Vekrakos
Spartorama | Κάτι δεν πάει καλά με το «Φεστιβάλ Ερασιτεχνικού (Πειραματικού;) Θεάτρου» του Δήμου Μονεμβασίας

Κάτι δεν πάει καλά με το «Φεστιβάλ Ερασιτεχνικού (Πειραματικού;) Θεάτρου» του Δήμου Μονεμβασίας

Ν.Μ. 17/09/2021 Εκτύπωση Άρθρα Εκδηλώσεις Θέατρο Κοινωνία Παιδεία
Κάτι δεν πάει καλά με το «Φεστιβάλ Ερασιτεχνικού (Πειραματικού;) Θεάτρου» του Δήμου Μονεμβασίας
Τα παρακάτω είναι μόνον για όσους δεν έχουν σπουδάσει θέατρο
Οδός Εμπόρων

Την εβδομάδα 21-27 Αυγούστου 2021, διεξήχθη στους Μολάους του Δήμου Μονεμβασίας το «5ο Πανελλήνιο Φεστιβάλ Ερασιτεχνικού Θεάτρου» με παραστάσεις από θιάσους και ομάδες από όλη την Ελλάδα και την Κύπρο. Όπως κάθε χρόνο έδωσα το παρόν, δυστυχώς μόνο για μία ημέρα από τις επτά και παρακολούθησα δυο από τις έντεκα παραστάσεις που δόθηκαν.

Θα πρέπει να θεωρούμαι τυχερός γιατί η μία από τις δυο παραστάσεις που παρακολούθησα πήρε το Γ’ Βραβείο Καλύτερης Παράστασης. Συγκεκριμένα ήταν η παράσταση «Τα κορίτσια δεν πρέπει να παίζουν ποδόσφαιρο» της Μάρτα Μπουτσάκα που ανέβηκε από την Θεατρική Ομάδα «Κουμπί Πανικού» - Αθήνα.

Προτού αναπτύξω την σκέψη μου θα ήθελα να διηγηθώ ένα μικρό περιστατικό που μου συνέβη εδώ και πολλά χρόνια. Μετά από θεατρική παράσταση στην Αθήνα, βρέθηκα με παρέα στο πεζοδρόμιο έξω από το θέατρο να αγορεύω κρίνοντας την παράσταση. Ξαφνικά διακόπτομαι από κάποιον φίλο φίλου ο οποίος με ρωτά με νόημα. «Φίλε, έχεις σπουδάσει θέατρο;» του γνέφω αρνητικά για να λάβω την άμεση απάντηση «Εγώ όμως έχω». Αγνοώντας τον ευθύ υπαινιγμό και θεωρώντας ότι επιτέλους είχαμε μια μοναδική ευκαιρία να ακούσουμε μια «εμπεριστατωμένη γνώμη», τον ρωτάω με ενδιαφέρον: «Ωραία, εσύ τι γνώμη έχεις για την παράσταση;». Η απόκριση ήταν αυτόματη: έκανε μεταβολή και αποχώρησε. Το ύφος του αλλά και η στάση του σώματός του υποδήλωνε τις ενδόμυχες σκέψεις του: «Σιγά μην κάτσω εγώ να σου πω την γνώμη μου, άσχετε. Τι θα καταλάβεις;».

Με την παραπάνω νοοτροπία των ειδημόνων που «αυτοί ξέρουν» αλλά δεν μπορούν να μας εξηγήσουν τι ακριβώς σκέφτονται  λόγω της απύθμενης ασχετοσύνης μας, διαφωνώ εδώ και δεκαετίες. Για μένα «ωραίο είναι ότι μου αρέσει» και έχω τα κότσια να το υπερασπιστώ. Τώρα αν κάποιος άλλος βλέπει τα πράγματα διαφορετικά, πιο μορφωμένα ας πούμε, οφείλει να μου εξηγήσει την οπτική του και να πέσει στο επίπεδό μου για να το καταλάβω. Αν δεν το κάνει τότε το παίζει αυθεντία  (φυσικά μπορεί και να είναι) και μου είναι παντελώς άχρηστος αλλά και αδιάφορος. Και ξέρετε οι περισσότεροι από αυτούς αυτό-λιβανίζονται χωρίς να  μπορούν να εκφράσουν με απλά λόγια την σκέψη τους σε ένα ευρύτερο κοινό.

