Vekrakos
Spartorama | Γεωργία Κακουρού-Χρόνη: «Νεκρώσιµος νόστος - Ένας ήρωας γυρίζει στη γη του - Σαράντος Ζαραφωνίτης»

Γεωργία Κακουρού-Χρόνη: «Νεκρώσιµος νόστος - Ένας ήρωας γυρίζει στη γη του - Σαράντος Ζαραφωνίτης»

Γεωργία Κακούρου-Χρόνη 07/09/2025 Εκτύπωση Άρθρα Ιστορία Κοινωνία Παιδεία
Γεωργία Κακουρού-Χρόνη: «Νεκρώσιµος νόστος - Ένας ήρωας γυρίζει στη γη του - Σαράντος Ζαραφωνίτης»
Ευλαβικά κλίνουµε το γόνυ στον Σαράντο Ζαραφωνίτη και σε όλους τους Λάκωνες ήρωες, που τιµώνται σήµερα, και που η θυσία τους εµεγάλυνε το όνοµά τους

Ο Ανδρέας Κάλβος (1792-1869) στην τελευταία στροφή του ποιήµατός του «Ο φιλόπατρις» εκφράζει όχι µόνο την προσωπική του επιθυµία, αλλά και τη διαχρονική πεποίθηση του ελληνικού λαού ότι ο θάνατος γλυκαίνει, όταν ο νεκρός εναποτίθεται στο χώµα της πατρίδας του.


Ας µη µου δώσει η µοίρα µου

Εις ξένην γην τον τάφον

Είναι γλυκύς ο θάνατος

Μόνον όταν κοιµώµεθα

Εις την πατρίδα.


Εµµέσως διαφαίνεται και η θεώρηση περί θανάτου των Ελλήνων που αναζητούν τρόπους να γλυκάνουν τον θάνατο µε τον οποίο δεν είναι συµβιβασµένοι, δεν συναινούν, δεν «υπογράφουν», όπως θα έλεγε ο Νίκος Καζαντζάκης. Στο δηµοτικό τραγούδι, ο κλέφτης τις τελευταίες του στιγµές ζητά από τα παλικάρια του να µην τον εγκαταλείψουν σε έρηµο τόπο αλλά να του φτιάξουν ένα «ωριό κιβούρι […] να µπαίνει ο ήλιος το πρωί και το δροσιό το βράδυ / να µπαινοβγαίνουν τα πουλιά, της άνοιξης τ’ αηδόνια».

Η πίστη του χριστιανού ότι ο θάνατος ανοίγει την πύλη προς την αιώνια ζωή δεν δρα παρηγορητικά, γιατί, όπως σ’ ένα και µόνο στίχο της Φλογέρας του βασιλιά το διατύπωσε ο Κωστής Παλαµάς,[1] «Όσο κι αν είστε χριστιανοί, πάντα είστε ειδωλολάτρες!»· πάντα θα λατρεύουµε τη ζωή και θα αποστρεφόµεθα τον θάνατο.

Η ευχή του Ανδρέα Κάλβου να σκεπαστεί από το χώµα της πατρίδας του υποκρύπτει το καθήκον που αναλαµβάνουν οι ζώντες έναντι των τεθνεώτων· να φροντίσουν δηλαδή να προσφέρουν εκείνο που η µοίρα τούς στέρησε· να τους εναποθέσουν στα πάτρια χώµατα για να γλυκαίνει ο θάνατός τους. Στο περιεχόµενο της λέξης «κηδεία» που κρατά την αρχαιοελληνική σηµασία του ρήµατος «κηδεύω», που θα πει «φροντίζω», εµπεριέχεται και το καθήκον του ενταφιασµού του νεκρού στην πατρίδα του. Και σε ό,τι αφορά στον Ανδρέα Κάλβο το καθήκον αυτό επιτελέσθη µε τη µετακοµιδή των οστών του, το 1960 από την Αγγλία στη Ζάκυνθο· έκτοτε αναπαύονται στο Μουσείο/Μαυσωλείο Σολωµού και Επιφανών Ζακυνθίων.

