Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
«Να τα εκατοστίσεις!»· να είναι πράγματι ευχή και όχι απειλή ή τραγωδία
O Βασίλης Σεϊτανίδης –αντιγράφω από το βιογραφικό σημείωμα
του βιβλίου του ΓΗΡΑΤΕΙΑ …μια νέα ματιά– «γεννήθηκε στον Πειραιά το 1935 και
σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εργάστηκε πενήντα τέσσερα χρόνια ως
νοσοκομειακός γιατρός στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα στην Ελλάδα, την Αγγλία
και τις ΗΠΑ. Ασχολήθηκε με την λογοτεχνία μετά το 2016 που συνταξιοδοτήθηκε και
έχει ήδη εκδώσει πέντε βιβλία: Το νόημα,
Παρεξηγήσεις, Οι Μπαχάμες είναι τώρα εδώ, Γιοχάνες Κέπλερ, Γαλλικές μπαγκέτες,
τα οποία έχουν λάβει θετικές κριτικές. Το ΓΗΡΑΤΕΙΑ …μια νέα ματιά είναι το έκτο
του βιβλίο εκτός ιατρικής και το πρώτο και εκτός λογοτεχνίας.» Ο χαρακτηρισμός του τελευταίου βιβλίου του μοιάζει με
λογοπαίγνιο· είναι βιβλίο εκτός ιατρικής και βιβλίο εκτός λογοτεχνίας. Ο ισχυρισμός
του συγγραφέα αναιρείται από τον αναγνώστη που θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι
το βιβλίο είναι και ιατρικό και λογοτεχνικό. Λογοτεχνικό γιατί κρατάει μιαν
ελευθερία στο ύφος που ανακαλεί το
λογοτεχνικό κι όχι το επιστημονικό ύφος του συγγραφέα, διανθίζεται με προσωπικές
εμπειρίες, με χιούμορ, μαρτυρίες ανθρώπων που δεν ανήκουν στον χώρο της
επιστήμης. Αλλά, διαβάζεται ως ιατρικό βιβλίο, γιατί στηρίζεται σε εμπεριστατωμένη
μελέτη όλων των τελευταίων επιστημονικών δεδομένων και κυρίως έχει στόχο ξεκάθαρα
ιατρικό κι όχι λογοτεχνικό. Ποιος είναι ο στόχος του βιβλίου; Τον διευκρινίζει ο ίδιος ο συγγραφέας: Στόχος του βιβλίου είναι
να ευαισθητοποιηθούν οι ηλικιωμένοι και
το περιβάλλον τους, αλλά και να απαντηθεί το ερώτημα, εάν, όσο γερνάμε, όπως
υποστηρίζουν πρόσφατες μελέτες, γινόμαστε περισσότερο ευτυχέστεροι (σσ. 50,
100). Αυτό το συμπέρασμα που, καίτοι επιστημονικό, μοιάζει οξύμωρο, θα το επεξεργαστεί ο συγγραφέας διευκρινίζοντας
ότι με δεδομένους τους παράγοντες ευτυχίας «όποιοι κι αν είναι αυτοί (ασφάλεια,
οικονομική ανεξαρτησία, υγεία, πίστη στον Θεό, κοινωνικό περιβάλλον γενετική
υποδομή)» (σ. 98), θα πρέπει ο ίδιος ο ηλικιωμένος να φροντίσει την ευτυχία του.
