Vekrakos
Spartorama | «Πέθανε, ναι ή όχι, ο Ιησούς πάνω στο Σταυρό;» από τον Βαγγέλη Μητράκο

«Πέθανε, ναι ή όχι, ο Ιησούς πάνω στο Σταυρό;» από τον Βαγγέλη Μητράκο

Ευάγγελος Μητράκος 13/04/2023 Εκτύπωση Άρθρα Εκκλησία Κοινωνία
«Πέθανε, ναι ή όχι, ο Ιησούς πάνω στο Σταυρό;» από τον Βαγγέλη Μητράκο
«Εδώ, στον Γολγοθά, για πρώτη και τελευταία φορά στον κόσμο, ένας Θάνατος έγινε μάρτυς μιας Ανάστασης»

Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός αποκάλυψε στον Άνθρωπο μια Διδασκαλία, πραγματικά, Υπέροχη και Μοναδική. Την εφαρμογή της  Διδασκαλίας αυτής ο Χριστός ΔΕΝ την επέβαλε, αλλά την άφησε στην απόλυτη Ελευθερία και Ευθύνη του Ανθρώπου, πράγμα μοναδικό στην ιστορία της Ανθρωπότητας, όπου έχουμε δει κοσμοθεωρίες, θρησκείες, ιδεολογίες κλπ, να επιβάλλονται με καταπίεση, βία, πολέμους κλπ, κλπ. Η θέση της ελευθερίας είναι τόσο κυριαρχική μέσα στο όλο πνεύμα του Χριστιανισμού, ώστε, πραγματικά, δεν μπορεί κανείς να φαντασθεί την ελευθερία χωρίς τον Χριστιανισμό και τον Χριστιανισμό χωρίς την ελευθερία. «Αδελφωμένα αυτά τα δύο μαζί επιτρέπουν, εξασφαλίζουν και σφραγίζουν την απεριόριστη άνοδο του ανθρώπου».

Όμως, ο Χριστός, πέρα από ανθρωπο-σωτήριο μήνυμά Του, ήταν Εκείνος που προσέφερε τον Εαυτό Του, τη Ζωή Του την ίδια, για την απολύτρωση του Ανθρώπου από τη δουλεία της αμαρτίας και από τον φόβο του Θανάτου. Κι όταν μιλάμε για «αμαρτία» δεν μιλάμε μόνο για την ηθική-θρησκευτική διάστασή της αλλά και για τα όσα δεινά φέρνει αυτή στον κόσμο: πολέμους, φτώχεια, εκμετάλλευση, αδικία, ανισότητα, κλπ, κλπ.

Αυτόν τον απολυτρωτικό λόγο της ύπαρξής Του στον κόσμο τον εξέφρασε ο Ιησούς με μια συνοπτική αλλά περιεκτική φράση:

«Ο Υιός του Ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι, και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών» (ΜΑΡΚΟΣ).

Κι αυτό ακριβώς το λύτρο ήταν που πληρώθηκε, με τρόπο φρικτό, πάνω στον Γολγοθά, εκεί όπου συνήφθη η «Καινή Διαθήκη» μεταξύ Θεού και Ανθρώπου.

Δεν είναι, λοιπόν, παράξενο, που εκείνοι, οι οποίοι, διαχρονικά, μάχονται τη Διδασκαλία του Χριστού, έχουν στραφεί με ζήλο υπέρμετρο στο να υποστηρίζουν πως ο Χριστός ΔΕΝ πέθανε πάνω στο Σταυρό, οπότε ΔΕΝ υπήρξε και Ανάσταση, και το όλο οικοδόμημα στηρίζεται πάνω σε μιαν απάτη.

Ας δούμε, λοιπόν, πώς ο γνήσιος «ορθολογισμός» επικρατεί πάνω στον ψευδεπίγραφο, με βάση το ερώτημα:

«Πέθανε, ναι ή όχι, ο Ιησούς πάνω στο Σταυρό;»

Για να φτάσουμε σε ορθά συμπεράσματα θα πρέπει να δούμε ΤΙ ακριβώς συνέβη πριν, κατά και μετά τη Σταύρωση του Κυρίου:

Το βράδυ του Μυστικού Δείπνου συλλαμβάνεται ο Ιησούς στον Κήπο της Γεθσημανή από τη Ρωμαϊκή Φρουρά των Ιεροσολύμων και τους υπηρέτες του Ναού, κοντά στα μεσάνυχτα της Πέμπτης προς την Παρασκευή. Από το σημείο αυτό και μέχρι τη Σταύρωση αρχίζει μια διαρκώς ανηφορική πορεία του Κυρίου προς το Μαρτύριο:

Ο Ιησούς σύρεται δεμένος, μέσα στη νύχτα, με προπηλακισμούς και άσκηση σωματικής και ψυχολογικής βίας. Γίνεται η πρώτη Του δίκη μπροστά στον Αρχιερέα Άννα.


