Vekrakos
Spartorama | Βασίλης Χατζηϊακώβου: «Κάποτε κάθε τετραγωνικό της Σόλωνος ήταν ένας σταθμός μύησης»

Βασίλης Χατζηϊακώβου: «Κάποτε κάθε τετραγωνικό της Σόλωνος ήταν ένας σταθμός μύησης»

Spartorama 18/10/2025 Εκτύπωση Ιστορία Παιδεία Πολιτισμός
Βασίλης Χατζηϊακώβου: «Κάποτε κάθε τετραγωνικό της Σόλωνος ήταν ένας σταθμός μύησης»
«Στην πορεία σχετίστηκα με σπουδαία πρόσωπα και απομυθοποίησα πολλά. Ναι, ο Τσάκαλος ήταν το Σχολείο μου και μαζί με άλλες μεγάλες μορφές και καταστάσεις που έζησα ήταν τελικά και το Πανεπιστήμιό μου. Από αυτούς διδάχθηκα και μου έδειξαν εμπράκτως ότι η στήριξη δεν έρχεται από προγράμματα και επιδοτήσεις, αλλά από ανθρώπους που σε αναγνωρίζουν και σε ωθούν. Τελικά, ίσως η μεγαλύτερη στήριξη είναι η ανθρώπινη σχέση»

«Στην πορεία σχετίστηκα με σπουδαία πρόσωπα και απομυθοποίησα πολλά. Ναι, ο Τσάκαλος ήταν το Σχολείο μου και μαζί με άλλες μεγάλες μορφές και καταστάσεις που έζησα ήταν τελικά και το Πανεπιστήμιό μου. Από αυτούς διδάχθηκα και μου έδειξαν εμπράκτως ότι η στήριξη δεν έρχεται από προγράμματα και επιδοτήσεις, αλλά από ανθρώπους που σε αναγνωρίζουν και σε ωθούν. Τελικά, ίσως η μεγαλύτερη στήριξη είναι η ανθρώπινη σχέση» μας είπε μεταξύ άλλων ο Βασίλης Χατζηϊακώβου. Μιλήσαμε μαζί του με αφορμή το αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Η δική μου Σόλωνος… και τρία σύννεφα στον ουρανό» (εκδ. Ιωλκός).

 

Μιλήσαμε με τον Βασίλη Χατζηϊακώβου με αφορμή το αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Η δική μου Σόλωνος… και τρία σύννεφα στον ουρανό» (εκδ. Ιωλκός). 

Ο Βασίλης Χατζηϊακώβου έχει υπηρετήσει το βιβλίο από πολλά πόστα: ως ιδρυτής και ιθύνων νους των εκδόσεων Παρουσία, ως πρόεδρος του Συλλόγου Εκδοτών Βιβλίου Αθηνών, οργανωτής εκθέσεων και παρουσιάσεων. Πρόσφατα δε, εμφανίστηκε με μία ακόμη ιδιότητα, αυτήν του συγγραφέα, δημοσιεύοντας από τις εκδόσεις Ιωλκός το αυτοβιογραφικό έργο Η δική μου Σόλωνος… και τρία σύννεφα στον ουρανό, στο οποίο ξαναζωντανεύει ο κόσμος του βιβλίου μιας περασμένης εποχής, για το μυθικό χαμένο κέντρο της οδού Σόλωνος.

 

  

Μιλήσαμε, λοιπόν, με τον Βασίλη Χατζηϊακώβου για το συγγραφικό του ντεμπούτο και το πέρασμα από το τότε στο τώρα: τι άλλαξε και τι παραμένει ίδιο;

 

Δραστηριοποιείστε εδώ και χρόνια στον χώρο του βιβλίου, περνώντας από πολλά πόστα, ως εκδότης, βιβλιοπώλης, πρόεδρος του Συλλόγου Εκδοτών Βιβλίου Αθηνών, κλπ., και πολύ πρόσφατα κυκλοφόρησε το πρώτο σας βιβλίο, Η δική μου Σόλωνος… και τρία σύννεφα στον ουρανό (εκδ. Ιωλκός). Γιατί ένα βιβλίο, λοιπόν, τη δεδομένη χρονική στιγμή; 

Πρωτίστως και ευχαριστώντας για την ωραία αυτή ευκαιρία, λέω, ότι αποκαλώ αυτό το βιβλίο οφειλή και απαντώ ότι κάποια στιγμή κάποια πράγματα έπρεπε να ειπωθούν, έστω λίγα από τα πολλά για τα οποία θα μπορούσα να μιλήσω μέσω του μέσου που διακονώ σαράντα χρόνια. Όχι ως επίδειξη εμπειριών, αλλά ως ανάγκη μαρτυρίας. Όταν ζεις μια ζωή μέσα στο βιβλίο -όχι απλώς ως μέσω επιβίωσης, αλλά ως στάση και τρόπο ζωής, ως δημιουργία, εργαλείο αισθητικής και αυτογνωσίας-, έρχεται κάποια στιγμή που πρέπει να πάρεις θέση και ίσως να αντισταθείς με αντάρτικο. Ακριβώς το βιβλίο αυτό είναι η δική μου θέση απέναντι στον χρόνο, στα πρόσωπα, στην ιστορία του χώρου, στη μνήμη και στην αδιαφορία, στην ισοπέδωση. 

