Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
«Διακρινόταν γιά την μόρφωση, το ήθος, την ανδρεία του και την ανδροπρεπή απολλώνια εμφάνισή του»
6 Νοεμβρίου 1836.—Απεβίωσε στο βασιλικό ανάκτορο στην Γερμανία, ο
υπασπιστής τής Α.Μ. του Όθωνος, (Ηλίας) Κατσάκος Μαυρομιχάλης, σε ηλικία 36
ετών, θύμα επιδημίας χολέρας. Διακρινόταν γιά την μόρφωση, το ήθος, την ανδρεία
του και την ανδροπρεπή απολλώνια εμφάνισή του. Είχε συνοδεύει τον Όθωνα στο
ταξίδι του, προκειμένου να βρει σύζυγο. Η κηδεία του έγινε στο Μόναχο στις 8
Νοεμβρίου. Ηλίας Κατσάκος - Μαυρομιχάλης Ο Ηλίας Κατσάκος Μαυρομιχάλης γεννήθηκε στη Μάνη. Ο πατέρας
του Ιωάννης Κατσής Μαυρομιχάλης ήταν αδελφός του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Ο Ιωάννης Κατσής Μαυρομιχάλης, φημιζόταν για την ανδροπρεπή
ομορφιά του και είχε τόσο μεγάλη επιρροή στη Μάνη, ώστε ο λαός τον αποκαλούσε
«Βασιλιά». Λέγεται μάλιστα ότι, όταν αφαιρέθηκε η ηγεμονία της Μάνης από τον
Θεοδωρόμπεη Γρηγοράκη, ο Καπουδάν πασάς, πρόσφερε αρχικά το μπεηλίκι στον
Κατσή. Αυτός όμως αρνήθηκε την προσφορά με τον ισχυρισμό ότι έχει μεγαλύτερο
αδελφό τον οποίο σύμφωνα με τα λακωνικά έθιμα όφειλε να σέβεται. Έτσι το αξίωμα
δόθηκε στον Πετρόμπεη. Στα χρόνια του Αγώνα ο Κατσής δεν έδειξε πολεμική ή πολιτική
δράση. Ενώ δηλαδή τα άλλα αδέλφια του, ο Πετρόμπεης, ο Κυριακούλης, ο
Κωνσταντίνος και ο Αντώνης κινήθηκαν σε όλη την Ελλάδα, αυτός παρέμεινε στη
Μάνη, διοικώντας την περιοχή και διαχειριζόμενος τα οικογενειακά ζητήματα της
οικογένειας. Μόνο στην αρχή της Επανάστασης έδρασε κατά την πολιορκία των
κάστρων της Μεθώνης και της Κορώνης και κατά την εισβολή του Ιμπραήμ στην
Πελοπόννησο, ανέλαβε την διοίκηση των στρατολογικών και οικονομικών υπηρεσιών
του αμυντικού στρατοπέδου στην Φουρτζάλα (Θουρία) της Μεσσηνίας. Αλλά αντί για τον πατέρα, στην πρώτη γραμμή του Αγώνα,
βρέθηκε ο γιος του Ηλίας, ο οποίος σύμφωνα με την Μανιάτικη συνήθεια, επονομαζόταν
Κατσάκος (γιος του Κατσή) αλλά και για να τον ξεχωρίζουν από τον πρώτο του
εξάδελφο Ηλία, τον περίφημο Μπεζαντέ- Ηλία, γιό του Πετρόμπεη, που έπεσε ηρωικά
στην Κάρυστο. Με την έκρηξη της Επανάστασης, εμφανίζεται ο Ηλίας Κατσάκος
Μαυρομιχάλης, μόλις είκοσι χρόνων, να ανασυγκροτεί ως αρχηγός λακωνικού σώματος
την διαλυθείσα πολιορκία της Κορώνης, που μόλις πριν από λίγο είχε αποτύχει. Κατά την εισβολή του Δράμαλη πολέμησε στις μάχες της
Αργολίδας, όπου και διακρίθηκε. Σ’ αυτόν ανέθεσαν την κατάληψη της ακρόπολης
του Άργους. Κατά την επιδρομή του Ιμπραήμ, διέπρεψε και ριψοκινδύνευσε στην
Βέργα του Αλμυρού, όταν βγαίνοντας από το οχύρωμα, λαφυραγώγησε ένα πολύ ωραίο