Στη συνέχεια, την ίδια νύχτα και με συνοπτικές διαδικασίες, ο Άννας στέλνει, με τον ίδιο τρόπο, τον Ιησού, για να δικαστεί, στον γαμπρό του Καϊάφα, ο οποίος ήταν Αρχιερέας και αρμόδιος για να δικάσει τον Χριστό, μιας και οι Ρωμαίοι είχαν παύσει από τα καθήκοντά του τον Άννα. Στη δεύτερη αυτή φάση της δίκης, ο Ιησούς, δέχεται ακόμα μεγαλύτερη πίεση από το εβραϊκό δικαστήριο και τους ψευδομάρτυρες που επιστρατεύθηκαν, για να στηρίξουν τις κατηγορίες του ιερατείου. Σ’ ένα αποκορύφωμα υποκρισίας ο Καϊάφας «διέρρηξε τα ιμάτιά του» ζητώντας την καταδίκη του Χριστού και οι παριστάμενοι «δικαστές» απεφάνθησαν ότι «ένοχος θανάτου εστί». Κατόπιν, το σκοτεινό συνέδριο διαλύθηκε και ο Ιησούς έμεινε δέσμιος και ξάγρυπνος στην αυλή του Αρχιερέως ως το ξημέρωμα, στα χέρια των υπηρετών του ναού, οι οποίοι τον περιέπαιζαν, τον εξύβριζαν και τον ράπιζαν.

Με το ξημέρωμα της Παρασκευής άρχισε η τρίτη φάση της δίκης, με τον Ιησού να σύρεται ενώπιον του Συνεδρίου, του Ανώτατου Δικαστηρίου των Ιουδαίων, το οποίο συνεδρίαζε στη Στοά που βρισκόταν στα νοτιοανατολικά του ναού των Ιεροσολύμων, όπου όλα τα παριστάμενα μέλη (με ελάχιστες εξαιρέσεις) ήταν αδυσώπητα υπέρ του θανάτου Του.

Επειδή το Μέγα Συνέδριο είχε πρόβλημα να καταδικάσει τον Ιησού ως επαναστάτη κατά της ρωμαϊκής εξουσίας, επέλεξε να καταδικάσει τον Ιησού για βλασφημία και να Τον παραπέμψει, την ίδια κιόλας μέρα, για την πολιτική, πλέον, δίκη ενώπιον του Ρωμαίου διοικητή της Γαλιλαίας, του Πόντιου Πιλάτου.

Ο Πιλάτος γρήγορα διέκρινε την αθωότητα του Ιησού αλλά και τους λόγους για τους οποίους το ιερατείο ήθελε τον θάνατό του και ανακοίνωσε (χωρίς ενδοιασμούς) την αθώωσή του: «Εγώ ουδεμίαν ευρίσκω εν αυτώ αιτίαν». Η απόφαση αυτή εξαγρίωσε τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους, ο Πιλάτος ανησύχησε για το δικό του μέλλον και αναζήτησε διέξοδο, παραπέμποντας τον Χριστό για να δικαστεί (λόγω δικαιοδοσίας, δήθεν) από τον Ηρώδη Αντύπα, τετράρχη της Γαλιλαίας και της Περαίας, που βρισκόταν κι αυτός στα Ιεροσόλυμα για τη γιορτή του εβραϊκού Πάσχα.

Ο Ιησούς, με αξιοπρέπεια, αντιμετώπισε τη χυδαία αγριότητα του Ηρώδη και των αυλικών του που τον καταγέλασαν ως Ιερέα και Προφήτη και αφού τον έντυσαν, εμπαίζοντάς τον, με «λαμπρή εσθήτα» (πιθανώς λευκή, που ήταν ιερατικό ένδυμα), τον έστειλαν πίσω στον Πιλάτο χωρίς να τολμήσουν να τον καταδικάσουν. Πρόκειται ουσιαστικά για τη δεύτερη αθώωση του Ιησού, που οδηγεί στην έκτη (!!!) και τελευταία εναγώνια φάση της όλης Δίκης.