Όντως επί χρόνια υπηρετώ το βιβλίο από διάφορα μετερίζια. Όμως, τίποτε από αυτά δεν μεταφέρει το συναίσθημα της καθημερινής τριβής, της χαράς και της ήττας, της συνομιλίας με ανθρώπους που μου άλλαξαν τον τρόπο που βλέπω τον κόσμο. Και ίσως τώρα, σε μια απάνθρωπη εποχή όπου τα πάντα παράγονται μαζικά και άκριτα, να είναι πιο επείγον από ποτέ να καταθέσουμε το προσωπικό, το βιωμένο, το πιο ανθρώπινο. Γιατί αλλιώς θα επιτρέψουμε να γράψουν την ιστορία όσοι δεν «έγραψαν» ιστορία και τις ιστορίες όσοι δεν κατανόησαν και δεν τις έζησαν ποτέ. 

Διάλεξα τη στιγμή για την πρώτη εμφάνιση μέσω του Ιωλκού ίσως γιατί ήρθε η ώρα να κλείσει ένας κύκλος και να ανοίξει ένας άλλος. Επί δεκαετίες υπηρετώ το βιβλίο από διάφορες θέσεις: ως βιβλιοπώλης, εκδότης, πρόεδρος του  ιστορικού συλλόγου των εκδοτοβιβλιοπωλών, αυτών δηλαδή που έγραψαν το μεγαλύτερο κομμάτι της ιστορίας του ελληνικού βιβλίου, ως οργανωτής εκθέσεων και κατέχοντας το ακατάρριπτο ρεκόρ εκδηλώσεων και παρουσιάσεων που κάποιοι θεωρούν ότι ήταν διδασκαλία, σχολή αλλά και μόδα.

Όμως όλες αυτές οι ιδιότητες, όσο σημαντικές κι αν είναι, δεν αποτυπώνουν το βίωμα και το βίωμα δεν καταγράφεται με ανακοινώσεις, δελτία τύπου και στατιστικές. Το βίωμα γράφεται. Το βιβλίο αυτό είναι, κατά κάποιο τρόπο, η δική μου απόπειρα, όπως προείπα, να σταματήσω τον χρόνο. Να σώσω μερικά πρόσωπα και στιγμές από τη λήθη. Δεν είχα πρόθεση να φτιάξω ένα «απομνημόνευμα»· ήθελα να αφηγηθώ μια ιστορία, ένα παραμύθι, γιατί είναι πολλοί αυτοί που πιστεύουν ότι τα καταφέρνω ως παραμυθάς, με την μικρή ίσως διαφορά ότι λέω αλήθειες. Και θέλησα να δείξω ότι σε αυτόν τον δρόμο, πίσω από κάθε βιτρίνα πάγκο ή ράφι με βιβλία, υπάρχει μια ολόκληρη κοινωνία ανθρώπων και λογιών λογιών προσώπων που συνυπήρξε, που συνδημιούργησε, που πάλεψε, αγάπησε, ονειρεύτηκε. Η Σόλωνος είναι ένα τέτοιο πεδίο μνήμης. Τεράστιο! Και κάποτε έρχεται η στιγμή που δεν αρκεί να τη διασχίζεις όπως συνεχίζω να κάνω κάθε μέρα, πρέπει να την αφηγηθείς. Και αυτό το μικρό βιβλίο ήταν μόνο η αρχή γιατί το υλικό είναι απέραντο. 


Στο βιβλίο σας εμφανίζονται σημαντικές φιγούρες των γραμμάτων και του πολιτισμού, όπως ο βιβλιοπώλης Γιώργος Τσάκαλος, ο ποιητής Ηλίας Λάγιος και ο ηθοποιός Γιώργος Ορφανός, τα τρία σύννεφα του τίτλου. Τι ενώνει αυτά τα πρόσωπα μεταξύ τους; 

Τους ενώνει ακριβώς το ότι δεν ήταν «πρόσωπα» αλλά «σύννεφα» και εδώ κάτω και εκεί πάνω που βρέθηκαν... ήταν στάσεις ζωής. Ο Γιώργος Τσάκαλος δεν υπήρξε απλώς ο καλύτερος βιβλιοπώλης της εποχής μας, ήταν αντικανονικός και δεν επιζητούσε την κανονικότητα, η γνώση του για το βιβλίο έφτανε από την Ανατολή έως την Δύση και εκεί που δεν πήγαινε το μυαλό κανενός χωρίς τεχνολογική βοήθεια, υπήρξε τρολ προ των τρολ, παιδιάστικα αφελής, με μία του κουβέντα, κίνηση ή ματιά να είναι καταλυτική χωρίς να γίνεται δάσκαλος, αλλά και «καλτ δοσμένος για ντεθ», όπως ο ίδιος αγαπούσε να λέει.