αραβικό άλογο. Μετέβη εσπευσμένα στα ενδότερα της Μάνης και επί κεφαλής 300
Μανιατών χτύπησε τον εχθρό στη Μινιάκοβα και έσωσε από βέβαιο όλεθρο τον
Κοσσονάκο, που ήταν στενά πολιορκημένος. Ο τάφος του Ηλία Κατσάκου Μαυρομιχάλη στο Μόναχο Το 1830, επί Καποδίστρια, φυλακίστηκε στο Ναύπλιο, επειδή
συμμετείχε ενεργά στην αντιδραστική κίνηση των Μαυρομιχαλαίων κατά του
Κυβερνήτη. Κατάφερε να δραπετεύσει και υποκίνησε την εξέγερση της Μάνης,
μπαίνοντας επί κεφαλής των στασιαστών. Κατηγορήθηκε μαζί με τους άλλους
συγγενείς του για τον φόνο του Κυβερνήτη αλλά απαλλάχτηκε από την κατηγορία της
φονικής συνωμοσίας. Σημαντική είναι η δράση του Ηλία Κατσάκου στα χρόνια της
Αντιβασιλείας του Όθωνα. Τα σκληρά μέτρα που έλαβε η βαυαρική Αντιβασιλεία
προκειμένου να σταματήσει τους εμφύλιους πολέμους και να επικρατήσει η νόμιμη
τάξη. Όταν επιχειρήθηκε ο βίαιος αφοπλισμός και η κατεδάφιση των πολεμικών
πύργων*, προκάλεσαν την βίαιη αντίδραση των ατίθασων Μανιατών και την ένοπλη
στάση. Στην καταστολή τους συνέδραμε αποτελεσματικά με την
παρέμβασή του ο Κατσάκος. Σε αναγνώριση των υπηρεσιών του η Αντιβασιλεία τον
ονόμασε «Μοίραρχο υπεράριθμο» και προσελήφθηκε από τον Αρχηγό των Βαυαρικών
στρατευμάτων στρατηγό Σμάλτς μαζί με τον Βαυαρό ταγματάρχη Φέδερ ως σύμβουλος
και βοηθός για την καταστολή της ανταρσίας της Μάνης, όπου κατάφερε με τις
δραστήριες ενέργειες του και της σημαντικής τοπικής επιρροής του να επιφέρει
την ειρήνη και τον συμβιβασμό. Σ’ αυτόν οφείλεται η καταστολή του κινήματος της
Τσίμοβας, η διάλυση της πολιορκίας της Ζαρνάτας, η κατάθεση των όπλων της
Ανδρούβιστας, και η απελευθέρωση των Βαυαρών που είχαν αιχμαλωτιστεί στο
Πορτοκάγιο. Οι προσπάθειες του για την επικράτηση της τάξης και της
ειρήνης, συνεχίστηκαν στην Μεσσηνία και κατάφερε να καταστείλει την στάση κατά
της Αντιβασιλείας, την οποία είχε υποκινήσει ο Κολοκοτρώνης και να δώσει
σκληρούς αγώνες με κίνδυνο της ζωής του, κατά του Νικηταρά και του
Μητροπέτροβα. Όταν πλέον είχε κατασταλεί η στάση, ο Σμάλτς διέλυσε τα
στρατιωτικά σώματα αλλά διατήρησε ενεργά μόνο δύο. Το σώμα της Αρκαδίας υπό τον
Γαρδικιώτη και της Μεσσηνίας υπό τον Ηλία Κατσάκο Μαυρομιχάλη. Με την μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα και την
ενηλικίωση του Όθωνα, ο Κατσάκος, σε αναγνώριση και ανταμοιβή των υπηρεσιών του
προς τον θρόνο και προς ικανοποίηση της ισχυρής λακωνικής οικογένειας,
διορίστηκε υπασπιστής του Όθωνα. Στην νεοσύστατη τότε βασιλική αυλή και την νεοπαγή αθηναϊκή
κοινωνία η εμφάνιση του Ηλία Κατσάκου έκανε καταπληκτική εντύπωση και έλαμψε
κυριολεκτικά με τις ψυχικές και σωματικές αρετές του. Με το ψηλό και ευλύγιστο
