Vekrakos
Spartorama | «Το σπίτι της θείας μου της Ιουλίας», από τον Βαγγέλη Μητράκο

«Το σπίτι της θείας μου της Ιουλίας», από τον Βαγγέλη Μητράκο

Ευάγγελος Μητράκος 12/07/2021 Εκτύπωση Άρθρα Δημοτικά Κοινωνία Πολιτισμός Χρονογράφημα
«Το σπίτι της θείας μου της Ιουλίας», από τον Βαγγέλη Μητράκο
Οδός Εμπόρων

Το σπίτι της θείας μου της Ιουλίας, της μικρότερης αδερφής της μάνας μου, της Παναγιώτας, το έχω πάντα μέσα στην καρδιά μου, γιατί απ’ όταν το γνώρισα (μικρό παιδάκι των 5-6 χρόνων) παραμένει όπως ήταν, ίδιο κι απαράλλαχτο, αυθεντικό, ζεστό και ανθρώπινο, μέχρι σήμερα.

Πιστεύω πως στη ζωή του κάθε ανθρώπου χρειάζονται κάποιες σταθερές, πράγματα δηλαδή της ζωής που παραμένουν αναλλοίωτα στο πέρασμα των χρόνων και δίνουν τις συντεταγμένες του ταξιδιού, όπως ακριβώς μια πυξίδα που κατευθύνει την πορεία ενός πλοίου, όπως ένας φάρος που σταθερός και ακλόνητος εκεί που πρέπει φυλάει το πλοίο από τις κακοτοπιές.

Η θεία μου η Ιουλία (τι όνομα ωραίο!!!) γεννήθηκε στο χωριό Κουρουνιού της Καρύταινας Γορτυνίας Αρκαδίας. Ήταν παιδί του Γιάννη Κοντοέ (Κοντογιάννη) και της Σταμάτας Κωσταρίδη - Κοντοέ, αδερφή της Παναγιώτας, του Νίκου, του Θύμιου και της Αγγελικής.

Ο Γιάννης Κοντοές από μικρό παιδί βρέθηκε στην Καλαμάτα στη δούλεψη κάποιου επιτήδειου της εποχής που μάζευε φτωχά παιδάκια και τα έβαζε να δουλεύουνε λούστροι, παίρνοντάς τους τις εισπράξεις της ημέρας και δίνοντάς τους μερικές πενταροδεκάρες για τον κόπο τους. Μέχρι τη Θήβα έφτασε ο Γιάννης Κοντοές, ο παππούς μου, κάνοντας την ίδια δουλειά και κάποια στιγμή, μεγάλος πια, παντρεύτηκε τη γιαγιά μου τη Σταμάτα κι ύστερα την άφησε στο χωριό και ήρθε στη Σπάρτη συνεχίζοντας τη δουλειά του λούστρου. Μερικές φορές, μέσα στην κάθε χρονιά, πήγαινε στο χωριό με τα πόδια, μέσω Λογκανίκου, «φύτευε» ένα παιδί (έτσι ακριβώς το ’λεγε η μάνα μου) κι ύστερα γύριζε στη Σπάρτη αφήνοντας την ηρωίδα τη Σταμάτα να αναθρέφει παιδιά, να φροντίζει το σπίτι, να βόσκει τα σέμπρικα γιδοπρόβατα, να καλλιεργεί τα χωράφια …

Σαν μεγάλωναν τα παιδιά, ένα – ένα, έπαιρναν το δρόμο του πατέρα τους κι έρχονταν στη Σπάρτη για μια καλύτερη ζωή. Μόνο ο Νίκος έμεινε στο χωριό. Έτσι, λοιπόν, και η Ιουλία, νέα κοπέλα σαν τα κρύα τα νερά, βρέθηκε στη Σπάρτη στη 10ετία του ’50. Η θεία μου η Ιουλία ήταν το ομορφότερο παιδί της Σταμάτας και του Κοντογιάννη. Όλοι το λέγανε. Πανέμορφη, λυγερή, άσπρη σαν το γάλα, με μια αρχοντιά που κάθε άλλο παρά θύμιζε ότι ήτανε τσοπανοπούλα από ένα μικρό και άσημο χωριό της Αρκαδίας.

Πήγε να μάθει μια τέχνη, να γίνει μοδίστρα που είχε τότε μεγάλη πέραση. Της αγόρασε ο πατέρας της και μια ραπτομηχανή SINGER και κάθε μέρα η Ιουλία έκοβε κι έραβε.

