Vekrakos
Spartorama | «Γεώργιος Ράλλης: Ο φωτογράφος του Κήπου του Μουσείου», από τον Βαγγέλη Μητράκο

«Γεώργιος Ράλλης: Ο φωτογράφος του Κήπου του Μουσείου», από τον Βαγγέλη Μητράκο

Ευάγγελος Μητράκος 07/01/2021 Εκτύπωση Άνθρωποι! Άρθρα Δημοτικά Κοινωνία
«Γεώργιος Ράλλης: Ο φωτογράφος του Κήπου του Μουσείου», από τον Βαγγέλη Μητράκο
«-Κυρ - Γιώργη, σ’ ευχαριστούμε για τα ταξίδια. Σ’ ευχαριστούμε που «κράτησες» τη ζωή μας. Χωρίς εσένα, κάποιες σελίδες του βιβλίου της ζωής μας θα ήταν λευκές»
Οδός Εμπόρων

«Φωτογραφία είν’ αυτή

Χαρτί και δεν ακούει

Κι αν της μιλήσεις δεν μιλεί

Κι αν της χτυπάς δεν κρούει.»

 

Ο κήπος του Μουσείου της Σπάρτης ήταν το δεύτερο σπίτι του. Συντροφιά με τα αγάλματα και τα πέτρινα λιοντάρια, πλάι στο μαρμάρινο, στρογγυλό σιντριβάνι με τα χρυσόψαρα, κάτω από τον ίσκιο πότε της νεραντζιάς και πότε του φοίνικα, έστηνε όρθιο το τρίποδο της παλιάς ξύλινης φωτογραφικής του μηχανής (της λεγόμενης και «κάσας») κι ύστερα, καθισμένος στην ψάθινη καρεκλίτσα του ή στο πλαϊνό ξύλινο παγκάκι, καρτερούσε υπομονετικά, απ’ το πρωί ως αργά το απόγευμα, τους πελάτες του.

Πρώην πλανόδιος τσαγκάρης, ο κυρ- Γιώργης ο Ράλλης, από το Ελληνικό Γορτυνίας (Μουλάτσι), παντρεύτηκε στη Σπάρτη την Αργυρώ Τόμπρου, έμαθε τη φωτογραφική τέχνη από τον πεθερό του Γ. Τόμπρο (της μεγάλης φωτογραφικής οικογένειας των Τομπραίων που ακόμα «γράφουν» φωτογραφική ιστορία στη Σπάρτη) κι άρχισε να εργάζεται ως πλανόδιος φωτογράφος από τα τέλη της 10ετίας του ’40. Αφού τριγύρισε τη Σπάρτη απ’ άκρη σ’ άκρη με τη φωτογραφική του μηχανή  «επ’ ώμου», σαν «όπλο ζωής», έφτασε καιρός που εγκαταστάθηκε μόνιμα στον κήπο του Μουσείου.

Ο κυρ-Γιώργης ο Ράλλης υπήρξε ο αξέχαστος, υπαίθριος, κλασικός φωτογράφος  της Σπάρτης. Για 40 και πάνω χρόνια (σταμάτησε να εργάζεται το 1993) μπροστά στο μεγάλο φακό της μηχανής του στάθηκαν χαμογελαστοί άνθρωποι, άνθρωποι του «Χθες», γυρεύοντας την «αθανασία». Κι ο κυρ- Γιώργης τους τη χάριζε: Μέσα από το «μαγικό» κουτί της μηχανής του, που αποτελούσε και τον κινητό σκοτεινό θάλαμο για την  επιτόπου εμφάνιση των φωτογραφιών, σταματούσε το χρόνο και αποτύπωνε όμορφες στιγμές της ζωής των ανθρώπων, παντοτινές αποδείξεις μιας προσωπικής ανάμνησης.