Ο Πιλάτος νιώθει, πλέον, την απόλυτη πίεση του ιουδαϊκού ιερατείου, το οποίο ξεσηκώνει τον όχλο κατά του Ιησού και υπέρ της καταδίκης Του σε θάνατο. Παρά ταύτα, κάνει μιαν ακόμα προσπάθεια προτείνοντας (κατά συνήθειο λόγω της εορτής του Πάσχα) την απελευθέρωση ή του Ιησού ή του Βαραββά. Όταν το μαινόμενο πλήθος επιλέγει τον Βαραββά, ο Πιλάτος, μετέρχεται άλλο μέσο «νά  Τόν παιδεύσει καί νά Τόν απολύσει». Έτσι, παραδίδει τον Ιησού στους στρατιώτες για να τον μαστιγώσουν, ελπίζοντας, προφανώς, πως αυτό θα ικανοποιήσει τα άγρια ένστικτα του ξεσηκωμένου, από το ιερατείο, όχλου.

Μπορεί κανείς εύκολα να φαντασθεί ποια θα ήταν ήδη η κατάσταση του Ιησού, ψυχολογικά και σωματικά, όταν παραδίδεται για μαστίγωση:

Από τα μεσάνυχτα σύρεται από το ένα δικαστήριο στο άλλο, υφιστάμενος ψυχολογική και σωματική βία, προπηλακισμούς και εξευτελισμούς, ξάγρυπνος, νηστικός, διψασμένος, καταπονημένος και μόνος. Και τώρα βρίσκεται μπροστά σε ένα φρικτό μαρτύριο, εκείνο της μαστίγωσης (φραγγέλωσης).


Το φραγγέλιο των Ρωμαίων δεν ήταν ένα απλό μαστίγιο, όπως πολλοί νομίζουν. Επρόκειτο για ένα φρικτό εργαλείο βασανισμού, ένα βαρύ μαστίγιο το οποίο είχε πολλές δερμάτινες λουρίδες, πάνω στις οποίες ήταν δεμένες σφαίρες από μολύβι ή μικρά κοφτερά οστάρια, κότσια από αρνί. Ο καταδικασμένος σε φραγγέλωση γυμνωνόταν και ύστερα δενόταν σκυφτός σε μια κολώνα. Κατόπιν ο μαστιγωτής, ο οποίος ήταν εκπαιδευμένος κι έμπειρος, άρχιζε να χτυπά, όσο πιο δυνατά μπορούσε, τα γυμνά νώτα του καταδίκου, ενώ πολλές φορές, το μαστίγιο έπεφτε στο κεφάλι, στο πρόσωπο ακόμα και στα μάτια του δύσμοιρου βασανιζόμενου. Πολύ σύντομα, με τα πρώτα χτυπήματα, ξεσκιζόταν το δέρμα και η σάρκα, γίνονταν βαθιές πληγές και χαρακιές που αιμορραγούσαν,  απογυμνώνονταν τα κόκαλα της ράχης και κάποια έσπαζαν από τα βαριά χτυπήματα. Συνήθως ο δέσμιος λιποθυμούσε από τους πόνους, ενώ αναφέρονται στην ιστορία και πολλές περιπτώσεις ανθρώπων που πέθαναν την ώρα της φραγγέλωσης.

Αυτό το φρικτό μαρτύριο υπέστη και ο Κύριός μας και ύστερα, αφού τον έλυσαν από την κολώνα του μαρτυρίου, οι βάναυσοι Ρωμαίοι στρατιώτες και μαστιγωτές τον προπηλάκισαν και τον ενέπαιξαν, καρφώνοντάς του στο κεφάλι το ακάνθινο στεφάνι, τυλίγοντάς τον περιπαικτικά με μια κόκκινη χλαμύδα και βάζοντάς του στα δεμένα χέρια ένα καλάμι ως σκήπτρο. Με το κορμί τσακισμένο και ματωμένο παντού από το φραγγέλιο, με τα αγκάθια του στεφανιού καρφωμένα στο κεφάλι και στο μέτωπο να έχουν ανοίξει πληγές που πονούσαν κι αιμορραγούσαν διαρκώς, φέρνουν τον Ιησού και πάλι μπροστά στον Πιλάτο. Και ήταν τέτοια η εικόνα του βασανισμένου Ιησού που ακόμα κι ο Πιλάτος, αυτός ο σκληρός πολεμιστής που είχε δει αίματα και θανάτους πολλούς στη στρατιωτική του ζωή, λύγισε. Γι’ αυτό, μόνο δυο λόγια μπόρεσε να απευθύνει προς το πλήθος παρουσιάζοντάς του τον τσακισμένο Χριστό κι ελπίζοντας (ίσως) πως έστω και την ύστατη ώρα θα τον λυπηθούν:

«Ecce homo!» (Ιδού ο άνθρωπος!).


