσεις βιβλίων. Εκεί δημοσιεύει το πρώτο του έργο το «Δοκίμιο για τις Επαναστάσεις», στο οποίο εκφράζει τη δυσπιστία του για όλες τις κοινωνικές εξεγέρσεις.

Το 1798 επανέρχεται στο ρωμαιοκαθολικό δόγμα από το οποίο είχε αποστασιοποιηθεί.

Το 1800 επωφελείται της γενικής αμνηστίας που παραχώρησε ο Ναπολέων κι επιστρέφει στο Παρίσι. Την επόμενη χρονιά δημοσιεύει τα έργα του «Αταλά» και «Ρενέ», εμπνευσμένα από το ταξίδι του στην Αμερική. Σ’ αυτά παρουσιάζει τον άγνωστο παρθένο κόσμο της μακρινής χώρας, κάνοντας την απαρχή του ρομαντισμού.

Το 1802 δημοσιεύει το μνημειώδες έργο του «Το πνεύμα του Χριστιανισμού», μια απολογία του ρωμαιοκαθολικού δόγματος, στην αναβίωση του Καθολικισμού στη Γαλλία, που συνετέλεσε στην αναβίωση του Καθολικισμού στη Γαλλία.

Το 1806 πραγματοποιεί το περίφημο ταξίδι του στην Ελλάδα, τη Μικρά Ασία, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο και την Ισπανία. Τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις του τις κατέγραψε στο βιβλίο «Οδοιπορικόν εκ Παρισίων εις Ιεροσόλυμα», στο οποίο εκφράζει την αρχαιολατρεία του και τη συμπάθειά του στους σκλαβωμένους Έλληνες.

Ο Σατωβριάνδος έζησε μια πλούσια σε εμπειρίες, πολυτάραχη και δημιουργική ζωή. Πέθανε στη διάρκεια της επανάστασης του 1848 και τάφηκε, σύμφωνα με την επιθυμία του, στο νησί Γκραντ Μπε κοντά στη γενέτειρά του.

Στο «Οδοιπορικό» στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, ανάμεσα στους κύριους σταθμούς είχε το Μυστρά και τη Σπάρτη. Είναι αξιοσημείωτο ότι ενώ δίνει στο έργο του την εντύπωση πολυήμερης παραμονής στους τόπους που επισκέφτηκε στη Σπάρτη παρέμεινε μόνο μία ημέρα!

Ο Σατωβριάνδος αντίκρισε τη λακωνική γη από μια βουνοκορφή του βόρειου Πάρνωνα και κατεβαίνοντας προς το Μυστρά πέρασε τον Ευρώτα, χωρίς να το καταλάβει. Γράφει: «…σε λίγο είδαμε μια μικρή, αλλά κομψή γέφυρα, μονότοξη, ριγμένη απάνω από ένα ρυάκι, που ένωνε δυο ψηλούς λόφους. Φτάσαμε στην όχθη του ποταμού και περάσαμε τα διάφανα νερά του ακολουθώντας τον πόρο μεσ΄ από ψηλά καλάμια κι ολάνθιστες ροδοδάφνες. Το ποτάμι αυτό ήταν ο Ευρώτας-και τον πέρασα χωρίς να το ξέρω».

Φτάνοντας στο Μυστρά ο Σατωβριάνδος υπέβαλε τα διαπιστευτήριά του στον Τούρκο Ιμπραήμ μπέη, που τον φιλοξένησε και την επόμενη μέρα πήγε πρώτα στις Αμύκλες με την ελπίδα ότι θα βρει τα ερείπια του Αμυκλαίου Απόλλωνα και τον τάφο του Υάκινθου. Να, πως περιγράφει τη διαδρομή αυτή: «Στις οχτώ το πρωί με τον καινούργιο μου οδηγό κι έναν Έλληνα διερμηνέα, πολύ καλόν άνθρωπο, μα φοβερά αγράμματο, ξεκινήσαμε για τις Αμύκλες, το σημερινό Σκλαβοχώρι. Πήραμε τον πεδινό δρόμο, στους πρόποδες  του Ταΰγετου, ακολουθώντας μικρά μονοπάτια, ισκιερά και χαριτωμένα, που περνούσαν ανάμεσα από περιβόλια. Τα περιβόλια αυτά, ποτισμένα από ρυάκια, που τρέχαν από το βουνό, ήταν κατάφυτα από μουριές, συκιές και συκομουριές. Έβλεπες ακόμα σταφύλια, αγγούρια, άφθονα καρπούζια  και χίλια μύρια χορτάρια. Η ομορφιά του ουρανού κι ο τρόπος που καλλιεργούσαν εδώ τη γη θα μπορούσαν να με κάνουν να πιστέψω πως βρίσκομαι στα περίχωρα του Σαμπερύ. Περάσαμε την Τίασα και φτάσαμε στις Αμύκλες, όπου μέσα στα καλλιεργημένα χωράφια βρήκα καμιά δωδεκαριά εκκλησάκια, σε μικρή απόσταση το ένα από το άλλο. Οι Αλβανοί τα είχαν καταστρέψει».  

