Vekrakos
Spartorama | Γ.Κ. Κατσίμπαλης - Γιώργος Σεφέρης: «Αγαπητέ μου Γιώργο»

Γ.Κ. Κατσίμπαλης - Γιώργος Σεφέρης: «Αγαπητέ μου Γιώργο»

Spartorama 16/07/2022 Εκτύπωση Άρθρα Κοινωνία Παιδεία Πολιτισμός
Γ.Κ. Κατσίμπαλης - Γιώργος Σεφέρης: «Αγαπητέ μου Γιώργο»
H αλληλογραφία δύο κολοσσών
Οδός Εμπόρων

«ΑΓΑΠΗΤΕ ΜΟΥ ΓΙΩΡΓΟ, 

…. Αρχινάω να πιστεύω πως είσαι αχάριστος ή αγιάτρευτα εγωκεντρικός. Ο Παλαμάς, ακόμα προχτές δεν υποστήριζε σε κάποιον, πως δε μπορώ να έχω ακριβή αντίληψη της αξίας σου, θολωμένος όπως είμαι από τη φιλία μου προς εσένα; Κι όταν του διάβασα ένα κομμάτι από τη μελέτη του Καραντώνη, δεν έμεινε σκεφτικός και δε μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του: “Τυχερός ο Σεφέρης να βρει μια τέτοια αναγνώριση από τα πρώτα του βήματα, ενώ γι’ άλλους περάσανε χρόνια …κι ακόμα!”. 

Μη θυμώσεις που σου τα γράφω αυτά, αλλά -μα την πίστη μου!- δεν βλέπω το λόγο να παραπονιέσαι και να τα βάζεις με τους πάντες και τα πάντα (...)  Αϊντε, λοιπόν, κουράγιο κι ανασκουμπώσου! Με το πρώτο σου βιβλίο, δεν κρίθηκες εσύ αλλά οι κριτές σου. Στο δεύτερο βιβλίο σου αποβλέπουμε, όλοι όσοι πιστέψαμε σε σένα, να προεκτείνει και να συμπληρώσει το δίδαγμα του πρώτου. Γι΄ αυτό πρέπει να βρεις κάτι πολύ πιο μεστό, πολύ πιο γερό από τη “Στροφή”(...) Δεν ξέρω τι έχεις στο νου σου, κι ούτε μπορεί να επιβάλει κανείς στο δημιουργό σχέδια και προγράμματα, αλλά -πίστεψέ με- είναι η γνώμη του ειλικρινέστερου και πιο φωτισμένου -ίσως- αναγνώστη σου και θαυμαστή σου»... 

Ο άνθρωπος που τον Νοέμβριο του 1931 έστελνε τις παραπάνω γραμμές στον Γιώργο Σεφέρη στο Λονδίνο, ο μόνος ίσως φίλος του που μπορούσε να είναι μαζί του απόλυτα ειλικρινής, είναι ο μυθικός «Κολοσσός του Μαρουσιού» του Χένρι Μίλερ, ο Γιώργος Κατσίμπαλης (1899-1978). Ένας άντρας που, σύμφωνα με την περιγραφή του Αμερικανού συγγραφέα, είχε τη φυσική κατατομή ενός ταύρου, την επιμονή αρπαχτικού, την ευελιξία αίλουρου, την τρυφερότητα αμνού και την ντροπαλοσύνη περιστέρας. Ένας άντρας δυνατός, ζωτικός, αθυρόστομος, αλλά και αφοσιωμένος και ζεστός, λάτρης του Βενιζέλου, του Παλαμά και του καλού φαγητού, ένας μαικήνας των γραμμάτων μας, που, με τη θρυλική μαγκούρα του και την εκρηκτική ιδιοσυγκρασία του, μολονότι δεν δημοσίευσε τίποτε δικό του όσο ζούσε, άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του. 

Πέρα από θεμελιωτής της βιβλιογραφίας της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας, ο Κατσίμπαλης υπήρξε ο εμψυχωτής της Γενιάς του ΄30 κι ο πιο ένθερμος υποστηρικτής του σεφερικού έργου. Η δε αλληλογραφία του με τον Σεφέρη, η οποία καλύπτει σχεδόν μισό αιώνα, αποτελεί ένα παράθυρο τόσο στα τεκταινόμενα της νεοελληνικής πνευματικής ζωής όσο και στον εσωτερικό κόσμο των δυο αντρών. 

