Vekrakos
Spartorama | «Φιλονικίες και ύβρεις των Βυζαντινών ΙΙ» από τον Δημήτρη Κατσαφάνα

«Φιλονικίες και ύβρεις των Βυζαντινών ΙΙ» από τον Δημήτρη Κατσαφάνα

Δημήτριος Κατσαφάνας 16/07/2024 Εκτύπωση Άρθρα Ιστορία Κοινωνία Παιδεία Πολιτισμός
«Φιλονικίες και ύβρεις των Βυζαντινών ΙΙ» από τον Δημήτρη Κατσαφάνα
(Από το βιβλίο του Δημήτρη Κατσαφάνα «Το Δεσποτάτο του Μυστρά», Περιφέρεια Πελοποννήσου, Έκδοση Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2021)

(Συνέχεια από το προηγούμενο)               


Έχουμε, επίσης, φιλονικίες και ύβρεις και μεταξύ των συζύγων. Είναι χαρακτηριστικό ότι συζυγικές σκηνές που ελάμβαναν χώρα ήδη τον 4ο αι. μ.Χ. και τις οποίες αναφέρουν ο Ιερός Χρυσόστομος και ο ιστορικός Λιβάνιος, δεν διαφέρουν σε τίποτε από αυτές που αναφέρει ο Πτωχοπρόδρομος τον 12ο αιώνα. Στο Βυζάντιο οι κοινωνικές συνθήκες ήταν λίγο πολύ οι ίδιες για αιώνες. εξάλλου, ο άνθρωπος στο βάθος του είναι ίδιος παρά τις όποιες νεώτερες κοινωνικές αλλαγές. Είναι φυσικό, λοιπόν, να δεχθούμε ότι και στην περίοδο του δεσποτάτου δεν έλειπαν συζυγικές φιλονικίες. Τα αυτά αίτια παράγουν τα αυτά αποτελέσματα.

Είναι ενδιαφέρον να ιδούμε μερικές χαρακτηριστικές σκηνές. Δυστυχώς, οι Βυζαντινοί νόμοι -και όχι μόνο αυτοί, το ίδιο ίσχυε και μέχρι χθες ακόμη, στην εποχή μας- έδιναν περισσότερα δικαιώματα στον άνδρα. Και τούτο, μολονότι ο ιερός Χρυσόστομος συμβούλευε «ότι δεν είναι λογικό να συγκρατείς την πειθαρχία της συζύγου σου με τον φόβο. Δεν είναι δούλη, είναι ελεύθερη». Υπήρχαν και τότε περιπτώσεις που έφταιγαν οι γυναίκες. Ήταν φλύαρες και γλωσσούδες, έτσι που ο σύζυγος ευχόταν καλύτερα να κατοικούσε στην έρημο παρά με τέτοια γυναίκα: «Κρείσσον εστίν οικείν εν ερήμω η μετά γυναικός γλωσσώδους και μαχίμου». Αν τύχαινε η σύζυγος αυτή να είναι και πλούσια, δεν σώπαινε με κανέναν τρόπο. Γιατί να σιωπήσω; Έλεγε. Μήπως κατάγομαι από άσημους γονείς; Οι ευγενείς πρόγονοί μου φθάνουν στις τριακόσιες γενεές: «Σοι σιωπώ; Μη γαρ εξ ατίμων γέγονα; Και πάππους και επιπάππους και εις εκατόν και τριακοστόν αναβαίνει πρόγονον» (Λιβάνιος). Όλα της έφταιγαν. Εάν συνέβαινε αυτή να είναι η δεύτερη σύζυγος, έβριζε τον σύζυγό της και εκείνος δάκρυζε ενθυμούμενος την πρώτη του γυναίκα. Άλλοτε πάλι του λέει: «Τίποτε δεν φελάς, κοίταξε τον γείτονά μας πόσο δρασήριος είναι, κοίταξε πως ντύνεται η γυναίκα του. Μεταξωτά φορεί, δεν πατάει στη γη. Συ είσαι ένας χαμένος και τίποτε δεν φελάς».

Τις ίδιες περίπου ύβρεις απευθύνει επίσης μια άλλη σύζυγος. Ας ακούσουμε την ίδια: «Άνανδρε και δειλέ, όκνου γέμων και νοθείας και ύπνου πολλού. Ο δείνα ταπεινός και εκ ταπεινών, κινδύνους αράμενος και αποδημίας στειλάμενος, πολλήν την ουσίαν εποίησε και η γυνή αυτού χρυσοφορεί και επί ζεύγους λευκών ημιόνων πρόεισι [βγαίνει έξω επιδεικτικά]. Περιφέρεται πανταχού, οικετών αγέλας έχει και ευνούχων εσμόν, συ δε καταπέπτυχας [έχεις ζαρώσει]. Ουδέν τι των σων ανάλωσα, ουδέν, έτι τα εμά περικείμαι [στα δικά μου στηρίζομαι], εφ’ ων οι γονείς μου δεδώρηνται». Την ίδια φιλονικία, την ίδια  αυτή σκηνή που προέρχεται από τον 4ο αιώνα, περιγράφει τον 12ο αιώνα ο Πτωχοπρόδρομος, ο «εν σοφοίς Πρόδρομος», όπως τον χαρακτηρίζει ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης.

Σε μια άλλη πάλι φιλονικία, που περιγράφει ο Πτωχοπρόδρομος και μοιάζει με εκείνη του 4ου αιώνα, η γυναίκα λέει: «Ποίον ιμάτιν μ’ έκαμες, ποίον δίμιτον μ’ εποίκες και ποίον γυρίν μ’ φόρεσας; Ουκ οίδα πασχαλίας, έχεις με χρόνους δώδεκα, ψυχρούς κι αποσβολωμένους. Ουκ έβαλον από λόγου σου πατίκιν στο ποδάριν, ουκ έβαλον εις την ράχιν μου μεταξωτόν ιμάτιν, ουκ είδον εις την χείρα μου κρικέλιν, δακτυλίδιν, ουδέ βραχιόλιν μ’ έφερες ποτέ να το φορέσω. Εγώ ήμουν ευγενική και συ πτωχός πολίτης, συ είσαι πτωχοπρόδρομος και ήμουν ματσουμένη, συ εκοιμώ εις το ψαθίν κι εγώ εις το κλινάριν. Εγώ είχον προίκα περισσήν και συ είχες ποδογύμνην, εγώ είχον ασημοχρύσαφον και συ είχες σκαφοντούζες. Το τι σε θέλω, εξαπορώ, το τι σε χρήζω ουκ οίδα. Ας έλαβες ομοίαν σου καπήλου θυγατέρα, κουτσοπαρδάλαν, τίποτε γυμνήν, απορριμένη η χορταρίνα. Και τι με παρωδήγησας [με παραπλάνησες] την απορφανισμένην με τα συχνογυρίσματα και το πολύν οψίκιν;». Στη συνέχεια, η σύζυγος τραβάει τα μαλλιά της, χτυπάει τα μάγουλά της, μαζεύει τα παιδιά της, παίρνει τη ρόκα της, κλείνει σφιχτά την πόρτα, αποτραβιέται εκεί και τον αφήνει έξω.  


Οδός Εμπόρων