Το θέατρο για μένα είναι κατ’ έξοχήν Λόγος. Οι καλύτερες παραστάσεις που έχω δει είναι  μονόλογοι ερμηνευμένοι από ιερά τέρατα της υποκριτικής που δεν στηρίζονται ούτε στα σκηνικά, ούτε στον φωτισμό, ούτε στην μουσική ούτε στα θεατρικά εφέ, παρά μόνο στην εκπληκτική δύναμη και το ταλέντο που έχουν να εκφέρουν άψογα και πειστικά τον Λόγο. Έτσι τρέφεται η ψυχή μου και φεύγω από επιτυχημένες -κατά την γνώμη μου- παραστάσεις πλήρης συναισθημάτων και εμπειριών, μια τροφή που αν δεν την βρω πλούσια και άφθονη επηρεάζεται αρνητικά η ίδια μου η ύπαρξη.

Δεν είναι λίγες οι φορές που οι θεατράνθρωποι των Μολάων, και αναφέρομαι κυρίως στις αδελφές Λαμπούση, η καθεμιά με την προσέγγισή της, κάλυψαν και με το παραπάνω αυτή μου την ανάγκη (και όχι μόνο σε εμένα υποθέτω) και τις ευχαριστώ πολύ γι΄ αυτό. Έτσι βρέθηκα και εκείνο το βράδυ στο θεατράκι του Λυκείου Μολάων παρακολουθώντας με προσοχή τις δυο παραστάσεις της ημέρας. Όλα πήγαν κατ΄ ευχήν με την πρώτη παράσταση. Στη δεύτερη όμως με τίτλο «Τα κορίτσια δεν πρέπει να παίζουν ποδόσφαιρο», όχι μόνο δεν πήρα κάτι, αλλά κατέληξα στο τέλος να αποχωρώ εκνευρισμένος, απηυδισμένος και πνευματικά ανικανοποίητος, με αυτό που είχα δει. Κατά την γνώμη μου όλο αυτό ήταν μια προσπάθεια που μόνο θέατρο δεν μπορούσε να θεωρηθεί. Ήταν ένα κατασκεύασμα που προσπαθούσε να ξυπνήσει τεχνητά το συναίσθημα του θεατή, μέσω σκηνοθετικών τρυκ τύπου ανακατέματος και συμμαζέματος των καθισμάτων (ανατροπή και επαναφορά), απότομων ξεσπασμάτων των ηθοποιών και ενοχλητικών μικροφωνισμών λόγου και μουσικής, γεμάτο με εκβιαστικές εντάσεις. Πολλές ήταν οι φορές που δεν μπορούσα να ακούσω τι έλεγε ο/η ηθοποιός μέσα από ένα κείμενο άχρωμο, άγευστο και άοσμο. Ήταν μια απλοϊκή άσκηση στο πώς κανείς μπορεί να επηρεάσει την διάθεση του θεατή χρησιμοποιώντας οποιασδήποτε άλλο μέσο υπήρχε στην διάθεσή του εκτός από τον Λόγο. Θα την χαρακτήριζα ως την παράσταση της «πλαστικοποιημένης εκβιαστικής έντασης».

Καταλαβαίνετε την έκπληξη μου όταν σε αυτή τη συγκεκριμένη παράσταση απονέμεται το Γ’ βραβείο καλύτερης παράστασης. Αμέσως αναζήτησα αιτιολογικό κείμενο (το γιατί ρε παιδιά), αλλά δεν το βρήκα πουθενά. Όλα τα βραβεία δόθηκαν χωρίς αιτιολογικό κείμενο, μάλλον γιατί εμείς οι υπόλοιποι δεν έχουμε σπουδάσει θέατρο, επομένως που να μας εξηγούν.