 

Με τον Γιώργο Τσάκαλο

 

Ο Ηλίας Λάγιος δεν ήταν απλώς ο αγαπημένος ποιητής, ήταν ένας ανυπότακτο παιδί που ζούσε την ποίηση ως πολιτική πράξη και μαζί του το βίωναν αυτό όλες οι παρέες του και οι συμπότες του, που μέσα από τη μυσταγωγική συντροφιά του κατάφερναν να γλεντούν μαζί με τον Σολωμό, τον Παλαμά, τον Μαλακάση αλλά και τον Σαιν Τζον Περς και τον Ιωάννη της Κλίμακος. Αναφέρω μερικά από τα ονόματα της καθημερινής λαγιοπαρέας με σειρά εμφάνισης στα δικά μου μάτια, με πρώτο τον Άγγελο Παπαδημητρίου, που δική του ιδέα ήταν η πρώτη βιτρίνα της Παρουσίας με παιδικά παπουτσάκια, Κοροπούλης, Γώτης, Μπαμπασάκης πού και πού μαζί του οι Καρούζος, Σταθόπουλος, Θέσπις-Σπηλιόπουλος, Αρανίτσης, Κακουλίδης, Καψάλης, Γκανάς, Βαγενάς, Κανέλλης, Καπλανίδης, Παπαγιώργης, Βακαλόπουλος, Ροζάνης, Φατούρος, Λογοθέτης, Μπιτσώρης, Ξυδάκης και Ξυδάκης, Καλοκύρης, Κυριακίδης, Θεοδωρόπουλος, Μπρουντζάκης, Τριάντης, Καλαμαράς, Λαλιώτης, Μανουσάκης και οι νεώτεροι των Σημειώσεων, Μερτίκας και Τερζάκης, οι Ωλήν-ες πυλώνες Σταμέλος και Γιακουμάκης και νεώτεροι όπως ο Χατζηαντωνίου και ο Αγγελής. Συμπότης και μύστης του λαγιοσύμπαντος μπορούσε να γίνει ο οποιοσδήποτε και είναι άπειρα τα πρόσωπα που έζησαν αυτή την στιγμή περιγράφοντάς την όλοι ως μεγαλειώδη. 

Και το τρίτο αγαπημένο σύννεφο, ο γνωστός ως Νοέμβρης, αλλά και Ετεοκλής του Τσαρούχη, Γιώργος Ορφανός, που δεν ήταν απλώς ο ηθοποιός κι ας έπαιξε Μπέκετ στο Παρίσι μπροστά στον Μπέκετ κι ας τον επέλεξε ο Τζεφιρέλι ως Ιωάννη Βαπτιστή, ήταν μια ζωντανή απόδειξη ότι η τέχνη δεν είναι απλά ένα επάγγελμα για επιβίωση, είναι τρόπος ύπαρξης. Στο βιβλίο μου ακολουθώ τον κάθε απογευματινό του περίπατο στη Σόλωνος και έχω βαθειά χαραγμένες στη μνήμη μου τις απαγγελίες του από τους ποιητές που είχα εκδώσει και τον μοναδικό τρόπο που μιλούσε για την οικουμενική ελληνική γλώσσα, για να θυμίσω μια εποχή που δεν έχει καμία σχέση με την σημερινή. Για να θυμίσω μια εποχή όπου ζήσαμε ένα μοναδικό σκηνικό, απίστευτα υπερβατικό αλλά ταυτόχρονα γήινο και ανθρώπινο, με σκηνές και στιγμές ανεπανάληπτες για τα πρόσωπα και τις σχέσεις τους.

 

Με τον Ηλία Λάγιο

 

Τα Τρία σύννεφά μου τα ενώνει επίσης το ότι κινήθηκαν έξω από τη λογική της αγοράς, ζώντας και κινούμενοι μέσα στην αγορά. Δεν έκαναν εκπτώσεις για να «χωρέσουν». Σήμερα, αυτό μοιάζει αδιανόητο, αλλά είναι η ουσία. Γιατί η  ιστορία του πολιτισμού γράφεται από ανθρώπους που δεν λογαριάζουν τις συνθήκες, τις μόδες, τις λίστες και τα λάικ, αλλά σπέρνουν χωρίς πρόθεση και σχεδιασμό ασυνείδητα κι ας ανθίσουν και ας καρπίσουν χρόνους μετά. 

