Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
«Αγύρτης ή Άγιος; Το συγκαιρινό του ερώτημα εξακολουθεί να παραμένει αναπάντητο ως τις μέρες μας παρά το γεγονός ότι στη λαϊκή συνείδηση των ανθρώπων του καιρού του κι όχι μόνο έχει συμπεριληφθεί στη χορεία των Αγίων της Εκκλησίας μας»
Ο μοναχός Χριστόφορος Παναγιωτόπουλος καταγόταν από το χωριό
Άρμπουνα της επαρχίας Καλαβρύτων και πιθανολογείται πως γεννήθηκε ανάμεσα στα
έτη 1780-1790. Το βαπτιστικό του όνομα ήταν Χρήστος ή Χριστόφορος. Για τα πρώτα
χρόνια της ζωής του δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία, καθώς ζούσε μια συνηθισμένη
ζωή χωρικού, η οποία δεν προμήνυε καθόλου όσα θα επακολουθούσαν αργότερα. Από τις επιστολές του, που έχουν σωθεί,
φαίνεται πως ήταν ολιγογράμματος και ίσως να μην είχε φοιτήσει καν σε σχολείο.
Είχε, όμως, μεγάλη πίστη στο Χριστό και ακλόνητη αγάπη για την Ορθοδοξία. Μελετούσε τα
συναξάρια των Αγίων, άναβε τα καντήλια στις έρημες εκκλησιές και γενικά βίωνε
τον πατροπαράδοτο τρόπο ορθόδοξης λατρείας. Μέχρι να γίνει μοναχός ασκούσε, μαζί με τα τρία αδέλφια του, το επάγγελμα
του κρεοπώλη και εκδοροσφαγέα χοίρων στην περιοχή της Κλειτορίας. Σε μεγάλη ηλικία, περίπου εξήντα χρονών, μετά από μια σοβαρή
ασθένεια που τον άφησε αναίσθητο για τρεις μέρες, αποφάσισε να εγκαταλείψει τα
εγκόσμια και να μονάσει. Άλλοι λένε ότι αυτοχειροτονήθηκε μοναχός με το όνομα
Χριστόφορος κι άλλοι ότι εκάρη μοναχός στο μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου,
μετόχι της Αγίας Λαύρας ή στην ιστορική Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου, στην οποία
και μόνασε για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Ήταν άνθρωπος ευφυής και πολύ
φιλομαθής, γι’ αυτό και ασχολούνταν με την εμβριθή μελέτη της Αγίας Γραφής, που
την είχε μάθει απέξω, όπως και την Αποκάλυψη του Ιωάννη. Η μοναχική του ζωή χαρακτηριζόταν από την
αυστηρή άσκηση, η οποία του επέτρεπε να διαθέτει στους φτωχούς όσες ελεημοσύνες
του έδιναν οι πιστοί στις μετέπειτα περιοδείες του στο Μοριά. Έδρασε το 19ο αιώνα σε μια περίοδο που στο μικρό ελληνικό
κράτος κυριαρχούσαν οι πολιτικές κι εκκλησιαστικές διαμάχες, ιδιαίτερα μετά την
κήρυξη του αυτοκέφαλου της Εκκλησίας της Ελλάδος (1833) και την επελθούσα ρήξη
με το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως. Στον εκκλησιαστικό χώρο
είχαν διαμορφωθεί δύο παρατάξεις: οι δυτικόφιλοι που είχαν για εκφραστή τους το
Θεόκλητο Φαρμακίδη και οι ρωσόφιλοι που τους εκπροσωπούσε ο Κωνσταντίνος
Οικονόμος και η μυστική οργάνωση «Φιλορθόδοξη Εταιρεία». Το έτος 1848 ο μοναχός Χριστόφορος αποφάσισε να εγκαταλείψει
τη μονή του και να εξέλθει στον κόσμο για να κηρύξει το θείο Λόγο, «διδάσκων
και θαυματουργών», όπως αναφέρει ο Μπάμπης Άννινος. Είχε μάλιστα αρκετά
προσόντα για αυτό το έργο, όπως σπάνια ευγλωττία, υποκριτική ικανότητα και
σεβάσμια όψη. Επιπλέον επειδή ήταν λιτοδίαιτος κι ελεήμονας κατάφερε, σχεδόν
αμέσως, να γίνει ιδιαίτερα αγαπητός στις λαϊκές τάξεις και σύντομα θεωρήθηκε ως
