Τετάρτη, 16 Οκτωβρίου 2024
Διάλεξη που δόθηκε το 1975 στο κοινό της Σπάρτης, σε αίθουσα της Πνευματικής Εστίας Σπάρτης επί της κεντρικής πλατείας
Στις 28 Μαρτίου 1969 μεταδόθηκε από το ραδιόφωνο του BBC στο
Λονδίνο το μήνυμα του Γεωργίου Σεφέρη κατά της χούντας. Το 1975, τον πρώτο
χρόνο μετά την μεταπολίτευση η Πνευματική Εστία Σπάρτης, με πρωτοβουλία του αείμνηστου
προέδρου της Νίκου Γεωργιάδη οργάνωσε εκδήλωση προς τιμή του νομπελίστα ποιητή μας
όπου ο Δημήτριος Κατσαφάνας ήταν ο κύριος ομιλητής. Ακολουθεί η διάλεξή του: Κυρίες και Κύριοι, αισθάνομαι την υποχρέωση να Σας ευχαριστήσω, διότι διαθέσατε
τον πολύτιμο χρόνο σας να έρθετε στην αποψινή διάλεξη. Ευχαριστώ επίσης το
Διοικητικό Συμβούλιο της Πνευματικής Εστίας Σπάρτης για την έμπνευση και την
πρωτοβουλία που είχε να τιμήσουμε τον Γιώργο Σεφέρη, τον ποιητή που έκαμε την
ιστορική δήλωση κατά της δικτατορίας, τιμώντας έτσι και το βραβείο Νόμπελ. Είναι παρήγορο το φαινόμενο, διότι χρόνια τώρα, εδώ κάτω από
το Μυστρά, τη σταχτιά σήμερα πολιτεία των Βυζαντινών, όπου εδίδαξε ο σοφός
Πλήθων, υπάρχει στη Σπάρτη ένα φιλόμουσο ακροατήριο που έχει τη λαχτάρα ψυχής
να συμμετέχει σε εκδηλώσεις πνευματικές. Φίλοι μου, οι συγκεντρώσεις, σαν την αποψινή, που γίνονται
με αφορμή το έργο και το πρόσωπο κάποιου μεγάλου που έφυγε από τούτη τη ζωή,
στην πραγματικότητα είναι εθνικά μνημόσυνα, είναι πλατύτερες πνευματικές
Αγάπες, όπου ο ομιλητής και οι ακροατές μαζί, μεταλαμβάνουν από το ίδιο
πνευματικό σώμα. Απαλλάσσονται έτσι από το στενό προσωπικό τους κόσμο και
υψώνονται σε υψηλότερες σφαίρες. Ξαναβγαίνουμε από την αίθουσα αυτή στην
σκόρπια και μονότονη ζωή, καθαρότεροι, δυνατότεροι, και πιο στοχαστικοί. Α΄ Ο Σεφέρης μιλάει δύσκολα. Αισθάνθηκε πως είχε να μας ειπεί
κάτι, και μας το είπε όχι με “ωραία λόγια”, αλλά με τη γλώσσα των πραγμάτων. Ο
Έλληνας ποιητής, που τιμήθηκε με το Νομπέλ, μοιάζει μ’ εκείνα τα δυνατά και
σκοτεινά κάστρα που η θέα τους τρομάζει και τους πιο αποφασισμένους εκπορθητές.
Ομιλητής και ακροατές απόψε θα προσπαθήσουμε να κάμουμε μερικά βήματα, να
έχουμε μιαν ανταπόκριση ψυχική, μια ευαισθησία στην πολλαπλή σημασία που έχουν
τα σύμβολα της ποίησης του Σεφέρη, της άγνωστης μέχρι σήμερα σ’ εμάς. Θα
πάρουμε ένα γνωστό μονοπάτι. Είναι το γνωστό σε όλους μας ποίημα “Στο περιγιάλι το κρυφό”
με τη γνωστή μουσική. Σας το Θυμίζω: Τί πιό ωραίο; Ένα περιγιάλι, μακριά από το θόρυβο της
καθημερινής ζωής. Οι άνθρωποι που περιπατούν σ’ αυτό είναι ευτυχισμένοι; Ναί,
θα μου ειπήτε. Τότε όμως, γιατί το νερό είναι γλυφό; α) Οι άνθρωποι διψούν και
δεν σβήνουν την δίψα τους με καθαρό νερό, γιατί είναι γλυφό, η θάλασσα το κάνει
να μην πίνεται. Οι ίδιοι άνθρωποι πάνω στην β) άμμο που τη χρυσίζει ο ήλιος κάτι
γράφουν. Ευτυχία θα μου ειπήτε. Σύμφωνοι, αλλά φυσάει ο άνεμος από τη θάλασσα
και σβήνει τη γραφή. Γιατί; γ) Οι ίδιοι, έπειτα, άνθρωποι ξεκίνησαν στη ζωή με
αισιοδοξία. Πήραν τη ζωή με πόθο και πάθος. Οραματίστηκαν, δούλεψαν. Νά όμως
τώρα που κοντεύουν να τελειώσουν και να χαρούν το έργο τους και διαπιστώνουν
ότι ο δρόμος που πήραν και ο σκοπός που έβαλαν στη ζωή ήταν λάθος. Τώρα πια
αρχίζει να φαίνεται μια άλλη πραγματικότητα. Πίσω δηλαδή από την ειδυλλιακή
σκηνογραφία παίζεται ένα δράμα. Άς προσέξουμε. Δεν έχουμε εδώ την ιστορία ενός
ατόμου, αλλά τη ζωή. Αυτοί που έγραψαν τη γραφή στην άμμο είμαι εγώ, είσαι σύ,
είμαστε όλοι εμείς. Το περιγιάλι λοιπόν είναι το σύμβολο της ζωής, η θάλασσα
είναι η ανεξιχνίαστη δύναμη που κάνει το νερό να γλυφίζει, που στέλνει το μπάτη
για να σβήσει τη γραφή, να καταστρέψει το έργο των ανθρώπων. Ο άνθρωπος
σκιαμαχεί προς αντίξοες και αντιφατικές δυνάμεις, προς την μοίρα, το Άγνωστο.