Εκεί στη γειτονιά που έμενε με τον πατέρα της, στο Νέο Κόσμο, ήτανε και η οικογένεια του βιοπαλαιστή Αλέκου Αποστολόπουλου, του μπαρμπα- Αλέκου, που τραβώντας ένα καροτσάκι, πάλευε καθημερινά στους δρόμους της Σπάρτης για το ψωμί της οικογένειάς του. Τρία αγόρια είχε κάνει ο μπαρμπα- Αλέκος με τη γυναίκα του την Αναστασία: Το Γιώργο, τον Λούη και τον Βασίλη. Τρία αδέρφια που ήτανε η χαρά, το καμάρι και το κέφι του Ν. Κόσμου και της Σπάρτης, με τον χαρακτήρα, την ομορφιά και τα νιάτα τους, τις καντάδες που έκαναν σ’ όλη τη Σπάρτη και τους χορούς που διοργάνωναν στο χαμηλό τους φτωχόσπιτο εκεί κοντά στο Γυμνάσιο Αρρένων.

Ο Βασίλης Αποστολόπουλος πρόσεξε τη νέα γειτόνισσα, την όμορφη Ιουλία Κοντοέ και την αγάπησε βαθιά από την πρώτη στιγμή. Και η Ιουλία δεν έμεινε αδιάφορη απέναντι στο όμορφο παλικάρι, που έτσι καλοντυμένο κι ευγενικό «έμοιαζε με γιατρό» όπως αποφάνθηκε η μάνα της η Σταμάτα. Λογοδόσανε, λοιπόν, αρραβωνιαστήκανε κι ύστερα ο παππούς μου ο Γιάννης, με τις οικονομίες του, αγόρασε ένα οικόπεδο κι έχτισε ένα σπίτι για προίκα στο κορίτσι του, στα 1958. Ήταν ένα πετρόχτιστο, ισόγειο σπιτάκι με κεραμίδια, εκεί στο Νέο Κόσμο, ένα σπίτι που θα ζέσταινε την νέα οικογένεια του Βασίλη και της Ιουλίας. Μικρό σπίτι ήτανε (όσο πιο μεγάλη η αγάπη τόσο πιο μικρή η φωλιά που της αρκεί ν’ απαγκιάσει) δυο μικρά δωμάτια με ένα διάδρομο στη μέση κι ολόγυρα αυλή και κήπος. Παντρευτήκανε στον Άγιο Νίκωνα από τον παπα-Χίο και το πρώτο γλέντι που έγινε στο καινούριο τους σπίτι, το σπίτι το δικό τους, ήταν αυτό της χαράς του γάμου τους.

 

 

Τσαγκάρης ο θείος μου ο Βασίλης, με δικό του τσαγκάρικο δίπλα στο σπίτι του το πατρικό αλλά και υπάλληλος τσαγκάρης, για χρόνια πολλά, στο υπόγειο του υποδηματοποιείου των Αφών Καρρέ, στην πλατεία, πίσω από το Δημαρχείο. Όλη μέρα, απ’ το πρωί ως το βράδυ, καθισμένος στην ψάθινη παλιά καρέκλα του, μπροστά στον πάγκο του τον γεμάτο με πρόκες και κατσαπρόκες και κόλλες και σόλες και φόλες και σπάγκους και τανάλιες και σφυριά και φαλτσέτες και καλαπόδια και βελόνες … με το αμόνι ανάμεσα στα πόδια του, έκοβε, έραβε, κόλλαγε, κάρφωνε τα παλιά και τα καινούρια παπούτσια. Γύρω του στο τσαγκάρικο εξώφυλλα από το ΝΤΟΜΙΝΟ, το ΡΟΜΑΝΤΣΟ, τη ΒΕΝΤΕΤΑ και τα άλλα περιοδικά του καιρού με τραγουδιστές και ηθοποιούς της εποχής και κυρίως με ποδοσφαιριστές του ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΥ που ήταν η μεγάλη και αγνή αγάπη της ζωής του. Και πίσω από κει που καθότανε ο θείος μου ο Βασίλης φωτογραφίες δικές του με τα ξενιτεμένα αδέρφια του, με φίλους και συγγενείς, σε στιγμές καθημερινές αλλά και σε στιγμές γιορτής και χαράς. Κι απέναντι στην καρέκλα του, απ’ την άλλη μεριά του πάγκου, ένα μακρύ ξύλινο σκαμνί για να κάθεται η μάνα του η κυρα –Τασία που του ’φερνε καφέ και του ’κανε παρέα αλλά και οι πολλοί και καλοί φίλοι του (μικροί, συνομήλικοι και ηλικωμένοι) που πέρναγαν απ’ το παλιό τσαγκάρικο για να κουβεντιάσουνε με το θείο μου τον Βασίλη, να καλαμπουρίσουνε, να σχεδιάσουνε σε ποιο ταβερνάκι θα πάνε το Σαββατόβραδο αλλά και να στήσουνε, εκεί μέσα στο τσαγκάρικο, μικρά γλεντάκια με κρασάκι και μεζέ ρεφενέ.

