Παρασκευή, 27 Δεκεμβρίου 2024
Η Γεωργία Κακούρου Χρόνη παρουσιάζει το βιβλίο της Αλεξάνδρας Οικονομάκη-Τζινιέρη, Η Σπάρτη (μου) 1932-1950 (Αργοναύτης, Αθήνα 2023)
Ο απογευματινός καφές· πρόφαση για κουβέντα ανάμεσα σε πατέρα
και κόρη. Ο περασμένος χρόνος «κερδισμένος», όταν η ζωή επιφυλάσσει στον πατέρα
τη μακροημέρευση και στην κόρη την αφυπηρέτηση από τις επαγγελματικές
υποχρεώσεις. Οι κουβέντες καταρχάς δεν είναι εσκεμμένες, ούτε πιάνονται μια συγκεκριμένη
στιγμή. Η ατμόσφαιρα που τις εκμαιεύει έχει καλλιεργηθεί από τη ζεστή
καθημερινή επαφή και είναι αποτέλεσμα ολάκερης ζωής. Η απόφαση της καταγραφής
μοιάζει τότε –και είναι– αβίαστη και φυσική. Το βιβλίο Η Σπάρτη (μου) 1932-1950, της Αλεξάνδρας
Οικονομάκη-Τζινιέρη, κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Αργοναύτης». Η
συγγραφέας «ακούει» και «καταγράφει» τις αφηγήσεις του πατέρα της, Νίκωνα
Οκονομάκη, για τη ζωή του και τη ζωή της Σπάρτης, κατά την εικοσαετία 1932 έως
1950, εποχή κατά την οποία διαμορφώνεται η πόλη. Το χρονικό άνοιγμα ορίζεται από το έτος γέννησης του αφηγητή
έως τη χρονιά που τελειώνει το σχολείο: «Γεννήθηκα το 1932. Τη χρονιά που
γεννήθηκε και ο Γκούφυ, αν και τον έμαθα πολύ μετά! Τότε που ο μεγάλος Καραθεοδωρή ορίζεται κύριος ομιλητής στο Διεθνές
Συνέδριο των Μαθηματικών! […] Μ’ αυτά και μ’ αυτά όμως, […] μέχρι το ’50, που
τελειώνω το σχολείο». Πρωτοπρόσωπη αφήγηση· ο Νίκωνας Οικονομάκης αφηγείται κι εμείς
«ακούμε». Η συγγραφέας, ωστόσο, δεν καταγράφει απλώς την αφήγηση· συμβάλλει
ουσιαστικά στην τεκμηρίωση με προσωπική έρευνα στα αρχεία, κρατικά και
ιδιωτικά, με μελέτη της βιβλιογραφίας και ένα πλούσιο φωτογραφικό υλικό που παρατίθεται
στο μεγάλου σχήματος βιβλίο (28?21 εκ.) καθιστώντας το λεύκωμα. Γνωρίζουμε πόσο δύσκολο είναι να τιθασεύσει κανείς τον λόγο ενός
αφηγητή και από την προφορική ομιλία –που επιστρατεύει εκφράσεις, κινήσεις,
σιωπές, αποχρώσεις– να τον στριμώξει στον γραπτό λόγο διατηρώντας το ύφος του,
αλλά και μια συνοχή που να τον καθιστά ευκολοδιάβαστο και κατανοητό στον
αναγνώστη. Η Αλεξάνδρα Οικονομάκη-Τζινιέρη διάρθρωσε εύστοχα το υλικό της
αφήγησης. Πάτησε πάνω στο προπολεμικό «σκαρίφημα» του Ηλία Γκορτσολόγου που
αποτύπωνε τις κατοικίες της Σπάρτης. Ο Ηλίας Γκορτσολόγος χρημάτισε δήμαρχος
της πόλης από το 1926 έως το 1941, οπότε παύθηκε από το κατοχικό καθεστώς. Τα οράματά
του συνυφαίνονταν με την πρόοδο της Σπάρτης και το αποτύπωμά τους είναι και
σήμερα ορατό και αναγνωρίσιμο. Θα πεθάνει το 1943. «Φεύγει πικραμένος και
λιγότερο πλούσιος στα 64 του. Τα 16 χρόνια της Δημαρχιακής του θητείας δεν
λαμβάνει έξοδα παραστάσεως. Τα έχει παραχωρήσει ως δωρεά στο Δήμο, αφού
προϋπήρξε πετυχημένος έμπορος και τραπεζίτης!» (σ. 21). Η συγγραφέας επέκτεινε το «σκαρίφημα» και συμπεριέλαβε σ’ αυτό
