Τετάρτη, 30 Οκτωβρίου 2024
«Έβαλε από πάνω μια τετράγωνη πλάκα, τη σφράγισε με τσιμέντο και τα λείψανα έμειναν εκεί περιμένοντας την απελευθέρωση της Μακεδονίας που ευτυχώς δεν άργησε να έλθει…»
Στην σημερινή
αναφορά μας θα προσπαθήσουμε να φωτίσουμε την αθέατη ίσως για πολλούς πλευρά
του θανάτου του Παύλου Μελά αλλά κι όσα επακολούθησαν τιμώντας τον ίδιο και στο
πρόσωπο του κι όλους όσους συνέδραμαν στο Μακεδονικό Αγώνα. Ο Παύλος Μελάς
γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου του 1870 στη Μασσαλία της Γαλλίας. Πατέρας του ήταν ο
Μιχαήλ Μελάς(1833-1897) και μητέρα του η Ελένη, το γένος Βουτσινά κόρη γνωστού
Κεφαλλονίτη εμπόρου από την Οδησσό. Η οικογένεια των Μελάδων είναι μεγάλη και
ιστορική οικογένεια της Ηπείρου με ρίζες που φθάνουν ως την Κωνσταντινούπολη
πριν την Άλωση. Αποτελούσε μια από τις πιο ιστορικές και πολιτικές οικογένειες
του Βυζαντίου. Με γονείς
κοινωνικά και εθνικά δραστήριους διαμορφώνει από τα παιδικά του χρόνια ανάλογη
ψυχολογία η οποία τον οδηγεί στη θέληση να πλαισιώσει με την παρουσία του τις
τάξεις του στρατού μας. Αγαπά με πάθος την πατρίδα και η ηπειρώτικη καταγωγή
του, τον κάνει να ποθεί την απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Το 1886 εισάγεται στη
Σχολή Ευελπίδων. Το παιδικό του όνειρο γίνεται πραγματικότητα και αρχίζει η
πορεία της προσφοράς προς την πατρίδα μέσα πλέον από την στρατιωτική του
ιδιότητα. Τον Οκτώβριο του 1892 παντρεύεται τη Ναταλία Δραγούμη (αδελφή του
Ίωνα Δραγούμη) και γίνονται συνοδοιπόροι στη ζωή εμφορούμενοι από την ίδια
αγάπη για Χριστό, πατρίδα και οικογένεια. Ως αξιωματικός
του πυροβολικού λαμβάνει μέρος στον ατυχή για την Ελλάδα πόλεμο του 1897. Στη
συνέχεια συμμετείχε από τους πρώτους στο Μακεδονικό Κομιτάτο που δημιουργήθηκε
ως αντίδραση έναντι των Βούλγαρων κομιτατζήδων που δρούσαν στη Μακεδονία
εναντίον των Ελλήνων. Στην αλληλογραφία που ξεκίνησε με το Μητροπολίτη
Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη αφουγκράστηκε την πολύ μεγάλη ανάγκη για
δημιουργία και δράση ελληνικών ανταρτικών σωμάτων. Στα γράμματα του
χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας εμπνευσμένος από τα μικρά ονόματα των
παιδιών του (Μιχάλης, Ζωή). Η ενεργή παρουσία του στη Μακεδονία αποδεικνύεται
από το γεγονός ότι μπήκε μυστικά στο έδαφος της τρεις φορές με τη συνοδεία
λίγων έμπιστων αξιωματικών. Η τρίτη φορά όμως ήταν και η τελευταία… Μετά το
Φεβρουάριο του 1904 (πρώτη φορά) και τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου (δεύτερη φορά)
ανεβαίνει στη Μακεδονία πάλι περνώντας τα ελληνικά σύνορα στις 28 Αυγούστου
1904 συνοδεία Μακεδόνων, Λακώνων και Κρητών. Αποτελώντας πλέον την ηγετική