 

 

Η θεία μου η Ιουλία, αφοσιώθηκε στο σπίτι και στην οικογένεια (τρία παιδιά, ο Αλέκος, η Αναστασία και ο Γιάννης ήτανε ο καρπός του δέντρου της ζωής τους ) και μόνο ευκαιριακά εξασκούσε τη μοδιστρική. Βλέπεις, αυτές οι παλιές γυναίκες ξέρανε καλά ποια ήτανε τα «πρώτα» και ποια τα «δεύτερα» της ζωής. «Φασούλι το φασούλι γεμίσανε το σακούλι», φτιάξανε και μια κουζινούλα κολλητά στο σπίτι και ένα «μέρος» πιο ανθρώπινο λίγο παραπέρα στην αυλή, βάλανε και μια μεγάλη κληματαριά με σταφύλια (αητονύχι και κρυστάλλι), φράξανε και τον κήπο με σύρμα, φυτέψανε δυο λεμονιές (όσες χώραγε) και μια αχλαδιά, έβαζε και κηπευτικά (ντομάτες, μελιτζάνες, πιπεριές …) κάθε άνοιξη η θεία μου η Ιουλία κι ολόγυρα δυόσμους, μαϊντανούς, βασιλικά, απήγανους, μαντζουράνες … κι ήρθε κι έγινε ο κήπος και η αυλή ένας «κήπος της Εδέμ» που φχαρστιότανε ο άνθρωπος να ζει και ν’ αναπνέει κοντά του. Κι έβαλε και σύρμα σε μια γωνιά ο θείος μου κι έστησε κι ένα κοτέτσι με περήφανους κόκορες και κότες προκομμένες κι άκουγε το σπίτι κι όλη η γειτονιά τα λαλήματα και τα κακαρίσματα κι έπαιρνε η θεία μου η Ιουλία τα φρέσκα αυγά για τα παιδιά και τα ανίψια κι έσφαζε πού και πού κανένα κοτόπουλο ή καμιά γρια-κότα για να κάνει τα νόστιμα πρωτογιάχνια της και τις μυρωδάτες κοτόσουπες. Κι ύστερα σαν μεγαλώσανε τα παιδιά βάλανε κι εκείνα το χέρι τους για να ομορφύνει κι άλλο ο παράδεισος και στήσανε μέσα στον κηπάκο μια μεγάλη κλούβα με πουλάκια λογιώ-λογιώ που όλη μέρα τραγουδάγανε τόσο γλυκά που σου βαλαντώνανε την ψυχή κι άλλα κλουβιά με κουνέλια κι απάνω στο χτίσμα της αυλής έναν περιστεριώνα γεμάτο με τα πουλάκια του Θεού που κάθε πρωί σκέπαζαν τον ουρανό με τα πετάγματά τους κι έτσι όπως στριφογύριζαν πάνω από το σπίτι της θείας μου της Ιουλίας μοιάζανε σαν το Πνεύμα το Άγιο «εν είδει περιστεράς» που ο Θεός έστελνε να φυλάει τούτη τη Φτωχή αλλά Τίμια οικογένεια της Αγάπης και της Ανθρωπιάς.

Και γύρω – γύρω, σ’ όλο το σπίτι, η θεία μου η Ιουλία έβαλε γλάστρες από τενεκέδες μπογιατισμένους με λουλούδια, πρασινάδες και μυρωδικά για να μη μείνει κανένα μέρος του παράδεισου παραπονούμενο. Βάλε κοντά σ’ αυτά και τρεις γέρικες ελιές που βρεθήκανε μέσα στο οικόπεδο και που η σοφία των απλών ανθρώπων τις άφησε να ζήσουνε μαζί τους, για να καταλάβεις την ομορφιά του σπιτιού της θείας μου της Ιουλίας και του θείου μου του Βασίλη.

