Vekrakos
Spartorama | «Ο Επίσκοπος Έλους Άνθιμος», από τον Γιάννη Μητράκο

«Ο Επίσκοπος Έλους Άνθιμος», από τον Γιάννη Μητράκο

Γιάννης Μητράκος 10/05/2021 Εκτύπωση Άρθρα Ιστορία Κοινωνία
«Ο Επίσκοπος Έλους Άνθιμος», από τον Γιάννη Μητράκο
Στενό Αρκαδίας (;) - Τρίπολη 1821
Οδός Εμπόρων

Ο Άνθιμος γεννήθηκε στο χωριό Στενό της Αρκαδίας, που βρίσκεται κοντά  στην Τριπολιτσά. Η χρονολογία της γέννησής είναι άγνωστη, όπως άγνωστο είναι και το βαφτιστικό του όνομα. Ευτυχώς που ο Φωτάκος και ο Οικονόμου μας διέσωσαν το επώνυμο της οικογένειάς του, που ήταν Σκαλιστήρης.

Προχειρίσθηκε σε Επίσκοπο Έλους το Σεπτέμβριο του 1811, διαδεχόμενος τον αποβιώσαντα Επίσκοπο Ιωάσαφ (1810). Είχε σταθερά θρησκευτικά φρονήματα και ανταποκρίθηκε στην υψηλή αποστολή του με αξιοσύνη, φροντίζοντας να έχει το ποίμνιό του στερεή  πίστη στο Χριστό και μεγάλη αγάπη προς την πατρίδα.

Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία από τους πρώτους στα 1819 και κατηχητής του ήταν ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο οποίος έγραψε στα απομνημονεύματά του: «πάσχουν εφάμιλλοί μου να αναδειχθούν ο Βρεσθένης Θεοδώρητος, ο Έλους Άνθιμος, ο Μεθώνης Γρηγόριος»!

Ως φιλικός συνδέθηκε στενά με τους προύχοντες της Λακωνίας Κρεββατά, Μαυρομιχάλη, Γιατράκο και τους οπλαρχηγούς Νικολόπουλο, Καπετανάκη, Μπαρμπιτσιώτη και Κουμουστιώτη, ενώ ιδιαίτερο δεσμό ανέπτυξε με το γείτονά του Επίσκοπο Βρεσθένης Θεοδώρητο.

Πριν από την έναρξη της Επανάστασης είχε έλθει σε επαφή με τους Σπηλιωτόπουλους, που είχαν τους μπαρουτόμυλους στη Δημητσάνα και τους έστελνε κρυφά νίτρο, το οποίο παραγόταν στην περιοχή του Έλους, «για την παρασκευήν της  πυρίτιδος». Η πληρωμή του γι’ αυτό ήταν έτοιμη πυρίτιδα και βόλια τα οποία «έκρυπτεν εις μυστικάς αποθήκας δια τον αναμενόμενον Αγώνα». Προμηθευόταν, ακόμα, όπλα για να τα μοιράσει στο ποίμνιό του, όταν θα δινόταν το σύνθημα της εθνεγερσίας.

Ήταν ο πρώτος από τους φιλικούς που αντιλήφθηκε τη σημασία της ψυχολογικής προετοιμασίας και της τόνωσης του εθνικού φρονήματος των σκλαβωμένων Ελλήνων και γι’ αυτό συνέταξε μια δική του ευχή, την οποία οι ιερείς της δικαιοδοσίας του, την διάβαζαν «μετά την επίκλησιν». Οι εκκλησιαζόμενοι άκουγαν τότε αυτά τα εμπνευσμένα του λόγια, ριγώντας από συγκίνηση: «…φώτισον ημάς μιμητάς γενέσθαι του θεράποντός σου ευσεβούς βασιλέως Κωνσταντίνου και αξίωσον ακούσαι της ουρανίου εκείνης φωνής «εν τούτω νικάτε» απόγονοι Ελλήνων οι Χριστώνυμοι και της Ορθοδόξου Εκκλησίας ευσεβή τέκνα και καταβάλατε τους αθέους Αγαρηνούς, όπως και ημείς  οι ταπεινωμένοι αξιωθώμεν της ποθητής ημών ελευθερίας, δοξάζοντες το παντοδύναμον όνομά σου, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν»!