Θα δώσει έτσι πρακτικούς κανόνες που σχετίζονται με την άσκηση, συνηγορώντας
υπέρ του περπατήματος· τη διατροφή, υιοθετώντας το «eat less, live more»
διευκρινίζοντας πως «η υγιεινή διατροφή βοηθά στη μακροζωία αλλά και στο να
αισθάνεται κανείς πιο ικανοποιημένος» (σ. 57) και προσθέτοντας για τα διάφορα
συμπληρώματα: «εάν νομίζεις ότι έχεις ανάγκη
από βιταμίνες, καλύτερα να πας στο μανάβη
παρά στο φαρμακείο» (σ. 58)· θα μιλήσει για τον ύπνο, εμμένοντας στη διάρκεια και την ποιότητά του· αφοριστικός για το κάπνισμα: «όποιος καπνίζει
είναι άξιος της τύχης του, αλλά και της
νοημοσύνης του» (σ. 64)· θα συστήσει τη νοητική άσκηση παροτρύνοντας να καταστεί
η άσκηση του εγκεφάλου τακτική συνήθεια («use it or lose it»)· προβάλλει
επιλογές όπως η εξοικείωση με την τεχνολογία, η αγαθή συνύπαρξη με τους
συνανθρώπους, η κοινωνικότητα («ένας φίλος, όχι ένα μήλο, την ημέρα τον γιατρό
τον κάνει πέρα», σ. 72), η θρησκευτική πίστη, ο εθελοντισμός, ο αλτρουισμός, η ενυδάτωση·
ενώ ορίζοντας τη «γήρανση» του σώματος, θα διευκρινίσει και τους όρους
«οστεοπενία» και «οστεοπόρωση» παρέχοντας συμβουλές για το πώς θαπρέπει να
προληφθούν, ή τουλάχιστον να αναχαιτιστούν, οι βλαβερές τους συνέπειες. Προς το τέλος του βιβλίου και στο κεφάλαιο που τιτλοφορείται
«Σκέψεις και προβληματισμοί», ο συγγραφέας θα ξαναθέσει το ερώτημα: «Τελικά οι
νέοι και οι ωραίοι δεν είναι οι πιο ευτυχείς;» και η απάντησή του, σύμφωνα με
τα πορίσματα της μελέτης του: «Φαίνεται πως όχι» (σ. 95). Κι αυτό το «όχι»
αποδίδεται στο ότι οι ηλικιωμένοι έχουν
λιγότερο στρες, περισσότερη σοφία, μικρότερες προσδοκίες. Αλλά πέρα από αυτά,
πέρα ακόμη και από το πολλά υποσχόμενο σκανδιναβικό μοντέλο (έμφαση στην
ισορροπία μεταξύ εργασιακής και οικογενειακής ζωής, διευκόλυνση σε θέματα
υγείας, παιδείας και κοινωνικής πρόνοιας), ή τα πολλά χρήματα, φαίνεται ότι η
ευτυχία εξαρτάται «από τα θετικά συναισθήματα, την εσωτερική καλλιέργεια, τη
θετική σκέψη και τη θετική στάση στη ζωή. Δηλαδή από εμάς τους ίδιους» (σ. 98). Έτσι, νομίζω, επιστρέφει –και συνοψίζει– και στον προβληματισμό
που θέτει σε όλα τα προηγούμενα λογοτεχνικά του βιβλία· πως, δηλαδή, ενώ περί
πολλά τυρβάζομεν, «ενός εστί χρεία»· να νοηματοδοτηθεί ο βίος μας με έναν
αξιακό κώδικα που θα μας επιτρέπει να ζούμε εν ειρήνη τόσο με τον εαυτό μας όσο
και με τους άλλους. Γιατί η σωματική υγεία είναι πολυτιμότατο αγαθό, αλλά από
μόνη της δεν συνιστά νόημα ζωής. Μία από τις αφορμές συγγραφής του βιβλίου στάθηκε η εξέλιξη στα δημογραφικά δεδομένα. Το
προσδόκιμο επιβίωσης πλησιάζει τα ογδόντα και υπολογίζεται ότι ένα παιδί που
γεννήθηκε το 2014 έχει πιθανότητες να ζήσει έως τα 109 έτη. Επομένως, είναι
πολλοί οι ηλικιωμένοι και στο εγγύς μέλλον θα είναι ακόμη περισσότεροι. Ανάμεσα
δε σ’ αυτούς –την τρίτη ηλικία που περιλαμβάνει όλους όσοι είναι άνω των 65
ετών – υπάρχουν εξαιρετικά ανομοιογενείς διαφορές. Γι’ αυτό και ο συγγραφέας
προτείνει τον όρο «τέταρτη ηλικία» για τα άτομα άνω των 90 ετών που έχουν
ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ξεχωριστές ανάγκες. Το βιβλίο, επομένως, προορίζεται για τα άτομα της τρίτης και
της τέταρτης ηλικίας· αυτά τα άτομα είχε κατά νου ο συγγραφέας κατά τη διάρκεια
της συγγραφής του ΓΗΡΑΤΕΙΑ …μια νέα ματιά. Είμαι, ωστόσο, βέβαιη ότι τα οφέλη
της μελέτης του βιβλίου είναι πολύ περισσότερα για τους νέους ανθρώπους. Όχι γιατί στο περιβάλλον τους υπάρχουν ηλικιωμένοι και θα μπορούν να τους κατανοήσουν και να
τους βοηθήσουν, αλλά γιατί, εάν λάβουν υπ’
όψιν τους τις συμβουλές του γιατρού Βασίλη Σεϊτανίδη, θα καταστούν υγιέστεροι
και ευτυχέστεροι και στην τωρινή τους και στην αυριανή τους ηλικία. Γεωργία Κακούρου – Χρόνη, academia.edu