και τα καταστήματα. Μέλημά της, ακολουθώντας την πορεία της αφήγησης του πατέρα
της, να αποτυπωθεί και η εμπορική δραστηριότητα που συνέβαλε στην αλλαγή, τότε
που «άρχισε να αναδύεται μια νέα μικροαστική τάξη στην πόλη πατώντας είτε σε οικονομική
ευρωστία, είτε σε καλή μόρφωση και επαγγελματική καταξίωση» (σ. 393). Το βιβλίο δομείται σε σαράντα επτά κεφάλαια που οι τίτλοι
τους σηματοδοτούν και το περιεχόμενό τους. Στο κέντρο του αφηγηματικού κύκλου
παραμένει η οικογένεια, αλλά η αφήγηση εξακτινώνεται πρώτα στη γειτονιά, γύρω
από το λόφο, για ν’ αγκαλιάσει γειτονιές και δρόμους (κατάστημα-κατάστημα,
σπίτι- σπίτι) όλης της πόλης, με έμφαση όχι μόνο σε κτήρια εμβληματικά, όπως το
μουσείο και ο κήπος του, το δημαρχείο, η επαγγελματική σχολή, η εμπορική λέσχη,
η πλαζ του Ματάλα, τα νεοκλασικά αρχοντόσπιτα, αλλά σε όλα όσα εξυπηρετούσαν
τις δραστηριότητες και τις ανάγκες των κατοίκων της πόλης: μπακάλικα, κουρεία,
μεταξουργεία, ελαιουργεία, ταβέρνες, φαρμακεία, συμβολαιογραφεία, βιβλιοπωλεία,
γύφτικα, κλινικές, σχολεία. Ανάμεσα στους επαγγελματίες ιδιαίτερη η θέση των αρτοποιών,
αφού ο αφηγητής ανδρώθηκε στο φούρνο του πατέρα του. Τα σχετικά κεφάλαια
συνιστούν πραγματικά την «ιστορία του ψωμιού» της πόλης. Από γειτονιά σε γειτονιά, κι από δρόμο σε δρόμο, με τις επωνυμίες
των οδών να αλλάζουν και να δηλώνουν την ιστορική εξέλιξη, με τρόπο που η
αφήγηση να μην μπορεί να αποφύγει ένα μπρος-πίσω στον χρόνο, πέρα από εκείνον
που ορίζει ο τίτλος του βιβλίου. Και μια υπόμνηση, σύμπλευση και τοποθέτηση της
μικροϊστορίας στην ευρύτερη ελληνική: βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί,
πρόσφυγες, πόλεμος, κατοχή, πείνα, βομβαρδισμοί, εκτελέσεις, με οδυνηρότερη για την πόλη την εκτέλεση
από τους Γερμανούς των 118 επίλεκτων Σπαρτιατών στο Μονοδέντρι (θέση στον οδικό
άξονα Σπάρτης-Τρίπολης) που άλλαξε διά παντός τη φυσιογνωμία της πόλης. Στο πλαίσιο της ευρύτερης ιστορίας, οι μικρές ανθρώπινες ιστορίες
που δεν τις γράφει η Ιστορία προβάλλουν πλάνα από ταινίες μαυρόασπρες, αλλά και
έγχρωμες με χιούμορ, όλες τις πίκρες και τις μικροχαρές που συνέθεταν τη ζωή
μιας κοινωνίας που άλλαξε μέσα σε λίγα χρόνια· η πολιτισμική ζωή, η μετανάστευση,
οι εξ Αιγύπτου Λάκωνες με τον χώρο να διευρύνεται στα γειτονικά χωριά:
Τσίντζινα, Ζαραφώνα, Γκοριτσά, Ζούπαινα. Κι ενώ οι ιστορίες είναι προσωπικές
και αφορούν στο οικογενειακό μυθιστόρημα, αποτελούν εμπειρίες κοινές μιας εποχής,
όπου οι κοινωνικές διαφορές δεν είναι εκείνες που καταξιώνουν ή απαξιώνουν τους
ανθρώπους όσο η εργατικότητα και οι αρετές τους. Η ζωή επιτάσσει επιστράτευση δυνάμεων και στοίχιση στο καλό
κ’ αγαθό. Ο κόσμος από τα γειτονικά χωριά, μεροκαματιάρης και ανήσυχος, στήνει
τη ζωή του στη μικρή πόλη και τη ζωντανεύει. Μαζί με τον μόχθο και οι χαρές σπρώχνουν τη ζωή αισιόδοξα μπροστά.
