Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Βασίλης Σεϊτανίδης, «Γαλλικές Μπαγκέτες», Διηγήµατα, Νότιος Άνεµος, 2021
Το μότο του Κίρκεγκωρ που προτάσσεται του κειμένου «Τη ζωή
την ζούμε ατενίζοντας µπροστά, αλλά την κατανοούµε κοιτάζοντας πίσω»
εξηγεί και το «γιατί» της συγγραφής του Βασίλη Σεϊτανίδη. Ο Βασίλης Σεϊτανίδης γράφει – από τότε που το προνόµιο άσκησης της
ιατρικής, σχετικά µε το Νόηµα λόγω συνταξιοδότησής του, παραχωρείται στους νεότερους συναδέλφους του – γιατί έµαθε να ατενίζει µπροστά. Αλλά για
να κατανοηθεί το εναποµείναν µπροστά, ο συγγραφέας υποχρεούται
να κατανοήσει την πορεία που διέγραψε έως το «τώρα» της
συγγραφής. Ο ίδιος εξάλλου στο προλογικό του σηµείωµα («Αντί προλόγου») διευκρινίζει µε σαφήνεια τις συγγραφικές του προθέσεις καθώς
και την επιλογή του µότο: «Ακολουθώντας την παρότρυνση του
Kierkegaard και προσπαθώντας να κατανοήσω την ζωή µου γυρίζω πίσω σε
γεγονότα, καταστάσεις και συναισθηµατικές φορτίσεις αγωνίας, θλίψης,
χαράς και ικανοποίησης, που έζησα ασκώντας για πενήντα τέσσερα χρόνια νοσοκοµειακή ιατρική». H ίδια απάντηση, στο «γιατί» της συγγραφής, θα δοθεί μυθοποιημένη στις αφηγηματικές σελίδες του βιβλίου, σε δύο διηγήματα:
«Τώρα καθώς αντιμετώπιζε την υποχρεωτική συνταξιοδότηση, προβληματιζόταν
για το πώς θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει παραγωγικά τον πολύ
ελεύθερο χρόνο που θα είχε στην διάθεσή του. Αυτό ήταν µια τελείως πρωτόγνωρη εμπειρία για εκείνον. Μια ζωή τον πίεζε ο χρόνος» (σ. 45)·
και: «Ύστερα από πενήντα τέσσερα χρόνια δουλειάς, η απότομη αλλαγή της καθημερινότητάς του, κάθε άλλο παρά ομαλή προσγείωση ήταν.
Νόμιζε ότι έπεσε µε το αλεξίπτωτο σε µια άγνωστη χώρα, που τύχαινε
να είναι το οικείο περιβάλλον του σπιτιού του. Κάτι έπρεπε να κάνει. […]
Φοβήθηκε ότι µε την απραξία γρήγορα θα επέστρεφε στην κατηγορία του ανεγκέφαλου σπονδυλωτού. Έπρεπε επειγόντως κάτι να κάνει µε
τον άφθονο χρόνο που είχε στη διάθεσή του. […] Έτσι αποφάσισε να δοκιμάσει να γράψει ένα μυθιστόρημα. Έπεσε µε τον ζήλο του νεοφώτιστου στο γράψιμο» (σ. 81). Η πλήρωση ωστόσο του κενού χρόνου δια της συγγραφής δεν
αποτελεί αυτοσκοπό. Η συγγραφή καθίσταται το µέσον, υπακούει στο
αίτηµα της κατανόησης της ζωής και της νοηµατοδότησής της. Απ’ αυτό το
αίτηµα αφορµώνται και τα βιβλία που έχουν προηγηθεί: Το πρώτο του µυθιστόρηµα, «Το νόηµα» (2015)· ένα χρόνο αργότερα οι «Παρεξηγήσεις»
(δύο νουβέλες)· το µυθιστόρηµα «Οι Μπαχάµες είναι τώρα εδώ» (2018). Όλα από τις εκδόσεις «Γαβριηλίδης», µε