«Σου απαγορεύω να κόψεις το παραμικρό», προειδοποιούσε στα τελευταία του ο Κατσίμπαλης τον Γ. Π. Σαββίδη, ο οποίος είχε εκφράσει την επιθυμία να επιμεληθεί την έκδοση των 452 επιστολών. «Ούτε ο Σεφέρης ούτε εγώ έχουμε τίποτα να φοβηθούμε από την αλήθεια -την πάσα αλήθεια! Λάθη ασφαλώς εκάναμε στη ζωή μας. Ατιμίες, όμως, όχι, ούτε μπαμπεσιές!». 

Οι πανεπιστημιακές ασχολίες του Σαββίδη και, αργότερα, οι περιπέτειες της υγείας του τον οδήγησαν να παραδώσει τη σκυτάλη του εγχειρήματος στον βιβλιογράφο και ποιητή Δημήτρη Δασκαλόπουλο. Ωστόσο, τα οικονομικά εμπόδια για την υλοποίηση της έκδοσης, έμοιαζαν για χρόνια ανυπέρβλητα. Τελικά, μαικήνας της υπόθεσης αποδείχτηκε το Ίδρυμα Νιάρχος. Κι έτσι, το 2009, οι δύο τόμοι με τον κοινό τίτλο «Αγαπητέ μου Γιώργο» είδαν το φως από τις εκδόσεις Ίκαρος.

 

Πέρα από θεμελιωτής της βιβλιογραφίας της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας, ο Κατσίμπαλης υπήρξε ο εμψυχωτής της Γενιάς του ΄30 κι ο πιο ένθερμος υποστηρικτής του σεφερικού έργου. Η δε αλληλογραφία του με το Σεφέρη, η οποία καλύπτει σχεδόν μισό αιώνα, αποτελεί ένα παράθυρο τόσο στα τεκταινόμενα της νεοελληνικής πνευματικής ζωής όσο και στον εσωτερικό κόσμο των δυο αντρών.

«Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μεγάλο πράμα είναι για μένα να νιώθω κάτω στην Αθήνα έναν άνθρωπο κοντά μου…», ομολογεί ο Σεφέρης στον φίλο του. «Από τότες που έφυγα, από τη μέρα που έπαψα να ζω ανάμεσα Ομόνοια και Σύνταγμα, Ελεύθερον Βήμα και Εστία κτλ, πολλά πράγματα που τριγυρνούσαν και μάλωναν μέσα μου φανερώθηκαν, πιο ξελαγαριασμένα, πιο γυμνά, πώς να πω, στερεοσκοπικά. Θα ήθελα να τα ονομάσω όλα μαζί την «ελληνική επίδραση», αφού οι άλλοι δεν ξέρουν τίποτε άλλο από την «ξένη επίδραση». Τουτέστι, με λίγα λόγια, να σου λείπει η Ελλάδα, όπως σου λείπει η γυναίκα ή το τσιγάρο, να ζεις, να κουράζεσαι, ν’ αρρωσταίνεις, ν’ αγαπάς, να παθαίνεις, με την Ελλάδα πάντοτε παρούσα κατάσαρκα πάνω σου και χυμένη μέσα στις πέντε σου αισθήσεις (…) Ξέρω τι θα πει να ΄χει γεννηθεί κανείς Ρωμιός. Αγαπώ τη μοίρα μου γιατί έτσι μονάχα μπορεί να ζήσω και να καταλάβω τον κόσμο»…

 

Μέσα από την αλληλογραφία τους, παρακολουθούμε δυο συνομήλικους σχεδόν άντρες –δεμένους από τη δεκαετία του ΄20 στο Παρίσι, μετά την επιστροφή του Κατσίμπαλη από τη μικρασιατική εκστρατεία– ν’ ανδρώνονται, να υφίστανται άπειρες πολιτικές και πολιτειακές αλλαγές, να μετακινούνται, να σχολιάζουν ομοτέχνους και, κυρίως, να πασχίζουν ώστε ν’ αναπνεύσει η ελληνική λογοτεχνία από την ηθογραφία, να ξεπεράσει τη σύγχυση περί «καθαρής ποίησης», να συντονιστεί με τα νέα ευρωπαϊκά ρεύματα. Δεν συμφωνούν πάντα μεταξύ τους και καθένας τους σπεύδει να υπερασπιστεί με σθένος τις απόψεις του. 