πνευματοφόρος απόστολος και προφήτης! Το κήρυγμά του ήταν τόσο φλογερό και η
αποδοχή του τόσο μεγάλη, ώστε η Ιερά Σύνοδος να του δώσει σχετική άδεια, η
οποία ενίσχυσε ακόμη περισσότερο το κύρος του στους απλούς ανθρώπους των χωριών
και των πόλεων της Πελοποννήσου. Η μεγάλη του ηλικία του βοήθησε να του
αποδοθεί, γρήγορα, η προσωνυμία Παπουλάκος ή Παπουλάκης. Στην πρώτη περίοδο της εξόρμησής του στον κόσμο το κήρυγμά
του είχε αμιγώς θρησκευτικό και ηθικό χαρακτήρα. Στη δεύτερη περίοδο, όμως,
αφού ήλθε σε επαφή με τη Φιλορθόδοξη Εταιρεία και συναντήθηκε στο Μέγα Σπήλαιο
με τον Κοσμά Φλαμιάτο, άρχισε να εκδηλώνει ένα πολιτικό, επαναστατικό,
αντιδραστικό πλαίσιο αρχών και ιδεών εναντίον της ξενόφερτης βασιλείας του
Όθωνα, της αυταρχικής βαυαροκρατίας και όσων «έκυπταν τον αυχένα» στην
κυριαρχία των αλλόδοξων Ευρωπαίων, συσπειρώνοντας γύρω του τα αγροτικά και
λαϊκά στρώματα, που ήταν πολύ δυσαρεστημένα από την όλη κατάσταση. Έτσι
χαρακτήριζε την Ιερά Σύνοδο ως «Σύνοδο του Άρμανσμπεργκ» ή «μιαράν Σύνοδον»,
ονόμαζε το βασιλιά Όθωνα «ψωριάρικο γίδι» και τους Βαυαρούς συνοδούς του
«διαβολοτραγιά», κατηγορούσε τους δασκάλους γιατί δίδασκαν στα Ελληνόπουλα «άθεα γράμματα», έλεγε τα
δικαστήρια «γυφτόσπιτα» και παρουσίαζε τους Άγγλους ως Εβραίους,
κηρύσσοντας παλλαϊκό αγώνα υπέρ της ορθοδόξου πίστεως του λαού, η οποία
κινδύνευε από τους Ευρωπαίους Προστάτες μας. Το Σεπτέμβριο του 1851 ο Παπουλάκος εμφανίστηκε στη Λακωνία,
που την ονόμασε «Ισραήλ» κι έγινε δεκτός με αισθήματα αγάπης κι ενθουσιασμού. Η
Ιερά Σύνοδος έσπευσε, τότε, να στείλει έγγραφη διαταγή στο γενικό επισκοπικό
επίτροπο της Λακεδαίμονος αρχιμανδρίτη Διονύσιο Σασανά, με την οποία τον
καλούσε να συναντήσει το μοναχό Χριστόφορο και να τον καλέσει να μην
καταφέρεται εναντίον των ξένων και του βασιλιά στα κηρύγματά του. Ο Διονύσιος Σασανάς επειδή δεν μπορούσε να μεταβεί
αυτοπροσώπως στη Μηλέα της Μάνης, όπου βρισκόταν ο μοναχός ως φιλοξενούμενος
του πρώην Καρδαμύλης Ιωαννικίου, του κοινοποίησε αντίγραφο της συνοδικής
διαταγής, διαμέσου απεσταλμένου, ο οποίος τον επισκέφθηκε αυθημερόν. Ο
Παπουλάκος διάβασε το διαταγή παρόντος του Ιωαννικίου, ο οποίος ήταν άνθρωπος
αμαθής και απλοϊκός, καταφέρνοντας να τον πείσει ότι έχει άγιο πνεύμα κι πως
δεν πρέπει να πιστεύουν τις διαβολές εναντίον του. Και πράγματι, ο Ιωαννίκιος
τον πίστεψε κι έγραψε μια ιδιόχειρη απάντηση προς τον Διονύσιο Σασανά, στην
οποία σημειώνει μεταξύ άλλων: «Τι να σας ειπώ, όλος έντρομος είμαι. Τον
εγνωρίσατε πολλά καλά. Γεμάτος πνεύμα άγιον, με είπεν μυστικώς». Ο μοναχός Χριστόφορος αναχώρησε από τη Μηλέα στις 5
Οκτωβρίου 1851 κι αφού πέρασε από την Ανδρούβιτσα μετέβη στην Καλαμάτα στην
οποία έτυχε, επίσης, ενθουσιώδους υποδοχής. Στη μεσσηνιακή πρωτεύουσα έκανε τα
κηρύγματά του πάνω σε μια ειδική εξέδρα που στήθηκε γι’ αυτό το λόγο κοντά στο
Νέδοντα ποταμό και όχι μόνο δεν σταμάτησε να μιλάει εναντίον της βασιλείας και
των ξένων, αλλά προέτρεπε τους ορθόδοξους χριστιανούς Έλληνες να μην ορκίζονται