εξώφυλλα του Αλέκου Φασιανού, φίλου και συµµαθητή του στο Β Γυµνάσιο
Αρρένων Αθηνών. Ανάµεσά τους ιδιαίτερη θέση κατέχει, ως προς το λογοτεχνικό
είδος, η µυθιστορηµατική βιογραφία του Κέπλερ. Ένα ολιγοσέλιδο βιβλίο
που αφηγείται τη ζωή του µεγάλου αστρονόµου (Johannes Kepler,
1571-1630). Ωστόσο και το βιβλίο αυτό δεν παρεκκλίνει από ό,τι
ορίζει η παραπάνω ρήση του Κίρκεγκωρ. Ο συγγραφέας επιχειρεί να
κατανοήσει το έργο και το βίο του Κέπλερ, αλλά κυρίως να διαπιστώσει
τις συνιστώσες που συνέχουν το όλον, να διακρίνει τα µέρη, όχι
ως αυτόνοµα, µε διαιρετό βίο και έργο, αλλά ως παραµέτρους που συνθέτουν έναν κόσµο ενιαίο, µια ενιαία ολότητα που διέπεται
από νόµους. Αυτούς τους νόµους ο συγγραφέας δεν µπορεί να τους
θεωρήσει µακράν της ηθικής· έργο και βίος οριοθετούνται εντός ενός
ηθικού αξιακού κώδικα. Στο πρόσφατο βιβλίο του, «Γαλλινές Μπαγκέτες»,
περιλαµβάνονται εννέα διηγήµατα και από το οµότιτλο, το µακροσκελέστερο,
πρώτο διήγηµα, τιτλοφορείται ολόκληρη η συλλογή. Και στα εννέα ο
ήρωας είναι γιατρός. Στο πρώτο αυτό διήγηµα παρακολουθούµε την πορεία
ενός εφήβου από τα σχολικά στα πανεπιστηµιακά έδρανα έως την αξιοζήλευτη καριέρα, όπως χτίζεται υπό το αυστηρό – και
παρεµβατικό, έστω και χωρίς πρόθεση – βλέµµα μιας ελληνίδας μητέρας που
έχει οριοθετήσει µε τα δικά της µέτρα την «ευτυχία» του παιδιού
της. Διαγράφεται ο επαγγελµατικός και ο ιδιωτικός του βίος µε την
απρόοπτη αποκάλυψη µιας πτυχής της προσωπικής του ζωή στο τέλος του διηγήµατος. Δυο δόγµατα, που αφορούν στη συναισθηµατική νοηµοσύνη και τη διαχείριση του ελεύθερου χρόνου, της αυστηρής επίβλεψης της
µητέρας θα µπορούσαν ωστόσο να κριθούν ευνοϊκά για την ανάπτυξη του
εφήβου. Για το πρώτο ο αφηγητής, όταν σχολιάζει τα µαθητικά χρόνια
του Πέτρου, του ήρωα του διηγήµατος, θα αποκαλύψει: «Ήταν ιδιαίτερα
αγαπητός […] Αυτό οφείλεται […] κυρίως σε ένα στοιχείο του χαρακτήρα του,
που οι σηµερινοί ψυχολόγοι το αναφέρουν σαν αυξηµένη κοινωνική
νοηµοσύνη. Είχε δηλαδή αναπτύξει από νωρίς την ικανότητα να ανιχνεύει
τα συναισθήµατα των γύρω του και να συµπεριφέρεται ανάλογα»
(σσ. 14-15). Και για το δεύτερο η «βασική ιδέα» της µητέρας ήταν:
«ότι θα περάσει πιο εύκολα τις θύελλες της εφηβείας, όταν οι
ελεύθερες ώρες του είναι όσο το δυνατόν περιορισµένες. Είχε την άποψη ότι
όταν υπάρχουν πολλές ελεύθερες ώρες αναλαµβάνει ο διάολος να τις
γεµίσει και αυτό δεν το ήθελε µε τίποτα» (σ. 15). Στο δεύτερο διήγηµα («Ένα ακατανόητο τέλος») ο γιατρός
