Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
«Το μαύρο ράσο άλλαξε, φόρεσε φουστανέλα/ το καρυοφύλλι άδραξε στο χέρι με πυγμή...»
«Παναγιά μου, αν
ελευθερωθεί η πατρίς Σαν ψέλλισε την προσευχή κ’ έκανε το σταυρό του στο ευαγγέλιο έκανε ’ναν όρκο σαν ευχή τα μάτια του φωτίστηκαν, λάμψη στο πρόσωπό του στάθηκε στα πόδια του, δεν τον χωρούσε η γη το καλυμμαύκι έβγαλε, θεός να τον συχωρέσει κ’ έκανε ό, τι του ’λεγε κρυφά μια προσταγή. Το μαύρο ράσο άλλαξε, φόρεσε φουστανέλα το καρυοφύλλι άδραξε στο χέρι με πυγμή κι από της εκκλησιάς το ιερό-αγρίμι στο φαράγγι με τη Βορδώνια στο μυαλό μη φεύγει ούτε στιγμή το μπαϊράκι σήκωσε στους Τέσσερις τους Μύλους και με το βάφτισμα πυρός στη μάχη του Μυστρά αγνάντευε τη λευτεριά στους τέσσερις ανέμους που ροβολούσε στις καρδιές, τρελή να ξεγλιστρά κι όθε περνούσε έλεγε το κλέφτικο τραγούδι. Μπροστάρης στα γιουρούσια, γυρνούσε το Μωριά και μες το αίμα έπνιγε τους τούρκους το σπαθί του μες από πόλεις διάβαινε, περνούσε από χωριά σ’ όλες τις μάχες τις τρανές έδινε την ψυχή του μέρα και νύχτα τα ’βαζε παντού με τα θεριά. Δρασκέλισε στη Ρούμελη, πέταξε ως το Πέτα το όνομά του ξακουστό μέσα στην κλεφτουριά η δύναμή του θαυμαστή τη φήμη ξεπερνούσε σαν έστυβε τα σύννεφα ρούφαγε το νερό και έτρωγε τα τρόχαλα σαν να ’ταν παξιμάδι. Χείμαρρος μες το χείμαρρο με πάθος φλογερό έπεσε στα Βασιλικά, στο ρέμα τ’ Αϊ Γιώργη η κεφαλή του τρόπαιο, πεσκέσι στον πασά τ’ ακέφαλο κουφάρι του τ’ αγκάλιασε ο τάφος και με τιμές οι κλέφτες κι ο Γέρος του Μωριά υπόσχεση στη μνήμη του και όρκο στην ψυχή του να φέρουν με το αίμα τους στον τόπο λευτεριά αδειάζουν τις κουμπούρες τους, τον ουρανό σημάδι ανάβουν στην Αγια-Παρασκευή καντήλια και κεριά κι από τον τάφο του νερό ξάστερο αναβλύζει δροσίζει τους περαστικούς, τα πράσινα κλαριά και τα πουλιά που λεύτερα πετάνε στον αέρα. Βασίλης Βλαχάκος
θα σε χρυσώσω,
ειδάλλως και νικηθώμεν,
σπαλάχτρια
θα βάλω στην πόρτα σου.»