Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Όταν το χέρι πιάνει το χρώμα και το πινέλο, γνωρίζει τι θα αφηγηθεί· έχει προηγηθεί βάσανος, βιώματα, στοχασμοί, συναισθηματικές φουρτούνες και νηνεμίες, κοινωνικοί προβληματισμοί, αγώνες για την παιδεία και τον άνθρωπο
Ζωγράφος η Κλεοπάτρα Δίγκα· τίτλος της έκθεσης «Στοχαστικά Τοπία»· χώρος η Πινακοθήκη Γ. Βογιατζόγλου ·Η πρόσβαση στην Πινακοθήκη
Γ. Βογιατζόγλου είναι εύκολη με τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο. Σταθμός «Νέα Ιωνία». Αν ακολουθήσει κανείς την
οδό Ελευθερίου Βενιζέλου, ζει λίγο την ελληνική επαρχία. Οι καταστηματάρχες μοιράζονται
την απόσταση ανάμεσα στα μαγαζιά τους
και τα λένε απολαμβάνοντας τον ήλιο. Όταν πλησιάζεις, χαμηλώνουν την ένταση της
φωνής, βάζουν αποσιωπητικά στην κουβέντα τους, έτοιμοι για μια από καρδιάς
«καλημέρα». Η «καλημέρα» της Νέας Ιωνίας εξελίσσεται σε συγκίνηση, όταν διαπιστώνεις
ότι η Πινακοθήκη Γ. Βογιατζόγλου βρίσκεται στην πλατεία «Μητέρα», ασυνήθης
επωνυμία, σύμφυτη, ωστόσο, με το άγαλμα της Ελληνίδας μάνας, φιλοτεχνημένο από
τον Δημήτρη Φερεντίνο, με το μωρό στο ένα χέρι και το άλλο ακουμπισμένο σ’ ένα
βιβλίο. Η μάνα Ιωνία είναι εκεί και παρακολουθεί την αξιοσύνη των
παιδιών της. Φειδωλή στα μπράβο της, δεν το στερεί από τη «Σπάρτη», έτσι
λέγεται η Πινακοθήκη, για να μνημονεύεται η Σπάρτη της Μικράς Ασίας, πατρίδα
της οικογένειας Βογιατζόγλου. Στην είσοδο της Πινακοθήκης σε παίρνει η θαλάσσια αύρα, σε κατακλύζει,
δεν μπορείς να ξεκολλήσεις από τα κρινάκια της άμμου, το τρίπτυχο των μεγάλων διαστάσεων,
της Κλεοπάτρας Δίγκα (Θαλασσόκρινα, 2023, τρίπτυχο, ακρυλικό σε μουσαμά, 100?450
εκ.). Θα πάρει ώρα –αφού ανταμώσεις και τους μακρινούς προγόνους τους στις
τοιχογραφίες της Σαντορίνης, ακούσεις τις ενδιαφέρουσες εικαστικές συνομιλίες με ιμπρεσιονιστές ζωγράφους, σταθείς στις χειρονομιακές
γραφές άλλων εξπρεσιονιστών ομοτέχνων– για να αποφασίσεις να μετακινηθείς στα άλλα
έργα της έκθεσης. Θαλασσόκρινα, 2023, τρίπτυχο (Β’ μέρος τρίπτυχου), ακρυλικό
σε μουσαμά, 100 x 450 εκ Τα έργα της Κλεοπάτρας Δίγκα, και μόνα τους, θα μπορούσαν να
Συνθέσουν μιαν «αστυγραφία» (Δύο έργα της Κλεοπάτρας Δίγκα συμπεριλαμβάνονται στην έκθεση της Εθνικής Πινακοθήκης, «ΑΣΤΥΓΡΑΦΙΑ / URBANOGRAPHY. Η ζωή της πόλης τις δεκαετίες
1950- 1970», 21 Ιουνίου 2023 έως 3 Μαρτίου 2024.). Και όχι μόνο. Γιατί στο έργο
της είναι το άστυ, αλλά και η ύπαιθρος, η φύση σε μια ιδιαίτερη υποδόρια μάλιστα
θέασή της· στην ομορφιά και την κακοποίησή της· ούτε ωραιοποιεί, ούτε και καταγγέλλει με ύφος κραυγαλέο.