Το δράμα του ανθρώπου είναι ότι μέσα στην ωραία ζωή όλο και κάτι βγαίνει
μπροστά του και τον εμποδίζει, όλο και του αρνείται να πραγματοποιήσει τα
όνειρά του. Και στην Ευρώπη, μετά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο, έβγαινε
κουρασμένος, ταλαιπωρημένος. Η τέχνη, και στην περίπτωσή μας η ποίηση, είναι ο
καθρέφτης αυτής της κοινωνικής αποσυνθέσεως και πνευματικής παρακμής.
Συγκεκριμένα οι ποιητές μας, με μια εξαίρεση την προσπάθεια του Καρυωτάκη,
νομίζοντας ότι εκφράζανε το σφυγμό της εποχής μας, γέμιζαν τα ποιήματά τους με
θρηνητικές ερωτικές αισθηματολογίες. Αυτοί οι ποιητές, κουραστικοί και
ανούσιοι, έδιναν τάχα την εικόνα της αποσυνθέσεως του μεταπολεμικού ανθρώπου.
Φτωχή δημοτική, ανούσια φιλολογία, περιττός φόρτος ηχηρών φράσεων. Γι’ αυτό και
ο Σεφέρης θα ειπεί σ’ ένα ποίημά του (Ένας γέροντας στην ακροποταμιά,
Ημερολόγιο Καταστρώματος Β): Η παρουσία του Σεφέρη είναι μια τομή σ’ αυτόν τον κατήφορο.
Η λέξη του βγαίνει από το χωνευτήρι της ψυχής σαν πυρωμένο μέταλλο που
σφυρηλατείται για να γίνει πλαστική μορφή, έκφραση διάφανη σε καθαρότητα, πυκνή
και συγκεκριμένη. Νέα λοιπόν, αστραφτερή και κοφτερή έκφραση σαν διαμάντι,
γιατί ο Σεφέρης είναι νέος ποιητής, είναι ο ποιητής του καιρού του, όπως θάλεγε
ο Παλαμάς. Καλύτερα: ο Σεφέρης είναι μια καινούργια συνείδηση. Καινούργια
συνείδηση. Αυτό είναι το ουσιαστικό. Δεν θα προχωρήσουμε στο έργο του Σεφέρη,
αν δεν ξεκαθαρίσουμε το νόημα που περικλείνει η φράση καινούργια συνείδηση.
Είναι ο νέος άνθρωπος μιας νέας εποχής που αρχίζει φαινομενικά από τον Α΄
παγκόσμιο πόλεμο. Η νέα αυτή εποχή είναι η εποχή των δύο παγκοσμίων πολέμων, η
εποχή του διαστήματος κ.λπ. Αυτή είναι η εποχή του Σεφέρη, αλλά και δική μας
εποχή. Θα μου επιτρέψετε να επιμείνω στο πνεύμα αυτής της εποχής, γιατί έτσι θα
δημιουργήσω τη σωστή προϋπόθεση για την κατανόηση του Σεφέρη: Η επιστήμη και η
τεχνική κάνουν θαύματα. Και όμως, θα ειπώ μαζί με τον Καμύ, “οι άνθρωποι
πεθαίνουν και δεν είναι ευτυχισμένοι”. “Εμείς που ζούμε στους σκυθρωπούς
τούτους καιρούς”, λέει ο δοκιμιογράφος Pierse Loftus στο αξιόλογο μελέτημά του
«Η αυταπάτη της προόδου», που δημοσιεύτηκε στο New English Review (Μάϊος 1947,
σελ. 476 κ.ε.), “έχουμε χάσει τις αυταπάτες των πατέρων μας που έζησαν τον
περασμένο αιώνα. Εμείς που έχουμε ιδεί τα ευεργετικά δώρα της επιστήμης να
μετατρέπονται σε φονικά όπλα, που έχουμε ιδεί το πρωτόγονο αεροπλάνο να
εξελίσσεται στο γιγαντιαίο βομβαρδιστικό, που έχουμε διαβάσει όλα όσα έγιναν
στη Χιροσίμα, εμείς, οι άνθρωποι του εικοστού αιώνα, μεγαλώσαμε απότομα”. Ναί.