Ωστόσο, ουδέποτε θέτουν σε αμφισβήτηση την ίδια τη φιλία τους. Κι αν ο «Κολοσσός» αυτοχαρακτηρίζεται ως ο εντεταλμένος αντιπρόσωπος του Σεφέρη επί της Γης, ο ποιητής, που θεωρεί τη ζωή και τον εαυτό του «έναν κόμπο αντιθέσεων» το δηλώνει απερίφραστα: «Αυστηρέ Κατσίμπαλη, σ’ αγαπώ γιατί είσαι αυστηρός. Αλλά μου είσαι ανυπόφορος όταν μοιάζεις με τη φωνή της συνείδησής μου»...

 



Αγαπητέ μου Γιώργο
Γ.Κ. Κατσίμπαλης -Γιώργος Σεφέρης: «Αγαπητέ μου Γιώργο», Αλληλογραφία (1924-1970), Α΄ τόμος, Επιμέλεια Δ. Δασκαλόπουλος, εκδ. Ίκαρος. ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ.


Είναι δύο σύμμαχοι που δεν εκμυστηρεύονται όλα τα προσωπικά τους –το ερωτοχτύπημά του για τη Μαρώ, όσο είναι ακόμα νωπό, ο Σεφέρης το αποσιωπά– αλλά σ’ ό,τι αφορά τα λογοτεχνικά ζητήματα λειτουργούν, αυτόματα σχεδόν, σαν συγκοινωνούντα δοχεία. 

Όταν για παράδειγμα ο ποιητής στέλνει το ΄32 ένα γράμμα-κέντημα ειρωνείας προς τον Βάρναλη, με αφορμή την κυκλοφορία της «Απολογίας του Σωκράτη» («Το βιβλίο σας το χάρηκα. Την αλήθεια που θέλει να μας παρουσιάσει τη βρίσκω συμβατική, πρόσκαιρη και ακόμη βλαβερή, γιατί χάρη σ’ αυτή θα σας θαυμάσουν πολλοί ανόητοι, σαν κοπάδι») ο Κατσίμπαλης σπεύδει να τον πληροφορήσει: «Ο Βάρναλης μαίνεται εναντίον σου για το γράμμα που έλαβε. Δημιούργησες έναν εχθρό. Διάβασα το γράμμα σου και το βρήκα περίφημο. Το ίδιο κι ο πατέρας μου. Ο Βάρναλης θαυμάζει μόνο την ειλικρίνειά σου, αλλά σε βρίσκει ανόητο και ανισόρροπο. Αυτά σε παρακαλώ, μεταξύ μας». 

Η γραπτή επαφή των δύο φίλων καθορίζεται αναπόφευκτα από τις συχνές μετακινήσεις του διπλωμάτη Σεφεριάδη αλλά και από τα ταξίδια του «Κολοσσού» στην Ελλάδα και το εξωτερικό. 

Το πρώτο μεγάλο κύμα των επιστολών αρχίζει το 1931, όταν ταυτόχρονα σχεδόν με την έκδοση της «Στροφής», ο Σεφέρης αναλαμβάνει υποπρόξενος στο Λονδίνο, και το δεύτερο ξεκινά ουσιαστικά το 1948, όταν αναχωρεί για το νέο πόστο του στην Άγκυρα. Κι ως το 1940, οπότε η επικοινωνία τους, λόγω του πολέμου, διακόπτεται, τα βασικά θέματα που τους απασχολούν είναι η έκδοση της «Στροφής» και της «Στέρνας», οι αντιδράσεις της ελληνικής κριτικής και η τύχη του περιοδικού «Νέα Γράμματα», ουσιαστικός διευθυντής του οποίου ήταν ο ίδιος ο Κατσίμπαλης. 


Στον πρώτο τόμο του «Αγαπητέ μου Γιώργο» κρύβεται και η αλήθεια για τις σχέσεις του Σεφέρη με τον εικοσάχρονο κριτικό Ανδρέα Καραντώνη, ο οποίος έξι μόλις μήνες μετά την κυκλοφορία της «Στροφής» δημοσίευε ολόκληρη μελέτη γι’ αυτήν τη μικρή συλλογή ενός εντελώς άγνωστου ακόμα δημιουργού που εισήγαγε στην Ελλάδα τη μοντέρνα ποίηση. 