φυσιογνωμία του Μακεδονικού Κομιτάτου σκοπός του ήταν η δημιουργία, η οργάνωση
και η δράση ελληνικών ανταρτικών σωμάτων. Στις 13 Οκτωβρίου 1904 εισέρχεται
μαζί με τους άνδρες του στο χωριό Στάτιστα (νυν Παύλος Μελάς) για λίγη
ξεκούραση πριν ξεκινήσουν για το Ζέλοβο προκειμένου να συναντήσουν στο χωριό
Πισοδέρι τον παπά Σταύρο βλαχόφωνο ιερέα και ενθουσιώδη Έλληνα που θα τους
προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες. Ο διαβόητος
κομιτατζής Μήτρο Βλάχος (τον οποίο καταδίωκαν οι τουρκικές αρχές για σωρεία
παραβατικών δράσεων) φαίνεται πως ήταν ενήμερος για τις κινήσεις του Παύλου
Μελά. Όταν έμαθε τον τόπο που είχε επιλέξει ο Μελάς και οι άνδρες του για
ξεκούραση έστειλε από το Κονομπλάτι ένα γράμμα στα ελληνικά γραμμένο στον
Τούρκο διοικητή της περιοχής που βρισκόταν ο Μελάς. Το γράμμα είχε γράψει ένας
Κωνσταντίνος εκτελώντας διαταγή του Μήτρο Βλάχου και πληροφορούσε τον Τούρκο
διοικητή ότι στη Στάτιστα βρισκόταν κρυμμένος ο Μήτρο Βλάχος (ο ίδιος δηλαδή) για
το φόνο του οποίου η τουρκική κυβέρνηση είχε υποσχεθεί γενναία αμοιβή εξ’ αιτίας πολλών και φοβερών κακουργημάτων
όπως προαναφέρθηκε. Το τέχνασμα πέτυχε. Ο Τούρκος διοικητής πολιόρκησε τη
Στάτιστα. Από γαυγίσματα σκυλιών ο Μελάς κατάλαβε ότι κάτι τρέχει και βγήκε από
το σπίτι που βρισκόταν για να κάνει έλεγχο. Αυτό ήταν το μοιραίο λάθος του
καθώς ομοβροντία τουρκικών όπλων τον έριξε νεκρό. Οι σφαίρες του προκάλεσαν
τραύμα στην κοιλιακή χώρα και μετά από λίγο ξεψύχησε. Οι άνδρες του πήραν το
σώμα του και το τράβηξαν μέσα στο σπίτι που ήταν κρυμμένοι. Αναγκάστηκαν όμως
να παραδοθούν αφού πρώτα έκρυψαν το σώμα του Μελά. Όταν ο
Καραβαγγέλης έμαθε το θάνατο του Μελά ειδοποίησε αμέσως τους αιχμάλωτους
Έλληνες να κρατήσουν μυστικό το γεγονός του θανάτου του, στέλνοντας παράλληλα
άνθρωπο του στη Στάτιστα για να φέρει το άψυχο σώμα του Μελά στην Καστοριά
προκειμένου να το θάψει. Παράλληλα όμως με τηλεγράφημα είχε ειδοποιηθεί από το
Προξενείο, το Υπουργείο και η οικογένεια του με αποτέλεσμα να αναστατωθεί η
κοινή γνώμη. Μέσα απ’ τα γεγονότα αυτά ειδοποιήθηκε και η τουρκική κυβέρνηση
από την Αθήνα ότι πέθανε ο Μελάς και έστειλε στρατό στη Στάτιστα για την
παραλαβή του νεκρού. Ο τουρκικός στρατός έφθασε ταυτόχρονα με τον απεσταλμένο
του Καραβαγγέλη ο οποίος αντιλαμβανόμενος ότι δεν προλαβαίνει να μεταφέρει το
σώμα του νεκρού, έκοψε το κεφάλι και το μετέφερε στο Πισοδέρι όπου το έθαψε στην
εκκλησία μαζί με τον Γερμανό Καραβαγγέλη. Ο τουρκικός στρατός πήρε το ακέφαλο
σώμα και το μετέφερε στην Καστοριά. Τα έγγραφα που βρέθηκαν στα ρούχα του Μελά,
δόθηκαν στο διοικητικό συμβούλιο της πόλης που γινόταν εκείνη τη στιγμή
παρουσία του Καραβαγγέλη. Τα γράμματα απευθύνονταν στον Μίκη Τζέτζα (Ζέζα).