Οι άνθρωποι που φόρεσαν τον γυλιό, όταν επιστρατεύθηκαν στον Α΄ παγκόσμιο
πόλεμο, δεν ήξεραν γιατί τον φόρεσαν. Στην αρχή και εμείς οι Έλληνες επήραμε
τον μεγάλο πόλεμο που άρχιζε σαν τη συνέχεια των βαλκανικών πολέμων. Οι αγώνες
των παλαιών από τη σκοπιά μας φαντάζουν αγώνες ρωμαντικοί, ανταρσίες
ρωμαντικές, μοιάζουν με μπαλόνια παιδιών μπροστά στους τρομερούς πυρηνικούς
πυραύλους της εποχής μας. Εμείς, οι άνθρωποι του εικοστού αιώνα, μεγαλώσαμε απότομα,
γιατί ζούμε γεγονότα που θυμίζουν μεγάλους σεισμούς. Η εποχή μας προχωρεί
ανάμεσα στις φλόγες. Πυρπολεί όλα τα καταφύγια, όλα τα αποκούμπια που έφτειαξε
ο ανθρώπινος πόνος και ο ανθρώπινος φόβος απέναντι της ιστορικής του Μοίρας,
καταφύγια θρησκευτικά, ηθικά, πολιτικά, καλλιτεχνικά. Και μέσα στα τρίστρατα
της ιστορίας βρίσκεται σήμερα γυμνός ο άνθρωπος απέναντι της Εποχής-Σφίγγας που
του βάζει τα αδυσώπητα ερωτήματά της. Ο σημερινός άνθρωπος είναι υποχρεωμένος
ν’ απαντήσει, γιατί πρέπει να ζήσει. Τί είναι ελευθερία; Τί είναι ηθικό; Τί
είναι τέχνη, τί είναι πνεύμα; Τα ερωτήματα αυτά συνθέτουν σε παγκόσμια κλίμακα
την καινούργια συνείδηση (Κ. Ι. Δεδόπουλου, “Οι άνθρωποι και τα οράματα”, σελ.
259). Αυτή τη συνείδηση που καίει σαν το καυτήρι, έχει ο Σεφέρης. Προσθέστε
τώρα σ’ αυτή τη συνείδηση, που είναι ευρωπαϊκή, ένα ιστορικό φορτίο τριών
χιλιάδων χρόνων, προσθέστε τη βαρειά προσφορά του ελληνικού πνεύματος, σταθείτε
στο δράμα της Μικρασιατικής καταστροφής, κοιτάχτε τις φλόγες της Σμύρνης,
ακούστε τη θύελλα του Β’ παγκοσμίου Πολέμου και θα έχετε τη συνείδηση του
Σεφέρη, μια συνείδηση βαθύτατα ελληνική και βαθύτατα ευρωπαϊκή. Μια συνείδηση
που περνάει από τον Παρθενώνα και την Αγία Σοφία για να φθάσει ως το θεώρημα
που οδήγησε στη Χιροσίμα. Να γιατί είπα ότι ο Σεφέρης είναι η καινούργια
συνείδηση. Τώρα ανοίξαμε το δρόμο για να πλησιάσουμε μερικά ποιήματά του. Οι φλόγες της Σμύρνης είναι ο δραματικός επίλογος του Α΄
παγκοσμίου Πολέμου. Ο Σεφέρης είναι από τους λίγους νεώτερους Έλληνες που
έζησαν την τελευταία εθνική καταστροφή σαν προσωπική τους υπόθεση, που είδανε
πίσω από τη μαυρίλα της το δάχτυλο της αρχαίας μοίρας (Ανδρ. Καραντώνη, Ο
ποιητής Γ. Σεφέρης, σελ. 112). Ο Γ. Σεφέρης εξέφρασε το αίσθημα της τελευταίας
μας εθνικής καταστροφής με βαρύ, μόνιμο και αμετακίνητο άλγος. Το δράμα της Μ.
Ασίας έγινε σ’ αυτόν τρόπος και θεωρία ζωής. Θα ακούσετε ένα τέτοιο ποίημα.
Απουσιάζει απ’ αυτό το εξωτερικό θέαμα, η ρωμαντική καταιγίδα, απουσιάζουν οι
κεραυνοί και οι αστραπές (Ανδρ. Καραντώνη, όπου ανωτ., σελ. 112). Είναι αδύνατο να ακούσαμε το δραματικό τούτο ποίημα και η
τελευταία λέξη “Δικαιοσύνη!” να μην ήχησε μέσα μας κάτι σαν κραυγή, σαν αίτημα
για τον μαρτυρικό λαό μας. Είναι η κραυγή ενός λαού που σηκώνει το δικό του
σταυρό. Μήπως η ίδια κραυγή δεν ακούγεται από τον μεγάλο αγώνα του 1821;
Δικαιοσύνη! φωνάζει ο Μακρυγιάννης για
τους αγωνιστές που αγνοημένοι την εποχή του Όθωνος, γυρίζουν πεινασμένοι στους
δρόμους. Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη! για κείνους που χάθηκαν
πολεμώντας, λέει ο Σεφέρης. Ακούστε λίγο τον Μακρυγιάννη και θα καταλάβατε
καλύτερα το δράμα του Σεφέρη. «Και ήρθαν οι Τούρκοι και μας πιάσανε. Και ήταν
το σώμα μας καταματωμένο από τις αβδέλλες-μας φάγαν… Γιατί τα τραβήξαμε αυτά;
Γι’ αυτείνη την πατρίδα. Και τώρα δικαιοσύνη δεν βρίσκουμε από κανέναν. Όλο
δόλο και απάτη» (Απομν. Β΄, σελ. 258). Όλα τα ποιήματα της συλλογής αυτής (Μυθιστόρημα) καταλήγουν
σ’ αυτή την κραυγή. Δικαιοσύνη! Στα ποιήματα τούτα εμφανίζονται στη σκηνή της
ζωής πρόσωπα για ν’ αφηγηθούν, να αναπολήσουν, να εξομολογηθούν την ιστορία τους, την ενοχή τους. Χάθηκαν
αγαπημένα πρόσωπα μαζί με τα σπίτια τους. Πηγάδια που άλλοτε έπαιρναν νερό,
έρημα τώρα, τους θυμίζουν την περασμένη ευτυχία τους. Άλλοι γύρισαν στα σπίτια
τους τσακισμένοι, και απορούν, πώς α)γεννήθηκαν και δυνάμωσαν τα παιδιά τους,
β)πώς μπόρεσαν να ξαναχτίσουν τα σπίτια τους, τα καλύβια τους, τις στάνες τους.