Ο Γιώργος Τσάκαλος, ο Ηλίας Λάγιος και ο Γιώργος Ορφανός είναι τρεις εντελώς διαφορετικοί κόσμοι και την ίδια στιγμή, τρεις εκφάνσεις της ίδιας εποχής, μιας άλλης πνευματικότητας, της ανιδιοτελούς φιλίας και της αφοσίωσης σε κάτι. Στα δικά μου μάτια τούς ενώνει μία διαφορετική γενναιοδωρία. Ο Τσάκαλος δεν πουλούσε απλώς βιβλία, μοίραζε τη γνώση του μαζί με απίστευτη χαρά, και έβαζε κάποιους σε έναν κόσμο που δεν είχαν φανταστεί. Ο Λάγιος, με την άγρια ευαισθησία του, «δίδαξε» ότι η ποίηση δεν είναι για τους λίγους, αλλά για όσους έχουν ακόμη ψυχή. Και ο Ορφανός, με το βλέμμα και το σώμα του θεάτρου, θύμιζε ότι η «δημιουργία» είναι η κάθε στιγμή και πρωτίστως πράξη. 

Και τους τρεις τούς ένωσε η Σόλωνος. Όχι ως τόπος, αλλά ως συνάντηση. Ως σημείο όπου κανένας δεν είναι μόνος. Μόνο ο Ασλάνογλου ολομόναχος τις Κυριακές περιεργαζόταν τις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων, οπότε κι αυτός δεν ήταν μόνος, γιατί αυτός ήταν ο κόσμος του και τον έχω πιάσει να μουρμουρίζει και να συνομιλεί με τα βιβλία...

 

  

Στις σελίδες ζωντανεύει η οδός Σόλωνος των περασμένων εποχών, μια Σόλωνος που μάλλον δεν υπάρχει πλέον. Πολλά βιβλιοπωλεία, βέβαια, συνεχίζουν να βρίσκονται πάνω της και τριγύρω της – τι έχει αλλάξει, όμως; Τι χάθηκε και τι παραμένει εκεί; 

Αυτό που χάθηκε από τη Σόλωνος δεν είναι οι βιτρίνες, δεν είναι τα σημεία, ούτε τα στέκια, είναι το νόημά τους. Η Σόλωνος δεν ήταν απλώς ένας δρόμος  γεμάτος με βιβλιοπωλεία και εκδοτικούς οίκους, σε μια εποχή άλλωστε που το βιβλίο και οι άνθρωποί του κυριαρχούσαν στα εμβληματικά σημεία και στην ζωή του κέντρου των Αθηνών. Ήταν ένας διάδρομος για να περνάς κάπου αλλού, ένα απίθανο σκηνικό, ένας ζωντανός οργανισμός όπου άνθρωποι συναντιόντουσαν και αντάλλασσαν ιδέες και βίωναν τη δημιουργία. Τώρα παραμένει η οδός που ενώνει τα Εξάρχεια με το Κολωνάκι, είναι ένας ακόμη δρόμος στο Google Maps.  

Αυτό δεν έγινε τυχαία. Η πόλη άφησε την καρδιά της να αλλοιωθεί από την άναρχη εμπορευματοποίηση και τουριστικοποίηση. Είναι απίστευτο πώς αλλοιώθηκε, μεταβλήθηκε και αλλοτριώθηκε η ταυτότητα της Αθήνας. Πώς χάθηκαν τα ιστορικά τοπόσημα και ανέμπνευστοι επιχειρηματίες και αρχιτέκτονες (εννοώ όλα τα σχετικά επαγγέλματα) μαζί με τους περίφημους ιθύνοντες κατάφεραν η «ζαφειρόπετρα» με άθλιες επιλογές και κακή αισθητική να θυμίζει σε πολλά σημεία της τουριστοτόπους φθηνού γούστου, που τους συναντά ο μέσος τουρίστας σε άπειρους προορισμούς και εκτός Ελλάδος. Δεν υπάρχει καμία στρατηγική για την πολιτισμική της εικόνα. Δεν υπάρχει φαντασία για να δούμε τους χώρους και εν προκειμένω αυτόν τον δρόμο όχι ως τετραγωνικά προς εκμετάλλευση, αλλά ως χώρους εμπειρίας. 

Αυτό που χάθηκε από τη Σόλωνος δεν είναι μόνο τα βιβλιοπωλεία, ακόμη και τώρα κάποια λίγα με πείσμα συνεχίζουν να υπάρχουν για να θυμίζουν την παλιά δόξα. Αυτό που χάθηκε είναι ο τρόπος και τα πρόσωπα. Η αίσθηση ότι κάθε τετραγωνικό ήταν ένας σταθμός μύησης. Ότι από την πόρτα ενός βιβλιοπωλείου μπορούσες να βγεις διαφορετικός άνθρωπος. Αυτό που χάθηκε είναι τα πολύχρωμα και ανομοιόμορφα βιβλιακά στέκια, με αντιθέσεις ή συνθέσεις, με άλλες σχέσεις και ιδεολογικό πρόσημο ή υπόβαθρο. Κυρίως, όμως, χάθηκαν εκείνοι οι φοιτητές που μπαινόβγαιναν στα βιβλιοπωλεία και τους εκδοτικούς όχι μόνο για τα συγγράμματα, αλλά για να ξεφυλλίσουν βιβλία και να λάβουν μέρος σε συζητήσεις. Οι φοιτητές της Νομικής, του Παιδαγωγικού, του Φυσικού ή του Χημικού που δεν ήταν εξαρτημένοι από τις εφαρμογές του κινητού τους και ήξεραν ότι στο 60 ήταν η Εστία, ψηλά στην Μασσαλίας το Βιβλιοπωλείο των Γυναικών και δυο στενά πιο κάτω σε ένα υπόγειο το εκδοτικό της αντίπαλής τους ιδεολογικά ομάδας. 

