Κυριακή, 2 Νοεμβρίου 2025
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Δημήτρη Κατσαφάνα «Ο Χθεσινός Κόσμος όπως τον Έζησα» (Έκδοσις Εκκλησιαστικής Βιβλιοθήκης Ιεράς Μητροπόλεως Μονεμβασίας και Σπάρτης | Σπάρτη 2019)
Το τέλος της παιδικής αθωότητας Θυμάμαι καθαρά εκείνο το γκρίζο πρωινό που
ξαφνικά πεταχτήκαμε ανάστατοι έξω από τις αίθουσες εκατοντάδες μαθητές,
φωνάζοντας ξαφνιασμένοι «πόλεμος, πόλεμος». Ήταν το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου,
ημέρα Δευτέρα εννέα πολεμικά αεροπλάνα πρόβαλαν απειλητικά πάνω από την πόλη
της Σπάρτης. Ήταν αρκετή μια μόνο στιγμή για να ωριμάσουμε απότομα. Τα
αεροπλάνα ήταν ίσως εκείνα που, μόλις πριν λίγο, είχαν βομβαρδίσει την Πάτρα.
Ούρλιαζαν ξημερώνοντας οι σειρήνες της Αεράμυνας, οι καμπάνες χτυπούσαν
ασταμάτητα σκορπίζοντας το μήνυμα, ότι έχουμε πόλεμο. Οι άνθρωποι ξυπνούσαν
τρομαγμένοι, αλαλιασμένοι και ρωτούσαν στους δρόμους, άρχιζε η θύελλα. Με τα τέσσερα-πέντε βιβλία μας στο χέρι και
φορώντας τα μαθητικά μας πηλίκια, βρεθήκαμε αυθόρμητα στο κεντρικό σημείο της
λεωφόρου Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, στη διασταύρωση με τη σημερινή Λυκούργου και
το Μενελάιον. Η Ιταλία ήταν αποφασισμένη να καταλάβει στρατηγικές θέσεις στο
έδαφος της Ελλάδας. Στις 3 τα μεσάνυχτα της 28ης Οκτωβρίου ο Ιταλός πρεσβευτής
Γκράτσι είχε επιδώσει στον πρωθυπουργό της Ελλάδας τελεσίγραφο παράδοσης με
ειρηνικό τρόπο. Σε αντίθετη περίπτωση, τα ιταλικά στρατεύματα θα έκαμπταν με τα
όπλα τυχόν αντίσταση και η Ελληνική κυβέρνηση θα έφερε την ευθύνη. Ο Μουσολίνι
δεν είχε εμπιστοσύνη στη φαινομενική ουδετερότητα της Ελλάδας και ήθελε, όπως
έλεγε το τελεσίγραφο, να καταλάβει τη χώρα για την «ασφάλεια» της Ιταλίας. Ο
πρωθυπουργός της Ελλάδας απέρριψε ασυζητητεί το ιταμό τελεσίγραφο. Αφού το
διάβασε ο Μεταξάς, φορώντας τις πιτζάμες του, «ώστε έχομεν πόλεμον…» είπε στον
Ιταλό πρέσβη. Το διάγγελμα του πρωθυπουργού προς τον ελληνικό λαό έλεγε μεταξύ
άλλων. «Η στιγμή επέστη που θα αγωνισθώμεν διά την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος,
την ακεραιότητα και την τιμή της. Απήντησα εις τον ιταλόν πρέσβη ότι θεωρώ και
το αίτημα αυτό καθ’ εαυτό και τον τρόπον με τον οποίον γίνεται τούτο ως κήρυξιν
πολέμου της Ιταλία κατά της Ελλάδος. Τώρα θα αποδείξωμεν, εάν πράγματι είμεθα
άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας, την οποίαν μας εξησφάλισαν οι
προπάτορές μας. Όλον το έθνος ας εγερθή σύσσωμον. Αγωνισθείτε δια την Πατρίδα,
τας γυναίκας, τα παιδιά σας και τας ιεράς μας παραδόσεις. Νυν υπέρ πάντων
αγών». Η κατάληξη του διαγγέλματος αναρρίπιζε μνήμες
των Σαλαμινομάχων, όταν ο Αισχύλος σε κρίσιμες ώρες φώναζε, «Ίτε παίδες
Ελλήνων…». Η σχολική αίθουσα είχε πια ξεχαστεί. Σε μια ώρα είχαν γίνει ξαφνικά
ανατροπές στην παιδική ψυχή μας. Ναι, είχαμε ωριμάσει απότομα. Με έκπληκτα
μάτια, έβλεπα μέσα σε ένα πανδαιμόνιο συνωστιζόμενου κόσμου, που σπρωχνόταν
ανάμεσα σε αραδιασμένα παλιοφορτηγά της εποχής. Τρέκλιζαν από το βαρύ ανθρώπινο
