Vekrakos
Spartorama | «Ποτοποιία ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ (με αφορμή μιαν ετικέτα)», από τον Βαγγέλη Μητράκο

«Ποτοποιία ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ (με αφορμή μιαν ετικέτα)», από τον Βαγγέλη Μητράκο

Ευάγγελος Μητράκος 16/03/2020 Εκτύπωση Άρθρα Δημοτικά Κοινωνία Οικονομία
«Ποτοποιία ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ (με αφορμή μιαν ετικέτα)», από τον Βαγγέλη Μητράκο
«Κάνοντας αξίες ζωής και δουλειάς την αξιοπρέπεια και την εμπιστοσύνη έχτισαν πρώτα τη φήμη της ποτοποιίας και ύστερα ήρθε και το οικονομικό αποτέλεσμα»
Οδός Εμπόρων

Να, λοιπόν, που μια παλιά ετικέτα βυσσινάδας «ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ»  Σπάρτης, η οποία «βρέθηκε» να πωλείται ως συλλεκτική σε οίκο δημοπρασιών(!!!) μπορεί να γίνει θύρα αναμνήσεων και να γράψει ιστορία: 

Μικρός που ήμουνα θυμάμαι τη μάνα μου να λέει:

«Τέλειωσε η μπανάνα. Πάρε το μπουκάλι και πήγαινε στου Ηλιόπουλου να το γεμίσεις».

Κι εννοούσε, φυσικά, το λικέρ μπανάνα -το λεγόμενον και «ηδύποτον»- που έφτιαχνε (μεταξύ άλλων πολλών) η πασίγνωστη σπαρτιάτικη ποτοποιία «ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ». Το λικέρ (και ιδιαίτερα η «μπανάνα») ήταν ένα ποτό που δεν έλειπε, τότε, από κανένα σπίτι  της Σπάρτης, αφού η ωραία συνήθεια του κεράσματος ήταν ακόμα ζωντανή και το πρώτο φίλεμα σε κάθε επισκέπτη δεν ήτανε άλλο από ένα γλυκό του κουταλιού, ένα ποτήρι κρύο νερό κι ένα λικέρ σε μικρό, λεπτό, στολισμένο παλιομοδίτικο ποτηράκι. Αυτά τα ωραιότατα παλιά λικέρ «ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ» δεν ήτανε μόνο για τους επισκέπτες, αλλά τα «τιμούσε» ΟΛΗ η οικογένεια, ακόμα και τα παιδιά, που κρυφά - τις περισσότερες φορές - κατέβαζαν το μπουκάλι απ’ το ράφι, έβγαζαν τον φελλό, ρουφούσαν μια – δυο γουλιές απ’ το μαγικό – γλυκό ποτό κι ύστερα κοκκίνιζαν τα μάγουλά τους, γυάλιζαν τα μάτια τους κι όλο γελούσαν με το παραμικρό προς απορία των μανάδων. Όσο για τους μεγάλους της οικογένειας το λικεράκι είχε βοηθήσει –πολλάκις- να συντροφέψουν μοναξιές, να ξεθυμάνουν ντέρτια και να αυγατίσουν χαρές. 

Κι εγώ, λοιπόν, μετά την παραγγελιά της μάνας μου, πρόθυμος, μ’ ένα μπουκάλι γυάλινο μικρό στο χέρι (ποιος ξέρει από πού είχε εξοικονομηθεί και πόσες φορές είχε γεμίσει και αδειάσει) και με τα «ψιλά» σφιγμένα στο άλλο χέρι, έπαιρνα το δρόμο για την «Ποτοποιία ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ» εκεί στην Παλαιολόγου, κοντά στο κέντρο, στο ισόγειο ενός από τα παλαιά «όμορφα σπίτια» της Σπάρτης.

Μόλις έμπαινα στο μαγαζί των «ΑΦΩΝ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ» και πατούσα στο ξύλινο πάτωμα ήταν σαν να διάβαινα μια παραμυθένια πύλη και βρισκόμουνα σ’ έναν άλλο κόσμο, μαγικό,  γεμάτο με κάθε λογής μεθυστικές μυρωδιές, χρώματα και εικόνες. Στους τοίχους (μέχρι πάνω στο ταβάνι) ήτανε ξύλινα ράφια,  γεμάτα από τακτοποιημένα στη σειρά μπουκάλια με ποτά παραγωγής ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ, με όμορφες ετικέτες και περιεχόμενο σε διάφορα λαμπερά χρώματα (κίτρινο, πορτοκαλί, κόκκινο, πράσινο…) και ψηλά, απέναντι από την είσοδο, αραδιασμένα βαρελάκια ξύλινα με κάνουλες και ετικέτες: Μπανάνα, Μέντα, Μαστίχα, Διάφορο, Τσέρυ, Κουαντρώ, Καρύδα, Πέπερμιντ… αλλά και ούζο και κονιάκ. Όταν μου γέμιζαν το μπουκάλι με μπανάνα κι ερχότανε η στιγμή να φύγω από το μαγαζί ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ έπαιρνα μαζί μου και τις εικόνες και τις μυρωδιές και τα χρώματα και δεν έβλεπα άλλο παρά τη μέρα, μονάχα,  που θ’ άδειαζε ξανά το μπουκάλι και θα ερχόμουν να το ξαναγεμίσω.

