Κυριακή, 26 Οκτωβρίου 2025
Κριτική στο μυθιστόρημα της Τζούλιας Γκανάσου, «Δευτέρα παρουσία»
Στο οπισθόφυλλο του μυθιστορήματος της
Τζούλιας Γκανάσου, «Δευτέρα παρουσία», διαβάζουμε: «Μια πόλη βομβαρδίζεται. Η
δεκαεφτάχρονη Άννα και η Όλγα, η γιαγιά της, βρίσκονται στο άδειο σαλόνι του
σπιτιού τους. Το κορίτσι προτείνει να φύγουν, να βρουν
καταφύγιο. Η γιαγιά αρνείται. Η Αννα διαπιστώνει ότι τα πόδια της Ολγας έχουν
παραλύσει. Τότε η εγγονή παίρνει τη γιαγιά στην πλάτη και βγαίνουν από το σπίτι.
Οι δύο γυναίκες σαν ένα σώμα θα έρθουν αντιμέτωπες με την αποσύνθεση ενός κόσμου,
με σκιές και αγρίμια, με αποκριάτικες μάσκες, με παρένθετες μητέρες και καταφύγια-φυλακές,
με παιδομάζωμα, αλλά και με κάθε λογής όμορφα πλάσματα, προσπαθώντας να επιζήσουν. Θα φτάσουν, άραγε, στα σύνορα; Και τι θα
θυσιάσουν; Μια ιστορία επιβίωσης σε μια βομβαρδιζόμενη
χώρα. Μια περιπέτεια ενηλικίωσης στις φλόγες του πολέμου. Ενας αγώνας
διεκδίκησης των πλέον δεδομένων, του νερού, της τροφής, της στέγης, της
ασφάλειας, της αγάπης, και κάποιων όχι και τόσο αυτονόητων, της ελευθερίας, της
δικαιοσύνης, της αλληλεγγύης, της ειρήνης, της ίδιας της ζωής. Το βιβλίο είναι
εμπνευσμένο από αληθινά γεγονότα που συνέβησαν κατά τη διάρκεια του πολέμου
στην Ουκρανία και κατά τη διάρκεια βομβαρδισμών κατοικημένων πόλεων, όπως στη
Λωρίδα της Γάζας και σε άλλα σημεία του πλανήτη. Η ιστορία και τα πρόσωπα είναι
προϊόντα μυθοπλασίας». Από τις τρεις αυτές παραγράφους ξεγλιστρά το
βιβλίο, η γλώσσα του, οι σκέψεις, τα συναισθήματα, τα βιώματα των ηρώων του,
που όσο κι αν απέχουν απ’ αυτά του αναγνώστη, τον θέτουν διαρκώς ενώπιον της
δικής του ευθύνης. Δεν γίνεται, δεν μπορεί να επικαλείται όταν τα φονικά
συντελούνται δίπλα του, το «και εγώ τι να κάνω;» Μάρτυρας του καλού και του κακού, η συγγραφέας
επιλέγει το «διττό σώμα» και τη «δεύτερη παρουσία» για να υφάνει τη μυθοπλασία
της. Το «διττό σώμα» γιαγιάς και εγγονής διατρέχει το βιβλίο: γεράματα και
νιάτα, θάνατος και ζωή, παραίτηση και αγωνιστικότητα, απελπισία και ελπίδα,
όλεθρος και νίκη, μίσος και αγάπη. ?ύμφυτο με το «διττό σώμα» και το ύφος του
βιβλίου. ?τις πρώτες σελίδες ο ρυθμός υποτονικός, χλιαρός, χαλαρός? και
σταδιακά, χωρίς καν να γίνει αντιληπτό πού και πώς, αρχίζει η ένταση να
ανεβαίνει και στο τέλος να κορυφώνεται? μια κορύφωση ιδιαίτερη που ενέχει, συνάμα
με τον καταγγελτικό λόγο, και τη λύτρωση. Η γλώσσα σαν να ραπάρει, κοφτή, μικρές
προτάσεις αγκομαχούν μαζί με τη γιαγιά και την εγγονή? ακολουθούν τον δικό τους
βηματισμό, απηχούν τη δυσκολία της ανάσας τους. Τις τέσσερις τελευταίες σελίδες
θα τις λάτρευαν οι έφηβοι εάν είχαν την ευκαιρία να τις ακούσουν σε μια μεγάλη
σκηνή από τον ράπερ της καρδιάς τους. Κείμενο-μανιφέστο τους! Αν διαβάσει κανείς δυνατά, αντιλαμβάνεται
καλύτερα πώς οι λέξεις κρατούν το άκουσμα του δύσκολου βηματισμού. Και γίνεται
εκεί, όπου πρέπει, η γλώσσα δεκαπεντασύλλαβος, γραμμένος σε πεζό λόγο, με τομή στην
όγδοη συλλαβή. Το πεζό κείμενο μπορεί να μεταγραφεί σε στίχο: «Ακούς
εσύ, ω σπλάχνο μου, μικρό και παινεμένο γιατί μας δείχνεις το όπλο
σου, γιατί μας πας στον βρόντο γιατί δεν έρχεσαι κοντά, να
φτάσουμε στο σπίτι […]» και πιο κάτω «Ελα στο σπίτι,