 

 

Κάθε φορά που η μάνα μας, η Παναγιώτα, μάς έλεγε «’τοιμαστείτε να πάμε στη θεία σας την Ιουλία» πετάγαμε από τη χαρά μας. Κοντά μέναμε, το «κόβαμε» με τα πόδια και σε λίγα λεπτά είμαστε εκεί. Βρίσκαμε τη θεία μας την Ιουλία πάντα στην αυλή ή στο κήπο, να σκουπίζει, να ποτίζει, να πλένει, να σκαλίζει …. Μ’ ανοιχτή την αγκαλιά και με το χαμόγελο της αγάπης στα χείλη μας καλωσόριζε, μας αγκάλιαζε ένα – ένα, μας φίλαγε κι ύστερα μας κάθιζε για να μας κεράσει. Αν ήτανε χειμώνας καθόμαστε στην κουζίνα, πλάι στη στόφα που έκαιγε και σχεδόν πάντα είχε πάνω της μια κατσαρόλα με φαΐ ή ένα ταψί μέσα της κι αν ήτανε καλοκαίρι καθόμαστε έξω στην αυλή κάτω από την πυκνόφυλλη κληματαριά τη γεμάτη με λαχταριστά τσαμπιά σταφύλια. Ύστερα έβγαζε η θεία μου λαχταριστούς κουραμπιέδες πασπαλισμένους με μπόλικη άχνη ζάχαρη, γεμάτους με χοντροκομμένο μύγδαλο και μας τους σέρβιρε μέσα σε ωραία γυάλινα πιατελάκια ( δώρο του γάμου της) που ολόγυρα είχανε μια γιρλάντα (από τότε όποτε με σερβίρουν γλυκό, το πρώτο πράγμα που μου ‘ρχεται στο μυαλό είναι τα γυάλινα πιατελάκια της θείας μου της Ιουλίας). Έφτιαχνε και καφέ μυρωδάτο για τους μεγάλους, τους κέρναγε και λικεράκι μπανάνα κι ύστερα άφηνε εμάς τα παιδιά με τα ξαδέρφια μας μαζί να περιδιαβούμε και να «εξερευνήσουμε» το σπίτι, τον κήπο και την αυλή, κάτι που το ’χαμε κάνει άπειρες φορές, αλλά πάντα ήτανε σαν την πρώτη τη φορά.

 

 

Πρώτα πηγαίναμε στη σάλα, ανάβαμε το φως και κοιτάγαμε το πολύφωτο (δώρο γάμου κι αυτό). Κοιτάγαμε πρώτα το πολύφωτο, γιατί εμείς στο δικό μας σπίτι δεν είχαμε πολύφωτο και πάντως μας έκανε εντύπωση έτσι που κρεμότανε στη μέση από το ταβάνι. Ήτανε μπρούντζινο με σκαλίσματα και είχε τρία «μπράτσα» που πάνω τους βρίσκονταν τρία στρογγυλά γυάλινα φωτιστικά. Αφού αναβοσβήναμε μερικές φορές το πολύφωτο, κοιτάγαμε μετά τη μεγάλη «κάρινη» ντουλάπα γεμάτη από πάνω με πράγματα που δεν υπήρχε αλλού χώρος να αποθηκευτούν, το γυάλινο ανθοδοχείο με τα λουλουδάκια αγορασμένα από το πανηγύρι του Μυστρά, το τραπεζομάντηλο με τα λουλούδια, τα σταχτοδοχεία και τα μπιμπελό πάνω στο τραπέζι, το κρεβάτι του θείου και της θείας (η σάλα ήτανε και υπνοδωμάτιο) τις φωτογραφίες του γάμου τους και τις άλλες που γέμιζαν τον τοίχο ολόγυρα και μετά βγαίναμε στο διάδρομο. Εδώ κοιτάγαμε την παλιά «Καλημέρα» στον τοίχο με δυο μεγάλα κόκκινα λουλούδια ζωγραφισμένα στις άκρες, μια παλιά υφαντή πετσέτα κρεμασμένη στο μπράτσο της μαζί με τη μεζούρα της ραπτικής για να τη βρίσκει εύκολα η θεία μου όταν τη χρειαζότανε, το μικρό τραπεζάκι με τις κορνίζες, τις άλλες φωτογραφίες του τοίχου ακόμα και το κρύσταλλο της πόρτας που φώτιζε τον μικρό διάδρομο κι ύστερα μπαίναμε στο άλλο υπνοδωμάτιο. Εδώ το ενδιαφέρον μας το μονοπωλούσε το εικονοστάσι της θείας μου της Ιουλίας, ψηλά στη γωνία που σχημάτιζαν οι τοίχοι.