Η απευχή του Ανδρέα Κάλβου η µοίρα να µην του στερήσει τον τάφο στην πατρίδα του, όπως απολήγει το ποίηµά του «Ο φιλόπατρις», ακολουθεί µακρά πορεία που εκκινεί από την προϊστορία και την ελληνική µυθολογία. Θολωτοί και λαξευτοί τάφοι µαρτυρούν τις ταφικές φροντίδες των Μινωιτών και των Μυκηναίων, που συνεχίζονταν µε τα «νεκύσια», ανάλογα µε τα δικά µας µνηµόσυνα και ψυχοσάββατα, για µεγάλο χρονικό διάστηµα και µετά την ταφή.

Τα δύο µεγάλα έπη, η Οδύσσεια και η Ιλιάδα, τελειώνουν µε την αναφορά στις τιµές που οφείλονται στους νεκρούς. Στην τελευταία ραψωδία της Οδύσσειας, ο Αγαµέµνονας, που συναντά τον Αχιλλέα στον Άδη, τον καλοτυχίζει που δέχτηκε τις νεκρικές τιµές, ενώ ο ίδιος, αν και αρχηγός των Αχαιών, τις στερήθηκε. Αλλά είναι κυρίως στην τελευταία ραψωδία της Ιλιάδας που ο Όµηρος καταγράφει τα ταφικά έθιµα και κυρίως τον «νεκρώσιµο νόστο», την επιστροφή δηλαδή του νεκρού ήρωα, του Έκτορα, στο σπίτι του από τον Πρίαµο, τον γέρο πατέρα του, για να ταφεί µε τις δέουσες τιµές.

Χαρακτηριστικό, ως µια από τις εκδοχές της τιµωρίας του Σίσυφου, είναι και αυτή που περιλαµβάνει ο Αλµπέρ Καµύ (Albert Camus, 1913-1960), στον Μύθο του Σίσυφου, το πολυδιαβασµένο και πολυσχολιασµένο δοκίµιό του, για το παράλογο, που γράφει το 1942: «Λένε ακόµα πως, όταν ο Σίσυφος ήταν ετοιµοθάνατος, θέλησε απερίσκεπτα να δοκιµάσει την αγάπη της γυναίκας του.

Της παράγγειλε να µη θάψει το πτώµα του, αλλά να το πετάξει καταµεσής της δηµόσιας πλατείας. Ο Σίσυφος βρέθηκε στον Άδη. Κι εκεί, εξοργισµένος εξαιτίας µιας υπακοής τόσο αντίθετης στην ανθρώπινη αγάπη, πήρε την άδεια από τον Πλούτωνα να επιστρέψει στη γη για να τιµωρήσει τη γυναίκα του. Μα όταν ξαναείδε την όψη του επάνω κόσµου, γεύτηκε το νερό και τον ήλιο, τις ζεστές πέτρες και τη θάλασσα, δεν ήθελε πια να επιστρέψει στον καταχθόνιο Άδη. Οι ανακλήσεις, η οργή και οι προειδοποιήσεις δεν απέδωσαν τίποτα. Για πολλά χρόνια ακόµα, απόλαυσε την καµπύλη του κόλπου, τη λαµπερή θάλασσα και τα χαµόγελα της γης. Χρειάστηκε η επέµβαση των θεών. Ο Ερµής ήρθε κι άρπαξε τον θρασύ από το σβέρκο και, αποµακρύνοντάς τον από τις χαρές του, τον ξανάφερε διά της βίας στον Άδη όπου τον περίµενε ο βράχος του».[2]

Κι ο Σοφοκλής αντλώντας τα θέµατά του από τον Θηβαϊκό και τον Τρωικό κύκλο, θα µας δώσει, αντίστοιχα, την Αντιγόνη που αψηφά τον Κρέοντα και θυσιάζει τη ζωή της προκειµένου να θάψει τον αδελφό της Πολυνείκη. Και τον Αίαντα που θα ταφεί τελικά, µετά την αυτοχειρία του, µε την παραίνεση του Οδυσσέα, ικανή να κάµψει τις αντιδράσεις του Αγαµέµνονα και του Μενέλαου.