Όταν, όμως, ο όχλος κραύγασε «Άρον, Άρον! Σταύρωσον αυτόν», ο Πιλάτος αφού ένιψε συμβολικά τα χέρια του, αποποιούμενος την ευθύνη, παρέδωσε τον Ιησού για να σταυρωθεί.

Ήταν η ώρα 9 το πρωί της Παρασκευής και δεν χρειάζεται να είναι κανείς Χριστιανός για να ριγήσει από συγκίνηση και ψυχική οδύνη όταν σκεφθεί τι είχε ήδη υποστεί ο Ιησούς μέσα σε 9 μόλις ώρες, από τα μεσάνυχτα της Πέμπτης προς Παρασκευή έως τις 9 το πρωί της Παρασκευής, που βγήκε η τελική απόφαση του Πιλάτου.

Πάνω στον εξουθενωμένο Ιησού, πάνω στο τσακισμένο του σώμα και στην πληγιασμένη, βαθιά, πλάτη του, φορτώθηκε, σύμφωνα με το τελετουργικό της εκτέλεσης, ο βαρύς Σταυρός, από σκληρό και ακατέργαστο ξύλο, για να κουβαληθεί στον Γολγοθά. Παρά τα βάσανα και την ταλαιπωρία ο Ιησούς κατόρθωσε να κουβαλήσει για λίγο στην πλάτη του τον Σταυρό και μετά κατέρρευσε, εξαντλημένος, πέφτοντας με το πρόσωπο στη γη κάτω από το βάρος του Σταυρού. Ήταν τότε που οι Ρωμαίοι, οι οποίοι βιάζονταν να τελειώσουν, αγγάρευσαν τον περαστικό Σίμωνα τον Κυρηναίο να κουβαλήσει εκείνος τον Σταυρό. Κάπως έτσι, με τον Χριστό να δέχεται στην τελευταία μαρτυρική του πορεία πάνω στη γη, όλη την τραχύτητα και τη βαναυσότητα των αποκτηνωμένων Ρωμαίων στρατιωτών και του πλήθους, έφτασαν στον Γολγοθά, τον τόπο της εκτέλεσης. Εκεί, όπως διηγείται ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, έδωσαν στον Ιησού να πιεί ένα μίγμα από ξύδι και χολή: «και ελθόντες εις τόπον λεγόμενον Κρανίου τόπος έδωκαν εις αυτόν να πίει όξος μεμιγμένον μετά χολής και γευθείς ουκ ηθέλησεν. Και εσταύρωσαν αυτόν…».

Η χολή που αναφέρεται εδώ είναι δηλητηριώδες φυτό, που μαζί με το ξύδι δημιουργεί ένα αναισθητικό ποτό, το οποίο, προφανώς, οι Ρωμαίοι εκτελεστές έδιναν στον καταδικασμένο να πιεί, ώστε να διευκολυνθούν κατά τη διαδικασία της σταύρωσης, κάμπτοντας τις αντιστάσεις του.

Με βιαστικές κινήσεις που είχαν αποκτηθεί από εμπειρία και είχαν γίνει συνήθεια, οι εκτελεστές λύνουν τα χέρια Του, τον ξεγυμνώνουν και ξαπλώνουν το έξαιμο και καταπονημένο Του σώμα, με τα χέρια ανοιχτά, πάνω στο Σταυρό, καρφώνοντας με μεγάλα καρφιά τα χέρια και τα πόδια του.

Ο Pierre Barbet (1884–1961) Γάλλος γιατρός και επικεφαλής χειρουργός στο νοσοκομείο Saint Joseph στο Παρίσι, εκτελώντας διάφορα πειράματα πάνω σε πτώματα, διαπίστωσε πως είναι αδύνατον το καρφί πού περνάει ανάμεσα στα κόκαλα της παλάμης να συγκρατήσει το ανθρώπινο σώμα, ακόμη και αν αυτό στηρίζεται με καρφιά από τα πόδια. Κάτω από το βάρος του σώματος τα καρφιά θα έσχιζαν την παλάμη και ο σταυρωμένος θα έπεφτε προς τα εμπρός. Ο ίδιος χειρουργός απέδειξε ότι το μόνο σημείο στα χέρια τού ανθρώπου πού μπορεί να στηρίξει το σώμα, αν περάσει ένα καρφί απ’ αυτό, είναι ο καρπός, στο σημείο που ονομάζεται ο χώρος του destot, ανάμεσα σε δύο οστάρια του καρπού. Στο σημείο αυτό το καρφί (εκτός άλλων) έρχεται σε επαφή και με το μέσο νεύρο του χεριού, πράγμα που δημιουργεί πρόσθετους, αφόρητους και διαρκείς πόνους στον σταυρωμένο.