 

Εικόνες και εικονίτσες, κρεμασμένες με τάξη η μία δίπλα στην άλλη, του Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων, στη μέση η στεφανοθήκη της θείας και του θείου μου και μπροστά ένα καντήλι με κρύσταλλο κρεμασμένο από το ταβάνι με τέσσερα αλυσιδάκια, που πάντα το βρίσκαμε αναμμένο. Ούτε θυμάμαι πόση ώρα μας έπαιρνε για να δούμε, ένα-ένα, τα εικονίσματα της θείας μου της Ιουλίας. Θυμάμαι, όμως, πολύ καλά ότι περισσότερο απ’ όλα μας μάγευε μια μεγάλη εικόνα της Ιερουσαλήμ που είχε γύρω – γύρω ζωγραφισμένα διάφορα μέρη και τοποθεσίες της Ιερής Πόλης (το Όρος των Ελαιών, το κουβούκλιο του Παναγίου Τάφου, τον Γολγοθά κ.α.). Κοιτάγαμε μια – μια από κοντά τις εικόνες, διαβάζαμε τις λεζάντες και πάντα τελειώναμε την περιδιάβαση σ’ αυτήν τη μεγάλη εικόνα κοιτάζοντας με δέος ένα μεγάλο μάτι ακτινοβόλο (το μάτι του Θεού) που κοίταζε και διαφέντευε από πάνω την Ιερουσαλήμ και ήτανε ίδιο μ’ εκείνο το μάτι που φανταζόμαστε όταν μας έλεγε η μάνα μας να μην κάνουμε τίποτε κακό στη ζωή μας γιατί μας βλέπει παντού το μάτι του Θεού. Αν και ποτέ δεν αξιωθήκαμε να πάμε στους Αγίους Τόπους, όμως τους είχαμε περιδιαβάσει τόσες πολλές φορές μέσα από την εικόνα της θείας μου της Ιουλίας ώστε νιώθαμε πως είχαμε γίνει πια «χατζήδες». Στην κουζίνα δε μέναμε και πολύ γιατί μέχρι να φάμε τον κουραμπιέ την είχαμε «χορτάσει». Όμως η μεγάλη χαρά μας ήτανε ο κήπος και η αυλή. Ρίχναμε αραποσίτι στις κότες για να τις δούμε από κοντά, προκαλούσαμε τον κόκορα απ’ έξω από το σύρμα (πού να τολμήσουμε να μπούμε μέσα) κι εκείνος όρμαγε με τα σπιρούνια του προτεταμένα να μας χτυπήσει κι όταν απομακρυνόμαστε έβγαζε ένα θριαμβευτικό λάλημα για να διαλαλήσει τη νίκη του. Μετά ανοίγαμε την πόρτα και μπαίναμε στον κήπο. Κοιτάζαμε από κοντά τα κουνέλια, τα ακουμπάγαμε με τα δάχτυλα, τα βλέπαμε πώς μασουλάγανε τα χορταράκια τους.

 

 