Πράγματι, «ήταν ένα επίτευγμα της τρομερής αυθάδειας του Κατσίμπαλη», όπως έγραψε κι ο Μπίτον στη βιογραφία του νομπελίστα, καθώς ο Κατσίμπαλης είχε εμπνευστεί, καθοδηγήσει και χρηματοδοτήσει τη συγγραφή του βιβλίου του Καραντώνη. «Ο ίδιος ο Σεφέρης, όμως, ούτε στο περιεχόμενό του επενέβη, ούτε πλήρωσε για την έκδοσή του.  Έτοιμο το είδε. Απλώς προσφέρθηκε ν’ αγοράσει μερικά αντίτυπα. Το ότι δεν είχε άλλη ανάμειξη φαίνεται πεντακάθαρα στην αλληλογραφία» επισημαίνει ο Δ. Δασκαλόπουλος. 

«Η ζωή είναι πολύ μεγαλύτερη από τη λογοτεχνία», παραδέχεται ο Σεφέρης. Κι όπως δηλώνει με έμφαση στον Κατσίμπαλη, «μου είναι τελείως αδιάφορο το τι θα πει η Κυρία Κριτική των Αθηνών. Με έχουν πει κιόλας λωποδύτη, παράφρονα, γεροκρονόληρο, υπερόπτη, πλαστογράφο βιρτουόζο, αστική σαπίλα, Αχ. Παράσχο, και άλλα που μου διαφεύγουν. Τι θα προστεθεί ακόμη; Παιδεραστής; πουλημένος; χορτοφάγος; προδότης; αργόμισθος; Υπάρχει ελευθερία γνώμης και τη σέβομαι. Σέβομαι επίσης και τη δική μου ελευθερία γνώμης, που λέει ότι όλοι αυτοί οι Κύριοι και Κυρίες είναι βιολογικά έτσι φτιαγμένοι για να μαγαρίζουν ό,τι αγγίξουν»…

 


Γ. Κ. Κατσίμπαλης, Γιώργος Σεφέρης, Μαρώ Σεφέρη


Όσο μακριά κι αν βρίσκεται ο ποιητής από τα αθηναϊκά λογοτεχνικά σαλόνια, χάρη στον φίλο του γίνεται διαρκώς κοινωνός όσων συμβαίνουν και συζητιούνται σ’ αυτά. Να και η… ανταπόκριση του Κατσίμπαλη σχετικά με τον γηραιό και καταπονημένο Κ.Π. Καβάφη, τον οποίο συνάντησε στην πρωτεύουσα το φθινόπωρο του ΄32: 

«Η συνομιλία μας υπήρξε επίπονος και μαρτυρική. Επέμενε να γρυλίζει διάφορα άναρθρα πράγματα. Τον έπιανε κάθε τόσο βήχας και ξεφύσαγε σα φυσητήρι μέσα από τη μετάλλινη σωλήνα του (…) Η εντύπωσή μου; Δυο παμπόνηρα και σπάνιας διεισδυτικότητας μάτια, με μια γλυκύτητα στο κάτω μέρος του προσώπου, ολόγυρα στο στόμα και το πιγούνι (…)  Κατάπληξη μονάχα σου προξενεί η έλλειψη κάθε βάθους, κάθε στοχαστικότητας στην ομιλία του. Παίρνει ένα σπουδαίο κι επίσημο ύφος για να σου πει τα πιο ασήμαντα ή μηδαμινά πράγματα, τονίζοντάς τα με υπολογισμένο στόμφο σαν να μιλούσε για την αιωνιότητα (…). Σ’ αυτό φαντάζομαι έχει συντελέσει το περιβάλλον των κολάκων και των κιναίδων που τον περιστοιχίζει στην Αλεξάνδρεια. Οπωσδήποτε δεν τον φανταζόμουν τόσο κούφιο. Όταν τον αποχωρίστηκα έμεινα μονάχα με την εντύπωση ενός πονηρότατου ανθρώπου, με εύκολο και κοινό πνεύμα, χωρίς τίποτ’ άλλο που να προδίδει τον καλλιτέχνη ή απλώς τον διανοούμενο!» 