Ούτε να πεθάνουν δεν μπορούν, και αναρωτιούνται: «Θα μπορέσουμε να πεθάνουμε
κανονικά;» Όλος αυτός ο κόσμος είναι οι ξερριζωμένοι της Μικράς Ασίας. Μόνο; Αλλοίμονο,
είναι η απώλεια του Ελληνισμού, είναι το τέλος ενός μεγάλου κόσμου, το τέλος
της Μ. Ιδέας. Άς προσέξουμε: Δεν χάνεται ένας γεωγραφικός χώρος, η Μ. Ασία,
χάνεται η οικουμενικότητα ενός λαού, μια συνείδηση παγκοσμιωμένη. Με την
απώλεια όχι μόνο του γεωγραφικού χώρου, αλλά και του οικουμενικού -πνευματικού
και πολιτικού- ρόλου μας, οι ψυχές μας, οι ψυχές όλων των Ελλήνων, από τα
αρχαία χρόνια ως σήμερα, στριμώχτηκαν στο μικρό χώρο, χώρο φυσικό και
πνευματικό. Και είναι σαν από τα πανάρχαια χρόνια του Ομήρου να ταξιδεύουμε από
ακρογιάλι σε ακρογιάλι, δηλαδή από εποχή σε εποχή, από περιπέτεια σε
περιπέτεια. Με άλλα λόγια η ιστορία μας, η μοίρα μας είναι να ταξιδεύουμε στον
ωκεανό της αιωνιότητος. Γι’ αυτό και ο ποιητής αναρωτιέται: Ποιοι λοιπόν είναι αυτοί που ταξιδεύουν και δεν μπορούν να
πεθάνουν κανονικά; Οι γυναίκες με τα μωρά, οι ψυχές που στριμώχνονται στα
καταστρώματα καραβιών που τρίζουν από το φορτίο, οι σύντροφοι ναυαγοί σε κάποιο
ακρογιάλι είμαστε εμείς οι Έλληνες, όλοι οι Έλληνες, ο Ελληνισμός χιλιάδων
ετών. Με την άδειά σας θα κάμω μία παρένθεση, γιατί σκοπός μας
απόψε δεν είναι να ενθουσιάσουμε, αλλά να καταλάβουμε. Ο έλληνας, σαν φυλή, δεν είναι, ας πούμε, όπως ο γερμανός ή
ο ελβετός. Σ’ αυτούς δεν βαραίνει ένα μεγάλο παρελθόν. Μόλις τον 4ο μ.Χ. αι.
γίνονται χριστιανοί π.χ. Και τούτο το εδέχθηκαν σαν κάτι που τους ήρθε απέξω.
Έχουν μέσα τους ένα πολιτισμό χωρίς αντινομίες. Στην ψυχή όμως του νεοέλληνα
στριμώχνονται, συνωθούνται δύο πολιτισμοί ο αρχαίος κλασσικός και ο χριστιανικός.
Δύο δυνάμεις δηλαδή αντίθετες. Το μέτρο και η ισορροπία, το κάλλος του
κλασσικού από το ένα μέρος και το άπειρο του χριστιανικού από το άλλο. Η λογική
και η αγάπη, η Αθηνά και η Παναγιά, ο Παρθενώνας και η Αγια Σοφιά. Πώς να
σηκώσει η ψυχή μας ένα τέτοιο φορτίο; Λές και πάει να σπάσει το παρόν γιατί δεν
μπορεί να χωρέσει μέσα του τόση δύναμη. Τώρα καταλαβαίνουμε καλύτερα ένα από τα
οξύτερα πνεύματα στον αιώνα μας τον Καϋζερλιγκ όταν λέει, ότι “είναι τραγικό να
είναι κανείς νεοέλληνας”. Εδώ κλείνει η παρένθεση που ανοίξαμε. Γι’ αυτό λοιπόν οι ψυχές μας ταξιδεύουν στριμωγμένες μαζί με
γυναίκες και μωρά που κλαίνε πάνω σε καταστρώματα “κατελυμένων” καραβιών. Γι’
αυτό ταξιδεύουμε πάνω σε θαλάσσια ξύλα. Ένα ταξίδι χωρίς τελειωμό. Ζητάμε
λιμάνι, πέφτουμε να κοιμηθούμε και δεν ησυχάζουμε. Δεν μας χωράει ο τόπος. Γι’
αυτό “ξαναμπαρκάρουμε με τα σπασμένα μας κουπιά”. Αυτή είναι η μοίρα μας. Μιά πορεία ενός λαού προς τη ζωή και
προς το μαρτύριο. Μιά περιπλάνηση ψυχών σ’ ένα χώρο που θυμίζει σεληνιακό
τοπίο. Σας θυμίζω μια παράλληλη περίπτωση: Και ένας άλλος ποιητής, ο Καβάφης,
μας μιλάει για ταξίδι. Στην Ιθάκη του σημασία έχει το ταξίδι. Ο σύγχρονος
Οδυσσέας εκεί περνάει από όμορφα λιμάνια και πολυθόρυβες πολιτείες και τελικά