Οικογένειες που έκαναν τον κυριακάτικο περίπατό τους, παιδάκια χαριτωμένα ( καμάρι των γονιών και των παππούδων), αρραβωνιασμένα ζευγαράκια (με τις βέρες να λάμπουν στο αριστερό) που περπάτησαν, χέρι με χέρι, τα σοκάκια του κήπου του Μουσείου σε στιγμές ρομαντικές, νιόπαντροι με το πρώτο μωράκι τους αγκαλιά, οικογένειες ολόκληρες, ηλικιωμένα ζευγάρια που γύρευαν ν’ αποδείξουν πως η αγάπη αντέχει στο χρόνο, μαθητές, τσολιάδες και Αμαλίες μετά από παρέλαση, μασκαράδες των Αποκριών, κεφάτες παρέες νέων ανθρώπων, φίλοι που ήθελαν ένα «ενθύμιον φιλίας», φαντάροι που έρχονταν με άδεια αλλά και νεοσύλλεκτοι που την άλλη μέρα θα παρουσιάζονταν, μετανάστες που ήρθαν στην πατρίδα μετά από χρόνια πολλά και ήθελαν - φεύγοντας -να πάρουν μαζί τους μιαν ακόμα ανάμνηση, άλλοι που θα ’παιρναν – για πρώτη φορά - το δρόμο της ξενιτειάς κι ήθελαν μια τελευταία φωτογραφία με τα αγαπημένα τους πρόσωπα για να τη βάλουν δίπλα στα εικονίσματα εκεί στην ξένη γη, αλλά κι  όσοι  απλά ήθελαν φωτογραφίες για ταυτότητα, βιβλιάριο υγείας, πιστοποιητικό, διαβατήριο, απολυτήριο του Γυμνασίου  κλπ, ΟΛΟΙ αυτοί ( κι άλλοι πολλοί), ήταν οι επισκέπτες του παλιού φωτογράφου του Μουσείου, του κυρ- Γιώργη του Ράλλη από το χωριό Ελληνικό (Μουλάτσι) Γορτυνίας, που βρέθηκε στη Σπάρτη ακολουθώντας το όνειρο για μια καλύτερη ζωή. 

Ο κυρ- Γιώργης, ανάλογα με το θέμα, επέλεγε το φόντο της φωτογραφίας αλλά και την πόζα των πελατών του. Πότε τους κάθιζε στα παγκάκια, πότε τους έστηνε δίπλα στο σιντριβάνι, πότε όρθιους στο δρομάκι του Μουσείου μπροστά από τις πρασιές, τους φοίνικες και τις νεραντζιές, πότε στην είσοδο του Μουσείου με φόντο τα εντοιχισμένα ανάγλυφα του μυθικού  Ηρακλή …. Όσους, όμως, ήθελαν απλώς μια φωτογραφία τύπου ταυτότητας, τους πήγαινε για φωτογράφιση μπροστά στον τοίχο του Μουσείου, όπου η μονοχρωμία του τοίχου επέτρεπε να φαίνονται στη μικρή φωτογραφία τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ενδιαφερομένου.

Η διαδικασία φωτογράφησης μ’ εκείνη τη θρυλική παλιά φωτογραφική μηχανή με το τρίποδο ήταν, πραγματικά, γοητευτική και μαγική, καλυμμένη μ’ έναν πέπλο μυστηρίου για τους αμύητους: Ο κυρ- Γιώργης αφού επέλεγε το φόντο κι έστηνε την πόζα, έχωνε το κεφάλι του μέσα στη μαύρη κουκούλα του πίσω μέρους της μηχανής, για να καδράρει και να εστιάσει το θέμα του. Στη συνέχεια έβαζε το χάρτινο αρνητικό της μηχανής μέσα στο κουτί, ερχόταν στο πλάι της μηχανής, έπιανε το μεταλλικό, στρογγυλό κάλυμμα του φακού και με το σύνθημα:  « Χαμογελάστε … ακούνητοι …» ξεσκέπαζε τον φακό με μια απαλή κίνηση για ένα μικρό χρονικό διάστημα δευτερολέπτων, που σίγουρα μετρούσε από μέσα του, ανάλογα με το φως που υπήρχε. Επειδή τους ήθελε όλους χαμογελαστούς, αν τους έβλεπε «σφιγμένους» και συνοφρυωμένους ή τα παιδιά κοίταζαν αλλού κι όχι το φακό έλεγε την κλασική φράση όλων των παλιών φωτογράφων: «Προσοχή, τώρα θα βγει το πουλάκι από το φακό!». Αυτό το αστείο έκανε τα πρόσωπα να χαλαρώνουν, να χαμογελούν και  να εστιάζουν το βλέμμα τους πάνω στο φακό της μηχανής, όσο χρειαζόταν, δηλαδή, ο κυρ-Γιώργης για να «πάρει» τη φωτογραφία. Στιγμή μαγευτική και αξέχαστη, ιδιαίτερα για τα παιδάκια: Να φοράς τα κυριακάτικά σου, να σε κρατά απ’ το χέρι η μάνα σου, ο πατέρας, ο παππούς, η γιαγιά …, να σε «φτιάχνει» ο φωτογράφος, να πιστεύεις ότι απ’ το φακό «φυσούνα» θα βγει «το πουλάκι» και να νιώθεις πρωταγωνιστής ενός – έστω - στημένου πλάνου ζωής. Χάρη στον κυρ-Γιώργη τον Ράλλη σώσαμε από τη λησμονιά του χρόνου κομμάτια όμορφα της ζωής μας, ανθρώπους που αγαπήσαμε και μας αγάπησαν, στιγμές που πέρασαν αλλά συνεχίζουν να ζουν μέσα απ’ αυτές τις παλιές φωτογραφίες.