Παρόλα αυτά, υπάρχει ελπίδα: όσοι επιμένουν. Όσοι αρνούνται ότι έχουν ξεπεραστεί, αλλά συνεχίζουν να βλέπουν τα βιβλία με την ίδια αγάπη και την παλιά ματιά. Όσοι κρατούν ακόμη φως μέσα στις βιτρίνες. Μπορεί να είναι λίγοι, αλλά είναι μάλλον αυτοί που γράφουν την επόμενη σελίδα. 

Παραμένουν αυτοί οι άνθρωποι που επιμένουν, λίγοι βιβλιοπώλες, εκδότες και φυσικά οι συγγραφείς και οι βιβλιόφιλοι. 

Σήμερα η Σόλωνος είναι πιο «ουδέτερη». Έγινε ένας δρόμος ανάμεσα σε άλλους δρόμους, χωρίς την παλιά της αύρα. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχει πεθάνει. Ίσως περιμένει νέες αφηγήσεις. Παραμένουν αυτοί οι άνθρωποι που επιμένουν, λίγοι βιβλιοπώλες, εκδότες και φυσικά οι συγγραφείς και οι βιβλιόφιλοι. Παραμένει η μνήμη, που όσο υπάρχει μπορεί να ξαναγεννήσει την ουσία. Και είμαστε και εμείς που προσπαθούμε, για να μην καταντήσει η Σόλωνος μια απλή τοποθεσία στο GPS.

 

Ως συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης, πώς έχει εξελιχθεί ο χώρος του πολιτισμού τα τελευταία χρόνια; Διαβάζοντάς σας, αποκτά κανείς την εντύπωση πως ιστορία γράφουν οι παρέες, οι φιλίες και τα στέκια. Καθοριστική για τη μύησή σας φαίνεται να ήταν η φιγούρα του Τσάκαλου, όπως αναφέρετε στο βιβλίο σας, τον οποίο συναντήσατε λίγο μετά την άφιξή σας στην Αθήνα από τις Σέρρες. Στήριξη από αλλού, όμως, υπάρχει; 

Εδώ θα θυμηθώ μια παλιότερη συνομιλία μου αλλά και κάποια άρθρα όπου είχα τονίσει ότι: Η Παιδεία και ο Πολιτισμός δεν αντιμετωπίζονται με σοβαρότητα από το πολιτικό σύστημα. Και σε μία παλαιότατη συνέντευξη, νομίζω την πρώτη μου ως Προέδρου του Συλλόγου Εκδοτών, είπα ότι: Οι Έλληνες εκδότες έχουν να επιδείξουν τεράστια επιτεύγματα χωρίς καμία στήριξη.

 

  

Η αλήθεια είναι ότι πολιτισμός στην Ελλάδα υπάρχει παρά το κράτος, όχι χάρη σε αυτό. Ίσως ευτυχώς! Παρά την αδιαφορία, παρά τις ελλείψεις, παρά τις πρόχειρες πολιτικές. Στην εποχή δε που περιγράφω, οι μεμονωμένοι Δονκιχώτες και οι παρέες που γράφουν την ιστορία, όπως σωστά λέτε, δεν το έκαναν γιατί κάποιος τους το ζήτησε· το έκαναν επειδή δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. 

Τελικά, ίσως η μεγαλύτερη στήριξη είναι η ανθρώπινη σχέση.

 

Στην περίπτωσή μου είχα την ευλογία να μου συμβούν απίθανα πράγματα. Πρωτίστως είχα την κλήση από τον αδελφό μου, που μου άνοιξε την πόρτα για να μπω σε αυτόν τον χώρο, όπου φάνηκε ότι είχα και την κλίση... Στην πορεία σχετίστηκα με σπουδαία πρόσωπα και απομυθοποίησα πολλά. Ναι, ο Τσάκαλος ήταν το Σχολείο μου και μαζί με άλλες μεγάλες μορφές και καταστάσεις που έζησα ήταν τελικά και το Πανεπιστήμιό μου. Από αυτούς διδάχθηκα και μου έδειξαν εμπράκτως ότι η στήριξη δεν έρχεται από προγράμματα και επιδοτήσεις, αλλά από ανθρώπους που σε αναγνωρίζουν και σε ωθούν. Τελικά, ίσως η μεγαλύτερη στήριξη είναι η ανθρώπινη σχέση. 