φθάνει στην Ιθάκη, φθάνει δηλαδή στο σκοπό του, τελειώνει πιά. Κλείνει ο κύκλος
της ζωής. Το ταξίδι όμως στο Σεφέρη είναι ταξίδι χωρίς τελειωμό, ένα ταξίδι που
έχει μόνο ναυαγούς. Εδώ οι ξερριζωμένοι της Μ. Ασίας και, σε προέκταση, οι
ψυχές όλων μας ταξιδεύουν τρεις χιλιάδες χρόνια. Ταξιδεύουν στη θάλασσα. Σε μιά
θάλασσα ατέλειωτη σαν την αιωνιότητα. Όχι το τέλος, η Ιθάκη που ξεκουράζει και
αναπολεί, μα ούτε και ο θάνατος που αναπαύει για πάντα, δεν υπάρχει στο ταξίδι
του Σεφέρη. Ζούμε, για να χρησιμοποιήσω μια φράση από τη σύγχρονη σκέψη, μέσα
σε δυό διαστάσεις: την χρονικότητα και την αιωνιότητα. Γι’ αυτό και ο Σεφέρης
αναρωτιέται: “θα μπορέσουμε να πεθάνουμε κανονικά;” Ούτε να πεθάνουμε, δεν
μπορούμε εμείς οι Έλληνες. Ταξιδεύουμε σ’ ένα χώρο που είναι άνυδρος, χωρίς
δέντρα και ωραία χρώματα. Κοιτάξετε στις τοιχογραφίες των εκκλησιών που λείπει
η έννοια του φυσικού χώρου. Απουσιάζουν τα δέντρα, οι θάλασσες. Γιατί; Για να
μας δώσει ο αγιογράφος την αίσθηση του αιώνιου, του μεταθανάτιου χώρου, όπου
λείπει ο χρόνος. Ανάμεσα λοιπόν στη χρονικότητα και την αιωνιότητα κινούνται τα
πρόσωπα του Σεφέρη. Γι’ αυτό και κάπως ακαθόριστα, ελλειπτικά. Άς ακούσουμε τον
ποιητή. Βράχοι, καμμένα πεύκα, ερημοκλήσι. Λείπει το γαλάζιο, τα
πεύκα είναι καμμένα. Άνυδρη στεγνή και πένθιμη λοιπόν είναι η γη με τους
κοφτερούς ξερόβραχους που κοιτάζουν ακίνητοι το Αιγαίο σαν θάνατοι. Η ψυχή εδώ
δεν ξεφαντώνει, “δεν στήνει χορό με τον ξανθόν Απρίλη”. Όλα είναι βυθισμένα
μέσα στην εντάφια σοβαρότητα και στο άσπρο πένθος των αρχαίων χώρων (Ανδρ.
Καραντώνη, ο ποιητής Γ. Σεφέρης, σελ. 118 κ.ε.). “σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τέλειωσαν σώματα που δεν ξέρουν
πια πώς να αγαπήσουν”. Γιατί; δεν μπορούν; γιατί ξέχασαν ν’ αγαπούν; Γιατί ο
άνθρωπος, που βγήκε ζωντανός από τις φλόγες του μεγάλου πολέμου, είναι ο
ξερριζωμένος, είναι ο ακρωτηριασμένος άνθρωπος. Είναι, αν προτιμάτε, ο άνθρωπος
της Μ. Ασίας που τον αναζητεί ακόμη ο Ερυθρός Σταυρός, είναι ο άλλος αδερφός
μας που έζησε την φρίκη της Χιροσίμα. Ο Σεφέρης, με τη συμπυκνωμένη του
έκφραση, θα ειπεί για την οδυνηρή δοκιμασία του Ελληνισμού: Το κεφάλι είναι βαρύ και δεν ξέρει πού να τ’ ακουμπήσει. Είναι τραγικός ο άνθρωπος του εικοστού αιώνα. Διότι του
εζήτησαν την πίστη του και έδωσε την ψυχή του. Του επήραν την ψυχή του και του
έδωσαν σε αντάλλαγμα το θάνατο. Ερημικός και ακατανόητος, άπιστος και στην
απιστία του ο άνθρωπος της εποχής μας λέει: Ναί! Ο νέος άνθρωπος, μέσα από τη φοβερή δοκιμασία, θα
ξαναβρεί την πίστη του, θα γυρίσει στον γνήσιο εαυτό του. Μόνο ότι θα είναι
λίγο πιο σκληρός στη μνήμη. Β΄ Περνάμε τώρα στο δεύτερο μέρος. Το δράμα της Κύπρου, όπως το
δράμα της Μ. Ασίας, όπως κάθε δράμα της ανθρώπινης ιστορίας, είναι μια φάση της
τραγικής περιπέτειας του ανθρώπου, στην περίπτωσή μας, ιδιαίτερα του Έλληνα. Θα σας παρουσιάσω δύο ποιήματα που αναφέρονται στην Κύπρο.