Τέλος, για το καρφί των ποδιών, βρέθηκε από τον γιατρό Pierre Barbet ότι αυτό μπορεί να περάσει και να συγκρατεί τα καρφωμένα πόδια αποτελεσματικά, μόνο ανάμεσα στο δεύτερο και στο τρίτο μετατάρσιο. Ευρήματα του 1968 σε τάφους στην Ανατολική Ιερουσαλήμ μας δείχνουν ότι υπήρχαν και άλλοι που σταυρώθηκαν στα πόδια με τον τρόπο αυτό.


Ή με τον τρόπο αυτόν ή διαφορετικά (λίγη σημασία έχει) καρφώθηκε ο Ιησούς πάνω στο ξύλο, υψώθηκε ο Σταυρός κατακόρυφα και άρχισε πλέον ένας άλλος κύκλος μαρτυρίου πάνω σ’ όλα όσα είχαν προηγηθεί: Το μαρτύριο του ασφυκτικού θανάτου.

Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου εφαρμοζόταν στον γερμανικό στρατό μια ποινή που ονομαζόταν Aufbinden. Έδεναν τα χέρια του τιμωρημένου ψηλά, από έναν πάσαλο, έτσι ώστε να μην ακουμπούν τα πόδια του στη γη. Σύντομα, το άτομο αυτό παρουσίαζε φαινόμενα ασφυξίας. Οι αναπνευστικές του κινήσεις γινόντουσαν εξαιρετικά δύσκολες και εργώδεις, το αίμα του συγκεντρωνόταν με μεγάλη πίεση στο κεφάλι, οι φλέβες του πρήζονταν, το κεφάλι του γινόταν όλο και πιο υπεραιμικό, ο άνθρωπος, σύντομα, έφθανε σε λιποθυμία και αν δεν έκοβαν, δεν προλάβαιναν να κόψουν, το σχοινί, μπορούσε και να πεθάνει. Αξίζει να σημειωθεί ότι και στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Γερμανοί, εφάρμοσαν το μαρτύριο Aufbinden  σε κρατούμενους του Νταχάου και αναφέρονται αρκετές φρικιαστικές περιπτώσεις, όπου άνθρωποι πέθαναν και θανατώθηκαν με τον τρόπο αυτόν. Αυτόπτες μάρτυρες τέτοιων εκτελέσεων περιγράφουν φρικώδεις καταστάσεις στο τελικό στάδιο, όταν το πρόσωπο τού ανθρώπου πραγματικά παραμορφώνεται όπως του κρεμασμένου, ο θώρακάς του διατείνεται σε αφάνταστο βαθμό, το κοιλιακό τοίχωμα δημιουργεί μια βαθιά κοιλότητα, ο άνθρωπος περιβρέχεται από ιδρώτα, τόσο, πού όπως λένε οι μάρτυρες πού ήταν μπροστά, δημιουργούνταν μια λίμνη μεγάλη από ιδρώτα κάτω από τα πόδια τού δυστυχισμένου αυτού καταδίκου.

Είναι, λοιπόν, φανερό ότι ο Σταυρωμένος Ιησούς βρέθηκε ακριβώς στην ίδια και χειρότερη απ’ αυτήν κατάσταση:

Το βάρος του σώματός Του δημιουργούσε έλξη σε όλο Του το κορμί κι αυτό εμπόδιζε την αναπνοή Του, δημιουργώντας ασφυξία. Εξαιτίας αυτής της κατάστασης και λόγω της μεγάλης πίεσης στο θώρακα η κυκλοφορία του αίματος γινόταν με μεγάλη δυσκολία και δημιουργούνταν συμφόρηση αίματος στο κεφάλι. Η μόνη διέξοδος που είχε ο Ιησούς (και κάθε σταυρωμένος) ήταν να στηριχτεί πάνω στα καρφωμένα Του πόδια, ώστε να μπορέσει να πάρει κάποιες ανάσες και να κυκλοφορήσει το αίμα Του.