Στις παραμονές της Επανάστασης, παρά τη μυστικότητα και τις προφυλάξεις, οι Τούρκοι ψυχανεμίζονται ότι κάτι ετοιμάζουν οι ραγιάδες και με το πρόσχημα πως τάχα θέλουν να συζητήσουν με τους προεστούς και τους αρχιερείς διάφορα ζητήματα των επαρχιών του Μοριά, ο Μορά Βαλεσής τούς καλεί στην Τρίπολη. Όσοι υπάκουσαν και πήγαν, συνελήφθησαν και ρίχτηκαν στη φυλακή ως όμηροι, μέχρι την απελευθέρωση της Τριπολιτσάς. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς έχασαν τη ζωή τους από τις πολλές στερήσεις και τις φρικτές συνθήκες κράτησης στα τούρκικα μπουντρούμια.

Μερικοί, όμως, με διάφορες προφάσεις απέφυγαν αυτήν την ύπουλη πρόσκληση και γλίτωσαν. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Άνθιμος που προσποιήθηκε τον ασθενή. Οι Τούρκοι αγάδες, όταν έλαβαν την είδηση αυτή, ειδοποίησαν αμέσως τον αστυνόμο της Μονεμβασιάς κι εκείνος, για να εξακριβώσει την αλήθεια, έστειλε έναν κατάσκοπο στην Επισκοπή Έλους. Ο Τούρκος αυτός, σύμφωνα με τις εντολές που είχε, παρουσιάστηκε σαν χριστιανός και ζήτησε από τον Άνθιμο να τον εξομολογήσει. Κατά τη διάρκεια της εξομολόγησης άρχισε να του μιλάει για την σχεδιαζόμενη επανάσταση, επιδιώκοντας την απόσπαση πληροφοριών από τον ιεράρχη. Ο Επίσκοπος υποψιάστηκε πως ο δήθεν χριστιανός είναι Τούρκος απεσταλμένος κι αφού του έκανε διάφορα συνωμοτικά σήματα αναγνώρισης της Φιλικής Εταιρίας, χωρίς να πάρει απάντηση, άρχισε να του δίνει παραπλανητικές πληροφορίες λέγοντας ότι όλα όσα ακούγονται είναι ψέματα και πως οι ραγιάδες οφείλουν σεβασμό στο Θεό και το σουλτάνο. Έτσι χάρις στην ευστροφία του έσωσε τον εαυτό του και προφύλαξε το μυστικό της Επανάστασης.

Ιδού πως περιγράφει ο Φωτάκος το περιστατικό αυτό στα απομνημονεύματά του: «Έστειλαν οι Τούρκοι μια μέρα στο δεσπότη Έλους Άνθιμο έναν Τούρκο, που γνώριζε καλά τη γλώσσα μας και τις θρησκευτικές μας τελετές. Αυτός πήγε στη Μητρόπολη, έπεσε, προσκύνησε  το δεσπότη και του είπε: Δεσπότη μου, θέλω να σου εξομολογηθώ ως χριστιανός τις αμαρτίες μου. Ο Έλους του έδωσε την άδεια και αμέσως ο Τούρκος άρχισε να περιγράφει τις αμαρτίες του με κλάματα και προσποιητή κατάνυξη.