Πλησιάζαμε την κλούβα με τα πουλιά, βλέπαμε τα ορτυκάκια και τις πέρδικες να βόσκουν χαμηλά, τα καναρίνια, τα τουρκάκια, τα λουβαράκια και τα φλώρια να πετάνε πέρα - δώθε και να κουρνιάζουν στις βέργες. Κόβαμε κανένα αχλάδι αν ήτανε η εποχή του, το ξεπλέναμε στη βρύση και το τρώγαμε κάτω απ’ την νεραχλαδιά, κόβαμε και λεμόνια να πάρουμε για το σπίτι όπως μας παρότρυνε η θεία μας. «Μελετάγαμε» από κοντά κάθε φυτό που ήτανε φυτεμένο στον κήπο και στις γλάστρες: Πώς ήτανε τα φύλλα και τα λουλούδια του, πώς μύριζε, τι γεύση είχε, «σκύβαμε πάνω στα βιαστικά ζουζούνια, πάνω στο δίπλωμα ενός φύλλου, στο αλαφρόγερμα του βλασταριού…». Βγαίναμε και στην αυλή και «μελετάγαμε» τις γλάστρες, αν ήτανε καλοκαίρι βρίσκαμε τα τζιτζίκια στις ελιές, μας έκοβε ο θείος μου φρέσκα σταφύλια απ’ την κληματαριά, τα ξέπλενε στη βρύση και έτσι βρεγμένα τα τρώγαμε όλοι μαζί … Κι όταν όλα τα ’χαμε δει και δοκιμάσει η θεία μας άρχιζε να μας λέει παλιές ιστορίες από το χωριό, αλλά και ποιήματα και μύθους του Αισώπου και ιστορίες από τη Βίβλο και άλλες ιστορίες από παλιά βιβλία του σχολείου, γιατί η θεία μου η Ιουλία αγάπαγε τα γράμματα και παρόλο που τέλειωσε μόνο το δημοτικό διάβαζε ό,τι βιβλίο έπεφτε στα χέρια της. Κι όλα κατέληγαν, στο τέλος, στο ποίημα το αγαπημένο της, του Ζαχαρία Παπαντωνίου:

Ένας κόκορας ολάσπρος,

με ψηλό λειρί,

καμαρώνει και φουσκώνει

και λιλιά φορεί,

και θαρρεί πως το κοτέτσι

μόλις τον χωρεί.

Άμα βρη κανένα σπόρο

μέσα στην αυλή,

το κεφάλι του σηκώνει

και το διαλαλεί,

να το μάθουνε σε δύση

και σ’ ανατολή.

Τη στιγμή που σουλατσάρει

με το βήμα αργό,

«δεν ξανάειδα, λεν οι κότες,

τέτοιο στρατηγό».

Μα κι ο ίδιος συλλογιέται:

«μωρέ τ’ είμαι γω!»

Ξάφνω βλέπει ένα γεράκι....

Αχ! την ώρα αυτή

το βαρύ περπάτημά του

έχει μπερδευτή,

κι αστραπή μες στο κοτέτσι

τρέχει να κρυφτή.

Λιγωνόμαστε στα γέλια εμείς κι ο κόκορας στο κοτέτσι της θείας μου της Ιουλίας έβγαζε ένα στεντόρειο και μακρόσυρτο λάλημα λες και καταλάβαινε πως κάτι γι’ αυτόν είπαμε.

Όμως οι καλύτερες στιγμές μας στο σπίτι της θείας μου της Ιουλίας ήτανε στις γιορτές και στις χαρμόσυνες τις μέρες (τ’ Αγιοβασιλιού που γιόρταζε ο θείος μου, την Καθαροδευτέρα, την Πρωτομαγιά, το Πάσχα, τ’ Αηλιός που γιόρταζε η θεία μου κ.ά). Τότε γινότανε μπροστά στα μάτια μας ένα θαύμα: Είκοσι … τριάντα (δεν ξέρω κι εγώ πόσοι) άνθρωποι να χωράνε μέσα σ’ ένα μικρό δωμάτιο ή σε μια μικρή αυλή που είχε μεταμορφωθεί σε τραπεζαρία κι όχι μόνο να χωράνε παρά να τρώνε κιόλας και να πίνουν και να τραγουδάνε και να χορεύουν. Περιμέναμε τις γιορτές στο σπίτι της θείας μου της Ιουλίας όχι μόνο γιατί περνάγαμε καλά και χαρούμενα, μικροί - μεγάλοι, αλλά και για να δοκιμάσουμε τα περίφημα φαγητά και τα μεζεδάκια που μαγείρευε η θεία μου, με πρώτα και καλύτερα ανάμεσά τους τα ντολμαδάκια, μικρούλικα, πλακουτσερά, με τρυφερά φύλλα και πεντανόστιμη γέμιση, αυγοκομμένα με μπόλικο λεμόνι και αυγά από το κοτέτσι και λίγη τριμμένη ντομάτα μέσα στο αυγόκομμα που έδινε μια γεύση παραπανίσια.