Στη συνέχεια, κάνοντας, πρώτα, τα «μαγικά» του μέσα στο κουτί, ο κυρ – Γιώργης, έβγαζε το εμφανισμένο χάρτινο αρνητικό και το ξέπλενε από τα «φάρμακα» μέσα στο νερό του σιντριβανιού. Ύστερα, έστηνε μπροστά στον φακό την κινητή, ξύλινη προέκταση της μηχανής του και τοποθετούσε αντίκρυ στον φακό το αρνητικό, στο οποίο τα μαύρα ήταν άσπρα και το αντίθετο. Με την ίδια διαδικασία φωτογράφιζε το αρνητικό και η φωτογραφία μετά από ένα νέο ξέπλυμα στο σιντριβάνι ερχόταν στα σωστά μαυρόασπρα χρώματα. Ο κυρ – Γιώργης, αφού κουνούσε για λίγο πέρα – δώθε τις φωτογραφίες στον αέρα για να φύγει το πολύ νερό, τις κρεμούσε με μανταλάκια από το σχοινάκι στο τρίποδο της μηχανής, πλάι στο πανί που σκούπιζε τα χέρια του  κι όταν στέγνωναν τις έκοβε με ένα ψαλιδάκι που μερικές φορές είχε δόντια για να γίνεται το πλαίσιο όμορφο και οδοντωτό. Ύστερα τις παρέδιδε στους δικαιούχους, οι οποίοι γοητευμένοι αλλά και με οξυμένη την περιέργεια απ’ την όλη διαδικασία σχολίαζαν το αποτέλεσμα, ρωτούσαν –καμιά φορά – να μάθουν τα μυστικά της φωτογράφισης κι επαινούσαν τον κυρ-Γιώργη για την τέχνη του και την τεχνική του. Τις λίγες φωτογραφίες που διάφοροι πελάτες ξεχνούσαν να παραλάβουν ο κυρ- Γιώργης τις τοποθετούσε στο πλάι του ξύλινου κουτιού της μηχανής, σαν διαφήμιση της φωτογραφικής του ικανότητας, αλλά και για να διευκολύνει τους πελάτες του στην επιλογή πόζας και τύπου φωτογραφίας.

Καθ’ όλη τη διαδικασία της φωτογράφισης, ο καλοκάγαθος, πάντα γελαστός και καλομίλητος,  αγαπητός σ’ όλους κυρ- Γιώργης έπιανε κουβέντα με τους πελάτες του, αλλά και μ’ αυτούς που μαζεύονταν τριγύρω για να παρακολουθήσουν τη φωτογράφιση, και συζητούσε μαζί τους την καθημερινότητα, τα μικρά και τα μεγάλα της ζωής και της πόλης. Με την κουβέντα, οι χαρές και οι λύπες, οι ελπίδες και οι αγωνίες μοιράζονταν από καρδιά σε καρδιά κι η απλή φωτογράφιση γινόταν μια ζεστή επικοινωνία, μια στιγμή ανθρώπινη, που η μαυρόασπρη φωτογραφία θα την κουβαλούσε σαν προίκα σ’ όλη της τη ζωή.