Τη χρονιά που πεθαίνει ο Σοφοκλής, το 406 π.Χ, κατά τα τέλη του Πελοποννησιακού Πολέμου, όπως μας πληροφορεί ο Ξενοφώντας στα Ελληνικά του, οι Αθηναίοι καταδικάζουν σε θάνατο έξι (απέθανον δε οι παρόντες εξ) από τους στρατηγούς, που ναι μεν νίκησαν στις Αργινούσες τους Σπαρτιάτες, υπό τον Καλλικρατίδα, αλλά δεν περισένελεξαν (οι στρατηγοί ουκ ανείλοντο τους αρίστους υπέρ της πατρίδος γενομένους) τους πέντε χιλιάδες ναυαγούς για να τους αποδοθούν στην Αθήνα οι ενδεδειγμένες ταφικές τιμές.

Στη µελέτη της ιστορίας της τέχνης εµµένουµε στα φαγιούµ ως τον συνδετικό κρίκο ανάµεσα στην αρχαία ελληνική ζωγραφική και τη βυζαντινή αγιογραφία. Αλλά οι µορφές αυτές –ανδρικές, γυναικείες, παιδικές– των τριών πρώτων µετά Χριστόν αιώνων που διαφύλαξε η ξηρασία της αιγυπτιακής ερήµου, δεν ήταν παρά η αγαπητική χειρονοµία των ζώντων προς τους νεκρούς τους που επιθυµούσαν µε την απεικόνιση του προσώπου να εξασφαλίσουν και την αθανασία του. Μήπως κι εµείς δεν αποθέτουµε τη φωτογραφία του αγαπηµένου µας νεκρού στον τάφο του;

Το καθήκον προς τους νεκρούς δεν χαρακτηρίζει µόνο τους Έλληνες, αλλά συνυφαίνεται µε την ανθρώπινη κουλτούρα στον χωρόχρονο της παρουσίας της στη γη.

Από τους Αβορίγινες (για να περιοριστώ σ’ ένα παράδειγµα, που αξίωσαν οι νεκροί τους να µην εκτίθενται ως ευρήµατα στα µουσεία, αλλά να τους αποδοθούν για να ενταφιαστούν κατά τα ήθη τους) έως τους Ιταλούς, που πραγµατοποίησαν τη µετακοµιδή των οστών των στρατιωτών τους από το αλβανικό έδαφος στην Ιταλία (1960-1965). Η επιχείρηση αποτελεί και το θέµα του ωραίου βιβλίου του Ισµαήλ Κανταρέ Ο στρατηγός της νεκρής στρατιάς.[3]

Οι ελάχιστες αυτές αναφορές, δεν αναδεικνύουν το εύρος στον χώρο και το βάθος στον χρόνο των ταφικών εθίμων.

Στον χριστιανικό μας κόσμο, ωστόσο, συμπυκνώνονται στον θάνατο του Ιησού· την ημέρα που ο Ιωσήφ, ο από Αριμαθαίας, το «άχραντόν Σώμα, σινδόνι καθαρά, ειλήσας και αρώμασιν, εν μνήματι καινώ κηδεύσας απέθετο», για να ακολουθήσουν οι Μυροφόρες, το μοιρολόγι και το «νεκροστόλισμα» της Παναγιάς· «μικρή παρηγοριά γι’ αυτούς που πια δε ζούνε»:


Σηκώστε τον και φέρτε τον στο νέο το μνήμα,

μες στον ευλογημένο του βάλτε τον τάφο.

Όλο το νεκροστόλισμα που πρέπει το έχει,

μικρή παρηγοριά γι’ αυτούς που πια δε ζούνε.[4]


Αυτήν ακριβώς την παρηγοριά αναζήτησε και η Δήμητρα Ζαραφωνίτη-Χίου, κι η οικογένειά της, με τον «νεκρώσιμο νόστο» του πατέρα της Σαράντου. Ο Σαράντος Ζαραφωνίτης έπεσε στο Λεκσοβίκι. Σύμφωνα με το έγγραφο του Διοικητή του Β2 Λόχου Διαβιβάσεων Γερανίου Κωνσταντίνου: «Ο Σαράντος Ζαραφωνίτης, την 3ην Δεκεμβρίου, έπεσε θύμα εναερίου επιδρομής, καθ΄ ην στιγμήν υπερασπιζόμενος της τιμής και της ελευθερίας της φιλτάτης πατρίδος μας επί του καταληφθέντος υπό των ηρωικών στρατευμάτων μας Αλβανικού εδάφους, εξετέλει το εις ο η πατρίς τον έταξεν ύψιστον καθήκον του».

