Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Παρουσιάζει το λεύκωμα «Δια χειρός τέκτονος…»
Η Γεωργία Κακούρου Χρόνη παρουσιάζει το λεύκωμα «Δια χειρός
τέκτονος… Λιθανάγλυφα προεπαναστατικών εκκλησιών της Αρκαδίας» (κείμενα: Μαρία
Τσούπη, φωτογραφίες: Αγγελική Νικήτα, έκδ. Σωματείο Φίλων Παραδοσιακής
Αρχιτεκτονικής «Άνθη της Πέτρας»): Στο κυριακάτικο μεσημεριανό τραπέζι, που ήταν αφιερωμένο
στις γιαγιάδες και στους παππούδες, ξετυλίγονταν απρόσμενες ιστορίες, που
μπορεί να είχαν ξαναειπωθεί, αλλά η διάθεση της γιαγιάς και του παππού, το ένα
ποτηράκι κρασί παραπάνω, η ευτυχία να μας βλέπουν όλους μαζεμένους, τις έκανε,
κάθε φορά, διαφορετικές. Από τον παππού πρωτάκουσα ιστορίες για Λαγκαδινούς μαστόρους
που έρχονταν πολλοί μαζί, κομπανίες, και με αμούστακα αγόρια ανάμεσά τους, για
να χτίσουν τα σπίτια της Γκοριτσάς και των Τσιντζίνων («αδελφά» χωριά της
Λακωνίας, το πρώτο στις υπώρειες και το δεύτερο στην καρδιά του Πάρνωνα).
Ιστορίες που αφηγούνταν τα ευτράπελα παθήματά τους, αλλά που άφηναν διάχυτο το
σεβασμό που ένιωθαν για την τέχνη τους. Η τέχνη τους δεν είχε να κάνει μόνο με τη μαστοριά τους·
είχε να κάνει και με την καλαισθησία τους. Ο παππούς πάντα έδειχνε το αγκωνάρι
της σκάλας που, χωρίς να χρειάζεται, ήταν στρογγυλεμένο, γιατί έτσι φάνταζε πιο
όμορφο. «Στέριωναν και στόλιζαν»! Κι ήταν υπερήφανος για τον πελεκημένο, με
ξεχωριστή επιμέλεια, σταυρό στο υπέρθυρο της κεντρικής εισόδου που δικαίωνε και
την επιλογή των μαστόρων: «Υπήρχαν καλοί πετροφάοι και Μανιάτες και Καστρινοί
(από το Καστρί Κυνουρίας), αλλά σαν τους Λαγκαδινούς κανένας». Και ξανάδειχνε
προς επιβεβαίωση των λόγων του με καμάρι το σταυρό τιμώντας όλους αυτούς που
ευφάνταστα μεταμόρφωναν την πέτρα που και τα δυο βουνά, ο Πάρνωνας και το
Μαίναλο, τους πρόσφεραν απλόχερα. Αυτά τα «στολίδια», τα «Λιθανάγλυφα των προεπαναστατικών
εκκλησιών της Αρκαδίας» καταγράφονται στο φροντισμένο λεύκωμα «Δια χειρός
τέκτονος…», τα κείμενα του οποίου υπογράφει η Μαρία Τσούπη και τις φωτογραφίες
η Αγγελική Νικήτα, σε μια έκδοση του Σωματείου Φίλων Παραδοσιακής
Αρχιτεκτονικής «Άνθη της Πέτρας». Ένα Σωματείο που δραστηριοποιείται από το 2012
με στόχο να συντηρήσει μνήμες που κινδυνεύουν να χαθούν, αλλά και να αναβιώσει
μια παραδοσιακή τέχνη, την αξία της οποίας αναδεικνύει και το λεύκωμα που
εκδόθηκε το 2021 και προλογίζεται από τον Γιάννη Τσιαούση και τον δρα Αργύρη