ανάστημά του, το ωραίο του πρόσωπο με τα απολλώνεια χαρακτηριστικά, την
ευγένεια και την ανδρεία του, είχε κερδίσει τον θαυμασμό Ελλήνων και ξένων. Είναι γνωστός ο θρύλος που δημιουργήθηκε σχετικά με τις
σχέσεις του με την Δούκισσα της Πλακεντίας (Σοφία ντε Μαρμπουά Λεμπράν), την
εκκεντρική εκείνη γυναίκα, η οποία μολονότι ήταν φειδωλή και εκλεκτική στις
σχέσεις της, δεχόταν συχνά και με οικειότητα τον υπασπιστή του βασιλιά. Κάποτε, η Δούκισσα και η κόρη της Ελίζα, διέτρεξαν θανάσιμο
κίνδυνο να γκρεμιστούν στον Ιλισσό όταν αφηνιάσανε τα άλογα της άμαξας τους. Ο
Κατσάκος τα συγκράτησε με τα στιβαρά του χέρια ή, κατά μια άλλη εκδοχή, τα
πυροβόλησε με τόλμη και ακρίβεια. Από τότε η Δούκισσα τον αγάπησε πολύ θεωρώντας
τον σωτήρα της ίδιας και της κόρης της. Μάλιστα η κόρη της, τον θεωρούσε ως
μελλοντικό μνηστήρα της.** Ο θρύλος αυτός, βεβαιώνεται και από την οικογενειακή
παράδοση των Μαυρομιχαλαίων αλλά ενισχύεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός
ότι ο Κατσάκος και η σύζυγός του, χώρισαν «κοινή συναινέσει». Μάλιστα ο
Κατσάκος πάντρεψε την πρώην γυναίκα του με έναν φίλο του από την Λακωνία,
κάποιον Κατρίνη. Είναι πολύ πιθανό, να επεδίωξε και να πήρε το διαζύγιο,
προκειμένου να παντρευτεί την κόμισσα Ελίζα. Και ο γάμος αυτός θα γινόταν εάν
δεν μεσολαβούσε το τραγικό τέλος των δύο αυτών ανθρώπων. Τον Απρίλιο του 1836 ο νεαρός Βασιλιάς ταξίδεψε στη
Γερμανία, προκειμένου να βρει σύζυγο. Ως υπασπιστές του πήρε μαζί του τον
Αντώνιο Μιαούλη και τον Ηλία Κατσάκο. Όταν όμως η βασιλική συνοδεία έφτασε στο
Μόναχο, τους κατοίκους της πόλης αποδεκάτιζε φοβερή επιδημία χολέρας. Ο
Κατσάκος ασθένησε και πέθανε, όπως πέθανε μετά από λίγο και ο συνάδελφός του
Αντώνιος Μιαούλης κατά την διάρκεια του ταξιδιού του Όθωνα από το Μόναχο προς
το Ολδεμβούργο. Ο Μιαούλης ετάφη στο Ούφφενχάϊμ της Βαυαρίας. Πόσο αγαπήθηκε και εκτιμήθηκε ο Κατσάκος από την βασιλική
οικογένεια και την αυλή της Βαυαρίας αλλά και πόσο θρηνήθηκε ο πρόωρος θάνατός
του το εντοπίζουμε στις τοπικές εφημερίδες εκείνης της εποχής και στο
μεγαλοπρεπές μνημείο, το οποίο ανήγειρε επί του τάφου του ο Λουδοβίκος Α΄. Σε άρθρο του 314 φύλλου (1836) της «Γενικής Εφημερίδος» του
Άουσβουργκ αναφέρεται: «Την περασμένην νύχτα (6 Νοεμβρίου) μεταξύ άλλων απέθανεν
εις το βασιλικόν ανάκτορον κάτοχος ενδόξου ονόματος, ο υπασπιστής της Α.Μ. του
Όθωνος, Κατσάκος Μαυρομιχάλης, όστις συνόδευσεν εδώ την Α.Μ. εις ηλικίαν πολύ
νέαν, διακρινόμενος δια την μόρφωσιν και το θάρρος του. Τα προσόντα αυτά και η
εύνοια του βασιλέως του τον οδήγουν εις υψηλούς εν τη πατρίδι του προορισμούς». Στο 315 φύλλο: «Σήμερα (8 Νοεμβρίου) το απόγευμα εκηδεύθη ο