αναµετριέται µε την ανίατη αρρώστια ενός πολύ συµπαθητικού ασθενούς, του
οποίου κατανοεί τον χαρακτήρα και τις ανάγκες και επιτυγχάνει να
διαψεύσει τα συνήθως αναµενόµενα της πάθησής του µε την προοπτική αρκετών
ετών ποιοτικής ζωής. Αλλά αυτός ο συµπαθής αγωνιστής θα ηττηθεί
τελικά από τον covid. Ο αγώνας γιατρού και ασθενούς ακυρώνεται και
µαζί µε την ακύρωση αµείλικτο τίθεται και το αναπάντητο ερώτηµα του
γιατρού: «Ποιο είναι το νόηµα, φώναξε δυνατά µόνος του, χτυπώντας το
χέρι του στο τιµόνι. Ποιο είναι το νόηµα σε αυτόν το θάνατο, που
αυτός δεν µπορούσε να το δει; Ποιος θα µπορούσε να του δώσει µια
λογική απάντηση;» (σ. 70). Ανάλογα περιστατικά αντιµετωπίζουν και
οι εξαιρετικά εκπαιδευµένοι και πολύ αφοσιωµένοι στο
λειτούργηµά τους νέοι γιατροί και στα υπόλοιπα διηγήµατα. Αλλά στα περισσότερα απ’ αυτά (θα µπορούσαν να
συµπεριληφθούν τα έξι τελευταία της συλλογής) πρωταγωνιστική θέση έχουν τα
γηρατειά. Και µάλιστα στο σύγχρονο παγκοσµιοποιηµένο περιβάλλον, όπου
τα παιδιά ζουν «ηλεκτρονικά» µε τους γονιούς τους στο όνοµα
µιας φιλόδοξης επαγγελµατικής καριέρας και ανεξαρτησίας, που
πολλές φορές αποτελεί επιδίωξη και των ίδιων των γονιών που, ως
συνταξιούχοι, επιθυµούν να ζήσουν χωρίς τις δεσµεύσεις που για πολλά
χρόνια τους επέβαλε η ανατροφή και η επαγγελµατική αποκατάσταση των
παιδιών τους («Οι γάµοι»). Αλλά η ανεξαρτησία των γηρατειών ίσως αποτελεί ψευδαίσθηση,
γιατί δεν µπορεί να διατηρηθεί για πολύ. Τα γεράµατα, όπως
διαπίστωνε ο Φίλιπ Ροθ, δεν είναι µάχη· είναι µακελειό. ?’ ένα από τα
διηγήµατα («Τα κλειδιά») πρωταγωνιστεί ένα τέτοιο µακελειό· η άνοια.
Υπάρχουν ωστόσο και αξιοζήλευτα γηρατειά («Ταξίδι στα Αµπελάκια»), όταν ο
άνθρωπος καταφέρνει να αποδεχθεί τη θνητότητά του, δεν παραιτείται
από απλές καθηµερινές δραστηριότητες, ασκείται, διατρέφεται σωστά,
αισιοδοξεί καταπολεµώντας τους φόβους του και διαβιοί σε περιβάλλον,
όπου το τελευταίο «αντίο», µαζί µε τις ευχές του, θα απευθύνει στους
δικούς του ανθρώπους. Όποια ωστόσο και να είναι τα γηρατειά, η ανηµπόρια και η
φρίκη του θανάτου µ’ έναν τρόπο αντιµετώπισης µπορεί να αναµετρηθεί,
ίσως και να ηττηθεί. Μόνον εάν ο άνθρωπος διδαχθεί και µάθει να
βλέπει τον εαυτό του ως µονάδα που λειτουργεί αποκλειστικά εντός ενός
συνόλου («Χηροβοσκός στην Πράγα», «Νότης»). Υπηρετώντας τον άλλον,
το άτοµο προσφέρει στον ίδιο του τον εαυτό µιαν ζωογόνο ευφορία
που ανάβει σπινθήρες χαράς στον εσωτερικό του κόσµο και
ακτινοβολούσα γαλήνη στις χαρακιές του προσώπου του. Ο Βασίλης Σεϊτανίδης αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση για τα