Η στενή σχέση αγάπης των Σπαρτιατών με την ποτοποιία ΑΦΩΝ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ δεν ήταν μόνο σχέση λικέρ. Ήταν και σχέση χυμού … και δη πορτοκαλάδας.  Όταν στα 1938 οι αδερφοί Πάνος, Ηλίας και  Θεόδωρος Ηλιόπουλος  άρχισαν να παράγουν την πορτοκαλάδα ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ χρησιμοποιώντας τον «χρυσό θησαυρό» της λακωνικής γης, το πορτοκάλι, έκαναν αμέσως τη διαφορά με κάθε άλλη πορτοκαλάδα που κυκλοφορούσε στην αγορά. Επιλέγοντας με προσοχή και μεράκι αγνά και ποιοτικά πορτοκάλια  και αναπτύσσοντας μια δική τους τεχνογνωσία και συνταγές χυμοποίησης και παρασκευής κατάφεραν να κάνουν την πορτοκαλάδα ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ ονομαστή και αγαπητή όχι μόνο στη Σπάρτη και στη Λακωνία αλλά και στους γειτονικούς νομούς. 

Εμείς τα παιδιά -αλλά και οι μεγάλοι- τρελαινόμασταν να κάτσουμε σε ένα καφενείο ή ζαχαροπλαστείο της Σπάρτης κατά τις κυριακάτικες ή και καθημερινές βόλτες μας (ιδιαίτερα το καλοκαίρι) και να παραγγείλουμε: 

«Μια πορτοκαλάδα ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ».

Σε λίγο, το ασπροντυμένο γκαρσόνι μας έφερνε στο δίσκο ένα ποτήρι μισογεμάτο με κρύο νερό κι ένα μικρό μπουκαλάκι (αχ αυτό το μπουκαλάκι!!!) γεμάτο με «σακχαρούχο» χυμό πορτοκαλάδας ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ. Αδειάζαμε την πορτοκαλάδα μέσα στο ποτήρι με το νερό, αυτή ανακατευόταν αμέσως μαζί του, κι αμέσως μετά, τη ρουφάγαμε απνευστί, μη παραλείποντας στην τελευταία γουλιά ν’ αφήσουμε, τελείως αυθόρμητα, τον κλασικό αναστεναγμό της απόλυτης απόλαυσης:

«Αααααααχχχχ!!!»

Τούτη η μικρή ατομική πορτοκαλάδα που σερβιριζόταν με τον συγκεκριμένο τρόπο (ιεροτελεστία πες καλύτερα) υπήρξε πατέντα της ποτοποιίας «ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ», έγινε «σήμα  κατατεθέν» και απέκτησε πανελλήνια φήμη, αφού όποιος την δοκίμαζε (έστω και μία φορά) δεν την ξεχνούσε ποτέ και γινόταν, εν δυνάμει, διαφημιστής της:

«Άμα πάτε στη Σπάρτη να πιείτε πορτοκαλάδα ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ. Αλλιώς θα χάσετε»!

Αυτήν την ίδια «σακχαρούχο» πορτοκαλάδα την αγοράζαμε ΚΑΙ για το σπίτι μας σε μεγάλα μπουκάλια αλλά εκείνο το μικρό - ματ μπουκαλάκι με την τάπα, που ήταν για μια και μόνο ατομική χρήση, έχει γίνει θρύλος και δεν λείπει ποτέ από το ξεφύλλισμα του άλμπουμ των αναμνήσεων.

Μετά την επιτυχία της πορτοκαλάδας τους, με το ίδιο μεράκι και την ίδια αγάπη, οι ΑΦΟΙ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ προχώρησαν και στη δημιουργία νέων αναψυκτικών (λεμονάδα, βυσσινάδα, γκαζόζα)  αλλά και αλκοολούχων ποτών (ούζο, μπράντι και ηδύποτα), βάζοντας σε ΟΛΕΣ τις παραγωγές τους την ίδια υψηλού επιπέδου ποιοτική σφραγίδα. 

Μέσα σε λίγα χρόνια η ποτοποιία «ΑΦΩΝ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ» κατάφερε να δεθεί στενά με την ιστορία και τη ζωή της Σπάρτης χάρη στα κορυφαία προϊόντα της αλλά ΚΑΙ χάρη στην προσωπική επαφή των ιδρυτών της με τους πελάτες τους και την κοινωνία μέσα στην οποία ζούσαν και κινούνταν. Κάνοντας αξίες ζωής και δουλειάς την αξιοπρέπεια και την εμπιστοσύνη έχτισαν πρώτα τη φήμη της ποτοποιίας και ύστερα ήρθε και το οικονομικό αποτέλεσμα.