Τη θυσία του περιγράφει στο ανέκδοτο ημερολόγιό του, ο συμπολεμιστής του, Δημοσθένης Κακούρος. Μεταφέρω από το ημερολόγιο το σχετικό απόσπασμα: «3 Δεκεμβρίου. Επιστρέφομεν εις Λεσκοβίκι. Είμαι λοχίας της υπηρεσίας. Παίρνω 9 στρατιώτες για να φέρομε ξύλα διά τα μαγειρεία. Οταν φτάσαμε μέσα στο χωριό εθεάθησαν  πολλά εχθρικά αεροπλάνα, ευρισκόμεθα ακριβώς μέσα στην πλατεία. Δεν είχαμε προφτάσει να κρυβώμεν και αμέσως αι βόμβαι έπεφταν βροχή, δεν δύναμαι να περιγράψω τι απριβώς έγινε. Το χωριό εσείετο όλο εκ θεμελίων. Το κτίριο που ήμουν κατέρευσε εν μέρει, εσηκώθην όρθιος. Ήμουν καλά. […] δοξάζω τονΘεόν και την υπεραγίαν Θεοτόκον που εσώθην.

Βγαίνοντας έξω από το κτίριο, αντικρίζω ένα θέαμα οικτρόν (εύχομαι ποτέ κανένας να μην ιδεί τέτοιο θέαμα).

Στρατιώται και πολίται διαλυμένοι τελείως. Ήτο αδύνατον να γνωρισθούν. Έβλεπες διάφορα μέλη ανθρώπινα διασκορπισμένα, ζώα και αυτοκίνητα, γεμάτο το μέρος. Θρήνος των γυναικών και των παιδιών μεγάλος. […] Με μεγάλην λύπην και οδύνην είδον φονευθέντα κατά τον ως άνω βομβαρδισμόν τον πολύν φίλον μου Σαράντον Ζαραφωνίτην εκ Σκλαβοχωρίου Σπάρτης. Έπεσαν 5 βόμβες γύρω του και τον διαμέλυσαν. Ανείκε εις τον Β2 Λόχον Διαβιβάσεων και μέναμε συνεχώς μαζί από την ημέραν που παρουσιασθήκαμε εις Αθήνας. Τον πήραμε εις ένα φορείο μαζί με τον στρατιώτην Αιμίλιον Γ. από την Σπάρτη και δύο άλλοι στρατιώται τον μεταφέραμε εις το σχολείο όπου ήσαν και οι άλλοι φονευθέντες. Τον αποχαιρέτησα και την νύχτα εκηδεύθη παρά του φρουραρχείου. Δεν θα τον ξεχάσω ποτέ».

Και ποτέ δεν τον λησµόνησαν πρωτίστως οι άνθρωποί του. Στις 7 Οκτωβρίου του 1985, η κόρη του Δήµητρα, µαζί µε το σύζυγό της, Δηµήτρη Χίο, και τον Δηµοσθένη Κακούρο βρίσκονται στο Λεσκοβίκι. Τα σύνορα ανάµεσα στις δυο χώρες, την Ελλάδα και την Αλβανία, δεν είχαν ανοίξει. Ο Χότζα ζούσε ακόµη· η ελληνική λαλιά απαγορευµένη, οι εκκλησιές βεβηλωµένες (και τα τζαµιά) και από το αλβανικό χώµα είχαν κρυφτεί και οι σταυροί για να µην φανερώνουν τους τάφους των Ελλήνων στρατιωτών. Τα σηµάδια, ωστόσο, που έκρυβαν τα ιερά οστά του Σαράντου Ζαραφωνίτη, ήσαν εκεί· τα είχε βάλει ο συµπολεµιστής του, τα φύλαξε η µνήµη και τα σεβάστηκε ο χρόνος. Σήµανε η ώρα του γυρισµού στο γλυκό χώµα της πατρίδας. Η πρώτη µετακοµιδή οστών από την Αλβανία στην Ελλάδα.