Το αποκορύφωμα της έρευνάς μου ήταν όταν ανακάλυψα ποια παράσταση πήρε το πρώτο βραβείο. Ήταν «Το ακορντεόν χωρίς ήχο» του Ραμίρο Ραμίρεζ, που ανέβασε το Θεατρικό Εργαστήρι Παγκυπρίου Λυκείου Λάρνακας. Την παράσταση δεν την είδα αλλά γρήγορα κατάλαβα ότι δεν είχε Λόγο, ήταν «μια πρωτόγνωρη εμπειρία, αυτή του βωβού - σωματικού θεάτρου». Με λόγια λαϊκά, της πιάτσας, ήταν μια παντομίμα. Ή αλλιώς όπως γράφει ο κ. Πάρης Λεόντιος, ηθοποιός, μέλος του Θεατρικού Εργαστηρίου Νέων Δήμου Μονεμβασίας: «Η παράσταση, ως αποτέλεσμα ομαδικής διαδικασίας στην ολότητά της, συγκαταλέγεται στην κατηγορία του Devised Theater (Θεάτρου της Επινόησης), της παραγωγής δηλαδή πρωτότυπου έργου μέσα από τεχνικές αυτοσχεδιασμού της ίδιας της ομάδας, όπως και στην κατηγορία του Σωματικού Θεάτρου με αξιοποίηση μάσκας».

Πάλι θα με ρωτήσουν αν έχω σπουδάσει θέατρο, σκέφτηκα. Πέρα από τις αναφορές του κ. Λεόντιου που μπορείτε να βρείτε στο τέλος του άρθρου, δεν υπάρχει αιτιολογικό κείμενο που να δικαιολογεί την βράβευση. «Μιλάμε για μια παράσταση που τα είπε όλα...» καταλήγει ο κ. Λεόντιος. Λυπάμαι αλλά εγώ ο αδαής δεν άκουσα τίποτα. Και το λίγο που είδα στο επτάλεπτο βίντεο που δημοσιεύτηκε, μόνο ψυχική πλήρωση δεν μου παρείχε.

Είναι αξιοσημείωτη η τεράστια έκπτωση στον τομέα του Λόγου που είχαν οι δυο βραβευμένες παραστάσεις (πρώτο και τρίτο βραβείο, για το δεύτερο βραβείο δεν ασχολήθηκα) στο Φεστιβάλ. Αυτό βέβαια μπορεί να ικανοποιεί τους ειδήμονες (την κριτική επιτροπή), αμφιβάλω όμως αν ικανοποιεί τον μέσο θεατή, ο οποίος ναι μεν δεν έχει σπουδάσει θέατρο αλλά για να βρίσκεται εκεί και να παρακολουθεί κάτι νοιώθει (μπορεί και να καταλαβαίνει). Οι άνθρωποι -μεταξύ αυτών κι εγώ- πήγαν να απολαύσουν θέατρο όπως το ξέρουν και όχι «Σωματικό Θέατρο με αξιοποίηση μάσκας». Εξάλλου μιλάμε για Φεστιβάλ «Ερασιτεχνικού» και όχι «Πειραματικού» Θεάτρου.

Φαίνεται ότι κάτι δεν πάει καλά με το φεστιβάλ στους Μολάους. Με το που έκλεισε τα πέντε του χρόνια και πήγε στο νηπιαγωγείο, φαίνεται ότι έπεσε στα χέρια δασκάλων - ειδημόνων οι οποίοι θέλουν να το φέρουν στα δικά τους νερά και στον δικό τους τρόπο προσέγγισης του θεατρικού γίγνεσθαι. Μιλάω για την Κριτική Επιτροπή. Ευθύνη φέρει φυσικά και η επιτροπή αξιολόγησης. Ότι και να συμβεί στο μέλλον, ας θυμούνται οι υπεύθυνοι, ότι το Φεστιβάλ υπάρχει για την παιδεία των θεατών και όχι για την εκτόνωση των καλλιτεχνικών πειραματισμών διαφόρων αυτοαποκαλούμενων ειδημόνων, οι οποίοι στο τέλος πάντα αποσύρονται αφού δεν υπάρχουν πια θεατές για να εκφράσουν τις καλλιτεχνικές τους ανησυχίες.

 

Ν. Μ.