Την ίδια πάνω κάτω περίοδο, ο κατοπινός νομπελίστας παλεύει να χαλιναγωγήσει τη δυσθυμία που του προκαλεί η απόσταση από την Ελλάδα. «Εδώ και τα δυο μάτια που μου μένουν είναι λειψά», γράφει, πάντα από το Λονδίνο. «Έχω την εντύπωση -που μπορεί να είναι απατηλή και που εύχομαι να μην είναι- πως, όπως είμαι τώρα, μόνο στον τόπο μου μπορώ κάτι να κάνω δημιουργικά. Μόνο από το τόπο μου μπορώ να καταλάβω τον άλλο κόσμο». Κι όπως παραδέχεται σε επιστολή του το ΄36: «Αν είχα λίγες δεκάρες θα πήγαινα να καθήσω σ’ ένα νησί με λίγα βιβλία. Έβλεπα την άλλη φορά τον Καζαντζάκη στην Αίγινα. Τόνε ζήλεψα. Όπως ζηλεύω τη ζωή του Σικελιανού. Τι να κάνει ένας άνθρωπος στην Ελλάδα; Ποιο είναι το χρέος του; Αυτό που κάνω στο υπουργείο και άλλοι μπορούν να το κάνουν. Αυτό που θέλω να κάνω για μένα δεν μπορεί να το κάνει άλλος… Σκέπτομαι -και είναι πικρό- πως στον τόπο μας -άμα καθήσει κανείς και τα ψιλοκοσκινίσει τα πράγματα- τίποτε άλλο δεν μπορεί ν’ ανθέξει παρά η δουλειά λίγων ανθρώπων που μπόρεσαν να διασώσουν τον εαυτό τους. Όλα τ’ άλλα: θόρυβος». 

Στον δεύτερο τόμο της αλληλογραφίας, που αγκαλιάζει την μεταπολεμική περίοδο, γινόμαστε μάρτυρες της πίεσης που ασκεί ο Κατσίμπαλης στον φίλο του να δίνει συνεργασίες στην «Αγγλοελληνική επιθεώρηση» (το περιοδικό που εξέδιδε το Βρετανικό Συμβούλο της Αθήνας, με τον Κατσίμπαλη, επισήμως πλέον, στο ρόλο του διευθυντή, και με μεταφραστές των ξένων κειμένων, όπως αποκαλύπτεται εδώ, τον ίδιο και τον Νίκο Γκάτσο) και παρακολουθούμε πώς η γνωριμία με τους παρεπιδημούντες στην πρωτεύουσα Άγγλους άνοιξε σταδιακά τον δρόμο για τις μεταφράσεις του Σεφέρη στον αγγλοσαξονικό κόσμο, μετά και την εγκωμιαστική περιγραφή της παρέας των «Νέων Γραμμάτων» από τον Χένρι Μίλερ το 1941. 



Γιώργος Κατσίμπαλης, Γιώργος Σεφέρης και Πάτρικ Λι Φέρμορ


Το στενόχωρο εμφυλιακό κλίμα, ο σάλος από την απονομή στον Σεφέρη του Επάθλου Παλαμά, οι επιθέσεις «περί κλίκας» που δέχτηκαν κι οι δυο τους απ’ όλη τη «λογοτεχνική φάρα της Ρωμιοσύνης», η έγνοια του ποιητή για τον Νάνο Βαλαωρίτη, που τόσο είχε συμβάλει στην έκδοση της πρώτης ανθολογίας του στ’ αγγλικά, οι διαμαρτυρίες του Σεφέρη για τις αδιάκοπες υπηρεσιακές του μετακινήσεις, η γνωριμία του με τον Έλιοτ («έχει ανάστημα και το βλέπει κανείς, μου έκανε εντύπωση η ακρίβεια αυτού του ανθρώπου») και η δυσφορία του απέναντι σ’ όσους θεωρούν ότι τον μιμείται, η αμφιβολία του για τις μεταφραστικές ικανότητες του Φράιερ, η ανησυχία του για την τύχη της Κύπρου, όλα αυτά παρουσιάζονται ανάγλυφα στην αλληλογραφία, καθώς σχολιάζονται εκ των ένδον. Πιο… χύμα από τον Κατσίμπαλη, βέβαια, και πολύ πιο προσεχτικά από τον Σεφέρη, ο οποίος, σύμφωνα με τον Δασκαλόπουλο, πάντα χρησιμοποιούσε καρμπόν όταν έγραφε τις επιστολές του.