Αν ξαναπάμε στην αρχή της ερώτησης, πρέπει να πούμε ότι ο Πολιτισμός στον μαγικό αυτό τόπο, τον μικρό τον μέγα, όπου έχουν αρχίσει να κυριαρχούν οι «μικρομέγαλοι», είναι μία μεγάλη αντίφαση: από τη μια πλευρά, διαθέτουμε ταλέντο, δημιουργικότητα και ιστορικό βάθος που σπάνια συναντάται αλλού. Από την άλλη, έχουμε μάθει να λειτουργούμε παρά τις συνθήκες και όχι χάρη σε αυτές. Ενώ γνωρίσαμε πολύ καλά πρόσωπα που μεγαλούργησαν με ελάχιστα και σε δύσκολες εποχές, βλέπουμε τώρα η πλειονότητα να αντιμετωπίζει καθετί δημιουργικό και αγαθό ως ευκαιρία ανέλιξης και μπίζνα. 

Τεχνητή Νοημοσύνη, κλείσιμο των μικρών βιβλιοπωλείων εξαιτίας των αυξανόμενων ενοικίων, μια γενικότερη αποξένωση που χαρακτηρίζει την εποχή μας… Ποια είναι η μεγαλύτερη απειλή που αντιμετωπίζει το βιβλίο σήμερα;

 

Η μεγαλύτερη απειλή είναι η απαιδευσία που διαπερνά όλη την κοινωνία και η κανονικοποίηση της ασημαντότητας. Μια κοινωνία που δεν απαιτεί βάθος, που δεν αντέχει τη σιωπή, που δεν θέλει να κουραστεί διαβάζοντας, είναι κοινωνία που θα καταλήξει να της λένε τι να σκέφτεται. 

Ζούμε σε μια εποχή που όλα πρέπει να είναι «γρήγορα», «εύπεπτα», «χρήσιμα». Το βιβλίο είναι το ακριβώς αντίθετο. Το βιβλίο θέλει χρόνο, αγάπη, διάθεση, συνομιλία. 

Πολύ μεγάλη απειλή είναι η αδιαφορία. Ούτε η Τεχνητή Νοημοσύνη, ούτε καν τα κλεισίματα των μικρών βιβλιοπωλείων. Αυτά είναι συμπτώματα. Η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να παράγει περιεχόμενο, αλλά δεν μπορεί να αντικαταστήσει την ανθρώπινη ματιά. Τα υψηλά ενοίκια μπορούν να κλείσουν ένα μαγαζί, αλλά δεν μπορούν να σκοτώσουν την ανάγκη για γνώση. Η αδιαφορία, όμως, τα κάνει όλα αυτά περιττά και η ρίζα είναι η αποξένωση. Ζούμε σε μια εποχή που όλα πρέπει να είναι «γρήγορα», «εύπεπτα», «χρήσιμα». Το βιβλίο είναι το ακριβώς αντίθετο. Το βιβλίο θέλει χρόνο, αγάπη, διάθεση, συνομιλία. Αν θέλουμε να σώσουμε το βιβλίο, πρέπει να ξαναδώσουμε αξία στον χρόνο της ανάγνωσης. Να επαναφέρουμε το βιβλιοπωλείο ως χώρο συνάντησης και όχι ως σημείο πώλησης. Και επειδή πλέον ζούμε στην εποχή όπου γίνεται είδηση και το σημαντικό και το ασήμαντο και σε μια αρνητική είδηση πολλές φορές που αφορά τον χώρο του βιβλίου διαβάζω απίστευτες μπαρούφες, χωρίς συνδυασμούς και συσχετίσεις, χωρίς βάθος, χωρίς αλήθειες, υπενθυμίζω ότι και στο παρελθόν ζήσαμε καταστροφικές στιγμές και συνέπειες είτε με το κλείσιμο χώρων, είτε γιατί βρέθηκαν «εκτός» σημαντικοί βιβλιάνθρωποι που υπήρξαν πρωτεργάτες ή εμβληματικά ονόματα του «χώρου», αλλά αυτά έλαβαν χώρα τότε που δεν πληροφορούμαστε αυτοστιγμεί το γαύγισμα ενός σκύλου στην Ανδαλουσία που δεν είναι Ανδαλουσιανός και ο νοών νοείτω! 


  

Η τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι εχθρός. Είναι εργαλείο, για τους πεπαιδευμένους και αυτούς που έχουν κριτική σκέψη. Αν δεν είμαστε και δεν έχουμε, θα γίνει ο πιο κομψός μηχανισμός χειραγώγησης που είδαμε ποτέ. Και αυτό πρέπει να μας τρομάζει περισσότερο από τα κλειστά βιβλιοπωλεία. 

Η Τεχνητή Νοημοσύνη μπορεί να μιμηθεί, να συνδυάσει και να παράγει, αλλά δεν μπορεί να βιώσει. Η αληθινή δημιουργία είναι πορεία, χρόνος, ρίσκο και ψυχή – στοιχεία που η ΤΝ δεν διαθέτει. 