στα δικαστήρια, όταν καλούνται ως μάρτυρες! Σιγά-σιγά, το
αντιβασιλικό λαϊκό ρεύμα, όλο και μεγάλωνε και πολλοί ήταν αυτοί, που
ακολουθούσαν τον Παπουλάκο, από χωριό σε χωριό, έτοιμοι να τον υπερασπιστούν
και με το αίμα τους το ίδιο, αν χρειαζόταν. Στην Τρίπολη, για να αναφέρουμε
μερικά χαρακτηριστικά περιστατικά, οι οπαδοί του τραυμάτισαν τον Νομάρχη, όταν
επιχείρησε να τον συλλάβει, στο Δήμο Λευκτρου
τον υπερασπίστηκαν τρεις χιλιάδες πιστοί του και στη Μονεμβασιά τον
υποδέχτηκαν εφτά χιλιάδες άτομα! Η μεγάλη λαϊκή υποστήριξη του έδωσε τόσο
θάρρος ώστε να διαλαλεί πως θα τεθεί επικεφαλής του λαού, προκειμένου να
καταλάβει την Αθήνα και μετά την Κωνσταντινούπολη με σκοπό να λειτουργήσει μέσα
στην Αγια-Σοφιά! Η Ιερά Σύνοδος, ανήσυχη για τις εξελίξεις, απέστειλε δεύτερη
επιστολή στο Διονύσιο Σασανά, καλώντας τον να πάει αυτοπροσώπως στη Μεσσηνία,
να συναντήσει το μοναχό Χριστόφορο και να του παραδώσει εσώκλειστο συνοδικό
έγγραφο, με το οποίο τον καλούσε να παρουσιαστεί ενώπιόν της. Ο Διονύσιος Σασανάς, πράγματι, έφυγε βιαστικά, στις 22
Οκτωβρίου 1851, για την Καλαμάτα. Φτάνοντας εκεί πληροφορήθηκε ότι ο μοναχός
βρισκόταν ήδη στους Βουλκάνους Ιθώμης και ξεκίνησε για να τον συναντήσει. Στο
Νησί (Μεσσήνη), όμως, έμαθε από το γραμματέα του Επαρχείου πως ο Χριστόφορος
ήταν πλέον στον Αετό της Τριφυλίας και με τη σύστασή του πήγε να τον περιμένει
στην Κυπαρισσία, για να αποφύγει τους φανατισμένους οπαδούς του Παπουλάκου. Η πολυπόθητη συνάντηση του Διονυσίου Σασανά με το μοναχό
Χριστόφορο επετεύχθη, τελικά, με τη μεσολάβηση του ελληνοδιδάσκαλου Κ. Δοσιθέου
ιερομονάχου, μετά από την επίδοση του συνοδικού εγγράφου. Ο Διονύσιος τον
προέτρεψε να συμμορφωθεί με την εντολή της Συνόδου και να μεταβεί στην Αθήνα,
αλλά ο Παπουλάκος τού απάντησε ότι αυτό είναι αδύνατο λόγω της προχωρημένης
ηλικίας του και τον διαβεβαίωσε πως θα επιστρέψει στο ασκητήριό του, σε ένα
ορεινό οικογενειακό κτήμα κοντά στο πατρικό του χωριό, πράγμα που έκανε, καθώς
πλησίαζε ο χειμώνας. Μόλις έφτασε η άνοιξη ο μοναχός Χριστόφορος εγκατέλειψε και
πάλι το ησυχαστήριό του και βγήκε για κήρυγμα στην περιοχή της Αργοναυπλίας και
στα νησιά της Ύδρας και των Σπετσών. Το γεγονός αυτό θορύβησε εκ νέου την Ιερά
Σύνοδο η οποία, με την έγκριση του Υπουργείου Εκκλησιαστικών, απέστειλε νέο
έγγραφο, προς τον γενικό επισκοπικό επίτροπο Λακεδαίμονος αρχιμανδρίτη Διονύσιο
Σασανά, δίνοντάς του εντολή, αν εμφανιστεί στη Λακωνία ο Παπουλάκος, να επέμβει
προσωπικά και να του απαγορεύσει το κήρυγμα. Ο Παπουλάκος αποβιβάστηκε στο Κυπαρίσσι της Επιδαύρου
Λιμηράς, του Νομού Λακωνίας, τον Απρίλιο του 1852 και μετά έφτασε ταχύτατα στο
Δήμο Ασωπού για να πάει, εν συνεχεία, στο κάστρο της Μονεμβασίας. Τα κηρύγματά
του, στα μέρη αυτά, τα παρακολούθησε πλήθος λαού, μέχρις ότου ο Έπαρχος της
Επιδαύρου Λιμηράς, τού κοινοποίησε υπουργική διαταγή με την οποία απαγορευόταν
το κήρυγμά του, επειδή δεν είχε συνοδική άδεια. Αυτός, όμως, του απάντησε πως
δεν ακούει, μήτε τη Σύνοδο, μήτε το Υπουργείο κι ας έλθουν να τον συλλάβουν.