Επιστρέφοντας στο Μυστρά ο Σατωβριάνδος περνά από το Παρόρι και βλέπει την πηγή Κέραμος. «Φτάσαμε στο ορεινό χωριό Παρόρι, όπου είδαμε μια μεγάλη πηγή. Τη λέγαν Χιέραμο κι ανάβλυζε άφθονη από την πλευρά του βράχου. Μια κλαίουσα ιτιά την ίσκιωνε απο πάνω, κι από χαμηλά υψωνόταν ένα τεράστιο πλατάνι, που τριγύρω του. Καθισμένοι σε ψάθες, οι ντόπιοι έπιναν τον καφέ τους». Και σε άλλο σημείο αναφέρει: «Γύρω από την πηγή στο Παρόρι υπάρχουν πολλά κομμάτια από μάρμαρα θαμμένα. Πολλά απ’ αυτά έχουν επιγραφές που μπορείς να διακρίνεις ψηφιά ή λέξεις».

Συνεχίζοντας το δρόμο του προς Μυστρά γράφει: «Ακολουθώντας πάντα την πλαγιά του Ταΰγετου, συναντήσαμε και δεύτερη πηγή, την Πανθάλαμα. Πήρε το όνομά της από την πέτρα που αναβλύζει. Σ’ αυτή την πέτρα είδα ένα αρχαίο γλυπτό, όμως πολύ κακότεχνο, που παρίστανε τρεις στεφανηφόρες Νύμφες ορχούμενες. Τέλος βρήκαμε και Τρίτη πηγή, στην Τριτζέλλα, που υπάρχει αποπάνω της το στόμιο ενός σπηλαίου, χωρίς τίποτα το αξιόλογο». Πιθανολογώ ότι η πηγή Πανθάλαμα είναι η πηγή που τρέχει στη ρίζα του ναού του Ιωάννη του Θεολόγου στους Βουβάλους, όπου υπάρχει η μαρμάρινη σαρκοφάγος με τις τρεις παιδικές μορφές.

Φτάνοντας κοντά στο Μυστρά ο Σατωβριάνδος σημειώνει: «Βρισκόμαστε εκείνη τη στιγμή πίσω από το Μυστρά και σχεδόν στους πρόποδες του ερειπωμένου φρούριου, που στέκεται απάνω από την πόλη. Είναι χτισμένο στην κορυφή ενός βράχου που έχει σχήμα σχεδόν πυραμοειδές».

Είναι τέσσερις το απόγευμα, όταν μπαίνει στον κάτω Μυστρά. «Αφήσαμε τα άλογά μας κι ανεβήκαμε στο φρούριο με τα πόδια από το προάστιο των Εβραίων, που σέρνεται σα σαλιγκάρι γύρω από το βράχο ως τη βάση του φρουρίου. Το προάστιο αυτό καταστράφηκε ολότελα από τους Αλβανούς. Μόνο οι τοίχοι των σπιτιών στέκουν ορθοί και μέσα από τα ανοίγματα των πορτοπαράθυρων μπορεί κανείς να ιδεί τα σημάδια από τις φλόγες που καταβρόχθισαν τούτα τα παλαιά καταφύγια της μιζέριας». 

Στις 18 Αυγούστου, πριν να φέξει έρχεται με τους συνοδούς του στη Λακεδαίμονα κι ανεβαίνει στο λόφο της ακρόπολης. «…ήταν ο λόφος της ακρόπολης της Σπάρτης, αφού το θέατρο στηριζόταν στην ακρόπολη. Τα ερείπια που έβλεπα σ’ αυτόν το λόφο ήταν του ναού της Χαλκιοίκου Αθηνάς, αφού ο ναός αυτός ήταν στην ακρόπολη. Τα συντρίμματα και το μακρύ τείχος που είχα περάσει πιο χαμηλά ήταν των Κυνοσούρων, που κατοικούσαν προς τα βόρεια της πόλης».

Από την κορυφή της ακρόπολης αγναντεύει το τοπίο και γράφει χαρακτηριστικά: «Σαν έφτασα στην κορυφή, είδα τον ήλιο που προβάλει πίσω από τα Μενελάια. Τι όμορφο, μα και τι λυπητερό θέαμα! Έβλεπα τον Ευρώτα να κυλάει κάτω από τα χαλάσματα της γέφυρας της Βαβύκας. Ερείπια παντού και μήτε ένας άνθρωπος ανάμεσα στα ερείπια! Ακίνητος και κατάπληκτος έστεκα βλέποντας αυτή τη σκηνή».

Αργότερα το πρωί της ίδιας μέρας ο Σατωβριάνδος πραγματοποιεί έναν περίπατο στις όχθες του Ευρώτα. Γράφει σχετικά: «Η κοίτη του στεγνή σχεδόν τώρα το καλοκαίρι, είναι αμμουδερή, τη στολίζουν μικρά χαλίκια κι είναι γεμάτη από καλαμιές και ροδοδάφνες, που ανάμεσά τους ρέει λιγοστό νεράκι, διάφανο και δροσερό. Πεθαίνοντας από τη δίψα, ήπια απ’ αυτό αχόρταγα. Ήταν θαυμάσιο!».

Και σε άλλο σημείο: «Έδρεψα μερικά λουλούδια σ’ ανάμνηση της Ελένης. Το ευκολομάραντο στεφάνι της ομορφιάς θάλλει ακόμα στις όχθες του Ευρώτα, αλλά η ίδια η ομορφιά έχει χαθεί».

Αργά το απόγευμα, ακολουθώντας την κοίτη του Ευρώτα ο Σατωβριάνδος και η συνοδεία του κατευθύνθηκαν προς την Τρίπολη.


ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΗΤΡΑΚΟΣ  




Οδός Εμπόρων