Μεταξύ των γραμμάτων υπήρχαν και κάποια του ίδιου του Καραβαγγέλη με το
ψευδώνυμο Κώστας Γεωργίου (βλέπε μονοπάτια της ιστορίας με αναφορά στον Γερμανό
Καραβαγγέλη) με ιδιαίτερο κρυπτογραφικό αλφάβητο με λατινικούς χαρακτήρες. Στις
επίμονες ερωτήσεις του καϊμακάμη για την ταυτότητα του ονόματος ο Μητροπολίτης
απάντησε ότι το όνομα του είναι Μίκης Τζέτζας. Ο τούρκος αξιωματούχος για να
πιέσει τον Καραβαγγέλη είπε πως θα φέρει Βούλγαρο παπά για να τον θάψει, ο
Καραβαγγέλης όμως του είπε ότι στα γράμματα δεν βρέθηκε βουλγαρική γραφή,
επομένως ήταν Έλληνας και θα έπρεπε να του παραδώσει το σώμα του νεκρού. Ο
τούρκος όμως ήταν ανένδοτος. Τότε ο Καραβαγγέλης ειδοποίησε τη νεολαία της
Καστοριάς να συγκεντρωθεί έξω από το Διοικητήριο και να απαιτήσει το σώμα του
Έλληνα οπλαρχηγού για να το θάψει. Βλέποντας την άκαμπτη στάση του καϊμακάμη ο
Μητροπολίτης έξω φρενών πηγαίνει στο απέναντι σπίτι του Μιμτάσμπεη που ήταν
μαζεμένοι όλοι οι μπέηδες της Καστοριάς. Τους είπε πως θα χυθεί αίμα λόγω του
κόσμου που είχε συγκεντρωθεί αν δεν του παραδώσουν το νεκρό, γεγονός πολύ
θλιβερό για μια ήσυχη πόλη όπως η Καστοριά. Επικαλέστηκε τα πατριωτικά τους
αισθήματα αναφέροντας ότι το πρόβλημα το δημιουργεί ο καϊμακάμης που δεν ήταν
ντόπιος και άρα κάποια στιγμή θα έφευγε, σε αντίθεση μ’ αυτούς που ήταν ντόπιοι
και ανώτεροι του στο βαθμό. Τελικά τους έπεισε κι αυτοί πήγαν στον καϊμακάμη
και του είπαν ή να παραδώσει το σώμα του νεκρού ή να φύγει απ’ την πόλη. Ο
Καραβαγγέλης ήταν αποφασισμένος να μην φύγει απ΄ το Διοικητήριο αν δεν έπαιρνε
το σώμα του νεκρού. Η επιμονή του δικαιώθηκε. Μετέφερε το σώμα του Μελά στο
Μητροπολιτικό Μέγαρο και εκείνη τη νύχτα δεν κοιμήθηκε καθόλου. Την άλλη ημέρα
το πρωί τον έθαψε με λίγους ανθρώπους της εμπιστοσύνης του για αποφυγή
κοινωνικής αναταραχής στο νεκροταφείο αντίκρυ απ’ την Μητρόπολη. Την ίδια
στιγμή γίνονταν μνημόσυνα στην Αθήνα και επικρατούσε πολύ μεγάλη θλίψη. Ύστερα από λίγο καιρό ο Καραβαγγέλης έλαβε ειδοποίηση από τη
σύζυγο του Παύλου Μελά Ναταλία ότι επιθυμεί να προσκυνήσει στον τάφο του
συζύγου της. ’Εγινε συμφωνία να έλθει με ψευδώνυμο αφού ήταν γνωστή σε Έλληνες
της Μακεδονίας αλλά και σε Βούλγαρους που μέχρι τότε είχαν επισκεφθεί την
Ελλάδα. Το ψευδώνυμο ήταν Μαρία Ιωάννου και η επίσημη δικαιολογία του ταξιδιού
της ήταν ότι πήγαινε ως δασκάλα στο χωριό Χρούπιστα, αν την ανακάλυπταν οι
αρχές. Ο Μητροπολίτης πήγε να την παραλάβει από τη Θεσσαλονίκη που θα έφθανε με
πλοίο, κι αφού πρώτα η Ναταλία Μελά ξεκουράστηκε από το ταξίδι στο σπίτι της
αδελφής του Καραβαγγέλη Κλεονίκης. Με πολύ
προφύλαξη έφθασαν στην Καστοριά. Το νέο όμως της άφιξης της Ναταλίας Μελά είχε διαδοθεί στην πόλη. Στην
Μητρόπολη όπου είχαν καταλύσει έφθασε ο