υπασπιστής της Α.Μ. του Βασιλέως της Ελλάδος αντισυνταγματάρχης Μαυρομιχάλης με
στρατιωτικάς τιμάς». Σε έκτακτο παράρτημά της, της 11ης Νοεμβρίου 1836, δημοσιεύεται
μεγάλη νεκρολογία, στην οποία αναφέρονται μερικά ενδιαφέροντα βιογραφικά
στοιχεία του Κατσάκου. « Μετά την κατάλυσιν του Κερκυρο - Ρωσσικού κόμματος ετάχθη ο
Κατσάκος με όλην την οικογένειάν του ενθουσιώδης υποστηρικτής της Βασιλείας και
ως τοιούτος αντιμετώπισεν σκληρούς αγώνας εις την Μεσσηνίαν με τους αντιθέτους
και τον Νικήταν, όστις παρ’ ολίγον να τον καταστρέψη. Διότι οδηγών (ο
Νικηταράς) τους Μεσσηνίους αντάρτας υπό τας σημαίας του Καποδίστρια και του
Κολοκοτρώνη, του επετέθη και τον είχε πολιορκημένον επί τρεις ημέρας εις το
χωρίον Μικρομάνη. Αλλά την 4ην ημέραν επελθών ορμητικός ο νεότερος 18ετής
αδελφός του Γερμανός με σώμα Μανιατών τον έσωσεν εκ του κινδύνου. Με την άφιξιν της Αντιβασιλείας ο Κατσάκος από στρατηγός
έγινε λοχαγός. Αλλά τούτο ουδόλως τον εμπόδισεν από του να δράση και να
καταστείλη την κατά της Αντιβασιλείας εξεγερθείσαν στάσιν της Μεσσηνίας και της
Μάνης. Ένεκα δε των υπηρεσιών του τούτων, οίτινες έφεραν την υποταγήν και την
τάξιν εις την Μάνην, επροβιβάσθη εις αντισυνταγματάρχην και έγινεν υπασπιστής
της Α.Μ. του βασιλέως Όθωνος. Υπό την ιδιότητά του ταύτην συνόδευσε τον νεαρόν μονάρχην
εις Γερμανίαν και μαζί του εταξίδευσεν όλην την Μεσημβρινήν Γερμανίαν, την
Ρηνανίαν, την Σαξωνίαν, το Βραδεμβούργον. Το υψηλόν και λαμπρόν ανάστημά του
36ετούς ανδρός με την ωραίαν εθνικήν ενδυμασίαν είλκυε παντού την προσοχήν και
την συμπάθειαν των κατοίκων, οίτινες εις το πρόσωπον του Κατσάκου έβλεπον ένα
εκ των γνησίων ηρώων, οίτινες με καρτερίαν και με ανυπέρβλητον θάρρος
διεξήγαγον νικηφόρως τον τελευταίον αξιοθαύμαστον αγώνα εναντίον δεσπότου
ισχυρού και αλαζόνος. Όσοι τον επλησίαζαν εθέλγοντο από την ανοικτόκαρδον και
ανεπιτήδευτον συμπεριφοράν του, η δε μέχρις αυταπαρνήσεως αφοσίωσίς του εις το
πρόσωπον του νεαρού μονάρχου του, του εξησφάλισε την αγάπην, τον σεβασμόν και
την συμπάθεια της χώρας μας, ήτις εξετίμα το γένος του, το πρόσωπόν του και τας
πράξεις του. Εις όσους εγνώριζον το γιγάντειον σώμα και την φυσικήν και ηθικήν
ρώμην του νέου ανδρός, την ενέργειαν και το σφρίγος του οργανισμού του, είναι
ακατανόητον πως ήτο δυνατόν να υποκύψουν όλαι αυταί αι δυνάμεις εις την νόσον,
ήτις παρά την σκληρότητά της επιστεύετο ότι εις το τέλος ήθελε νικηθή. Η πρώτη αφορμή εδόθη, ως λέγουν, από κρυολόγημα, που επήρεν
εις το κυνήγι, όπου την περασμένην Πέμπτην επέρασε όλην την ημέραν ενδεδυμένος