Πριν από λίγες μέρες βρέθηκα σε ένα μεγάλο συνέδριο, ανάμεσα σε κορυφαίους επικεφαλής οργανισμών, διευθύνοντες μεγάλων επιχειρήσεων και επιστήμονες της ψηφιακής τεχνολογίας και είχα την τιμή να κάνω μία μικρή εισήγηση για τον Πολιτισμό και τη Δημιουργία στην Ψηφιακή Εποχή σε σχέση με την Τεχνητή Νοημοσύνη! Οι τίτλοι μου ήταν οι εξής: «Δημιουργία στην Εποχή της ΤΝ: Ύφος, Χρόνος και Ψυχή». «Η Τέχνη δεν είναι Αλγόριθμος: Ο Ρόλος του Ανθρώπου στη Δημιουργία». «Τεχνητή Νοημοσύνη και Δημιουργός: Εργαλείο ή Αντίπαλος;». 

Και λίγες από τις σκέψεις μου: Η Τεχνητή Νοημοσύνη μπορεί να μιμηθεί, να συνδυάσει και να παράγει, αλλά δεν μπορεί να βιώσει. Η αληθινή δημιουργία είναι πορεία, χρόνος, ρίσκο και ψυχή – στοιχεία που η ΤΝ δεν διαθέτει. Η πρόκληση δεν είναι να την απορρίψουμε, αλλά να τη χρησιμοποιήσουμε χωρίς να χάσουμε την προσωπική φωνή και τη μοναδικότητα του δημιουργού.»

 

«Εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα...», έγραφε ο Ελύτης, προσδιορίζοντας τα στοιχεία που χρειάζονται για να την ξαναφτιάξεις. Για να ξαναφτιάξουμε εκείνη την παλιά Σόλωνος, τι χρειάζεται; Είναι δυνατό κάτι τέτοιο; 

Χρειάζεται αντίσταση και αντοχή στην ευκολία. Χρόνια τώρα προσπαθώ να αποδείξω ότι η Αθήνα μπορεί να αναγεννηθεί από τα μέσα, αν επενδύσουμε στην ιστορική της μνήμη και στη δημιουργική της συνέχεια. 

Κατάφερα σε έναν βαθμό να αναστήσω την παράδοση των λογοτεχνικών στεκιών και των φιλολογικών καφενείων σε πολλές περιπτώσεις και σε διαφορετικούς χώρους, κυρίως μέσα από το Polis Art Cafe και τον Κήπο του Αρχαιολογικού Μουσείου. Το ίδιο όραμα έχω και για τη Σόλωνος· ξέρω πώς μπορεί να γίνει και τι θα μπορούσε να αναπνεύσει ξανά εκεί. Δεν θα ήθελα όμως να συμβεί και σε αυτή την περίπτωση όπως όταν δημοσιοποιήθηκε το σχέδιό μου για την αναγέννηση της Στοάς του Αρσακείου και της Στοάς του Βιβλίου, ενός έργου του Τσίλερ, με τεράστια ιστορική, πολιτιστική και οικονομική αξία. Κάποιοι που δεν ήθελαν να καταλάβουν, το πρωτόγνωρο, το μεγαλειώδες, το μοναδικό και το συμφέρον για όλους, δυστυχώς προτίμησαν να το μετατρέψουν σε μια ακόμη αγορά ρούχων και αθλητικών ειδών -στα μεγάλα επί της Σταδίου καταστήματα-, με ολίγη απευθυνόμενη σε τουρίστες γαστρονομία, χωρίς να βασιστούν σε αυτή την αξία και σε αυτό που απέπνεε διαχρονικά το σύνολο, καθώς άλλαζαν συνεχώς γνώμη και σχέδια, καταφέρνοντας να αντικαταστήσουν την Ιστορία με το εφήμερο.

 

  

Αν δεν αποφασίσουμε να σταματήσουμε αυτόν τον κατήφορο, η Αθήνα θα χάσει -αν δεν την έχασε- την ψυχή της. Αν όμως το αποφασίσουμε, μπορούμε να δημιουργήσουμε ξανά χώρους όπου το παρελθόν συναντά το μέλλον, όπου ο καφές συνοδεύεται από διάλογο, όπου το βιβλίο γίνεται αφορμή για κοινότητα. Χρειάζεται κάτι απλό και δύσκολο: να το θέλουμε πραγματικά. Να πιστέψουμε ότι η πόλη δεν είναι ένα τυχαίο σύνολο δρόμων, αλλά ένα σώμα μνήμης που μπορούμε να το θεραπεύσουμε. Χρειάζεται να επαναφέρουμε το βλέμμα και την συνομιλία. 

Αρκεί να μην ξεχνάμε ότι το σπουδαιότερο κεφάλαιο κάθε μεγάλης πόλης είναι οι άνθρωποί της και οι ιστορίες που δεν επιτρέπουν να ξεχαστούν. 