Αλλά Στοχάζεται βαθιά, όπως πράττει σε κάθε της έργο με έναν τρόπο
αβίαστο και φυσικό χωρίς δαιδαλώδεις, διανοουμενίστικες βυθοσκοπήσεις που μπερδεύουν τον θεατή με αποτέλεσμα να ματαιώνεται η όποια εκ
μέρους του νοηματοδότηση. Όταν το χέρι πιάνει το χρώμα και το πινέλο, γνωρίζει τι θα αφηγηθεί·
έχει προηγηθεί βάσανος, βιώματα, στοχασμοί, συναισθηματικές φουρτούνες και νηνεμίες,
κοινωνικοί προβληματισμοί, αγώνες για την παιδεία και τον άνθρωπο. Το «πώς» θα ειπωθούν
όλα αυτά, που είναι και το μέγιστο ζητούμενο, θα το διαμορφώσει και θα το αποφασίσει το
καλλιτεχνικό της ένστικτο που εμπλουτίζεται συνεχώς από την άσκηση στο χρώμα,
και στον λόγο, τη διαρκή μαθητεία στα βιβλία και την αδιάκοπη επαγρύπνηση. Θα μιλήσει,
θα σταθεί μπροστά στο τελάρο, θα πιάσει το χαρτί, όταν πραγματικά έχει κάτι να
πει. Και το «πώς» θα το αποφασίσει εκείνη, αλλά και δυνάμεις ανεξέλεγκτες που
θα την ωθήσουν να απλώσει ένα άσπρο με τα δάχτυλα, να επιμηκύνει ένα έργο, να
αποφασίσει ότι το έργο ολοκληρώθηκε. Απειλή 2023, ακρυλικό σε μουσαμά, 100 x 150 εκ. Η Κλεοπάτρα Δίγκα ζωγραφίζει και γράφει. Πολλοί ζωγράφοι της
γενιάς της κατέφυγαν και στον λόγο. Δεν
τους έφταναν τα χρώματα; Όχι, δεν τους έφταναν, γιατί είχαν πολλά να πουν και
ήξεραν ότι το κάθε μέσο έκφρασης έχει τις δικές του δυνατότητες. Ευτυχώς! Γιατί άλλα παραθυρόφυλλα ανοίγει και σε μας ο γραπτός και άλλα ο ζωγραφικός
της λόγος. Εξάλλου πάντα οραματιζόταν, ήδη από τα χρόνια της στο Παρίσι
(1970-1974), χωρίς δυστυχώς να της δοθεί η ευκαιρία υλοποίησης, μια «συνολική τέχνη»,
μια τέχνη όπου θα συνέπρατταν πολλές τέχνες μαζί. Αμυδρή εκφορά αυτής της προοπτικής τα «Στοχαστικά Τοπία»
της, που τα είδα πάλι, ίδια και διαφορετικά, στις πολύωρες διαδρομές της με τα
υπεραστικά λεωφορεία Αθήνα-Καλαμάτα, Καλαμάτα-Πάτρα-Αθήνα, όπως τα περιγράφει
στο βιβλίο της «Θέση 44, Παράθυρο» (Γαβριηλίδης, 2013) που, όταν ταξιδεύει,
είναι η αγαπημένη της θέση, γιατί είναι αζήτητη, συνήθως άδεια, και της εξασφαλίζει την απερίσπαστη συνομιλία
με τον εαυτό της. Τοπίο, 2022, παστέλ σε χαρτί, 23,5 x 33,5 εκ. Σ’ αυτές τις διαδρομές ξετύλιξε το όραμά της για τα
εικαστικά Εργαστήρια της Καλαμάτας και της Πάτρας, αλλά και για όλα τα
άλλα που άνθισαν σε δέκα τρείς πόλεις της Ελλάδας. Η κορύφωση
αυτού του ονείρου συμβολικά απαθανατίζεται σε μια σκηνή που περιγράφει η ίδια: Στη
Βόνιτσα, «φωνάζει», αφού έκλεισε ο λαιμός του Βαγγέλη, με το μικρόφωνο την παράσταση του ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου: «Το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο… Είσοδος ελευθέρα… […] Νιώθω να φουσκώνω