ελαφρά παρ’ όλην την υπερβόρειον αυτήν κακοκαιρίαν. Άλλη αιτία ήτο η
περιφρόνησις που ησθάνετο εις την αρρώστια με την σκέψιν ότι αυτός που επέρασεν
εις την πατρίδα του όλους τους κινδύνους ασθενειών και μαχών χωρίς να πάθη
τίποτε, ήτο υποχρεωμένος εδώ εις την ξενητειά να υπομένη επί της κλίνης ωσάν
γυναίκα τας προφυλάξεις και τας περιποιήσεις των ιατρών. Υποτιμών λοιπόν την κατάστασίν του ελοιδώρει τους φίλους που
τον συνεβούλευαν ή τον εμάλωναν, και όταν του ωμίλουν δια χολέραν, τους απήντα
με την αστειότητα, ότι «αυτή είναι γυναίκα κι αυτός δεν φοβείται τις
γυναίκες». Έτσι ανεπτύχθη το κακόν εις τον ισχυρόν οργανισμόν του και την
Κυριακήν το πρωί είχε σφοδρότατον εμετόν με δυνατούς πόνους, οι οποίοι παρά τας
ιατρικάς βοηθείας και την δύναμιν του οργανισμού του, του έφεραν εντός 16 ωρών
τον θάνατον, τον οποίον αντιμετώπισε με αταραξίαν ήρωος. Εκοινώνησε από τον Έλληνα ιερέα με συγκίνησιν και ευλάβειαν
της αγίας μεταλήψεως και δύο ώρας προ του θανάτου του όταν τον είδεν εις το
δωμάτιον του με το Ευαγγέλιον, του είπε ζωηρά: «Δεήσου υπέρ εμού γεροντάκι.
Για με δεν υπάρχει πλέον ελπίς. Άνοιξέ μου την πύλην της ευσπλαχνίας». Περί την
10ην ώραν η αντίστασις της ισχυράς του φύσεως εκάμφθη τελείως και εκοιμήθη ήρεμα
περιβαλλόμενος από κλαίοντας συμπατριώτας και Γερμανούς φίλους. Ο εξαφνικός
θάνατος του μέσα εις το παλάτι, εμπρός εις τα μάτια των δύο μοναρχών και ολίγας
εβδομάδας προ των επικειμένων γάμων του βασιλέως του, όστις τον υπερηγάπα,
έκαμε παντού οδυνηράν εντύπωσιν. Σήμερα το απόγευμα εις τας 3 θα κηδευθή με
τιμάς στρατιωτικάς κατά τα ελληνικά εκκλησιαστικά έθιμα. Ας είναι ελαφρά η γη
του νέου και ευγενούς ήρωος, όστις μη ευρών τον θάνατον εις τους αγώνας του
πατρίου εδάφους, ήτο πεπρωμένον να πέση από χολέραν εις την ξένην, αλλά πλησίον
όμως του βασιλέως του, τιμημένος με το πένθος του και με το πένθος όλων όσοι
τον εγνώρισαν». Κατόπιν αναφέρεται στην οικογένεια Κατσάκου και τους
συγγενείς τους, τους οποίους απαριθμεί και καταλήγει με ύμνους στην εκατόχρονη
μητέρα του Πετρόμπεη και γιαγιά του νεκρού, προς τον οποίον έτρεφε εξαιρετική
αδυναμία. Η ίδια εφημερίδα βρίσκει την ευκαιρία και στην νεκρολογία
του Μιαούλη (παράρτημα 552) να αναφερθεί και πάλι στον Κατσάκο. Συγκρίνουσα
τους δυο άτυχους Έλληνες υπασπιστές του Όθωνα λέει ότι τα βλέμματα του
Γερμανικού κόσμου στράφηκαν κυρίως προς τον Κατσάκο με το ψηλό του ανάστημα και
με τη λαμπρότητα της γραφικής του ενδυμασίας. Ακόμη δε, ότι αντίθετα με τον
Μιαούλη, που ήταν ήρεμος, σοβαρός και μελαγχολικός, νοσταλγώντας συνεχώς την
Ύδρα και την οικογένειά του, ο Κατσάκος διακρινόταν για την ευδιαθεσία του.