Για να ξαναφτιαχτεί εκείνη η παλιά Σόλωνος πρέπει να ξανακαθήσει στο γραφειάκι του ο κυρ Νίκος Παντελάκης, να ξαναχουρχουρίσει η γατούλα στη βιτρίνα της Τζίας, να αναστηθούν οι ποιητές και να αρχίσουν το πάνω-κάτω ως την Πατησίων, να ακουστεί και πάλι το βρισίδι του Στρατή Φιλιππότη, να γίνει ένα μεγάλο φαγοπότι με την παρέα του «1900» και από κάτω στην Ενδοχώρα ο Μοσχονάς, η Μαίρη και ο Ευτύχιος, να ξαναφήσει ο Λάγιος τα χάρτινα καραβάκια του στην βροχή, να ανέβουν πάλι προς τον Ηνίοχο ο Νιάρχος και ο Κοντός, να ξαναβρεθεί ο  Λεωνίδας Χρηστάκης με τον Κώστα Μπόζο του Ελπήνορα, να βρεθεί ο Τσάκαλος στο κέντρο της, να ξαναγεμίσουν τα καφενεία με συγγραφείς και φοιτητές, να κεράσει «μια γύρα ακόμα» ο Καστανιώτης στο Κυλικείο του Πάρκινγκ, δίπλα στο Θεμέλιο, έχοντας δίπλα τον Βαγγέλη Λάζο της Δωδώνης και τον Οδυσσέα Χατζόπουλο του Κάκτου, να περιεργαστεί την βιτρίνα μας ο Μάνος Ελευθερίου, να συναντηθεί ο Γκόρπας με τον κύριο Δολιανίτη, να μοιράσουν το περιοδικό τα δύο Δέντρα, να ξαναδούμε στο 82 τον κύριο Τσίτουρα και τον Τσαρούχη, τον Χρονά με δύο μεγάλες τσάντες με βιβλία, τον Ορφανό να απευθύνεται με σεβασμό στην κυρία Μάνια της Εστίας, ο Άκης Μπογιαζής να ξανατραγουδήσει με τον Ηλία «το περιστέρι Ντιέγκο Μαραντόνα», να ξαναπιούμε καπουτσίνο με τον Σμίλαρο στη «Σάντρα» και με τον Δρακόπουλο της Εποπτείας στο Πνευματικό Κέντρο, να χαιρετίσει ο γεροΠαπαδήμας τον Παγωνίδη στο Μακεδονικον, η Σύλβια της Διεθνούς με το μοτοποδήλατο να σταματήσει μπροστά στην Παρουσία και η Τζούλια του Ροδακιού να βγαίνει χαρούμενη από τον Τύρο στο 102, να ξαναδώσει «εντολές» ο Αρχηγός μας Μ. Γρηγόρης στο 71, να εξέλθει ο Ευστάθιος Μπάστας φορώντας τον πίλον του εκ του «Σωτήρος», ο Τρουφάκος να κερνάει στο «Προδόρπιο» και στη «Διάνα», ο Χ.Α. Δάρρας με ύφος Μαρίου Πομερσύ να ξαναμιλήσει για τα νέα του σχέδια, μα πιο πολύ, εκείνα τα γερόντια με τα παλιά βιβλία να αρχίσουν τα αλισβερίσια δίπλα στην Νομική... 

Η παλιά Σόλωνος δεν θα επιστρέψει όπως ήταν. Αλλά ίσως μπορεί να υπάρξει μια νέα Σόλωνος. Αρκεί να μην ξεχνάμε ότι το σπουδαιότερο κεφάλαιο κάθε μεγάλης πόλης είναι οι άνθρωποί της και οι ιστορίες που δεν επιτρέπουν να ξεχαστούν.

 

Δυο λόγια για τον συγγραφέα 

Ο Βασίλης Χατζηϊακώβου γεννήθηκε το 1965 και μεγάλωσε στις Σέρρες. Από το 1984 στον χώρο του βιβλίου διαγράφει σημαντική πορεία στις εκδόσεις και την πνευματική παραγωγή, εκδίδοντας και προωθώντας το έργο κορυφαίων συγγραφέων και γνωστών Ακαδημαϊκών και Πανεπιστημιακών. Το 1999 επιβραβεύεται από τους συναδέλφους του ως ο νεότερος πρόεδρος του Συλλόγου Εκδοτών Βιβλίου Αθηνών, αφού έχουν προηγηθεί αγώνες του για την οργάνωση και ανάδειξη φορέων για την ενίσχυση της ελληνικής βιβλιοπαραγωγής και είναι πρωτεργάτης στην τεράστια υπόθεση των «Ανοικτών στην Κοινωνία» Σχολικών Βιβλιοθηκών. 

Η μεγάλη αγάπη του για την ποίηση και τη μουσική τον καθιστά παραγωγό αξιόλογου αριθμού δίσκων (cd), κυρίως δημιουργών και σχημάτων της νεότερης γενιάς. 

Το πρόσωπό του έχει συνδεθεί με σημαντικά ονόματα και στιγμές του Πολιτισμού μέσα από πλήθος πολυποίκιλων εκδηλώσεων και δράσεων για την ανάδειξη της πνευματικής μας κληρονομιάς.


Συνέντευξη στον Σόλωνα Παπαγεωργίου, bookpress.gr


* Ο ΣΟΛΩΝΑΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.


Οδός Εμπόρων