Πετρονώτη, Πρόεδρο και Επίτιμο Πρόεδρο του Σωματείου αντίστοιχα. Ο εορτασμός της επετείου των διακοσίων χρόνων από την
Ελληνική Επανάσταση μπορεί να αποτέλεσε την αφορμή γι’ αυτό το έργο, που,
ωστόσο, δεν έχει καθόλου ευκαιριακό χαρακτήρα και που ήταν απολύτως αναγκαίο
και αποδεικνύει, ακόμη μια φορά, τον καλά μελετημένο προσανατολισμό του
Σωματείου. Λαγκαδινοί πετροχτιστάδες χτίζουν στα προεπεναστατικά χρόνια
τις εκκλησίες, ανάμεσα σε άλλα δημόσια και ιδιωτικά κτίσματα, του Ιωάννη του
Προδρόμου και των Παμμεγίστων Ταξιαρχών στα Λαγκάδια και του Αϊ-Γιώργη στη
Στεμνίτσα. Στις τρεις αυτές εκκλησίες ποικιλοτρόπως επικεντρώνεται το βιβλίο
που αρθρώνεται σε τρία κεφάλαια και μας γνωρίζει τον τόπο, τους ανθρώπους και
τα έργα τους (Α’ κεφάλαιο), τα υλικά και τη θεματολογία των λιθογλύφων (Β’
κεφάλαιο) εισάγοντάς μας στην ερμηνεία των συμβόλων με τα πολλαπλά μηνύματα (Γ’
κεφάλαιο). Η οικοδομική δραστηριότητα, οι εντυπωσιακοί ναοί, οι
πλούσιες κατοικίες, ο λιθογλυφικός διάκοσμος, όπως και η χειροτεχνία,
προϋποθέτουν οικονομική ευμάρεια· την οποία γνώρισαν τα Λαγκάδια και η
Στεμνίτσα, κατά τον 18ο και 19ο αιώνα χάρη στους κοσμογυρισμένους εμπόρους,
αλλά και στους φημισμένους μαστόρους που γύριζαν τουλάχιστον όλη την
Πελοπόννησο εμπλουτίζοντας τις προσλαμβάνουσες της τέχνης τους που στόλισε εκκλησίες,
σπίτια, κρήνες, γεφύρια, παραστάδες. Μια οικονομική άνθηση που πορεύθηκε
ταυτόχρονα με την πνευματική. Έτσι τους ναούς, για να περιοριστούμε σ’ αυτούς,
θα κοσμήσει μια πλούσια θεματική –κυρίως τις προσόψεις τους– που εμπνέεται από
την παράδοση, χωρίς να παραβλέπει τη Δύση ή την Ανατολή. Τα Λαγκάδια, από την Ενετοκρατία έως την Επανάσταση,
ακολουθούν την πορεία πολλών οικισμών που ιδρύονται στα βουνά, αφού οι Τούρκοι
εκμεταλλεύονταν τους κάμπους. Επανάσταση, εμφύλιοι, Ιμπραήμ, οι πλούσιοι
Δεληγιάννηδες, σχολεία, εκπαίδευση, έμποροι και φημισμένοι μαστόροι είναι οι
ψηφίδες που συνθέτουν τα Λαγκάδια, τον ιδιαίτερο αυτό οικισμό, που διατηρητέος,
όπως κηρύχθηκε, δεν έχασε τον χαρακτήρα του και ασκεί και σήμερα μια γοητεία
εντελώς ιδιαίτερη. Τα Λαγκάδια, αλλά και η Στεμνίτσα, ακολούθησαν τη μοίρα που
πλήγωσε τη χώρα μας, κυρίως μετά τον Πόλεμο, εξαιτίας της εξωτερικής και της
εσωτερικής μετανάστευσης, της εγκατάλειψης των παραδοσιακών επαγγελμάτων και
της συρρίκνωσης όλων αυτών των ενασχολήσεων που έκαναν την πέτρα ν’ «ανθίζει».