Στο τέλος του είπε: Πότε θα έρθει, δεσπότη μου, η άγια εκείνη ώρα να πάρουμε τα άρματα για να σκοτώσουμε τους άπιστους τυράννους μας και να ρουφήξω το αίμα τους; 

Ο δεσπότης έκανε τότε τα σημεία της Εταιρείας, αλλά, καθώς είδε ότι δεν εννόησε τίποτα, κατάλαβε ότι είναι Τούρκος κι άρχισε να τον συμβουλεύει και να του λέει:

Τέκνο, τι λόγια είναι αυτά; Μην πιστεύεις τα λόγια που λέγονται. Ο Θεός έβαλε στο κεφάλι μας το σουλτάνο για το καλό μας. Αυτόν έβαλε να μας εξουσιάζει και να είμαστε πιστοί ραγιάδες του και ευπειθείς, γιατί αυτός φροντίζει για μας, αλλιώτικα θα μας τιμωρήσει ο Θεός.

Έπειτα του διάβασε τη συνηθισμένη ευχή και τον έστειλε στο καλό».   

Ο Άνθιμος ανήκε στα «φλογισμένα ράσα», που μόλις δόθηκε το σύνθημα της Επανάστασης του 1821, δεν δίστασαν να πάρουν τα όπλα και «να βγουν στο κλαρί» για την απελευθέρωση της σκλαβωμένης πατρίδας.

Από τον Κρεββατά γνώριζε πως η έναρξη του Αγώνα είχε οριστεί για την 25η Μαρτίου. Λίγες μέρες πριν, φώναξε  τους οπλαρχηγούς της περιφέρειάς του και τους μοίρασε τα κρυμμένα όπλα και τα πολεμοφόδια, δίνοντάς τους και τις απαραίτητες οδηγίες για την ευλογημένη μέρα. Αυτές ήταν σύμφωνες με το σχέδιο των πρωτεργατών της Επανάστασης, που προέβλεπε να γίνει γενικός ξεσηκωμός, ώστε να αιφνιδιαστούν οι Τούρκοι κι εν συνεχεία να ρίξουν οι Έλληνες το βάρος, όπου θα βρουν ισχυρή αντίσταση.

Ένα πρωινό του Μάρτη του 1821 ακούστηκαν οι πρώτες κανονιές από τα καράβια του Φραγκιά στο Μαραθονήσι (Γύθειο). Αμέσως ξέσπασε παντού το τουφεκίδι. Οι πανικόβλητοι Τούρκοι, αναζητώντας ασφαλές καταφύγιο, συγκεντρώθηκαν από όλα τα μέρη της Λακωνίας στη Μονεμβασιά. Στις 23 Μαρτίου 1821 οι Μανιάτες άρχισαν την πολιορκία της φημισμένης καστροπολιτείας και δυο μέρες μετά έφτασε ο Επίσκοπος Έλους Άνθιμος, για να ευλογήσει τα όπλα των πολιορκητών.

Ο οξύνους Ιεράρχης διαβλέπει ότι σύντομα το κάστρο θα πέσει στα χέρια των Ελλήνων και ακολουθούμενος από πολλά παλικάρια της επισκοπής του φεύγει για το Μιστρά, που είχε εγκαταλειφθεί αμαχητί από τους Τούρκους, προκειμένου να ενωθεί με τις δυνάμεις του Κρεββατά. Εκεί συντάσσει μαζί με τους άλλους προύχοντες και οπλαρχηγούς την επαναστατική προκήρυξη, που στάλθηκε προς τους Σπετσιώτες, για να παρακινηθούν και να στείλουν τα καράβια τους προς ενίσχυση της Επανάστασης.

Έπειτα έρχεται στα Βέρβαινα, όπου είχαν στρατοπεδεύσει οι ελληνικές δυνάμεις υπό τον Παναγιώτη Γιατράκο, «συνοδεύων και ενθαρρύνων και ευλογών» τους μαχητές, αποκαλώντας τα όπλα τους «θεοτίμητα», «θεοφρούρητα» και «θεοδόξαστα». Ο Σπηλιάδης γράφει, επίσης, πως στο κήρυγμά του τόνιζε πως: « Όσοι χριστιανοί φονεύουν Τούρκους, είχον την άδειαν να κοινωνούν των Αχράντων Μυστηρίων»!

