Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ένα αφήγημα
Είσαι δίπλα μου από την πρώτη τάξη του Γυμνασίου. Δώρο του
πατέρα που μάλλον απηύδησε από τις πολλές άγνωστές μου λέξεις. Κατά καιρούς σε
παραγκώνιζα ανατρέχοντας σε άλλους συντρόφους σου. Δεν σου κακοφαινόταν. Πάντα
υπομονετικά στη θέση σου περίμενες τη σειρά σου. Αν ερχόταν… Πόσες φορές σε
ανοιγόκλεισα άραγε… Και τώρα για να ανταμωθούμε θα πρέπει πολύ προσεκτικά να σε
ξαπλώσω σε μεγάλη επιφάνεια για να μην ξεχυθούν τα φύλλα σου και διαλυθείς
ολότελα. Θα σε οικτίρουν τα υπόλοιπα λεξικά που λάμπουν ολοκαίνουργια στη βιβλιοθήκη.
Η διαβεβαίωση ότι έχεις την πρώτη θέση στην καρδιά μου, τάχα να σε παρηγορεί; Χαζεύω το εσώφυλλο· στην πάνω αριστερή γωνία, γραμμένο το
όνομά μου με μπλε μελάνι· ωραίος γραφικός χαρακτήρας με επιμελημένα τα
πρωτογράμματα με καμπύλες που πια δεν συνηθίζω ή δεν συνηθίζονται. Έτσι κι
αλλιώς έχω καιρό να δω το γραφικό μου χαρακτήρα, ακόμη και η υπογραφή μου
διακινείται ηλεκτρονικά. Στην απέναντι δεξιά γωνία η σφραγίδα του
βιβλιοπωλείου, κλειστό εδώ και κάμποσα χρόνια. Στη σφραγίδα και δυο αριθμοί
τηλεφώνου με τρία ψηφία. Να ξέρεις, ότι τώρα τα ψηφία έγιναν δέκα. Μετράνε κι
αυτές οι πληροφορίες στη γεροσύνη σου. Σε κανάκεψα σήμερα. Άναψε η κουβέντα με φίλο που υπέρμαχος
της ορθογραφίας «κτίριο» μάχεται τη γραφή «κτήριο». Αντίθετα από μένα που
έγραφα πάντα «κτήριο». Και τώρα που το σκέπτομαι από συναισθηματική προσκόλληση
που αφορμάται από τη λέξη «σπίτι». Το σπίτι, το «σπίτι μου, σπιτάκι μου…», από
το καλυβάκι με άχυρα ή ξυλαράκια που έχτιζαν τα δυο τεμπέλικα γουρουνάκια έως
τα σπίτια των ορεινών μας χωριών –που πολλά κρατάνε ακόμη τις πλάκες τους αντί
για κεραμίδια– και των νησιών μας· όλα με ταπεινότητα χτισμένα και ιερό σεβασμό
στο χώρο που τα περιβάλλει· από μαστόρους που φαίνεται υπάκουαν στο στίχο –τον
ήξεραν, δεν τον ήξεραν– του δημοτικού τραγουδιού: «όποιος δεν είναι μερακλής
του πρέπει να πεθάνει». Το «σπίτι» συγγένευε, όχι ετυμολογικά αλλά
συναισθηματικά, με το χτίζω, χτίστης (κτίζω, κτίστης, κτίσις και τόσα ακόμη
παράγωγα). Αντίθετα το «κτήριο» με παρέπεμπε πάντα στην ιδιοκτησία του
«κτώμαι». Το «κτήριο της τραπέζης…», το «κτήριο της εκκλησίας…», το «κτήριο του
δείνα ή του τάδε…». Σαν το κτήριο να μην είχε γίνει από μερακλήδες χτίστες ή
σαν να μην ήταν ποτέ σπίτι. Γιατί «σπίτι» δεν ήταν μόνο τα ντουβάρια, το
«κτήριο», σπίτι είναι η παρουσία του άλλου, των άλλων, που το έχουν ποτίσει με
τη ζωή τους. Μάλλον γι’ αυτό μου πήγαινε καλύτερα το «κτήριον». Το «ήτα» δεν
είχε να κάνει σε τίποτα με τη ζεστασιά του «γιώτα», με κείνον το νοικοκύρη που
μαζί με τους χτιστάδες στέριωνε το σπιτικό του. Ωστόσο, έπρεπε να σε συμβουλευτώ, εσένα, το παλιό μου
λεξικό, επειδή για την ορθογραφία μου είσαι εσύ συνυπεύθυνο, αφού εσένα
πρωτοεμπιστεύτηκα. Σε ξαπλώνω λοιπόν στον καναπέ, για να έχεις όση άπλα σου
χρειάζεται και ξεφυλλίζω πολύ προσεκτικά: «κτήριον: Ν. το, ορθοτέρα γραφή του
κτίριον. Βλ. λ.» Να μην κάνουμε λειψές δουλειές, να δούμε και το λήμμα στο
οποίο παραπέμπεις: «κτίριο (ν): το ΜΝ, εσφ. κ. επικρατήσασα γραφή του κτήριον:
το εκτισμένον, το οικοδόμημα». Σου χαμογέλασα. Εμμένεις βέβαια πολυτονικά· και το χαμόγελό
μου είναι και της νοσταλγίας, όπως και για τις στρογγυλάδες που στόλιζαν άλλοτε
τα χειρόγραφά μου. Αλλά είναι και της ευγνωμονούσας συνωμοσίας, γιατί σωστά
κρατάει η θύμηση: «κτήριον». Το ξέρω, ετοιμάζεσαι να διαμαρτυρηθείς
παρατηρώντας με: «και το σπίτι είναι κι αυτό “κτήριο”». Μην μου τα χαλάς τώρα, γιατί το σπίτι είναι απάγκιο, όπως
είσαι κι εσύ. Που είσαι «λεξικό», αλλά δεν είσαι μόνο λεξικό ή δεν είσαι ένα
οποιοδήποτε λεξικό. Γεωργία Κακούρου -
Χρόνη, periou.gr