Το πρώτο επιγράφεται “Η Σαλαμίνα της Κύπρος”. Φαντασθείτε τον ποιητή σε μια ακρογιαλιά της Κύπρου. Γύρω
του αρχαίες κολόνες, παλαιά πιθάρια, μια βυζαντινή εκκλησιά. Φθινόπωρο.
Ψιχαλίζει. Ένα ζευγάρι ερωτευμένων, σύμβολο της ζωής, περνά ευτυχισμένο. Ξάφνου
ο ποιητής ακούει μια φωνή. Είναι κάτι σαν φωνή της Βίβλου. Είναι βέβαια η φωνή
της συνειδήσεώς του. Οργισμένη η φωνή για τη σκληρότητα των δυνατών που
καταπιέζουν ένα λαό, προφητεύει την εξέγερση των σκλάβων. Καθώς στοχάζεται, ο
νους του πηγαίνει “στους φίλους του άλλου πολέμου”, σε όλους εκείνους που
πολεμήσαμε μαζί, στις ελληνικές θάλασσες και στεριές. Ήταν αγώνες για
Δικαιοσύνη και Ελευθερία. Παράλληλα θυμάται ο ποιητής κάτι που είχε διαβάσει το
1941 στην Αίγυπτο σε μια εφημερίδα. Ήταν η προσευχή ενός λόρδου αντιπλοιάρχου
που είχε κάμει για το καράβι του. “Κύριε”, έλεγε η προσευχή του Άγγλου, “βοήθα να θυμόμαστε
τις πραγματικές αιτίες ετούτου του πολέμου. Να θυμόμαστε την αρπαγή, τον δόλο,
την ιδιοτέλεια, το στέγνωμα της αγάπης. και να τα διώξουμε από τούτο το καράβι,
για να μπορέσει να γίνει υπόδειγμα ενός καινούργιου κόσμου για τον οποίο
πολεμούμε”. Αυτά έλεγε η προσευχή, και τώρα ο ποιητής, το 1953, συλλογίζεται
ότι οι δυνατοί της γης είναι ανελέητοι για τους μικρούς και δεν ωφελεί να
θυμόμαστε πώς έγινε τούτο το φονικό, τούτη η αρπαγή. “Καλύτερα”, λέει, “να λησμονήσουμε
σε τούτα πάνω τα χαλίκια”, γιατί “τη γνώμη των δυνατών, ποιός μπορεί να τη
γυρίσει;” Αλλά η φωνή της συνειδήσεως, που έρχεται βιβλική μέσα από τους
ελληνικούς αιώνες, ακούγεται πάλι να λέει ότι δεν θα λησμονήσουμε. “Όσο μακρύς
κι’ αν είναι ο δρόμος”, λέει η φωνή, “η νίκη θάρθει, θάρθει το φοβερό μήνυμα
στους νέους «Πέρσες», πως στη Σαλαμίνα, στη νέα Σαλαμίνα, νικήσαμε”. Και το έξοχο τούτο ποίημα τελειώνει με τη φωνή του Κυρίου
που απλώνεται πάνω στα γαλάζια νερά της Μεσογείου, όπως όταν πρωτόγινε η πλάση.
Και ακούγεται απειλητική πάνω στη θάλασσα “ν?σός τις ?στι…” (Ανδρ. Καραντώνη,
όπου ανωτ., σελ. 181 κ.ε.). Άς τον ακούσουμε λίγο: Και τώρα άς έρθουμε στο δεύτερο ποίημα που επιγράφεται
“Ελένη”. Με το ποίημα αυτό ο Γ. Σεφέρης θέτει με πολλή δραματικότητα ένα
ερώτημα. “Μάταια λοιπόν πολεμήσαμε για τα ιδανικά της ελευθερίας, αφού οι
χθεσινοί συμπολεμιστές μας μας αρνούνται την ελευθερία της Κύπρου;” Είναι
τραγικά επίκαιρο στις μέρες μας το ποίημα τούτο και θα το παρουσιάσουμε σε πολύ
αδρές γραμμές. Για την καλύτερη κατανόησή του πρέπει να ξέρουμε ποιά σχέση
έχει η Ελένη του Μενελάου με ερώτημα που ακούγεται στο ποίημα. Υπενθυμίζουμε το
γνωστό μύθο της Ελένης που κλέφτηκε με τον Πάρη και τον μεγάλο πόλεμο που έγινε
για χάρη της. Εκτός όμως από το μύθο αυτό στην αρχαιότητα υπήρχε και μια
παραλλαγή του μύθου αυτού που μας την διέσωσε ο Ευριπίδης στο έργο του “?λένη”. Σύμφωνα, λοιπόν, με την παραλλαγή του μύθου, η ωραία της
Σπάρτης δεν επήγε ποτέ στην Τροία. Γιατί; Διότι η Ήρα θυμωμένη με τον Πάρη,
επειδή έδωσε το βραβείο των καλλιστείων στην Αφροδίτη, θέλησε να τον εκδικηθεί.