 

Υ.Γ.: Προς αποφυγή παρεξηγήσεων δηλώνω ότι δεν αναφέρομαι καθόλου στα τοπικά στελέχη του θεατρικού δυναμικού του Δήμου Μονεμβασίας, που είναι άλλωστε η κινητήριος δύναμις του Φεστιβάλ. Αναφέρομαι στους τρίτους «ειδικούς» εκτός Μολάων οι οποίοι πιθανόν να βρίσκουν εκεί λαμπρό πεδίο πειραματισμών και επιβολής ρηξικέλευθων απόψεων περί θεάτρου και τέχνης. 


------- 

 

Κείμενο για την παράσταση του Α΄ Βραβείου

Τη Δευτέρα 23 Αυγούστου το θεατρόφιλο κοινό του τόπου μας συναντήθηκε με μια πρωτόγνωρη εμπειρία, αυτή του βωβού-σωματικού θεάτρου. Το Θεατρικό Εργαστήρι του Παγκυπρίου Λυκείου Λάρνακας μας σύστησε τον Πακίτο και τη Βέρο, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που ζουν στον μικρόκοσμό τους και που κατά τη διάρκεια της ζωής τους ξεχνούν και ξεχνιούνται, όπως σημειώνει ο σκηνοθέτης της παράστασης «Το ακορντεόν χωρίς ήχο», Ramiro Ramirez.

Η παράσταση, ως αποτέλεσμα ομαδικής διαδικασίας στην ολότητά της, συγκαταλέγεται στην κατηγορία του Devised Theater (Θεάτρου της Επινόησης), της παραγωγής δηλαδή πρωτότυπου έργου μέσα από τεχνικές αυτοσχεδιασμού της ίδιας της ομάδας, όπως και στην κατηγορία του Σωματικού Θεάτρου με αξιοποίηση μάσκας. Η θεατρική δράση αναπτύσσεται χωρίς καθόλου χρήση λόγου, παρά μονάχα με την έκφραση και τις κινήσεις του σώματος, με τη μίμηση και την παντομίμα όπως τις μελέτησε και δίδαξε πρώτος ο Γάλλος θεατράνθρωπος Jacques Lecoq, γνωστός για τη μελέτη και διδασκαλία ενός είδους θεάτρου όπου ο ηθοποιός καλείται με μόνο όπλο του το σώμα να μεταφέρει το συναίσθημά του στον θεατή. Δική του επινόηση και η «ουδέτερη μάσκα», βασικό εργαλείο θεατρικής εξερεύνησης, που αξιοποιήθηκε πλήρως από τον κυπριακό θίασο εξυπηρετώντας διπλό σκοπό: πρώτον να μπορεί ο ίδιος ηθοποιός να παίζει δεύτερο και τρίτο ρόλο χωρίς ο θεατής να ταυτίζει το πρόσωπό του με κάποιον συγκεκριμένο από αυτούς, και δεύτερον να αφήνεται στο σώμα όλο το περιθώριο να εκφράσει (αυτό μόνο του, χωρίς μούτες, γκριμάτσες κ.λπ.) όλα τα συναισθήματα, τις αντιδράσεις, τις ψυχικές καταστάσεις και τον χαρακτήρα των ηρώων.