Υπήρξαν μακρές εποχές στη Σπάρτη και στη Λακωνία που στα ψυγεία των καφενείων, των ζαχαροπλαστείων και των μπακάλικων δεν έβρισκες καμιά άλλη μάρκα αναψυκτικών πέραν εκείνης των «ΑΦΩΝ  ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ». Με πορτοκαλάδες, λεμονάδες,  βυσσινάδες και γκαζόζες «ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ» μέσα στον πάγο («κρυούλες» τις έλεγε) γέμιζε το καρότσι του ο αλησμόνητος μπαρμπα – Βαγγέλας αλλά και ο «Μπούζης» (παρατσούκλι επειδή φώναζε: μπούζι- μπούζι») όταν «έφερναν βόλτα» τη Σπάρτη και τις γειτονιές στα ζεστά καλοκαίρια για να μας δροσίσουν. Εμείς τα παιδιά, τα ίδια αναψυκτικά «ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ» (με ή χωρίς ανθρακικό) μέσα σε γυάλινα μπουκάλια με όμορφες ετικέτες τα αγοράζαμε με το πενιχρό χαρτζιλίκι μας από τα μπακάλικα της γειτονιάς, με τον μπακάλη να μη βαριέται να μας φωνάζει όταν φεύγαμε:

«Μην ξεχάσετε να φέρετε τα μπουκάλια πίσω».

Με τα μεταλλικά καπάκια από τα αναψυκτικά «ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ» παίζαμε διάφορα παιχνίδια στις αυλές και τις γειτονιές και τα καλοκαιρινά βράδια μ’ ένα μπουκάλι χυμό ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ στο χέρι κι ένα λεπτό χρωματιστό καλαμάκι μέσα του βλέπαμε τις παλιές ταινίες στα θερινά τα σινεμά, το ΦΛΟΡΑΛ, το ΡΕΞ και το «ΡΟΔΟΝ» και ρουφάγαμε αργά-αργά για να κρατήσει (αν ήτανε δυνατόν) μέχρι το τέλος της ταινίας.

Και στα μικρά λαϊκά πανηγύρια που γίνονταν σε ξωκκλήσια έξω από τη Σπάρτη (Αγιολιά, Παναΐτσα Κοκκινόβραχου, Παναγία Γιάτρισσα Κοκκινόραχης κ.α) οι πανηγυριστές δροσίζονταν με χυμούς «ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ» που αναπαύονταν μέσα σε βαρέλια με πάγο, δίπλα από τις ψησταριές με τα σουβλάκια.

Ο Χρήστος Ηλιόπουλος, γιος του Πάνου Ηλιόπουλου, ήταν εκείνος που ανέλαβε να συνεχίσει τη λειτουργία της ποτοποιίας «ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ». Νιώθοντας (σίγουρα) το βαρύ χρέος και την ευθύνη που παρελάμβανε και διατηρώντας ως «κόρην οφθαλμού» τις μυστικές πατροπαράδοτες συνταγές αλλά και τις αρχές λειτουργίας της οικογενειακής αυτής επιχείρησης (παράλληλα με τον εκσυγχρονισμό του μηχανολογικού εξοπλισμού) κατάφερε να συνεχίσει αδιάκοπα την παρασκευή των φημισμένων προϊόντων «ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ» ΚΑΙ κατά τη δεκαετία του ’80.

Το 1982 χρησιμοποιήθηκε - για πρώτη φορά - η επωνυμία SPARTINO και η δημιουργική διαδρομή συνεχίζεται μέχρι ΚΑΙ σήμερα. Όπως αναγράφεται στην ιστοσελίδα της επιχείρησης ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ: 

«Σήμερα, οι αυθεντικές, οικογενειακές συνταγές και ο παραδοσιακός τρόπος παρασκευής τους συνεχίζονται από τα αδέρφια Ιωάννη και Πάνο Ηλιόπουλο, γιους του Χρήστου Ηλιόπουλου και τρίτη γενιά της οικογένειας Ηλιοπούλου.

Οι γεύσεις, τα χρώματα και τα αρώματα περνούν αναλλοίωτα ανάμεσα σε δύο αιώνες για να ενώσουν την ιστορία και την παράδοση με το σήμερα...  χυμοί, ούζο, τσίπουρο, ηδύποτα». 

Πραγματικά, στη ζωή, τίποτα δεν είναι ξεχασμένο, αρκεί να το ξανα-ανακαλύψουμε. Μέσα στη σημερινή απαξίωση και την ισοπέδωση των πάντων, μέσα στην παραζάλη και στον κουρνιαχτό του σύγχρονου τρόπου ζωής έχουμε ΟΛΟΙ ανάγκη από αξίες μόνιμες και διαχρονικές.

 

15-3-2020
Βαγγέλης  Μητράκος

 




  


Οδός Εμπόρων