Τα ορεινά κυρίως χωριά με την αποχώρηση των Τούρκων θα παρακμάσουν, αφού οι
κάτοικοί τους αναζήτησαν ευφορότερα εδάφη στους κάμπους (μ’ αυτή την έννοια
είναι «αδελφά» και τα λακωνικά χωριά η Γκοριτσά και τα Τσίντζινα που προαναφέρθηκαν). Η Στεμνίτσα είναι δημιούργημα της φτώχειας. Τόπος υγρός και
σκιερός, όπως σημαίνει και το σλάβικο όνομά της, υποχρεώνει τους κατοίκους της,
αφού το φτενό έδαφος δεν μπορεί να τους θρέψει, να στραφούν προς άλλα
επαγγέλματα: Χρυσικοί, ασημικοί, μπρουτζάδες, καμπανάδες, κουδουνάδες,
κανταρτζήδες, ντουφεξήδες, σιδεράδες, γανωματήδες επεξεργάζονται τα μέταλλα και
τα έργα των χεριών τους ταξιδεύουν σε όλη την Ευρώπη. Στο λεύκωμα, κτητορικές επιγραφές, επιστολές, χειρόγραφα,
φωτογραφικό υλικό, η βιβλιογραφία εμπλουτίζουν σιγά σιγά την εικόνα μας και
ερμηνεύουν ό,τι προσελκύει το βλέμμα. Τα Λαγκάδια δεν είναι μόνο τα σπίτια και
οι εκκλησιές τους, είναι και οι πρωτομάστορες και οι κομπανίες που τα
στέριωσαν· κι αυτό το έμψυχο υλικό ανακαλείται από την αφάνεια και ζωντανεύει. Οι όροι, οι λέξεις από μόνες τους, αποτελούν μια ξεχωριστή
πηγή, αποκαλυπτική, των σχέσεων των μελών της κομπανίας, του μπουλουκιού. Ο
πρωτομάστορας, για παράδειγμα, ήταν ο πρώτος της κομπανίας (ανάμεσα σε
νταματζήδες ή λιθαράδες, χτίστες, λασπιτζήδες και μαθητευόμενα μαστορόπουλα),
με ξεχωριστή την ιδιότητα του «πελεκάνου» που μπορούσε να διαμορφώσει έτσι την
επιφάνεια της πέτρας ώστε να αναδεικνύεται το λιθογραφικό του σχέδιο·
μπουλουκτσής, αρχιτέκτων, τέκτων, αρχιμάστορας· όλα μαζί. Και στην αρχή έργα ανυπόγραφα, χωρίς υστερόφημες επιδιώξεις,
εκπροσωπούσαν την ομάδα, όπως και τα δημοτικά μας τραγούδια. Θα διασωθούν,
ωστόσο, μερικά ονόματα, προφανώς γιατί ήταν τα αξιότερα, αλλά και γιατί, όσο ο
ανταγωνισμός μεγάλωνε, δηλωνόταν η ταυτότητα εκείνου που θεωρούσε ότι ξεχώριζε·
διαιώνιση του ονόματος προφανώς κερδισμένη και από την αναγνώριση των
συγκαιρινών συν-μαστόρων. Έτσι, όπως ονοματίζονται, τα ρούχα που περιείχε το φτωχό
τους μπογαλάκι και τα εργαλεία της μαστοριάς (βαριά ή κόπανος, λοστός,
παραμίνα, τσιόκος, σφήνες, κασμάς, κατανακύλια, μαντρακάς, σμιλάρι, βελόνι,
χτενιά, κουμπάσο, καλέμι, μπικούνι, αλφάδι, ζύγι, γωνιά, ράμμα, σκεπάρνι,
σιδερόβεργα, αρίδα, ζεμπίλι και τόσα άλλα και με τις παραφθορές τους) παρέχεται
ένα πλούσιο λαογραφικό και γλωσσικό υλικό, στο οποίο προστίθενται και οι
κατηγορίες των λιθογλύφων, όπως διαρθρώνονται στο βιβλίο μορφολογικά,
λειτουργικά, εντός του υφολογικού τους πλαισίου, με τη θεματική τους διάταξη
και την ερμηνευτική τους προσέγγιση. Η «περιήγηση» που μας προτείνει το λεύκωμα, με τη βοήθεια
του λεπτομερούς και εξαιρετικού σε ποιότητα φωτογραφικού υλικού, μας καθιστά
κοινωνούς μιας τέχνης που μας αφορά άμεσα, γιατί είναι φορέας μια ολόκληρης
ιστορίας, της ιστορίας μας, με τις ανατάσεις, τα βάσανα και τους καημούς της. «Της μαστοριάς τα βάσανα / της ξενιτιάς τα πάθη / τα είδε ο
ήλιος κι έσβησε / και το φεγγάρι εχάθη» (σ. 31). Γεωργία Κακούρου-Χρόνη, archaiologia.gr [ΣτΣ: Όλες οι φωτογραφίες είναι της Αγγελικής Νικήτα και
προέρχονται από το βιβλίο. Ευχαριστώ τον κ. Αντώνη Καλαφάτη που φρόντισε την
αποστολή τους.] * Η Γεωργία Κακούρου Χρόνη είναι Φιλόλογος – Μουσειολόγος –
Ιστορικός τέχνης.