Vekrakos
Spartorama | «Είχε δυο Ζωές», από τον Γεώργιο Κόρδη

«Είχε δυο Ζωές», από τον Γεώργιο Κόρδη

Γεώργιος Κόρδης 27/02/2022 Εκτύπωση Άρθρα Κοινωνία Φιλοσοφία
«Είχε δυο Ζωές», από τον Γεώργιο Κόρδη
«Είχε και μιάν άλλη ζωή. Μικρή, χαρούμενη, τρελαμένη αυτή, που ολημέρα ακροβατούσε στη ράχη της, στην παραζάλη της και στον καημό της κοροϊδεύοντας το ουράνιο τόξο, τη φυγή, τη γενναιότητα...»
Οδός Εμπόρων

Είχε δυο ζωές. Η μια, η πιο μεγάλη, ήταν σκυφτή. Σαν κυπαρίσσι χειμωνιάτικο, καμπυλωμένο από αγέρα και χρόνια αδίστακτα. Μαντηλοκαλυμμένο το κεφάλι της, κοιτούσε πάντα μακριά εκεί που δεν έχει τέλος και γυρισμό. Τα χέρια της προσφορά και θυσία γεμάτα λαβωματιές και κενό, δώρα και ικεσία και ένα ερωτηματικό. Τα μαλλιά της. Τα μαλλιά της θησαυρός, ποταμός, ρίγος, κάλεσμα, ανάπαυση, παραμυθία. Τα μαλλιά της τελικά ένα θαυμαστικό και έρωτας ανεκπλήρωτος,  τάφος άδειος κι αυτός. 

Βάδιζε σκυφτή γιατί δεν την χωρούσε ο ουρανός – τόσο που χαμήλωσε κι αυτός με τόσους ευσεβείς πάνω του… Βάδιζε; Χόρευε ίσως, γιατί δεν ήξερε πως να περπατήσει στη γη ετούτη που της εξουσιάσανε  το σώμα και το κάνανε όνειρο φτηνό και ηδονικό. Χόρευε  για να περνάει απαρατήρητη όπως οι χαζοί και τα παλιά παιδιά, εκείνα ντε, με τα τραύματα στα πόδια και τα στρογγυλεμένα χαλίκια στα χέρια που τάχανε  για θησαυρό και τα φουχτώνανε για να αισθάνονται λεβέντες σπαρτιάτες. Χόρευε, ακροπατούσε, σεληνιαζόταν ανάμεσα σε ραδίκια και ευωδιάζουσες αστοιβιές  και κατι άλλα παράξενα φυτά που κανείς δεν έμαθε απο που έφτασαν και θηλύκωσαν εδώ και πιάσανε τόπο και γίνανε σημαία. Χόρευε και κρατούσε πάντα σαν φαλλό την πλώρη ενός σπασμένου καραβιού για να θυμάται για που ξεκίνησε κοπελούδα κι αυτή από το αθώο χαμόγελό της βγαίνοντας. 

Είχε και μιάν άλλη ζωή. Μικρή, χαρούμενη, τρελαμένη αυτή, που ολημέρα ακροβατούσε στη ράχη της, στην παραζάλη της και στον καημό της κοροϊδεύοντας το ουράνιο τόξο, τη φυγή, τη γενναιότητα και όλα τα σοβαρά πράγματα ενός κόσμου στηριγμένου σε δεκανίκια ονείρων και σε ελπίδες ουτοπικές. 

Είχε δυο ζωές που την παράτησαν και κι αυτές έμεινε κατάμονη, ανυπεράσπιστη και τυφλή, να θωρεί πάντα προς τη μεριά των ηδονών και των ευτυχισμένων ανθρώπων, εκείνων με τις ορθάνοικτες παρδαλές ομπρέλες καταμεσίς στο σκοτάδι, καταμεσίς στον πόθο, καταμεσίς στη βεβαιότητα.


Γεώργιος Κόρδης, kordis.gr



  



Οδός Εμπόρων