Στα Βέρβαινα ο Άνθιμος συνοδεύεται από τον Επίσκοπο Βρεσθένης Θεοδώρητο και τον Μαλτσίνης Ιωακείμ. Η παρουσία αυτών των  τριών Επισκόπων της Λακωνίας μέσα στις τάξεις τους ελληνικού στρατού ήταν πολύ σημαντική για την ανύψωση του φρονήματος  των πολεμιστών και  την ενθάρρυνσή τους στον αγώνα κατά των Τούρκων. Είναι χαρακτηριστική η προσφώνηση που τους κάνει, γι’ αυτό, ο αρχιστράτηγος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, σε μια επιστολή του, την οποία τούς απέστειλε στις 8 Μαΐου 1821: «Τοις Σεβασμιωτάτοις Αγίοις Αρχιερεύσι και τοις γενναιότατοις αδελφοίς εις Βέρβενα»!

Ο Άνθιμος αφού έκανε Ανάσταση στις 10 Απριλίου με τους στρατιώτες μας στο στρατόπεδο των Βερβαίνων, κατόπιν αναχώρησε για τα νησιά Ύδρα και Σπέτσες, διορισμένος «πρέσβυς» από τους αρχηγούς των Ελλήνων και με την ειδική αποστολή να ξεσηκώσει τους νησιώτες και να τους βάλει στην Επανάσταση, γιατί χωρίς στόλο όλος ο αγώνας θα ήταν καταδικασμένος σε αποτυχία. Και πράγματι, ο Επίσκοπος Έλους, με την ευγλωττία του κατάφερε να πείσει τους καραβοκυραίους να βγουν στον πόλεμο. Ύστερα γύρισε πάλι στα Βέρβαινα, για να συνεχίσει τη δράση και τη δραστηριότητά του στην πρώτη γραμμή. 

Στη Συνέλευση των Καλτεζών (Μάης 1821), στην οποία συνεστήθη η Πελοποννησιακή Γερουσία, παρίστατο και ο Επίσκοπος Έλους Άνθιμος, ο οποίος εξελέγη πρόεδρος και υπέγραψε πρώτος την ίδρυσή της. Μετά το πέρας της εκκλησιαστικής τελετής στο καθολικό της Μονής του Αγίου Νικολάου, αφού έλαβε τις πιστόλες του γερουσιαστή Σωτηρίου Χαραλάμπους, σχημάτισε μ’ αυτές το σχήμα του σταυρού και προτείνοντάς τες προς το εκκλησίασμα είπε: «Έλληνες αδελφοί, ευλογημένοι στρατιώται της πίστεως και της πατρίδος, ο Θεός ηγίασε τα άρματά σας»!

Σε λίγες μέρες βρέθηκε στο Άστρος για να υποδεχθεί τον Δημήτριο Υψηλάντη και τον ακολούθησε στην πολιορκία των Τρικόρφων. Ήταν απ’ αυτούς που ενστερνίστηκαν το στρατηγικό σχέδιο του Κολοκοτρώνη για την κατάληψη της Τριπολιτσάς, κατανοώντας πως έτσι θα ξεριζωνόταν η τούρκικη κυριαρχία από το Μοριά. Γι’ αυτό κι έκανε τα αδύνατα δυνατά, ώστε να μην κλονιστεί και να μην καμφθεί το ηθικό των Ελλήνων στρατιωτών. Τους κοινωνούσε όχι με το χέρι αλλά με το «πυροβόλιο» (οπλικό εξάρτημα) και τους βεβαίωνε πως όσοι σκοτώνονται μαχόμενοι «υπέρ πίστεως και πατρίδος» γίνονται άγιοι και τους έδειχνε τα τείχη της πόλης λέγοντας: «Μέσα απ’ τον τοίχο είναι ο παράδεισος και όποιος πάρει τη σκάλα και ανέβει θα δει τον παράδεισο». Κάποτε, μάλιστα, λειτούργησε στην κορφή ενός βράχου, μπροστά σε όλο το στρατόπεδο κι έπειτα αφού περιέγραψε με ζωηρά χρώματα τις θηριωδίες των Τούρκων, κυριευμένος από ιερό ενθουσιασμό, φώναξε απλώνοντας το χέρι του προς την Τρίπολη: «Θέλω να πεθάνω, να πεθάνω σαν μάρτυς και να ταφώ ανάμεσα στους γενναίους που θα χαθούν πολεμώντας»! Όλος ο στρατός, συνεπαρμένος από τα λόγια του Ιεράρχη, ορκίστηκε να πεθάνει για την ελευθερία!