Δεν υπάρχει ο παραμικρός ηθικολογικός τόνος στην αφήγηση, αλλά τα ίδια τα
πράγματα, η υπενθύμιση του αγώνα ανθρώπων που γνωρίζεις και άλλων που
μαθαίνεις, σε ωθούν να γυρίσεις και να κοιτάξεις και τη δική σου ζωή· να
συγκρίνεις, να κρίνεις και να εκτιμήσεις πολύ περισσότερο αυτό που ήδη έχεις και
που χρωστάς σ’ αυτούς που πρωτοστάτησαν στην οικοδόμηση της πόλης. Από τις 394 σελίδες που απαρτίζουν το βιβλίο, διαβάζω και ξαναδιαβάζω
το πρώτο κείμενο «Αντί Προλόγου», όπου καταγράφονται οι προθέσεις του αφηγητή
καθώς και το τελευταίο, τον «Επίλογο», που μαζί με το κείμενο στο οπισθόφυλλο,
δηλώνουν τις προθέσεις της συγγραφέως. Ο αφηγητής: «Βλέπεις, μολονότι το ύψος του λόφου ήταν μικρό,
η εντύπωση και το αίσθημα του ύψους έγιναν από τα πολύ άγουρά μου χρόνια μέσα
μου ένα μέγεθος, που επηρέασε τη ζωή μου. Ίσως, έτσι άρχισε να μου αρέσει να βλέπω τα πράγματα από μια
απόσταση, προτιμώ από ψηλά, και κοίτα πώς τα ’φερε η ζωή να μπορώ να δω τα
σπιτάκια του Λόφου, που σώθηκαν από τη λαίλαπα της αντιπαροχής, μαζί με το δικό
μας, από ένα ύψος τεσσάρων ορόφων, διαγωνίως απέναντι. Σχεδόν ενενήντα χρόνια μετά! »Φαίνεται πως η ψυχή μου, που κρατάει μια διάρκεια
ανάμνησης, με σπρώχνει να θέλω να σεργιανίσω ξανά στους τόπους της νιότης μου,
που δεν είναι παρά δυο βήματα μόνο από εδώ που μένω. Για φαντάσου! Έκανα τόσο
μεγάλο κύκλο για να καταλήξω ακριβώς εκεί που ξεκίνησα! »Έτσι είναι όμως! Όλες οι ιστορίες τελειώνουν στο σημείο αφετηρίας!
Ο χρόνος ήταν πάντα και παραμένει η πιο ενδιαφέρουσα, αλλά και η πιο καταλυτική
παράμετρος της ζωής μας!» (σ. 11). Και η συγγραφέας στον «Επίλογο»: «Είμαι σχεδόν βεβαία πως θα
υπάρχουν λάθη, αθέλητα φυσικά, επειδή βασίστηκα σε ξέθωρες μνήμες ανθρώπων
μεγάλων. […] Θα ήμουν ευτυχής αν υπάρξουν κι άλλοι συμπολίτες μου με το ίδιο
ενδιαφέρον και θελήσουν μέσα από τη συλλογική μνήμη των οικογενειών τους να συμπληρώσουν
αυτό το εγχείρημα, εισφέροντας στοιχεία που μόνον αυτοί κρατούν» (σ. 394). Και η ίδια στο οπισθόφυλλο: Θέλησα να σας παρασύρω «στους δρόμους
και τις γειτονιές αυτής της πόλης με την ελπίδα να εισπράξετε μια ατμόσφαιρα
άλλου καιρού. Επιχείρησα να σας συστήσω ανθρώπους, που πολύ πιθανόν να έφυγαν,
σίγουρα όμως διαμόρφωσαν τη ζωή στην πόλη αυτή που ζούμε όλοι μας!» Γεωργία Κακούρου Χρόνη, archaiologia.gr Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Αρχαιολογία και Τέχνες» Η Γεωργία Κακούρου Χρόνη είναι Φιλόλογος – Μουσειολόγος – Ιστορικός τέχνης