από συγκίνηση για τούτη τη μικρή φράση από το μικρόφωνο. […] Ήρθαν όλοι με τα
σκαμνιά και τις καρέκλες τους. Γέμισε το Γυμνάσιο το ίδιο βράδυ» (ό. π., σσ. 163-164). Αυτή η μικρή δικαίωση μιας προσπάθειας που καλούμεθα να την πάμε πιο πέρα, όσο μπορούμε και όσο δεν μπορούμε, για να καλυτερεύει η ζωή του ανθρώπου. Ο άνθρωπος, όταν τον προσωπογραφεί ή απεικονίζει εκφάνσεις
της ζωής του, όπως στους πίνακες της ενότητας η «Ανθρώπινη Κατάσταση», είναι λεπτομερειακά ακτινογραφημένος. Η Κλεοπάτρα Δίγκα
σηκώνει την ακτινογραφία της στο φως και με μέσα και τρόπους απλούς, όπως εκείνοι οι παλιοί ιατροφιλόσοφοι σου δείχνει τούτο το δάκρυ,
αλλά και πώς να το σκουπίσεις και πώς να προχωρήσεις. Κι άλλες φορές, με το λεπτό της χιούμορ, πώς εκείνο το δάκρυ να το μπλέξεις και με
τον πόνο και με τη χαρά, να το κάνεις χαρμολύπη, όπως είναι κι η ίδια η ζωή μας·
κι όπως απαθανατίστηκε στη μακρά μας παράδοση, κυρίως την ποιητική. Με την ίδια
ειλικρίνεια κοιτάζεται στον καθρέφτη για να ζωγραφίσει τον εαυτό της στη σειρά των
Αυτοπορτρέτων της. Κοιτάζει τόσο βαθιά μέσα της που αγγίζει την ουσία του ανθρώπου. Έτσι που
ο απαθανατισμένος της εαυτός να λειτουργεί ως καθρέφτης του
ίδιου του θεατή που κοιτάζεται βυθομετρώντας κι αυτός τον εαυτό του. Γερά οπλισμένη, με λαμπρές σπουδές και άξιους δασκάλους,
ανοιχτή στις καλλιτεχνικές προτάσεις της εποχής της, τις οποίες μελετά και ταυτόχρονα ασκεί μεταξύ άλλων και για μια τετραετία στο Παρίσι
(1970 - 1974), όπου δοκιμάζει (και, όπως γίνεται πάντα, δοκιμάζεται) να αρθρώσει και μέσα από τη σκηνογραφία και τη σκηνοθεσία, έναν ολιστικό λόγο, μια «τέχνη» που, όπως ελέχθη, θα συμπεριλαμβάνει
όλες τις εκφορές της εικόνας και του λόγου. Ολιστικά καλούμεθα κι εμείς να προσλάβουμε το έργο της. Η «μικρή»
αναδρομική («μικρή», γιατί δεν περιλαμβάνει όλα της τα έργα), αλλά εξαιρετικά αντιπροσωπευτική, για να μπορέσει ο επισκέπτης να ακολουθήσει μια καλλιτεχνική πορεία, από τις πιο αξιόλογες
στον χώρο της ζωγραφικής, η οποία καταγράφει όχι μόνο τη δική της πορεία, αλλά
και τη δική μας. Και αυτό το «δική μας» δεν υπόκειται σε κάποιον χρονικό προσδιορισμό που θέτει περιοριστικά όρια, γιατί η Κλεοπάτρα
Δίγκα με τον λόγο ήτο χρώμα καταγράφει ό,τι κι ο παλμογράφος· παλμούς της καρδιάς του ανθρώπου· πέρα από όποιους άλλους προσδιορισμούς και χωρόχρονους. Παρόλα αυτά μας προσφέρεται ο μίτος μιας διαδρομής: Τα έργα της Σχολής που μαθητεύουν στην ποπ αρτ. Ο κριτικός ρεαλισμός της
ομάδας των πέντε Ελλήνων Νέων Ρεαλιστών που η μόλις δίχρονη πορεία τους
(1970-1972) άφησε έντονο αποτύπωμα. Τα καρποφόρα χρόνια της γαλλικής μαθητείας.