φορτίο. Έμενα άναυδος μ’ αυτό που έβλεπα. Στα πρόσωπα εναλλάσσονταν τα πιο
αντίθετα συναισθήματα. Λύπη, τα δάκρυα να τρέχουν. Έφευγαν ξαφνικά τα παιδιά
τους, οι άνδρες τους, οι πατεράδες τους, άγνωστο αν ποτέ ξαναγυρνούσαν και
ξαφνικά στα ίδια αυτά ένα χαμόγελο, μια πεποίθηση για το δίκαιο του αγώνα και η
ευχή να ακούγεται: «να γυρίστε νικητές». Έφευγαν για το μέτωπο. Μια ηλικιωμένη
μάνα από την Παλαιοπαναγιά, ηλικιωμένη περισσότερο από τη φτώχεια και τις
κακουχίες παρά από την ηλικία της, με το μπαρέζι, σκούρο δηλαδή μαντήλι της
κεφαλής, με τα ροζιασμένα χέρια της, έσπρωχνε προστατευτικά το λιγνό,
ηλιοκαμένο παιδί της, όρθιο επάνω στο φορτηγό για να μη στέκεται στην άκρη και
πέσει. Είχε αφήσει μόλις τα γίδια του στον Ταΰγετο. Θα πληροφορηθώ αργότερα ότι
από το χωριό μου, την Παλιοπαναγιά έφυγαν συνολικά κοντά στους 100 άνδρες. Την
ημέρα μάλιστα της επιστράτευσης δεκάδες άνδρες του χωριού, με το κλαρίνο
μπροστά ο Γιώργης ο Σαχλάς και πίσω πολλές γυναίκες τους τραγουδώντας, έφταναν
στο Ξηροκάμπι όπου και επήραν φυλλάδιο πορείας για το μέτωπο. Ήταν, πράγματι,
ένα κλίμα αλλόκοτο, μια διάθεση ευφορίας, ομοψυχίας. Οι επίστρατοι, όρθιοι,
ντυμένοι με τα ρούχα της δουλειάς, κρατώντας ένα δεματάκι στο χέρι
στριμώχνονταν πάνω στα φορτηγά της εποχής. Συγκρατούσαν τη συγκίνηση και με
πρόσωπα φαιδρά, όπως οι πρόγονοί μας, πήγαιναν στον πόλεμο. Στα χείλη τους το
«έχε γεια» και άρχιζαν να σιγοτραγουδάνε κουνώντας το χέρι φεύγοντας. Η φωνή
της Βέμπο θα ξεσηκώνει τον λαό· «με το χαμόγελο στα χείλη πάν’ οι φαντάροι μας
μπροστά».. Είχαν νιώσει κατάστηθα την αδικία. Ήταν τούτοι κάποιοι
πεισματάρηδες, όπως θα πει ο Ελύτης, ανυπότακτοι στη φθορά του ανθρώπου. Ήταν
υπόθεση τώρα του καθενός να παλέψει για την τόση προσβολή που του είχε γίνει
έτσι αναίτια από τον παντοδύναμο, ιταμό επιδρομέα, να πολεμήσουν έτσι για λίγη
αξιοπρέπεια, να φανούν αντάξιοι των προγόνων
που μας είχαν παραδώσει ελεύθερη τούτη τη χώρα. Έτσι άρχιζε η Εθνική μας
Αντίσταση. Έχουν περάσει κάπου 70 χρόνια από την ημέρα
εκείνη και ακούω ακόμη καθαρά μέσα μου τη διαπεραστική, παροιμιώδη φωνή του
ανεπανάληπτου εκφωνητή. Φωνή γενναία, παλλόμενη από αποφασιστικότητα. Μετέδιδε
από το ραδιόφωνο το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν. Έλεγε: «Εδώ ραδιοφωνικός
σταθμός Αθηνών. Αι ιταλικαί στατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από της 5.30
σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι
ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους». Λακωνικό το πρώτο πολεμικό
ανακοινωθέν, ρίγος εθνικής συγκίνησης και υψηλού φρονήματος. Το έθνος εξεγειρόταν
σύσσωμο. Περί τις 2.000 Έλληνες στρατιώτες κατά μήκος των αλβανικών συνόρων
αντιστάθηκαν εναντίον κάπου 40.000 εισβολέων, προπομπών μιας τεράστιας
πολεμικής μηχανής. Το σύνταγμα του Δαβάκη με γενναία αντίσταση στα σύνορα
«ξυπνούσε» τους 300 του Λεωνίδα. Στο μεταξύ έφθαναν και οι πρώτοι επίστρατοι
από τα μετόπισθεν. (Συνεχίζεται)