κόρη μου, εσύ, ω ξαστεριά μου, να σε φροντίσω, μάτια μου,
να φας γλυκό σταφύλι, μην πίνεις άλλα φάρμακα που σε κακοφορμίζουν». Είναι κι άλλες ανάλογες προτάσεις, με συμπυκνωμένα
νοήματα, που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν σαν μότο, γραμμένες σε μαθητικά
τετράδια ή σε επαναστατικά μακό άσπρα μπλουζάκια σαν νεολαιίστικο σύνθημα ενθάρρυνσης
και πίστης. Χωρίς στολίδια, πλουμιστά επίθετα? ουσιαστικό,
ρήμα κι όπου επίθετο, απολύτως απαραίτητο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, τα
«χέρια-ζυμάρια», ίδιοι κισσοί? κάθε φορά άλλοι από το επίθετο-βίωμα εκείνης,
της ξεχωριστής στιγμής: κισσοί απαλοί, υγροί, τρυφεροί, κρύοι? και κισσοί-φτερούγες,
όταν το επίθετο αδυνατεί προσδιοριστικά, αλλά ο κισσός διατηρεί ακόμη την ευλυγισία
να τυλίγει προστατευτικά το άλλο σώμα? έως ότου τον καταλύσει ο θάνατος και
προβάλλει με «τα χέρια-ζυμάρια-παγωμένα σχοινιά γύρω από το στήθος»? «έπλεξε τα
χέρια-ζυμάρια-άκαμπτους κισσούς γύρω από τον λαιμό της και πήγαινε τη νεκρή
στην πλάτη». Ο πόλεμος κοντοζυγώνει και τον βιώνουμε
εντονότερα. Τον βιώνουμε; Οχι! Καλύπτεται από την καθημερινή είδηση που, έχει
δεν έχει σημασία, θρονιάζεται για τακαλά στα καθιστικά απέναντι από την οθόνη
για τις μεγαλύτερες ηλικίες και για τις μικρότερες στην προέκταση του χεριού
τους που συνιστά η προσωπική τους οθόνη. Ο πόλεμος δεν βιώνεται από τις σελίδες ενός
βιβλίου -πώς να βιωθεί;-, αλλά εδώ σε ακουμπάει. Τον βλέπεις, τον αγγίζεις, τον
μυρίζεις, τον ακούς, τον γεύεσαι. Δεν έχει σημασία πού διεξάγεται, ποια τα
φυλετικά ή τα γεωπολιτικά του χαρακτηριστικά. Ο πόλεμος μπαίνει στο σπίτι σου,
ακουμπά την καρδιά σου, βλέπεις πτυχές του που δεν ήξερες, δεν φανταζόσουν…
εταιρείες με σκλαβωμένες μήτρες για εμπορία
βρεφών, γυναίκες-πειραματόζωα, παιδομάζωμα, η αλλοιωμένη πανίδα του ολέθρου. Και ένα τέλος με μια χαραμάδα ελπίδας, με ένα
αχνό χαμόγελο και μια πίστη, ας είναι και κλονισμένη, στη δύναμη του ανθρώπου.
Μια ελπίδα που εκπηγάζει από την αγαπητική σχέση των ανθρώπων: γιαγιάς-εγγονής,
μάνας-παιδιού· από τις σχέσεις των φίλων κι από εκείνη ανάμεσα σε έναν νεαρό
άντρα και μια νεαρή γυναίκα που μόλις ανακαλύπτουν τον έρωτα και την παντοδυναμίατου. Και στο ίδιο δίπολο -το διττό σώμα- λανθάνουν ερωτήματα
που απασχολούν τη γραφή. Ο δημιουργός έτσι κι αλλιώς είναι του καιρού και του
τόπου του· ζει σ’ έναν ορισμένο χωρόχρονο και επιδέχεται τις επιρροές του.
Θέτει ως στόχο την καταγραφή του ή περιμένει να κατακάτσει ο κουρνιαχτός, να
χωνευτεί το βίωμα, να αποστασιοποιηθεί από τα γεγονότα για να μπορέσει να πιάσει
νηφάλια χαρτί και μολύβι (τα πλήκτρα του υπολογιστή); Δεν υπάρχει πρόθεση
απάντησης (αν υποτεθεί ότι υπάρχει απάντηση). Η συγγραφέας πάντως τολμά να
γράψει για το «τώρα», γι’ αυτό που μας κατατρύχει και μας εξουθενώνει. Η ζωή είναι μικρή και ο καθένας τη στιγμή του
καλείται να την κερδίσει διασώζοντας το πρόσωπό του, το πρόσωπο του ανθρώπου.
Αυτό επιχειρεί η Γκανάσου με τη «δεύτερη παρουσία», τη «Δευτέρα παρουσία» του τίτλου,
με τη δεύτερη εκκίνηση, τη δεύτερη ευκαιρία, που σε κανέναν δεν χαρίζεται,
συνεπάγεται προσπάθεια και αγώνα, προσωπικό και συλλογικό. Γεωργία Κακούρου-Χρόνη
Τέως επιμελήτρια Εθνικής Πινακοθήκης