Από το κάστρο της Μονεμβασιάς έφυγε για να μεταβεί στην περιοχή των Βοιών, όπου
και χάθηκαν τα ίχνη του. Ο μοναχός Χριστόφορος, στις αρχές του Μάη 1852, εμφανίστηκε
στη Μάνη κι έγινε δεκτός με άκρατο ενθουσιασμό, τόσο από το λαό, όσο και από
τον Επίσκοπο Ασίνης Μακάριο. Όταν ο Έπαρχος Οιτύλου και ο υπομοίραρχος της
χωροφυλακής προσπάθησαν να τον συλλάβουν ο άγιος Ασίνης, ενδεδυμένος την
αρχιερατική του στολή, προέτρεψε το λαό να υπερασπισθεί το μοναχό Χριστόφορο
«μέχρις αίματος» και οι δύο αξιωματούχοι αναγκάσθηκαν να υποχωρήσουν. Ο
Παπουλάκος, αφού καταφέρθηκε εναντίον της Συνόδου και της Κυβερνήσεως,
αναχώρησε από το Δήμο Κολοκυνθίου και πήγε στην επαρχία Γυθείου, στο χωριό Μαυροβούνιο
ακολουθούμενος, σύμφωνα με έγγραφη μαρτυρία του Διονυσίου Σασανά, από τρεις
χιλιάδες οπαδούς του. Κήρυξε, κατά σειράν, στους Δήμους Γυθείου, Καρυουπόλεως
και Μαλευρίου γενόμενος δεκτός, από τους Μανιάτες, με αισθήματα αγάπης και θαυμασμού. Ενώ αυτά συνέβαιναν στη Μάνη, η Ιερά Σύνοδος έγραψε και
πάλι, προς τον Διονύσιο Σασανά, χαρακτηρίζοντας ως πλάνες τις δήθεν οπτασίες
και αποκαλύψεις του Παπουλάκου και ως παράνομο το κήρυγμά του. Όταν μάλιστα
πληροφορήθηκαν οι συνοδικοί αρχιερείς την προσχώρηση του Ασίνης Μακαρίου και
πολλών κληρικών της Λακωνίας στο επαναστατικό κίνημα του μοναχού Χριστόφορου,
έστειλαν νέο συνοδικό έγγραφο με το οποίο διέταζαν τον Μακάριο να μεταβεί στην
Αθήνα για να παρουσιαστεί ενώπιόν τους, ενώ δίνονταν οδηγίες για την επαναφορά
στην τάξη του «αποπλανηθέντος» κλήρου και λαού! Η κατάσταση στη Μάνη ήταν πολύ σοβαρή. Οι πολιτικές αρχές
ανέλαβαν την πρωτοβουλία για να υπάρξει ομαλή λύση. Ο νομάρχης και ο γενικός
επισκοπικός επίτροπος Διονύσιος μετέβησαν στο Μαυροβούνιο του Γυθείου για να
συναντηθούν με τον επίσκοπο Ασίνης Μακάριο, τον οποίο κατόρθωσαν - άγνωστο πώς
- να μεταπείσουν, ώστε να εγκαταλείψει τον Παπουλάκο. Πράγματι, στα τέλη Μαΐου,
ο Διονύσιος Σασανάς γνώρισε εγγράφως, προς τη Σύνοδο, τη μεταστροφή του
επισκόπου Ασίνης και την πληροφόρησε για την αποτυχημένη προσπάθεια να
συλληφθεί ο μοναχός Χριστόφορος στο χωριό Κουτήφαρι του Δήμου Λεύκτρου, όπου οι
κάτοικοι επενέβησαν και ξυλοφόρτωσαν το στρατιωτικό απόσπασμα του
αντισυνταγματάρχη, μοίραρχου Λακωνίας, Κ. Δ. Κουτζογιαννόπουλου. Η Ιερά Σύνοδος έστειλε στη Λακωνία, εσπευσμένως, τον
ιεροκήρυκα Καλλίνικο Καστόρχη, καταγόμενο από τη Δημητσάνα και τον Επίσκοπο
Ανδρουβίτσης Προκόπιο, προκειμένου το κήρυγμά τους να λειτουργήσει ως αντίβαρο