Ήταν «παιδί της φύσεως, ήρως των βουνών και των λόγγων, τύπος αντιπροσωπευτικός
της χαράς και της αβιάστου διαθέσεως». Πόση δε εντύπωση έκανε και σε άλλους
ξένους κύκλους ο θάνατος του Κατσάκου, φανερώνει η αναφορά του στην επιτύμβια
πλάκα της κόμισσας Σαπόρτα, που πέθανε στην Αθήνα. Εκεί αναγράφεται μεταξύ
άλλων σχετικών: «…Λουδοβίκος δε ο μονογενής αυτής υιός υπό χολέρας εννεάτης
ετελεύτησεν εν Μονάχω τη 27 Οκτωβρ./8 Νοεμβρίου, εν έτει 1836, ημέρα καθ’ ήν
ενταφιάζετο εκεί ο γενναίος του Βασιλέως Υπασπιστής ο συνταγματάρχης Κατσάκος
Μαυρομιχάλης». Ο κόμης Σαπόρτα, αυλάρχης του Όθωνα, είχε συνωδεύσει τότε
και αυτός τον βασιλιά στο ταξίδι εκείνο, το οποίο απέβη τόσον οδυνηρό στην
βασιλική συνοδεία. Αλλά και μετά τον θάνατο του δεν έπαψε ο Ηλίας Κατσάκος ν’
απασχολεί την κοινή γνώμη στην Ελλάδα. Ο ευφάνταστος λαός της Μάνης, τρέφοντας
λατρεία και θαυμασμό για τον εξαιρετικό άνδρα, στην ωραιότητά του, στην
ευρωστία του και στην ανδρεία του, δεν μπορούσε να πιστέψει ότι τέτοιος
άνθρωπος στην ακμή της ανδρικής του ηλικίας πέθανε από φυσικό θάνατο. Και
πλάστηκε ο θρύλος περί της δολοφονίας του στην Αυλή του Μονάχου, είτε λόγω
ερωτικής περιπέτειας, είτε λόγω αντεκδίκησης των Βαυρών για όσα είχαν υποστεί
κατά την ανταρσία από τους Μανιάτες. Ο θρύλος αυτός αποτέλεσε θέμα και
περιεχόμενο της γνωστής μπαλάντας, η οποία με διάφορες παραλλαγές αλλά πάντοτε
ως «τραγούδι του Λιά του Κατσή» τραγουδιόταν μέχρι πριν λίγα χρόνια στις γιορτές
και τα πανηγύρια από τους πλανόδιους τραγουδιστές της Πελοποννήσου. (Κ.