«Γιατί μωρέ Κατσίμπαλη, μου αναξέεις τις πληγές μου», διαβάζουμε σ’ επιστολή του Σεφέρη σταλμένη από την Άγκυρα το 1948: «Δεν είμαι από το σόι (το μεγάλο, το αναγνωρίζω) εκείνων που γράφουν όπως κατουρούν, καθώς έλεγε ο γέρος. Χρειάζομαι καιρό, χρειάζομαι επιμονή και χάζεμα και διαθεσιμότητα για να μπορέσω να κάνω κάτι. Όσες φορές καταπιάστηκα να γράψω ποίημα ή πεζό, έπρεπε να φτάσω και να υπερβώ το σημείο εκείνο της απελπισίας όπου νομίζεις πως όλα σωπαίνουν και είναι αδιάφορα και ασήμαντα και άσχημα. Να ξεπεράσω αυτό το σημείο όπου νομίζεις πως πάει, τετέλεσται, δεν μπορείς να γράψεις πια. Αυτός είναι ο λόγος που άργησα τόσο πολύ να δημοσιεύσω και, αν αργότερα, συνέχισα, είναι γιατί ο τρόπος αυτής της συμπεριφοράς της δουλειάς μου (ας πούμε) μου έγινε μια γνωστή εμπειρία». 

Αφουγκραζόμενος έστω και από μακριά τον «κουρνιαχτό» και τη «θολούρα» της πνευματικής Αθήνας, ο Σεφέρης δηλώνει πεπεισμένος πως, σ’ αυτή τη «ζούγκλα», η μόνη διέξοδος είναι να «κάνει κανείς το λίγο που έχει να κάνει και να το κυκλοφορεί σιωπηλά». «Τους μόνους που σκέφτομαι πια σοβαρά», εκμυστηρεύεται στον Κατσίμπαλη, «είναι λίγοι γνωστοί μου και, ελπίζω, περισότερο άγνωστοί μου νέοι. Ένας άνθρωπος λ.χ σαν τον Λορεντζάτο είναι παρηγοριά». 

Και, όταν παραλαμβάνει από τον φίλο του μια θετική κριτική από τον Βαρίκα για τον ίδιο, αποφαίνεται: «Μέτρια πράγματα: η κριτική μ’ ενδιαφέρει όταν μου μαθαίνει κάτι, αδιάφορα αν συμφωνώ ή όχι μαζί της, ή όταν με συγκινεί το γράψιμό της κατά κάποιο τρόπο. Τα άλλα είναι σαματάς και έχω πάψει πια να σκέφτομαι αν αυτός ο σαματάς είναι δίκαιος ή άδικος απέναντί μου. Η υπόθεση «κλίκας» με ωφέλησε πάρα πολύ από αυτήν την άποψη». 

Το φθινόπωρο του ΄49, ο Κατσίμπαλης ξεφυλλίζει ένα ντοσιέ με έντεκα κριτικές για την εγγλέζικη έκδοση του «Βασιλιά της Ασίνης» και η χαρά του δεν περιγράφεται. «Για να δούμε τι θα πούνε ξανά οι κριτικοί της Αθήνας όταν θα διαβάσουν την αγγλοελληνική, μ’ όλες τις ξένες γνώμες συγκεντρωμένες μαζί!». 

Στο μεταξύ, ο Κ. Θ. Δημαράς ετοιμάζει την Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, χωρίς ν’ ασχολείται με τον Σεφέρη. Όμως ο Κατσίμπαλης επεμβαίνει κι εκεί: «Τρομάξαμε να τον πείσουμε να την προεκτείνει ως τον Σικελιανό-Καζαντζάκη. Ήθελε να τη σταματήσει στον Καβάφη! Ο ίδιος πάντα κι ανάλλαχτος!» γράφε στον ποιητή, και συμπληρώνει: «Τώρα κοντεύω σχεδόν να τον πείσω να προσθέσει κι ένα επίμετρο. Και θα ΄χεις έτσι τη μεγάλη ευχαρίστηση να ιδείς τ’ όνομά σου αραδιασμένο με του Μπάρα, του Οικονόμου και άλλων…». 

Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου ο Κατσίμπαλης, από το Παρίσι, επανέρχεται σχετικά: «Δυο μήνες τώρα δεν έχω καμμιά απολύτως επαφή με τη λεγόμενη «πνευματική» Ελλάδα. Νιώθω μια απεριόριστη αηδία όταν τα συλλογίζομαι και ζηλεύω τη μακαριότητα του Ελύτη. Ίδιος κι απαράλλαχτος! Εννέα μήνες τώρα και δεν έχει κάνει τίποτα. Μένει πάντα ο νοσταλγός του παταριού του Λουμίδη! Κρίμα… Δεν υπάρχει τρόπο να τον φέρομε σε θεογνωσία αυτόν τον πουστριλέ;».

Σιγά σιγά στην αλληλογραφία των δυο Γιώργηδων εμφανίζονται νέα πρόσωπα, ο Σαββίδης, ο Έντμουντ Κίλι, ο Φίλιπ Σέραρντ, ο Ζακ Λακαριέρ, άνθρωποι που θα σημαδέψουν αργότερα όχι μόνο τις σεφερικές αλλά γενικότερα τις νεοελληνικές σπουδές.

 

Ο Σεφέρης, εν τούτοις, το ξέρει: «Δεν πρέπει να περιμένει κανείς από τους ξένους περισσότερα από ό,τι μπορούν να δώσουν στον τόπο μας. Εκείνο που με απασχολεί πολύ περισσότερο είναι ότι εμείς δεν δίνουμε αρκετά». 

Όσοι διψούν για κουτσομπολιά, αποκλείεται να προσπεράσουν ορισμένες γραμμές, σαν κι αυτές που αφορούν τον Κ. Τσάτσο, τη Μελίνα Μερκούρη ή τον Οδυσσέα Ελύτη. Όταν ο Κατσίμπαλης μήνυσε στον Σεφέρη πως «ο Κωστάκης» –ο Κωνσταντίνος Τσάτσος δηλαδή, ο άντρας της αδελφής του ποιητή, Ιωάννας– ψευδόταν συστηματικά για να εξασφαλίσει ψήφους, εκείνος του απάντησε: «Αυτά που μου λες για τον Κ. τα μυρίζομαι, τα υποπτεύομαι και μ’ ενοχλούν. Λυπούμαι που δεν βγήκαν πιο στεροί άνθρωποι από τη γενιά μας». 

Ιδού και τα σχόλια του «Κολοσσού» μόλις πληροφορείται ότι ο πρεσβευτής φίλος του παρέθεσε το 1960 γεύμα στην «εθνική μας Μελίνα»: «Θα σκίρτησε από χαρά η ψυχή του Γιαννόπουλου βλέποντας πως έβγαλε επιτέλους η Ελλάδα μια διεθνή κοκότα. Όσο για τον μουσικοσυνθέτη (ένα-δύο-τρία-τέσσερα παιδιά -και τράβα κορδέλα) θα πρέπει να είσαι περήφανος που σε καθιστά συνυπεύθυνο για τη διαμόρφωση της μεγαλοφυΐας του…». 

«Χαλάλι της, έχει ζωή μέσα της» του απαντάει ο Σεφέρης για τη Μελίνα. Τα δυσμενή του σχόλια όμως για τον Ελύτη –αυτόν που η Μαρώ, σε υστερόγραφο επιστολής της προς τον Κατσίμπαλη, εν έτει 1951, χαρακτήριζε «ψεύτη και σκατάνθρωπο»– δεν έχει καμιά διάθεση να τ’ ανατρέψει. 

Την άνοιξη του ΄48, ο «Κολοσσός» του δηλώνει ξεκάθαρα πως, τόσο ο ίδιος όσο και ο Γκάτσος, βρήκαν «χάλια» τη μεταφραστική δουλειά του Ελύτη πάνω στον Λόρκα. «Είναι κρίμα», του γράφει, «που δεν θέλησε ποτέ να δουλέψει και να καλλιεργήσει το θείο δώρο που τον προίκισε η φύση. Τα γράμματά του από την Ελβετία είναι εξίσου αποκαρδιωτικά. Μιλάει σαν κανένας αρχοντοχωριάτης»…

 