στο κήρυγμα του Παπουλάκου. Ταυτόχρονα η Κυβέρνηση τον επικήρυξε κι απέστειλε
τον στρατηγό Γενναίο Κολοκοτρώνη επικεφαλής 500 ανδρών για να τον συλλάβει
και να καταστείλει το στασιαστικό του
κίνημα. Ο μοναχός Χριστόφορος, για να ξεφύγει, πέταξε το τριμμένο
ράσο του μοναχού, φόρεσε φουστανέλα και αναζήτησε καταφύγιο στις νότιες
υπώρειες του Ταΰγετου, σχεδιάζοντας τη
μυστική του διαφυγή στην Κρήτη. Οι διωκτικές δυνάμεις, όμως, τον συνέλαβαν,
στις 24 Ιουνίου 1852, στη Μονή Βοϊδονίτσης, του Δήμου Καρδαμύλης, στην οποία
κρυβόταν, μετά από την προδοσία του οπαδού του παπα - Βασίλαρου, ο οποίος
χρηματίστηκε από τους κυβερνητικούς με έξι χιλιάδες δραχμές! Αυτός οδήγησε στο
κρησφύγετο του Παπουλάκου έξι αστυνομικούς ντυμένους σαν Μανιάτες χωρικούς, που
τον συνέλαβαν, τον έδεσαν χειροπόδαρα και τον απήγαγαν. Τον μετέφεραν κρυφά στο
Καραβοστάσι, όπου ανέμενε μία κανονιοφόρος, για να τον μεταφέρει στη γολέτα
«Ματθίλδη». Στο Γύθειο τον επιβίβασαν στο ατμόπλοιο «Όθων», που απέπλευσε
αμέσως για την Πάτρα. Εκεί κρατήθηκε στις φυλακές του Ρίου μέχρι τον Ιούνιο του
1853. Επρόκειτο να οδηγηθεί στο κακουργιοδικείο, αλλά αμνηστεύθηκε, για να μην
εξεγερθούν οι οπαδοί του, χωρίς να
τιμωρηθεί ποτέ για τις αντιβασιλικές του ενέργειες. Η νεοσύστατη Ιερά Σύνοδος της Αυτοκέφαλης πλέον Εκκλησίας
της Ελλάδος, όμως, τον τιμώρησε με
ισόβιο σωματικό περιορισμό στη Μονή της Παναχράντου στην Άνδρο. Εκεί πέθανε
ήσυχα ο Παπουλάκος, τις βραδινές ώρες της 18ης προς τη 19η Ιανουαρίου του έτους 1863. Ετάφη στο
κοιμητήριο της Μονής κι από τα πρώτα
χρόνια της κοίμησής του έγιναν προσπάθειες, χωρίς αποτέλεσμα, για την επίσημη
αγιοκατάταξή του. Η αντιεξουσιαστική
στάση του, τόσο κατά του βαυαρικού καθεστώτος, όσο και της υποταγμένης
στους δυτικούς Ιεράς Συνόδου, ήταν το μεγάλο αγκάθι. Η ανακομιδή των λειψάνων
του έγινε εντελώς ανεπίσημα, στις 12 Σεπτεμβρίου του 1973, από το Μητροπολίτη
Καλαβρύτων Γεώργιο, μετά από την πίεση που ασκήθηκε από τους κατοίκους του
πατρικού χωριού του. Αυτός φρόντισε να μεταφερθεί στα Άρμπουνα η κάρα του, η
οποία τοποθετήθηκε σε επίχρυση λειψανοθήκη,
στο ναό του Μονυδρίου της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που είχε χτίσει ο
ίδιος ο Παπουλάκος. Αγύρτης ή Άγιος; Το συγκαιρινό του ερώτημα εξακολουθεί να
παραμένει αναπάντητο ως τις μέρες μας παρά το γεγονός ότι στη λαϊκή συνείδηση
των ανθρώπων του καιρού του κι όχι μόνο έχει συμπεριληφθεί στη χορεία των Αγίων
της Εκκλησίας μας. Γιάννης Μητράκος