Πασαγιάννη, Μανιάτικα Μοιρολόγια και τραγούδια αριθ. 137, Β. Πετρούνια,
Μανιάτικα Μοιρολόγια αριθ. 2). Ο θρύλος βρήκε απήχηση και στην Αθήνα μεταξύ σοβαρών
προσώπων, και έδωσε αφορμή σε σοβαρότερα γεγονότα. Ο εκδότης της Εφημερίδας
«Ελπίς» Κωνσταντίνος Λεβίδης, υιοθέτησε την διάδοση αυτή περί δολοφονίας του
Κατσάκου και δέχτηκε επίθεση τον Νοέμβριο του 1837 στο Καφενείο της «Ωραίας
Ελλάδος» από δέκα Βαυαρούς αξιωματικούς με τον Φέδερ επί κεφαλής παρόντος και
του Ιωάννη Κατσή Μαυρομιχάλη, πατέρα του Κατσάκου, πράγμα το οποίον έδωσε
αφορμή σε ποικίλα σχόλια. «Αυτός ο περμπάντης είναι όπου υβρίζει τους τιμίους
Βαυαρούς» είπαν αλλά ο Λεβίδης αποτεινόμενος προς τον παριστάμενο γερο - Κατσή
αντέστρεψε: «Θέλουν να ειπούν: Αυτός είναι εκείνος, όστις στηλιτεύει τους
φονεύσαντας τον υιόν σου Κατζάκον εις την Βαυαρίαν». Ο Λεβίδης, που δημοσίευσε το επεισόδιο αυτό στο Παράρτημα
της εφημερίδας του (αριθ. 85-86) έγραψε την εξής υποσημείωση: «Υπάρχουν, ως
γνωστόν, πολλαί και μεγάλαι υποψίαι ότι ο υιός του κυρίου Κατζή, ο γενναίος
Κατζάκος, εφονεύθη εις την εν Μονάχω διαμονήν του από τον ιατρόν Β……… ετυπώθη
φυλλάδιον εμπείρου ιατρού Γερμανού πραγματευομένου περί της φαρμακεύσεως
ταύτης, θέλομεν δημοσιεύσει κατόπιν μερικά τεμάχια». Αλλά η υπόσχεση αυτή δεν
πραγματοποιήθηκε ποτέ, είτε γιατί σταμάτησε μετά το επεισόδιο η έκδοση της
«Ελπίδος», είτε γιατί δεν υπήρχε τέτοιο φυλλάδιο. Λέγεται, ότι όταν ο Όθωνας επισκέφτηκε για τελευταία φορά
στο Μόναχο τον ετοιμοθάνατο Κατσάκο, αυτός του διατύπωσε με αδύναμη φωνή την
παράκληση: «Τα παιδιά μου Μεγαλιότατε»! Ο Όθωνας δεν λησμόνησε την τελευταία
παράκληση του αγαπημένου του υπασπιστή. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα φρόντισε
αυτοπροσώπως να παραλάβει και να προστατεύσει τους δυο ανήλικους γιούς του
Κατσάκου, τον Ιωάννη και τον Δημήτριο. Ο μεν Ιωάννης εκλέχτηκε βουλευτής για πολλές περιόδους κατά
τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Όθωνα και τα πρώτα του Γεωργίου,
διακρίθηκε για τον χαρακτήρα και την μόρφωσή του, έγινε στενός φίλος του
Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και, όπως αναφέρει ο τελευταίος στις επιστολές του, είναι
αυτός που βρέθηκε στο πλευρό του ποιητή κατά την συμπλοκή του με τους
Ιακωβάτους στη Βουλή. Αποσύρθηκε πολύ νωρίς από την πολιτική, έζησε στον
ιστορικό πύργο των Κιτριών και πέθανε εκεί σε μεγάλη ηλικία. Ο δεύτερος γιος
του Ηλία Κατσάκου, ο Δημήτριος, πέθανε πρόωρα. Αλλά άφησε γιούς και απογόνους (το δέντρο μετά τον Δημήτριο, συνεχίζεται ως εξής: Ηλίας --> Δημήτριος --> Ιωάννης --> Νικόλαος --> Αλέξανδρος --> Νικόλαος). Υποσημειώσεις * Τρεις φορές επιχειρήθηκε η κατεδάφιση των Μανιάτικων
πύργων. Την πρώτη αποφάσισαν οι Τούρκοι, προκειμένου να καταστείλουν την
πειρατεία εκ μέρους των Μανιατών, επί Θεοδωρόμπεη Γρηγοράκου (1810-1815). Η
δεύτερη επιχειρήθηκε επί Καποδίστρια. Η τρίτη και πιο αιματηρή πραγματοποιήθηκε
από την βαυαρική Αντιβασιλεία και είναι αυτή που αναφέρουμε στο κείμενό μας.