Έλαβε μέρος και στην τελική επίθεση για την κατάληψη της Τριπολιτσάς κι έζησε εκείνες τις σκληρές, αλλά ιστορικές στιγμές του αγώνα, που τις περιγράφει με λιτούς, συγκλονιστικούς στίχους, στο έργο του «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», ο Διονύσιος Σολωμός:


Ακούω κούφια τα τουφέκια,

Ακούω σμίξιμο σπαθιών,

Ακούω ξύλα, ακούω πελέκια,

Ακούω τρίξιμο δοντιών.

 

Α! τι νύκτα ήταν εκείνη,

Που την τρέμει ο λογισμός;

Άλλος ύπνος δεν εγίνη

Πάρεξ θάνατου πικρός.


Σαν τέλειωσαν οι εχθροπραξίες και η σφαγή, ο Άνθιμος μπήκε σ’ αυτήν θριαμβευτής μαζί με τους άλλους οπλαρχηγούς και τους στρατιώτες. Εξαιτίας, όμως, των άταφων νεκρών, έπεσε στην πόλη επιδημία τύφου που είχε πολλά θύματα και μεταξύ των Ελλήνων. Ο Επίσκοπος Έλους αντί να προφυλάξει τον εαυτό του από τη φοβερή ασθένεια, γύριζε  από σπίτι σε σπίτι για να παρηγορεί τους ασθενείς και τους θλιμμένους κι αυτό είχε ως συνέπεια να προσβληθεί και να πεθάνει (1821), χωρίς να δει πραγματοποιημένο τον πιο ένθερμο πόθο όλης της ζωής του: Να δει δηλαδή ελεύθερη την πατρίδα του την Ελλάδα  και τους συμπατριώτες του Έλληνες, απαλλαγμένους από τον τούρκικο ζυγό!

Ο Επίσκοπος Άνθιμος ήταν έγγαμος ιεράρχης κι άφησε την οικογένειά του σε τέτοια φτώχεια, ώστε ο γιος του να εκλιπαρεί, μετά την απελευθέρωση και την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, «πενιχράν σύνταξιν παρά της Κυβερνήσεως» (περιοδικό Ιστορία, τεύχος 57).

Ο έξοχος αυτός κληρικός και φλογερός πατριώτης, με την πάροδο του χρόνου, περιέπεσε σε άγνοια κι όπως ειπώθηκε χαρακτηριστικά: «Κατελέχθη μόνον εις το Πάνθεον των ηδικημένων»!  

Η προτομή του κοσμεί το προαύλιο του Ιερού Ναού του αγίου Κωνσταντίνου στην Ομόνοια στο κέντρο των Αθηνών. Στο βάθρο του γλυπτού που είναι έργο του Στρατή Φιλιππότη και κατασκευάστηκε το 1982, αναφέρεται, «Άνθιμος Σκαλιστήρης Επίσκοπος Έλους» και το επιτύμβιο «Όσο ο ήλιος θα φέγγη και θα λούζη τη γη κι όσο η θάλασσα θα στεφανώνη τα ακρογιάλια του Μωριά, σ΄ όλες τις πόλεις, τα χωριά και τα νησιά της Ελλάδας, μέσα στις εκκλησίες και έξω από αυτές θα εξυμνούν τον άξιο και μεγάλο αρχιερέα, Επίσκοπο Έλους Λακωνίας, Τουρκομάχο και μπροστάρη του 1821».


Γιάννης Μητράκος               


Οδός Εμπόρων