Καθώς, λοιπόν, ο Πάρης ταξίδευε με την Ελένη προς την Τροία, η Ήρα του έστειλε
ένα είδωλο πανομοιότυπο της Ελένης, το έβαλε στην αγκαλιά του και την
πραγματική Ελένη τού την επήρε, χωρίς να το καταλάβει ο ίδιος, και την
εμπιστεύθηκε στο βασιλιά της Αιγύπτου Πρωτέα. Έτσι οι Έλληνες πολεμούσαν στην
Τροία για μιαν Ελένη φάντασμα, για μιαν Ελένη-ιδανικό, που δεν υπήρχε. Αυτήν, λοιπόν, τη μυθολογική παραλλαγή επήρε ο Γ. Σεφέρης
και την έκαμε ένα από τα καλύτερα ποιήματά του. Στο ποίημα που θ’ ακούσετε
μιλάει στον ποιητή, ένας ήρωας του Τρωϊκού πολέμου, ο Τεύκρος. Ο ποιητής μας ακούει
την μακρινή φωνή του πανάρχαιου εκείνου κατοίκου της Κύπρου, καθώς ξενυχτάει σε
μια μαγευτική τοποθεσία της Κύπρου που λέγεται Πλάτρες. Ακούγονται τ’ αηδόνια
και τ’ αργυρό φεγγάρι ανεβαίνει στον ουρανό, ανάμεσα από τους αστερισμούς. Ο
Τεύκρος μέσα στη νύχτα θυμάται τον Τρωϊκό πόλεμο και πώς μετά από αυτόν
εγκαταστάθηκε στο νησί και λέει στον ποιητή, που τον αποκαλεί Αηδόνι ποιητάρη,
πως η αποψινή νύχτα μοιάζει με την νύχτα εκείνη που πέρασαν σκλάβες
Σπαρτιάτισσες από το νησί, όταν συνώδευαν την κυρά τους, την ωραία Ελένη για
την Αίγυπτο. Αυτό ήταν το θέλημα της Ήρας. Λέει στον ποιητή που ξενυχτάει απόψε
ότι την είδε από κοντά την Ελένη και πως τούλεγε. Η Ελένη λοιπόν δεν βρισκόταν στον Σκάμανδρο, στην Τροία
δηλαδή, αλλά στη χώρα του Πρωτέα, στην Αίγυπτο. Νά την στην όχθη του Δέλτα του
Νείλου. Ωραίο αρχαϊκό άγαλμα που σταλάζει ζωή. Ο ήλιος στα μαλλιά της, οι ώμοι,
οι μηροί, τα μεγάλα βλέφαρα. Λες και ξεκόπηκε από το αρχαιολογικό μουσείο των
Αθηνών και στάθηκε αντίκρυ στο χρυσόν ήλιο: Απροσμέτρητη η καταστροφή στην Τροία. Ο Σεφέρης μας την
δίνει απλά, με τη γνώριμη, συμπυκνωμένη, έκφραση ενός Μακρυγιάννη. Ώστε οι Έλληνες εμάχοντο για το προσωπείο της Ελένης, όχι
για την πραγματική. Εμάχοντο “για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη”. Σε
σημερινή αντιστοιχία, αυτό θα ειπεί ότι επολεμήσαμε για το ιδανικό της
Ελευθερίας, για να έχουν οι άνθρωποι τα δικαιώματά τους και ο λαός της Κύπρου
να ζήσει ελεύθερος, όπως και κάθε λαός. Και το ελληνικό πικρό ερώτημα φθάνει
στην πιο σπαρακτική κραυγή που έχει ακουσθεί στην νεώτερη ποίηση. Στη συνέχεια ο ποιητής πιστεύει ότι οι θεοί δεν θα απατήσουν
ξανά τους ανθρώπους. Αυτό θα ειπεί ότι το ανθρώπινο δράμα, που πήρε στον αιώνα
μας διαστάσεις που ξεπερνούν κάθε φαντασία, έκαμε τον άνθρωπο να αναθεωρήσει
πολλές από τις πεποιθήσεις του που είχε στο παρελθόν. Η σκληρή δοκιμασία τον
έκαμε λίγο πιο σκληρό στη μνήμη και ίσως οι άνθρωποι δεν επαναλάβουν το ίδιο
λάθος, να απατηθούν δηλαδή. Αλλά εδώ πρέπει να τελειώνω. Και θα τελειώσουμε με ένα
γενικό ερώτημα: Γιατί ο Σεφέρης είναι μεγάλος ποιητής, ώστε η Σουηδική Ακαδημία
να τον φωτίσει με τους δυνατούς προβολείς του βραβείου Νομπέλ; Μια σύντομη
απάντηση, θα είναι και το τέλος αυτής της βραδυάς. Ο Σεφέρης έκαμε βίωμα τη γνήσια ελληνικότητα, την έκαμε
τρόπο ζωής. Είναι σαν να συμπίεσε τρεις χιλιάδες χρόνια σε μια στιγμή. Το
παρελθόν έχασε τον περιττό φόρτο του από πεθαμένες ιδέες και ονόματα, έγινε
νωπό, πήρε στη συνείδησή μας μια ένταση ζωής, γιατί μέσα στο νεοελληνικό παρόν
συνωθείται ένα δυναμικό παρελθόν. Να το ειπώ καλύτερα. Σ’ αυτό το ζωντανό,
βιωμένο παρόν συναντιέται ο ασπρογένης Οδυσσέας με τον γέροντα βοσκό της
ελληνικής υπαίθρου, συναντιώνται τ’ αρχαία αγάλματα των αρχαιολογικών μουσείων