Πάντα, στο τέλος κάθε γιορτής, στο σπίτι της θείας μου της Ιουλίας, καταλήγαμε σε τραγούδι. Βγάζαμε τις κιθάρες και «πιάναμε» τραγούδια από την εποχή που ο θείος μου έκανε καντάδες στη Σπάρτη με τ’ αδέρφια του, τραγούδια όμορφα με λόγια ωραία και τρυφερές μελωδίες που εμείς δεν τα ξέραμε, αλλά σιγά – σιγά τα μαθαίναμε και ύστερα τα τραγουδάγαμε όλοι μαζί κάνοντας διφωνίες και τριφωνίες πράγμα που ενθουσίαζε το θείο μου τον Βασίλη, ο οποίος ήταν καταπληκτικός τραγουδιστής με υπέροχη φωνή και μουσικό αυτί και που χάριζε πάντα με ένα βλέμμα του τα τραγούδια της αγάπης στη γυναίκα του την Ιουλία, που τον καμάρωνε από δίπλα διακριτικά. Όταν τραγουδάγαμε έξω στην αυλή έβγαινε όλη η γειτονιά στα παράθυρα και στις αυλές κι άκουγε και τραγούδαγε μαζί μας και φώναζαν μερικοί μέσα στο σκοτάδι από μακριά και από κοντά «γεια σου Βασίλη με την παρέα σου …ποτέ να μην πεθάνεις». Κι ο θείος μου ο Βασίλης, ψυχούλα αγνή και ανεξίκακη, σηκωνότανε όρθιος κι έκανε ότι θα βγάλει από την τσέπη του ένα πιστόλι για να ρίξει μπαλωθιές στον αέρα κι έβγαζε αντί για πιστόλι την τσατσάρα του κι έκανε ότι πυροβολάει ψηλά. Και μετά από τις καντάδες και τα τραγούδια εποχής πιάναμε τα χορευτικά «Κίνησε η γερακίνα … λεμονάκι μυρωδάτο … σε γέλασε Παρασκευούλα μου … Σαμιώτισσα - Σαμιώτισσα … Αιγιώτισσα …» και σηκώνονταν όλοι και πιασμένοι χέρι με χέρι φτιάχνανε τον κύκλο της ζωής και ξεθώριαζε το σύνορο ανάμεσα στο σώμα και στην ψυχή και χόρταινε (μετά το σώμα) και η καρδιά του ανθρώπου κι ευφραινόταν. Και πάντα στο τέλος, όταν ερχότανε η ώρα να σχολάσει το γλέντι, παράγγελνε η θεία μου η Ιουλία το αγαπημένο της τραγούδι και το ’λεγε μαζί μας συγκινημένη και με φωνή τρεμάμενη:

 

Σε δείλιασε η φτώχια μου και τα ’φτιαξες με άλλη

μα δεν πειράζει αγόρι μου, χαλάλι σου, χαλάλι,

μα δεν πειράζει αγόρι μου, χαλάλι σου, χαλάλι.

Το χρήμα είναι δύναμις, πάρα πολύ μεγάλη

κι αφού το επροτίμησες, χαλάλι σου, χαλάλι

κι αφού το επροτίμησες, χαλάλι σου, χαλάλι.

Τη χρυσαφένια μου καρδιά δε θα τη βρεις σε άλλη,

κι αντί κατάρα σου εύχομαι, χαλάλι σου, χαλάλι

κι αντί κατάρα σου εύχομαι, χαλάλι σου, χαλάλι.


Έτσι πέρναγαν τα χρόνια, αλλάζαμε οι άνθρωποι, άλλαζε η ζωή μας, μα το σπίτι της θείας μου της Ιουλίας έμενε βράχος ακλόνητος, ίδιο και απαράλλαγο. Τα παιδιά της παντρεύτηκαν και πήγανε στα δικά τους τα σπίτια, ήρθανε εγγόνια, μεγάλωσε το σόι, μεγάλωσαν τα γλέντια κι οι γιορτές, κι ο θείος μου ο Βασίλης με τη θεία μου την Ιουλία μένανε πάντα εκεί στο φτωχικό τους παλάτι με την αγκαλιά πάντα ανοιχτή και την αγάπη απλόχερη. Γι’ αυτό, όποτε πηγαίναμε εκεί, όσο χρονώ κι αν είμαστε, πάντα η καρδιά μας χτύπαγε διαφορετικά και η ψυχή μας ένιωθε όπως τότε που είμαστε παιδιά.