Αυτό, όμως, κρατούσε λίγα λεπτά και μετά, λόγω εξάντλησης, ξαναρχόταν στην αρχική θέση της ασφυξίας. Αυτή η αγωνιώδης προσπάθεια συνεχιζόταν πάλι και πάλι ώσπου τέλειωναν και οι τελευταίες δυνάμεις του σταυρωμένου, έπεφτε σε μόνιμη, πλέον, θέση εξάρτησης από τα καρφιά των χεριών και πέθαινε από ασφυξία και κυκλοφορική ανεπάρκεια. Μέσα απ’ αυτές τις επιστημονικές εξηγήσεις φωτίζεται ακόμα περισσότερο εκείνη η τελευταία δραματική στιγμή του Χριστού, πριν αφήσει την τελευταία του πνοή πάνω στο Σταυρό, έτσι όπως την περιγράφει το Ευαγγέλιο:

«και φωνήσας φωνή μεγάλη ο Ιησούς είπε· πάτερ, εις χείρας σου παρατίθεμαι το πνεύμα μου· και ταύτα ειπών εξέπνευσεν.» (ΛΟΥΚΑΣ)

Πραγματικά, όλα αυτά τα φαινόμενα που περιγράφουν και τεκμηριώνουν αναλυτικά οι επιστήμονες-γιατροί, ζωντανεύουν μέσα από τις διηγήσεις των Ευαγγελίων και αποτελούν μοναδική Μαρτυρία Αλήθειας και Αυθεντικότητας. Φωτίζουν, επίσης, τα Ευαγγέλια, σ’ όλο του το τραγικό και φρικτό μέγεθος, το Σταυρικό Μαρτύριο του Ιησού, ένα μαρτύριο που όμοιό του ΔΕΝ έχει υπάρξει στην ανθρώπινη Ιστορία. Ακόμα και οι Ρωμαίοι, που ήταν εθισμένοι στη σκληρότητα, στα βασανιστήρια και στο αίμα, θεωρούσαν τον σταυρικό θάνατο τόσο σκληρό και άθλιο, ώστε με νόμο είχαν ορίσει να εφαρμόζεται η εκτέλεση στο σταυρό μόνο για τους δούλους και τους προδότες. Ο φημισμένος Ρωμαίος ρήτορας Κικέρων, πού είχε παρακολουθήσει θάνατο επάνω στον σταυρό, τον ονομάζει: «Cruderissimum et deterimum Supplicium» δηλαδή «Η σκληρότερη και χειρότερη εκτέλεση».

Όταν οι Ρωμαίοι ήθελαν να επισπεύσουν το θάνατο (όπως στην περίπτωση του Ιησού που σε 3 ώρες έδυε ο ήλιος και έμπαινε Σάββατο, που τύχαινε να είναι Πάσχα αλλά και επίσημη αργία), έσπαζαν τα σκέλη δηλ. τις κνήμες των κρεμασμένων, οπότε, μη έχοντας, πλέον, στήριξη του σώματος, η ασφυξία επιταχυνόταν και ο θάνατος ερχόταν πολύ γρήγορα. Επρόκειτο, κατ’ ουσίαν, για την χαριστική βολή. Για τον λόγο αυτόν έσπασαν τα πόδια των δύο «Ληστών» που ζούσαν ακόμα αλλά όχι του Χριστού, αφού διαπίστωσαν πως είχε ήδη πεθάνει. Στο σημείο αυτό εστιάζονται οι αρνητές του Θανάτου και της Ανάστασης του Κυρίου, επιχειρηματολογώντας πως επρόκειτο περί νεκροφάνειας και οι Ρωμαίοι απατήθηκαν και άφησαν τον Χριστό να ζήσει, ώστε στη συνέχεια οι μαθητές του να σκηνοθετήσουν την Ανάσταση. Πραγματικά αποτελεί μωρία να πιστεύει κάποιος, ότι ο Χριστός, μετά από τέτοιου είδους μαρτύρια και μετά τη Σταύρωση, ήταν ακόμα ζωντανός και, μάλιστα, σε τέτοια καλή κατάσταση, ώστε μέσα σε 3 μέρες να εμφανιστεί πλήρης υγείας και δύναμης μπροστά στους μαθητές Του και πως ο Ρωμαίος αξιωματικός αλλά και οι στρατιώτες του αποσπάσματος που είχαν δει πολλούς θανάτους στα πεδία του πολέμου αλλά και πολλές θανατώσεις με σταύρωση, ήταν δυνατόν να απατηθούν και να μην μπορούν να ξεχωρίσουν έναν νεκρό από έναν ζωντανό. Εξάλλου, επειδή οι Ρωμαίοι δεν άφηναν τίποτε στην τύχη, ο Κεντυρίων, ο εκατόνταρχος, δεν αρκέσθηκε σ’ αυτήν την πειστική γι’ αυτόν απόδειξη, αλλά διέταξε (για να έχει απόλυτη σιγουριά) την λόγχιση της πλευράς του Ιησού:

«Επί δε τον Ιησούν ελθόντες ως είδον αυτόν ήδη τεθνηκότα, ου κατέαξαν αυτού τα σκέλη, αλλ΄  εις των στρατιωτών λόγχη αυτού την πλευράν ένυξε, και ευθέως εξήλθεν αίμα και ύδωρ. και ο εωρακώς μεμαρτύρηκε, και αληθινή αυτού εστιν η μαρτυρία, κακείνος οίδεν οτι αληθή λέγει, ίνα και υμείς πιστεύσητε.»