Η δουλειά της ομάδας ήταν μια ευκαιρία να μυηθούμε στην απίστευτα δυναμική περιοχή της ανθρώπινης εκφραστικότητας και να ανακαλύψουμε το πώς μια σειρά από κινήσεις και χειρονομίες μας μπορεί να διηγηθεί ολόκληρη ιστορία. Να αναρωτηθούμε το κατά πόσο μπορεί τούτη η ιστορία να είναι ζωντανή, καθαρή, το πώς αντηχεί… Συνειδητοποιήσαμε τη σημασία και τη δύναμη των σωματικών (μηχανικών κι αυτόματων ή συνειδητών και επιλεγμένων) αντιδράσεών μας και αφουγκραστήκαμε ό,τι έκανε κι ο προϊστορικός άνθρωπος, ως ηθοποιός ή χορευτής ή ζωγράφος στα σπήλαια, όταν του γεννήθηκε η ανάγκη να αφηγηθεί και να παραστήσει ιστορίες. Μια ανάγκη που παραμένει η ίδια και σ΄ εμάς: κάνουμε Θέατρο και, με τις κινήσεις και τον λόγο μας, μιμούμαστε τις φυσικές δυνάμεις, θέλουμε να τις καταλάβουμε, να τις αιχμαλωτίσουμε, να ταυτιστούμε μαζί τους και με την ίδια -παράλογη ίσως- μανία να αιχμαλωτίσουμε και να κατανοήσουμε την ίδια τη ζωή! Με όπλο και κέντρο το σώμα μας, το φτιαγμένο από την ύλη του σύμπαντος. Κάθε κίνηση ή ενέργεια του σώματος επηρεάζει το σύμπαν (έστω ένα τόσο δα μικρό κομματάκι του), όπως και κάθε κίνηση στο σύμπαν είναι βαθιά χαραγμένη στην κυτταρική μνήμη μας. Ο άνθρωπος μπορεί, αρχικά με το σώμα του και στη συνέχεια με το μυαλό και την ψυχή του να αναπαραστήσει όλες τις κινήσεις και τις ενέργειες της φύσης.

Με λιτή αλλά πλήρως αξιοποιήσιμη σκευή οι τέσσερις έφηβες του σχολείου από την Κύπρο κατάφεραν να διηγηθούν την ιστορία των χαρακτήρων τους (Βέρο, Πακίτο, Γιατρού, Κόρης) και πίσω από τις μάσκες τους, οι οποίες φιλοτεχνήθηκαν από τη νεαρή μαθήτρια με γνώμονα την «ουδέτερη μάσκα» του Γάλλου δημιουργού, εναλλάσσονταν ανεπαίσθητα στους ρόλους τους και μας μάγεψαν με τον πλούτο της εκφραστικής τους. Δεν άφησαν αναξιοποίητο ούτε ένα δευτερόλεπτο, ούτε έναν αστράγαλο, δεν τσιγκουνεύτηκαν ούτε ένα γεροντικό τρεμούλιασμα, δεν άφησαν αμήχανο κανένα σκηνικό αντικείμενο και καμία στιγμή του θεατρικού χρόνου. Πιστοί στη μέθοδο Lecoq δημιούργησαν μια παράσταση γεμάτη μνήμες και συγκίνηση, καθώς τα σκηνικά αντικείμενα συνέβαλλαν στον ρυθμό που έδινε η κουνιστή πολυθρόνα της γιαγιάς Βέρο ή τα χτυπήματα από το σφυράκι του φιλότεχνου παππού Πακίτο. Η πειστικά παραστατική γιατρίνα, ο πονηρός φίλος και η σκερτσόζα κόρη συνέθεσαν ένα αφηγηματικό ποίημα που κέρδισε το στοίχημα της εύγλωττης σιωπής!

Η μουσική επένδυση (κανονικός πρωταγωνιστής, ανάμεσα στους άλλους, της συγκεκριμένης παράστασης και βασικός εκφραστής του «λόγου» της) υπό τους ήχους του ακορντεόν και του βιολιού, σε συνδυασμό με την πλήρη εκμετάλλευση των φωτιστικών μέσων με κόντρα φως, έδωσε σκηνές υψηλής αισθητικής, όπως για παράδειγμα η ανάμνηση της γηρασμένης πια Βέρο ως νεαρής μπαλαρίνας… Μια ατόφια στιγμή συγκίνησης!

Θίγοντας το θέμα της παραγκωνισμένης τρίτης ηλικίας χωρίς κούφιες σιωπές ή κινητικές φανφάρες, η πρωτότυπη παράσταση έδωσε ένα μάθημα ενσυναίσθησης προς τους αγαπημένους μας που συνήθως αποζητάμε και θυμόμαστε όταν δεν είναι πια κοντά μας!

Μιλάμε για μια παράσταση που τα είπε όλα...

Πάρης Λεόντιος, ηθοποιός, μέλος του Θεατρικού Εργαστηρίου Νέων Δήμου Μονεμβασίας



  


Οδός Εμπόρων