Ο Γιώργος Κατσίμπαλης


Χρόνια αργότερα, το 1961, θα ενημερώνει τον Σεφέρη και για τα παρακάτω: «Ο Ελύτης φεύγει αύριο για την Αμερική προσκαλεσμένος από το Στέιτ Ντιπάρντμεντ (όπως άλλοτε εγώ) για δύο μήνες. Όλα τα λεφτά τα ξόδεψε για «γκαρνταρόμπα». Ακόμα και σμόκιν κατασκεύασε και το παίρνει μαζί του για να καταπλήξει τους παναμερικανούς με την εμφάνισή του. Υπολογίζει πως θα τον δεξιωθεί οπωσδήποτε ο Κένεντι ή μπορεί και το Κονγκρέσο! Και να συλλογίζεσαι πως θα τον υποδεχτεί το πολύ πολύ ο Φράιρ επί κεφαλής της πνευματικής αλητείας του Γκρήνιτζ Βίλατζ! Θλιβερά πράγματα. Εκείνα τα τελευταία του στον «Ταχυδρόμο» (που τα διάβασες) είναι το κορύφωμα της ψευτιάς και της πόζας του. Και του κακού η σκάλα τελειωμιό δεν έχει με τον κατήφορο που πήρε. Κρίμα, κρίμα!».


Ο επιμελητής του «Αγαπητέ μου Γιώργο», Δημήτρης Δασκαλόπουλος, δεν είχε την τύχη να γνωρίσει κανέναν από τους δύο Γιώργους προσωπικά. Την εποχή που δούλευε την εργογραφία Σεφέρη, τηλεφώνησε στον Κατσίμπαλη –του ΄χε δώσει το τηλέφωνό του ο Λορεντζάτος– και τον παρακάλεσε να τα πούνε από κοντά. 

«Εκείνος όμως όλο το ανέβαλε. Είχε απογοητευτεί απ’ όλα. Δεν είναι τυχαίος ο κάπως ψυχρότερος τόνος του προς το τέλος της αλληλογραφίας. Ένιωθε λίγο παραγκωνισμένος από την παρουσία του νεαρού Σαββίδη στη ζωή του ποιητή, παρ’ όλο που ο ίδιος δεν ζούσε μέσω του Σεφέρη, διατηρούσε πολύ στενή επαφή μ’ όσους είχαν περάσει από το Βρετανικό Συμβούλιο. Όταν γνωρίστηκα με τον θετό του γιό, πήγαμε σε μια αποθήκη όπου στοιβάζονταν κατά δεκάδες τυπωμένες βιβλιογραφίες του για τον Σεφέρη, τον Σικελιανό, τον Καβάφη, τον Παλαμά. Να τα δώσουμε στην «Ενδοχώρα», του πρότεινα, σίγουρα θα υπάρχουν ενδιαφερόμενοι να τις αγοράσουν. Όχι! Δεν πουλάμε τα βιβλία του εμείς, μου απάντησε. Κι έτσι, τον ώθησα να τις κάνουμε πακέτα και να τις στείλουμε σε πανεπιστήμια, όχι μόνο δικά μας, αλλά και σε νεοελληνικές έδρες του εξωτερικού». 

Σύμφωνα με τον Δασκαλόπουλο, η αλληλογραφία των δύο φίλων δεν προσθέτει «ιδιαιτέρως άγνωστα» στοιχεία για τον Σεφέρη, απλώς συμπληρώνει και ολοκληρώνει γνωστές ή λιγότερο γνωστές πτυχές των απόψεών του και της εκδοτικής του τακτικής. Ωστόσο, πέρα από μοναδικό τεκμήριο για το πώς χειριζόταν τον γραπτό λόγο ο Κατσίμπαλης, το «Αγαπητέ μου Γιώργο» αναδεικνύει την «πολυδύναμη, κεντρομόλο» παρουσία του τελευταίου, και το «αμείωτο, διαρκές και ανυστερόβουλο» ενδιαφέρον του για την προβολή της λογοτεχνίας μας.

 

Ο Κατσίμπαλης, τονίζει ο Δασκαλόπουλος, «επιτελούσε το έργο που διεκπεραιώνουν σήμερα, όχι πάντα με την ίδια επιτυχία, διάφοροι αυτόνομοι οργανισμοί ή πνευματικά ιδρύματα. Όσοι στα χρόνια εκείνα δεν ευεργετήθηκαν από αυτόν, ήταν μονίμως εναντίον του. Κι όμως, εκείνος κράτησε τον εαυτό του μακριά από κάθε διάκριση, αναλώνοντας τη ζωή του στην προβολή όσων θεωρούσε άξιους να διακριθούν».


Σταυρούλα Παπασπύρου, lifo.gr

 

Αγοράστε το βιβλίο εδώ


Οδός Εμπόρων