γράµµατά µας. Ένας καταξιωµένος γιατρός µε λαµπρές σπουδές, µε
αναγνώριση στον επιστηµονικό και στον εργασιακό του χώρο στην Ελλάδα,
στις Ηνωµένες Πολιτείες Αµερικής, στην Αγγλία, διευθυντής
κλινικών, καθηγητής µε αξιόλογο διδακτικό και συγγραφικό έργο, αρχίζει
να γράφει λογοτεχνία ύστερα από µισό αιώνα αφοσίωσης σε άλλη
επαγγελµατική δραστηριότητα. Από µόνη της αυτή η συγγραφική πορεία δεν
είναι η συνήθης. Με το πρόσφατο βιβλίο µάς δίνεται η δυνατότητα να γνωρίσουµε
τις σκέψεις, τη συµπεριφορά την καθηµερινότητα ενός γιατρού στη
ζωή του οποίου δεν έχουµε πρόσβαση, παρόλο που ως ασθενείς ερχόµαστε
σε στενή επαφή µαζί του. Εκείνος είναι που θα µας
«εξοµολογήσει» και ίσως οι εξοµολογήσεις µας σ’ αυτόν να είναι ειλικρινέστερες απ’
ό,τι στους οικείους µας, στους φίλους, τον πνευµατικό ή τον ψυχαναλυτή.
Γιατί, όταν πρόκειται για ζητήµατα ζωής και θανάτου αίρονται οι
ενδοιασµοί· να κρύψεις τι και γιατί; Αλλά σπάνια γνωρίζουµε ποιος είναι ο
γιατρός απέναντί µας. Πού γεννήθηκε, πώς ανδρώθηκε, ποιο περιβάλλον
και ποιες αρχές τον διαµόρφωσαν. Εδώ µας παρέχεται ακριβώς αυτή
η δυνατότητα· να δούµε τον άνθρωπο µε την άσπρη µπλούζα που
στέκεται απέναντί µας και χωρίς την άσπρη του µπλούζα. Θεωρώ το βιβλίο –διαπίστωση που ισχύει και για τα
προηγούµενα έργα του– πρόσφορο για τον έφηβο αναγνώστη, ειδικά για τον έφηβο
που αποφασίζει να επιλέξει να σπουδάσει την ιατρική επιστήµη. Το
βιβλίο θα συµβάλει στον επαγγελµατικό του προσανατολισµό. Δεν θα είναι
εντελώς ανυποψίαστος για το κόστος των σπουδών, για τα πολλά «όχι»
που θα υποχρεωθεί να αρθρώσει κατά τη διάρκειά τους και κυρίως κατά
την άσκηση των επαγγελµατικών του υποχρεώσεων, όπου το καθήκον
είναι απαιτητικό και διαρκώς παρόν και δεν επιτρέπει καµιά
παρέκκλιση. Αλλά πάνω από όλα θα διαπιστώνει ότι µόνο η αγάπη και η προσφορά
στον διπλανό µας άνθρωπο νοηµατοδοτεί τον βίο. Κι αυτό το «νόηµα»
δεν σχετίζεται µε την ηλικία του αναγνώστη, αλλά µε όλους όσοι
δεν παύουν να αναζητούν το «γιατί» και το «πώς» της καταξίωσης του
ανθρώπινου βίου. Η Γεωργία Κακούρου-Χρόνη, είναι επίτιµη επιµελήτρια της Κουµανταρείου Πινακοθήκης Σπάρτης-Παραρτήµατος της Εθνικής Πινακοθήκης. Σπούδασε και εκπόνησε τη διδακτορική της
διατριβή στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστηµίου Αθηνών. Πραγµατοποίησε µεταπτυχιακές σπουδές Μουσειολογίας στο Πανεπιστήµιο του Leicester, Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήµιο του Cambridge academia.edu