Η φωτογραφία είναι η στιγμή που περνά, αλλά δεν χάνεται. Δεν είναι αυτό που έπαψε να υπάρχει αλλά εκείνο που σίγουρα υπήρξε. Φέρνει κοντά μας πρόσωπα που έχουν φύγει για πάντα από τη δικιά μας ζωή και τον δικό μας χρόνο, πρόσωπα που πέρασαν νωρίτερα στην «άλλη μεριά» σπάζοντας τα δεσμά του χρόνου τους, και στιγμές της ζωής μας που πάντα νοσταλγούμε. Μ’ αυτές τις παλιές φωτογραφίες αισθανόμαστε, αγγίζουμε, αγαπάμε ό,τι έμεινε πίσω, κρατάμε ζωντανή τη μνήμη των μικρών πραγμάτων όσα χρόνια κι αν περάσουν. Αφού  η αθανασία δεν μπορεί να κατακτηθεί, η φωτογραφία θα είναι πάντα ένας δρόμος γι’ αυτήν και ο φωτογράφος εκείνος που τον ανοίγει, ο δημιουργός ενός βιώματος αναμνηστικού.

Ο κυρ- Γιώργης ο Ράλλης σταμάτησε να φωτογραφίζει το 1993 και λίγα χρόνια μετά άφησε το στασίδι του στον κόσμο αδειανό. Με την παλιά φωτογραφική του μηχανή με το τρίποδο έζησε την οικογένειά του με αξιοπρέπεια και είχε τη χαρά να δει τον κόπο της ζωής του ν’ ανθίζει και να καρποφορεί και την αγάπη των ανθρώπων να τον αγκαλιάζει.

Σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, κοιτάζοντας τις παλιές μαυρόασπρες φωτογραφίες που κάποτε «τράβηξε» ο κυρ- Γιώργης, ξαναπαίρνεις απ’ τον Σταθμό του Χθες το παλιό το τρένο, το καμπανάκι χτυπά και το ταξίδι αρχίζει. Κι ο κυρ – Γιώργης ο Ράλλης, ο παλιός υπαίθριος φωτογράφος του κήπου του Μουσείου της Σπάρτης, όρθιος στα καμαράκι του μηχανοδηγού, με το καλοσυνάτο βλέμμα και το χαμόγελο της ανθρωπιάς στα χείλη, σε πηγαίνει σε μέρη μαγικά κι ονειρεμένα, που νόμιζες ότι είχαν σβηστεί για πάντα από τον χάρτη του νου και της καρδιάς σου αλλά όχι. 

-Κυρ – Γιώργη, σ’ ευχαριστούμε για τα ταξίδια. Σ’ ευχαριστούμε που «κράτησες» τη ζωή μας. Χωρίς εσένα, κάποιες σελίδες του βιβλίου της ζωής μας θα ήταν λευκές. Σε θυμόμαστε πάντα με αγάπη και σε «βλέπουμε» σε κάθε φωτογραφία που «τράβηξες» για μας. Με κάποιον τρόπο που δεν ξέρουμε, αλλά που νιώθουμε βαθιά, είσαι ένας άνθρωπος δικός μας, ένας άνθρωπος της δικής μας ζωής. Κι όταν μπαίνουμε, σήμερα, στον κήπο του Μουσείου, το πρώτο πράγμα που βλέπουμε είσαι εσύ, να κάθεσαι στην καρεκλίτσα σου πλάι στο σιντριβάνι, συντροφιά με την αγαπημένη σου μηχανή, καρτερώντας να μας τραβήξεις ακόμα μια φωτογραφία.

«Το σώμα και τα κόκαλα

όλα θα γίνουν χώμα,

μα η φωτογραφία μου

θα βρίσκεται ακόμα.»

 

5-1-2021
Βαγγέλης Μητράκος

 

Υ.Γ.:

  • Η έγχρωμη φωτογραφία προέρχεται από το εξώφυλλο του πολιτικού  περιοδικού ΑΝΤΙ, τεύχος 429, 23 Φεβρουαρίου 1990.
  • Η ασπρόμαυρη φωτογραφία προέρχεται από το Λεύκωμα  του Δήμου Σπαρτιατών «Η Σπάρτη ανάμεσα σε τρεις αιώνες (1834-2002)», εκδόσεις «ΜΝΗΜΕΣ», 2002, επιμέλεια Φώντας Λάδης.
  









  


Οδός Εμπόρων