Η δεκαπεντάχρονη (1975-1990) «ομιλούσα» σιωπή με τα «Μπουκάλια», μέσο
επικοινωνίας της ναυαγού με τον κόσμο της τέχνης της. Μετά τα «Αυτοπορτρέτα»
και ύστερα από τον εαυτό στον άλλο, με τη σειρά των έργων της «Ανθρώπινης
Κατάστασης». Ο εαυτός και ο άλλος που συμπορεύονται με την ομορφιά της φύσης
(σειρά έργων «Ευφορίας πάρεργα»), από όπου αντλείται η μεγάλη δύναμη και η παραμυθία που έχουμε όλοι ανάγκη· μια ίριδα, ένα κυκλάμινο,
ένα ανθάκι γιασεμί, μια ανεμώνα. Σε λίγο οι«Πισίνες» (έργατη ςσειράς «Παγωνιά στο τέλος»), μια σύνοψη της έως τότε πορείας και μια νέα αναμέτρηση
με το χώρο. Και τώρα τα εξαιρετικά «Στοχαστικά Τοπία», η πολλά υποσχόμενη εισαγωγή μιας συνέχειας που περιμένουμε ανυπόμονα. Η πορεία φέρει όλη τη μνήμη του μικρασιατικού ελληνισμού που
για να ριζώσει δεν άσκησε μόνο τις βιοποριστικές του δυνατότητες, αλλά τις στήριξε και στην παιδεία που ερχόταν από πολύ μακριά, γιατί
εκεί στα παράλια –από όπου εκ καταγωγής έρχεται και η δική της φωνή– ακούγονταν πιο καθαρά η φωνή του Ομήρου, των Ιώνων που αναζητούσαν την πρώτη αρχή, εμπλουτισμένες με το λυρικό τραγούδι
της Σαπφούς και του Αλκαίου· κι έσμιγαν αργότερα με τους ύμνους για την Παρθένο. Όλα συγχωνεύονται στο έργο της. Η ίδια θα επιλέξει (ή θα επιλεγεί;)
κάθε φορά πού θα επιμείνει περισσότερο, σε ποια πτυχή της ανθρώπινης ζωής, όπως συμπορεύεται με το χρόνο και το χώρο· με τις φθορές
που υφίσταται από τον πρώτο και τις κακοποιήσεις που επιφέρει ο άνθρωπος
στοδεύτερο. Η Κλεοπάτρα Δίγκα στην Πινακοθήκη Γ. Βογιατζόγλου μάς προσκαλεί
να δούμε τα έργα της. Έργα καθρέφτες της, καθρέφτες της ελληνικής πραγματικότητας, του ανθρώπου γενικότερα, του εαυτού μας
ειδικότερα, αφού δεν μπορούμε
παρά να προβάλουμε κι εμείς στις απεικονίσεις της τον εαυτό μας. Γεωργία Κακούρου Χρόνη, academia.edu