Σαν τούτες τις µέρες, στις 21 Οκτωβρίου του 1985, στην Αγία Παρασκευή των Αµυκλών, έγινε το µνηµόσυνο του Σαράντου Ζαραφωνίτη και τα σεβαστά λείψανα έσµιξαν µε εκείνη που πάντα τον περίµενε· την αγαπηµένη του σύζυγο Καλλιόπη.

Στους Βουλιαράτες, λίγο έξω από το Αργυρόκαστρο, στο πρώτο (το δεύτερο είναι στην Κλεισούρα) οργανωμένο νεκροταφείο Ελλήνων στρατιωτών, που έμειναν για πάντα στο πεδίο της μάχης και της τιμής, εκτός από τους ατομικούς τάφους, γνωστών και άγνωστων στρατιωτών, υπάρχει κι ένα κοινό μνημείο, με την επιγραφή «ανδρών γαρ επιφανών πάσα γη τάφος», που, όπως διευκρινίζει ο Θουκυδίδης στον Επιτάφιο, για τους άντρες αυτούς μια στήλη στην πατρική γη δεν είναι απαραίτητη, γιατί η μνήμη τους χαράσσεται στις καρδιές ολονών μας εσαεί («και ου στηλών μόνον εν τη οικεία σημαίνει επιγραφή, αλλά και εν τη μη προσηκούση άγραφος μνήμη παρ΄ εκάστω της γνώμης μάλλον η του έργου ενδιαιτάται»).

Ευλαβικά κλίνουµε το γόνυ στον Σαράντο Ζαραφωνίτη και σε όλους τους Λάκωνες ήρωες, που τιµώνται σήµερα, και που η θυσία τους εµεγάλυνε το όνοµά τους.[5]


Γεωργία Κακουρού – Χρόνη, periou.gr


[1] Κι ας θυµηθούµε, παρενθετικά, ότι ο απλός λαός µετέτρεψε την κηδεία του Κωστή Παλαµά (28 Φεβρουαρίου 1943) σε πατριωτικό ξέσπασµα κατά του Γερµανού κατακτητή, κι ακολουθώντας τον ιεροφάντη ποιητή του, Άγγελο Σικελιανό, υποκλίθηκε σ’ αυτό το φέρετρο που ακουµπούσε η Ελλάδα!

[2] Albert Camus, Ο µύθος στου Σίσυφου. Δοκίµιο πάνω στο παράλογο, µετ. Ν. Καρακίτσου-Ντουζέ και Μ. Κασαµπάλογλου-Ροµπλέν, 24 Γράµµατα, Αθήνα 2007, σ. 104.

[3] Ισµαήλ Κανταρέ, Ο Στρατηγός της νεκρής στρατιάς, µετ. Κωνσταντίνα Γερ. Ευαγγέλου, εκδόσεις του εικοστού πρώτου, Αθήνα 2007.

[4]  Αγνώστου ποιητή, Τα πάθη του Χριστού. Χριστός πάσχων, έµµετρη µετάφραση Θρασύβουλου Σταύρου, Εταιρεία Σπουδών Σχολής Μωραϊτη, Αθήνα 1973.

[5] Το κείµενο αυτό διαβάστηκε στην εκδήλωση που οργανώθηκε από τον Σύλλογο Ιστορικής Αναβίωσης Σπάρτης και την Περιφερειακή Ενότητα Λακωνίας, µε τίτλο «Οι Λάκωνες στο έπος του 1940», στις 19 Οκτωβρίου 2024, στη Σπάρτη. Σύµφωνα µε τις οδηγίες των διοργανωτών, η οµιλία περιελάµβανε δυο µέρη: α) τα ταφικά ήθη του τόπου µας και β) τη µετακοµιδή των οστών του Σαράντου Ζαραφωνίτη στη γη του.


Οδός Εμπόρων