με τους ωραίους εφήβους της εποχής μας. Το παληκάρι που πληγώθηκε στην Αλβανία
και στην Κύπρο μας, μιλάει με τον Πάτροκλο της Ιλιάδος που πονάει από τη
θανατερή πληγή του. Τίποτε το ξένο, καμμιά μίμηση. Είναι μεγάλος, γιατί έμεινε πιστός, χωρίς ρητορισμούς, στο
άσπρο μάρμαρο του αρχαίου ναού, πιστός στη φυσική ελληνική λαλιά, πιστός στο
πεύκο και στους ξερούς βράχους του Αιγαίου, πιστός στ’ αρμυρό κύμα. Μα όλα αυτά
είναι πατρίδα. Και πατρίδα δεν είναι μόνο η χώρα “την οποίαν κατοικεί ένας λαός
ο οποίος έχει την αυτήν καταγωγήν, την αυτήν γλώσσαν κ.λπ.”, όπως μας την
δίνουν οι διάφοροι επιστημονικοί ορισμοί. Πατρίδα-Ελλάδα είναι και το φύλλο το
πράσινο, το χρυσό, το γαλάζιο, ένα λιγνό κυπαρίσσι, το χελιδόνι. Η πατρίδα
είναι το αλέτρι που έχει απολησμονηθεί στο χωράφι, είναι το περιστέρι που
κάθισε το πρωί στο πεζούλι της αυλής. Η Ελλάδα είναι μια δέσμη Κυριακές, είναι
το γαλάζιο βότσαλο, “είναι η απανεμιά, όπου θα ησυχάσεις από την πολλή περιπλάνηση,
θα ειπείς ‘Καληνύχτα’ και θα κοιμηθείς”. Είναι δηλαδή η πατρίδα ένα ενδόμυχο
βίωμα. Όποιος έμεινε σιωπηλός μπροστά στ’ αγάλματα των γερόντων,
των μεσόκοπων και εφήβων που στέκονται μελαγχολικά για την απώλεια αγαπημένων,
στα αρχαιολογικά μουσεία, θα καταλάβει καλύτερα το Σεφέρη. Πόσο πόνο, πόση ζωή
σταλάζουν τα μεστά κορμιά τους, τα σγουρά τους μαλλιά, τα γένεια τους, η
στοχαστική τους ματιά (Ανδρ. Καραντώνη, όπου ανωτ., σελ. 217). Αγάλματα γερόντων, γερά κορμιά μεσόκοπων και εφήβων
στέκονται μελαγχολικά. Πόσο πόνο, πόση ζωή σταλάζουν τα μεστά κορμιά τους; τα
σγουρά τους τα μαλλιά; Είναι οι Έλληνες από τα χρόνια του Ομήρου έως σήμερα.
Έλληνες είναι οι αιώνιοι έφηβοι της Ιστορίας έως σήμερα. Είναι ο Ελληνισμός
μέσα στη δραματική πορεία του. Για τούτο και ο Σεφέρης μας μιλάει με τα λόγια
του Οδυσσέα. Δεν υπάρχει σήμερα σκεπτόμενος άνθρωπος στην Ευρώπη που να
μην εύχεται την ένωση της Ευρώπης. Μέρα με την ημέρα γίνεται ένας
μετασχηματισμός των εθνών της Ευρώπης σε μια ανώτερη ευρωπαϊκή σύνθεση. Η ποίηση
του Σεφέρη δείχνει πώς μπορεί να γίνει η αμοιβαία ανάπλαση Ελλάδος και Ευρώπης,
μιας Ευρώπης που δεν θα ήταν Ευρώπη χωρίς την Ελλάδα. Αλλά το θέμα είναι
πελώριο και δεν θα το θίξουμε εδώ. Υπάρχουν μεγάλες ψυχές στην ανθρωπότητα, όπως υπάρχουν
μεγάλα δέντρα στο δάσος. Ποιά βάθη του αγνώστου διασχίζουν για νάρθουν στη γη
και να γίνουν οδηγοί μας; Η ψυχή του Γ. Σεφέρη την ημέρα θα αναπαύεται στα Ηλύσια
πεδία, τις νύχτες θα πλανιέται στη Σμύρνη που τον γέννησε, θα ξαναπαίρνει τους
μακρινούς δρόμους που γύρισε στην πολυτάραχη ζωή του. Δεν γίνεται να πεθαίνουν
οι μυστικοί κόσμοι των ψυχών. Γι’ αυτό και μείς απόψε εζήσαμε αγνά, εξαϋλώσαμε
τους στοχασμούς μας. Ο Γιώργος Σεφέρης απόψε μας έβαλε να σκεφτούμε με νοήματα,
να ζήσουμε αισθήματα άλλου μεγέθους. Μέσα από το δράμα της γενιάς του, βλέπουμε
τον δικό μας πόνο. Είναι δύσκολη η ελληνικότητα, φίλοι μου. Δεν είναι ελαφρό
τραγουδάκι. Έχει απαιτήσεις που εκτείνονται στους ορίζοντες της ανθρωπότητας. Σας ευχαριστώ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ Γ. ΚΑΤΣΑΦΑΝΑΣ Σημείωση: Διάλεξη που δόθηκε το 1975 στο κοινό της Σπάρτης,
σε αίθουσα της Πνευματικής Εστίας Σπάρτης επί της κεντρικής πλατείας. Εδώ
δημοσιεύεται χωρίς καμιά μεταβολή, σε ανάμνηση του φίλου προέδρου Νίκου
Γεωργιάδη, αλλά και ωραίων ημερών στην τότε κοινωνία της Σπάρτης.