Ήρθε καιρός, όμως, δυστυχώς, που ο θείος μου ο Βασίλης «λαβώθηκε». Ξέχναγε, άρχισε να μη μας γνωρίζει, το βλέμμα του χανόταν στο άπειρο …. Του λέγαμε τα τραγούδια που κάποτε εκείνος μας είχε μάθει, αλλά μόνο μας κοίταζε ο θείος μου ο Βασίλης και καμιά φορά αχνογέλαγε. Κι έτσι κάπως, κάποια στιγμή, πέταξε η ψυχούλα του στους ουρανούς, μέσα σ’ εκείνο το δωμάτιο του σπιτιού του που κάποτε τρώγαμε, πίναμε, χορεύαμε και γλεντάγαμε, αγκαλιασμένος από την αγάπη και τη φροντίδα των παιδιών, των εγγονιών και της αγαπημένης του (ως το τέλος) γυναίκας του, της Ιουλίας.

Έφυγε ο θείος μου ο Βασίλης, σταμάτησαν οι γιορτές και τα γλέντια κι έμεινε η θεία μου η Ιουλία μόνη στο «γεμάτο» σπίτι να αναδεύει τις θύμησες.

Ασπρίσαμε κι εμείς απ’ τα χρόνια, όμως κάθε φορά που πάμε να δούμε τη θεία μας την Ιουλία, με το που περνάμε το κατώφλι του σπιτιού της, γινόμαστε και πάλι παιδάκια, γιατί ξαναβρίσκουμε τ’ αχνάρια που αφήσαμε στο «Χθες», την αθωότητα και τη χαρά που χάσαμε στον ανήφορο της ζωής. Αφού όλα είναι εκεί στη θέση τους, το πολύφωτο, η κάρινη ντουλάπα, οι παλιές φωτογραφίες στους τοίχους, η καλημέρα στο διάδρομο, το εικονοστάσι με την εικόνα της Ιερουσαλήμ και το παλιό καντήλι, η στόφα στην κουζίνα, η κληματαριά, οι γλάστρες ολόγυρα, οι ελιές, οι πορτοκαλιές, οι λεμονιές, οι ματζουράνες, ο απήγανος και τα βασιλικά, τα κουνέλια και το κοτετσάκι κι ο περιστεριώνας και πάνω απ’ όλα η θεία μου η Ιουλία, τότε δεν μπορεί παρά κι εμείς να είμαστε παιδιά μέσα σ’ αυτό το σπίτι που πάντα μας καρτερεί με αγάπη, για να μας πει τις παλιές ιστορίες που έγραψε η ζωή και οι άνθρωποι που έζησαν σ’ αυτό. Γιατί όπως σωστά το ’γραψε ο ποιητής: 

«Κατάγομαι από τα παιδικά μου χρόνια όπως από μια χώρα»
(Γιώργος Σαραντάρης)

 

 

Και κάθε φορά που αντικρίζω κι αγκαλιάζω τη θεία μου την Ιουλία ( η τελευταία εν ζωή από τις τρεις κόρες του Γιάννη του Κοντοέ και της Σταμάτας από το «χωρίον Κουρουνιού, Καρύταινας Γορτυνίας») νιώθω πως ακούω τον θείο μου τον Βασίλη να της τραγουδά, «κρυμμένος» μέσα στις πρασινάδες του κήπου, μια καντάδα, ένα όμορφο τραγούδι που του άρεσε και της άρεσε πολύ, όταν το τραγουδάγαμε με τις κιθάρες σε στιγμές ανάπαυλας από το χοροστάσι:


Δρόμοι όλο λάσπη και σπίτια ρημαδιό

πού να χωρέσει τ’ όνειρο σε κάμαρη δυο πήχες.

Έλα καλή μου, φόρεσε τ’ άσπρο μαντήλι που είχες

και τ’ αύριο πιο καλό απ’ το χθες, για μας τους δυο.

Σφυρίζει η φάμπρικα, η βάρδια μου τελειώνει

κι αν θες ν’ αλλάξουμε ζωή, να πάμε σε μιαν άλλη,

έλα καλή μου, φόρεσε τ’ άσπρο μαντήλι σου πάλι

και τ’ αύριο πιο καλό απ’ το χθες για μας τους δυο.

Πέφτει σκοτάδι στους δρόμους τους στενούς

και τα παιδιά μαζεύτηκαν τριγύρω στο μαγκάλι.

Έχουμε οι δυο μας δύναμη να ξαναρχίσουμε πάλι

σε κόσμους άλλους κι ουρανούς, πιο φωτεινούς.

 


Σπάρτη 12-7-2021
Βαγγέλης Μητράκος


Οδός Εμπόρων