«…λόγω σθεναράς αντιστάσεως των Μανιατών κατά των προς τούτο εισβαλόντων εις
Μάνην κυβερνητικών, βαυαρικών κατά το πλείστον δυνάμεων υπό τον Βαυαρόν
αξιωματικόν Φέδερ» απέτυχε. «Μόνον εις ακραίας τινάς περιοχάς, ιδίως της
ανατολικής Μάνης οι βαυαροί επρόλαβον να κατακρημνίσουν πύργους τινας, οι δε
εισβαλόντες προσκρούσαντες εις λυσσώδη αντίστασιν κατετροπώθησαν, πολλοί μάλιστα
ηχμαλωτίσθησαν. Έκτοτε οι πανύψηλοι πύργοι της Μάνης δεν ηνωχλήθησαν». ** Μολονότι δεν υπάρχουν συγκεκριμένα ιστορικά στοιχεία,
λέγεται ότι ο Ηλίας Κατσάκος Μαυρομιχάλης, υπήρξε το μήλον της έριδος μεταξύ
μητέρας και κόρης. Βέβαια, ο θρύλος αναφέρεται κυρίως στις σχέσεις της Ελίζας
και του Κατσάκου καθώς και στον επικείμενο γάμο τους. Το ειδύλλιο κλυδωνίστηκε
όταν η Ελίζα έμαθε ότι ο Κατσάκος ήταν ήδη παντρεμένος. Η φήμη ότι δήθεν η
γυναίκα του Κατσάκου πέθανε στην γέννα, δεν φαίνεται να απάλυνε την απογοήτευση
της. Αν και ο Κατσάκος υπήρξε ο μεγάλος της έρωτας, η Ελίζα απομακρύνθηκε από
τον αγαπημένο της. Ήταν Απρίλιος του 1836. Ο Κατσάκος έφευγε από την Ελλάδα,
συνοδεύοντας ως υπασπιστής τον Όθωνα στην Γερμανία. Η Δούκισσα αποφάσισε να
κάνει μαζί με την κόρη της ένα μεγάλο ταξίδι στη Μέση Ανατολή, πιστεύοντας ότι
το ταξίδι αυτό θα βοηθούσε την Ελίζα να ξεχάσει την καταστροφική ερωτική σχέση
της. Η είδηση του θανάτου του Κατσάκου βρήκε την Δούκισσα και την κόρη της στην
Βηρυτό. Η υγεία της Ελίζας ήταν ήδη κλονισμένη από κάποιο πνευμονικό νόσημα. Ο
θάνατος του Ηλία Μαυρομιχάλη ίσως λειτούργησε ως χαριστική βολή στην νεαρή
Κοντέσα. Στις 18 Ιουνίου του 1837 υπέκυψε. Η λαϊκή παράδοση απέδωσε τον θάνατό
της στην ραγισμένη από τον έρωτα καρδιά της, που δεν άντεξε στο άγγελμα του
θανάτου του αγαπημένου της. (Τα πιο πάνω δημοσιεύονται με κάθε επιφύλαξη αφού δεν
υπάρχουν ιστορικά στοιχεία αλλά αποτελούν μόνο θρύλους και σχόλια της εποχής ). Πηγές Ηλίας Χριστέας, Μάνη Αδούλωτη στο Πέρασμα Των Αιώνων Xθές-Σήμερα-Αύριο Εικόνα άρθρου: Ο τάφος του Ηλία Κατσάκου Μαυρομιχάλη στο Μόναχο.