αρχιαστυνόμος που ζήτησε από την κυρία Μελά να φύγει αμέσως απ’ την πόλη αφού
δεν πίστεψε τις διαβεβαιώσεις της ίδιας και του Καραβαγγέλη ότι ήταν η Μαρία
Ιωάννου. Ο Καραβαγγέλης είπε στον αρχιαστυνόμο ότι ήταν πολύ κουρασμένη και δεν
γίνεται να φύγει αμέσως. Με διάφορα προσχήματα κατάφερε να την κρατήσει στην
πόλη λίγες μόνο ημέρες. Το ίδιο βράδυ την πήγε στον τάφο του συζύγου της όπου
εκτυλίχθηκαν σπαρακτικές στιγμές. Η Ναταλία Μελά
με τη συνοδεία της αδελφής του Καραβαγγέλη Κλεονίκης και έμπιστων ανθρώπων του
Μητροπολίτη πήρε το δρόμο της επιστροφής. Ήταν κατά δήλωση του Μητροπολίτη τέλη
του 1904 ή αρχές του1905.Μετά από τρία χρόνια ο Καραβαγγέλης έλαβε γράμμα από
το Στέφανο Δραγούμη (πατέρα της Ναταλίας Μελά) ότι η σύζυγος του Παύλου Μελά θα
έλθει με το πραγματικό της όνομα στην Καστοριά για την ανακομιδή του ανδρός
της, αφού είχε προηγηθεί συνεννόηση του Δραγούμη με την τουρκική κυβέρνηση.
Στην Μητρόπολη Καστοριάς πήγαν η χήρα, ο αδελφός του μακαρίτη Κοκός Μελάς, ο
Ιωάννης (Ίων) Δραγούμης, ο πρόξενος του Μοναστηρίου και λίγοι ακόμη άνθρωποι
του περιβάλλοντος της οικογένειας συνοδευόμενοι από Τούρκους αξιωματικούς. Την ημέρα του
μνημόσυνου ο Καραβαγγέλης εκφώνησε τον επιμνημόσυνο λόγο. Η Ναταλία Μελά είχε
ζητήσει να φέρουν από το Πισοδέρι του κεφάλι του νεκρού όπου ήταν θαμμένο. Ο
Καραβαγγέλης έστειλε έναν έμπιστο του τον Ζησιάδη, δίνοντας του τη θήκη της
μίτρας του για να βάλει σ’ αυτή το κεφάλι του νεκρού. Ο Ζησιάδης που ήταν
ύποπτος για τους Τούρκους συνελήφθη στη Φλώρινα και φυλακίστηκε. Τότε ο
γραμματέας της Μητροπόλεως Φλώρινας κατ’ εντολή του Ζησιάδη πήρε το κεφάλι και
το έφερε στην Καστοριά. Η κυρία Μελά από συγκίνηση δεν ήθελε να δει το κεφάλι
του συζύγου της. Επειδή όμως είχε κάποια αμφιβολία για το αν ήταν όντως το
κεφάλι του Παύλου Μελά, είπε στην αδελφή του Μητροπολίτη Αφροδίτη, να δει αυτή
το κρανίο αφού πρώτα την πληροφόρησε ότι ο σύζυγος της είχε ένα χρυσό δόντι.
Εκείνη της είπε ότι είδε τρία χρυσά δόντια. Τότε η Ναταλία Μελά που ήξερε την
αλήθεια, πείσθηκε πως ήταν το κεφάλι του συζύγου της και ξέσπασε σε λυγμούς. Το κρανίο μαζί
με τα οστά τοποθετήθηκαν σε κιβώτιο μαζί με χώμα απ’ τον οικογενειακό του τάφο
και ενθύμια των παιδιών και της συζύγου του. Στο πάνδημο μνημόσυνο παρών ήταν
και ο Τούρκος αξιωματικός. Η Ναταλία Μελά κατά τη διάρκεια του δεν λύγισε. Μόνο
όταν επέστρεψε στη Μητρόπολη ξέσπασε κλάματα. Τη νύχτα του μνημόσυνου ο
Καραβαγγέλης άνοιξε ένα τετράγωνο τάφο εμπρός στην Αγία Τράπεζα κι απόθεσε εκεί
τα ιερά λείψανα. Έβαλε από πάνω μια τετράγωνη πλάκα, τη σφράγισε με τσιμέντο
και τα λείψανα έμειναν εκεί περιμένοντας την απελευθέρωση της Μακεδονίας που
ευτυχώς δεν άργησε να έλθει… Πηγές:
Θεοφάνης Λάζαρης