(Ιωάννης ΙΘ΄)


Ακόμα κι αν δεχθούμε πως ο Χριστός ήταν ακόμα ζωντανός και οι Ρωμαίοι απατήθηκαν, δεν υπήρχε περίπτωση, μετά από ένα τέτοιο χτύπημα με τη λόγχη, να επιβιώσει.

Όμως, η μαρτυρία του Ιωάννη, ο οποίος ήταν αυτόπτης μάρτυρας της Σταύρωσης αποκαλύπτει και μιαν άλλη αλήθεια: Η φράση «αίμα και ύδωρ» πέρα από την θεολογική της ερμηνεία έχει και την επιστημονική, η οποία αποδεικνύει με αναμφισβήτητο τρόπο τον θάνατο του Ιησού:

«Ακόμη και πριν πεθάνει -και αυτό είναι επίσης σημαντικό- το ολιγαιμικό σοκ θα Του είχε προξενήσει παρατεινόμενη ταχυκαρδία, η οποία θα οδηγούσε σε καρδιακή ανεπάρκεια συνεπαγόμενη περικαρδιακή συλλογή, δηλαδή τη συλλογή υγρού στην καρδιακή κοιλότητα, αλλά και πλευριτική συλλογή, δηλαδή τη συλλογή υγρού γύρω από τους πνεύμονες».

«Γιατί είναι σημαντικό αυτό;» ρώτησα.

«Εξαιτίας αυτού που συνέβη, όταν ο Ρωμαίος στρατιώτης ήρθε επί τόπου και είχε τη βεβαιότητα ότι ο Ιησούς είχε πεθάνει, το επαλήθευσε με το να Τον τρυπήσει με τη λόγχη του στη δεξιά Του πλευρά. Κατά πάσα πιθανότητα ήταν η δεξιά Του πλευρά. Αυτό όμως δεν είναι βέβαιο, αλλά από την περιγραφή μάλλον ήταν η δεξιά μεριά, ανάμεσα στα πλευρά».

«Η λόγχη φαίνεται πως πέρασε διαμέσου του δεξιού πνεύμονα και δια μέσου της καρδιάς, έτσι που, όταν τραβήχτηκε για να βγει, συμπαρέσυρε και μερικό υγρό από την περικαρδιακή συλλογή και τη συλλογή υγρού στον πλευρικό χώρο. Το υγρό αυτό θα έμοιαζε με καθαρό νερό και θα το ακολουθούσε μια μεγάλη ποσότητα αίματος, όπως ο αυτόπτης μάρτυρας Ιωάννης περιγράφει στο Ευαγγέλιό του».

Δρ. ALEXANDER METHERELL, Αμερικανός Ιατροδικαστής (Από το υπό έκδοση βιβλίο του δημοσιογράφου LEE STROBEL: “Η υπόθεση Ιησούς”)

Να σημειωθεί και κάτι άλλο που επισημαίνουν και πολλοί άλλοι γιατροί, πως, δηλαδή, αν ζούσε ακόμα ο Χριστός πριν από τον λογχισμό, από όπου κι αν προερχόταν το αίμα που έτρεξε, θα ήταν μια ροή με σφύξεις, η οποία θα μαρτυρούσε την παρουσία ζωής. Όμως, μετά από εκείνη τη μία και μοναδική ροή ύδατος και αίματος δεν παρουσιάσθηκε πλέον καμία άλλη. Επίσης ένα τόσο μεγάλο τραύμα δεν προκάλεσε καμία αντίδραση από τον Σταυρωμένο Ιησού κι αυτή η έλλειψη αντίδρασης έδωσε στον Κεντυρίωνα και στους στρατιώτες την απόλυτη βεβαιότητα πως ο Χριστός είχε πεθάνει.

Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί, ότι μετά τη διαπίστωση του θανάτου του Ιησού, οι στρατιώτες δεν κατέβασαν αμέσως το σώμα Του από τον σταυρό. Ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ο μυστικός μαθητής του Χριστού, φεύγει από τον Γολγοθά, πηγαίνει στον Πιλάτο και ζητά το σώμα του Ιησού για να το θάψει. Ο Πιλάτος, απόλυτα νομοταγής, τυπικός και πειθαρχικός στα καθήκοντά του, δεν έδωσε αμέσως την άδεια στον Ιωσήφ. Κάλεσε πρώτα τον Κεντυρίωνα να του επιβεβαιώσει ότι πράγματι ο Χριστός είχε πεθάνει και αφού έλαβε την επιβεβαίωση, έδωσε την άδεια στον Ιωσήφ να κατεβάσει από τον σταυρό τον Ιησού:

«Ο δε Πιλάτος εθαύμασεν ει ήδη τέθνηκε, και προσκαλεσάμενος τον κεντυρίωνα επηρώτησεν αυτόν ει πάλαι απέθανε· και γνούς από του κεντυρίωνος εδωρήσατο τω σώμα τω Ιωσήφ.» (ΜΑΡΚΟΣ)

Πώς είναι δυνατόν, λοιπόν, ύστερα από όλα αυτά, να υπάρχουν ακόμα υποστηρικτές και θιασώτες της θεωρίας πως ο Χριστός δεν πέθανε πάνω στο Σταυρό;

Τέλος, υπάρχει και η διαδικασία της ταφής, που δίνει ένα ακόμα πρόσθετο στοιχείο περί της αληθείας του θανάτου του Κυρίου:

«Και αγοράσας σινδόνα και καθελών αυτόν ενείλησε τη σινδόνι και κατέθηκεν αυτόν εν μνημείω, ο ήν λελατομημένον εκ πέτρας, και προσεκύλισε λίθον επί την θύραν του μνημείου.» ΜΑΡΚΟΣ


Αυτό το σεντόνι που αναφέρει ο Ευαγγελιστής, με το οποίο τύλιξαν το σώμα του Ιησού, ήταν (σύμφωνα με τα ιουδαϊκά έθιμα) βουτηγμένο σε μείγμα 100 λίτρων σμύρνας και αλόης, δύο αρωματικών ουσιών, που όταν αναμειγνύονται δημιουργούν ένα παχύρρευστο, κολλώδες και αδιαπέραστο μείγμα, έτσι ώστε το σεντόνι όχι μόνο να τυλίγει το σώμα του νεκρού, αλλά να κολλά πάνω του και να γίνεται ένα μ’ αυτό. Ήταν ποτέ δυνατόν ένας ζωντανός άνθρωπος να τυλιχθεί σ’ ένα τέτοιο σεντόνι και να επιβιώσει;

Ώστε, λοιπόν, το ότι ο Χριστός πέθανε πάνω στον Σταυρό, έχει πλέον αποδειχθεί με τον πλέον θετικό και αδιαμφισβήτητο τρόπο ΚΑΙ Ορθολογικά ΚΑΙ από την Ιατρική Επιστήμη.

Και η απόδειξη (πέραν της Πίστεως) του θανάτου του Ιησού είναι, κατ’ επέκτασιν, ΚΑΙ η μεγάλη απόδειξη της Αναστάσεώς Του εκ νεκρών.

Εδώ, στον Γολγοθά, για πρώτη και τελευταία φορά στον κόσμο, ένας Θάνατος έγινε μάρτυς μιας Ανάστασης.


Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ υπήρξε νίκη όχι μόνο ενάντια στο θάνατό Του, αλλά γενικά πάνω στο θάνατο. «Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, Άδου την καθαίρεσιν...»

Ο θάνατος ως εικόνα της φθοράς και της υποταγής νικήθηκε. Και τώρα βέβαια πεθαίνουμε σωματικά οι άνθρωποι, αλλά η απελπισία του θανάτου καταργήθηκε.

Σ` όλη την ανθρώπινη φύση δόθηκε η δυναμική της Ανάστασης. Η Ανάσταση του Χριστού θα ήταν χωρίς νόημα αν δεν ήταν πανανθρώπινο επίτευγμα, εάν όλο το Σώμα δεν μπορούσε να αναστηθή μαζί με την κεφαλή. Το λέει με σαφήνεια ο Απόστολος Παύλος:

«Ει νεκροί ουκ εγείρονται, ουδέ Χριστός εγήγερται» (Α/ Κορ. ιε, 16).

Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος +, ΑΓΙΟΝ ΠΑΣΧΑ 2003

 

 

Σπάρτη 11-4-2023

Βαγγέλης Μητράκος


Οδός Εμπόρων