Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
«Χρειάζεται υπομονή και ευφυΐα για να μπορέσουμε να διασχίσουμε τούτο τω γκρίζο χάος. Κατά τη διαλεκτική της Ιστορίας θα αμφισβητηθούν αύριο εξίσου και οι αμφισβητήσεις»
O χαρακτηρισμός «Πνευματικός άνθρωπος» στον τίτλο, πού
στεγάζει τις γραμμές πού ακολουθούν, δεν µου φαίνεται σήμερα και τόσο δόκιμος.
Είναι ο διανοούμενος με τον πλούτο των ιδεών, με την ανθρωπιστική πίστη; Είναι
ο επιστήμονας, ο οποίος στο εργαστήριό του ετοιμάζει ανύποπτος τις πιο
ανατρεπτικές δυνάμεις πού γνώρισε η Ιστορία; ΄Ή είναι ο άνθρωπος μιας ιστορικής
και κηρυγματικής μορφής του παρελθόντος, μιας εποχής αθωότητας από την αγωνία
της οποίας απουσίαζε η Αγωνία, ο ανθρώπινος εκείνος τύπος δηλαδή ο οποίος εγοήτευσε με τον ουμανιστικό
του λόγο και τον πλούτο των ιδεών του; Αλήθεια, τί έγινε ο άνθρωπος του πνεύματος, Ο οποίος
πίστευε ότι με την επιστημονική του γνώση και την ανθρωπιστική του πίστη θα ήταν
ο κυρίαρχος του παιχνιδιού), ότι θα βοηθούσε τον μεταπολεμικό, τον σύγχρονο άνθρωπο,
να βρει μια λυτρωτική διέξοδο; Ό παροξυσμός του εξτρεμισμού του 20ου αιώνα εξαπλώθηκε
αδυσώπητος σε πλανητικό επίπεδο διαλύοντας έτσι όλες τις επικίνδυνες αυταπάτες.
Σήμερα έχουμε την οδυνηρή εμπειρία, ότι πνευματικός άνθρωπος δεν είναι αυτός
πού, τάχα, θα περιφρονούσε την ύλη, όπως πιστεύθηκε, αλλά αυτός πού θα κυβερνούσε
την ύλη, πού θα χειραγωγούσε τα επιτεύγματά του, αυτός πού θα εναρμόνιζε τον
νέο τρόπο ζωής, το μύθο πού εκκρίνει ή μηχανή με την πολυμορφία του ανθρώπου, αυτός
πού θα συνδύαζε μαχητικά την προσωπική - πνευματική ελευθερία του με την
κοινωνική δικαιοσύνη. Ας το ειπούµε, λοιπόν, από την αρχή: Πνευματικός άνθρωπος δεν
είναι ένα ιστορικό μόρφωμα πού δεν βοηθάει στο σήμερα µε τις μάταιες αφηρημένες
σκέψεις του, αλλά ο νέος ανθρώπινος τύπος πού αρνείται να χωρίσει τη σκέψη από τη
ζωή, τη φυσική από τη μεταφυσική πλευρά της ζωής, πού βάζει µε θάρρος υπό
συζήτηση τη ζωή, αυτός του οποίου οι πράξεις είναι στο ύψος της σκέψης του, σκέψης
για την οποία δέχεται και να πεθάνει. Στο δάπεδο της ιστορίας έχουν κυλήσει
πολλά δάκρυα, πολλές φορές ξεχείλισε το ποτήρι από το κώνειο και πολλοί, αμετρητοι,
σταυροί σημαδεύουν την πορεία µας ως τα σήμερα. Ο άνθρωπος του πνεύματος που ζητούν
οι καιροί δεν μπορεί να είναι ο σοφιστής, ο επαγγελματίας του πνεύματος, ο ψευδοδιανοούµενος,
αυτός πού βολεύεται στο σuρμό, στις τάσεις της εποχής του, αυτός επομένως που γίνεται
κόλακας των αδυναμιών της. Ούτε μπορεί να είναι κάποιος φιλόσοφος του τύπου «αυτός
έφα». Ό νέος άνθρωπος του πνεύματος που θα ορφανισθεί στον αστερισμό του μέλλοντος
είναι βέβαιο ότι, κατά το νόμο της εναντιοδρομίας του ιστορικού γίγνεσθαι, το
νόμο δηλαδή του Ηρακλείτου που προαναγγέλλει τη διαλεκτική του Εγέλου, θα είναι
αντίθετος προς τον σκεπτικισμό του καθαρού υλισμού και του άκρατου επιστημονισμού.
Ο Διαφωτισμός, πού έχει αρχίσει εδώ και τρείς περίπου αιώνες, θα ολοκληρωθεί µε
την ισομερή ανάπτυξη του ορθολογικού και του ανορθόλογου στοιχείου της ψυχής του
ανθρώπου. Ο εργαλειακός λόγος είναι ανίκανος να απαντήσει στα μεγάλα προβλήματα
του ανθρώπου. Ήδη τούτο γίνεται φανερό στις φιλοσοφικές αναζητήσεις του καιρού
µας. Ο άνθρωπος βλέπετε, δεν τελειώνει πουθενά. Είναι πάντα ένας ανοιχτός
λογαριασμός. Μιλήσαμε για τη βεβαιότητα που παρέχει ή έλλογη ελπίδα του
μέλλoντoς, ενός μέλλοντος στο οποίο με άγνωστη, ως χθες ταχύτητα διεισδύει το
σύγχρονο παρόν και μπορούµε πιά, χωρίς το χάρισμα του προφήτη, να προβλέψουμε.
Για την ώρα πάντως οι άνθρωποι, ή ανθρωπινότητά µας γενικά, είναι παγιδευμένοι
στην ανθρώπινη μετριότητα, σε ένα κοινό παρονομαστή νoημoσύνης, η οποία κυβερνά
και κυβερνιέται. Την σκέψη και τον κόσμο κρατάει δεμένoυς η τεχνική. Δεν
φαίνεται από πουθενά πώς οι πνευματικοί άνθρωποι του Εικοστού Πρώτου αιώνα θα
καταφέρουν να ελέγξουν αυτό πού τους παγιδεύει και τους κατευθύνει εκεί όπου
κατευθύνει και τους πολλούς, τους ανύποπτους. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει που
πάει ο πολιτισμός. Εκτός και αν συμβεί, πράγμα πού δεν το εύχομαι, εκείνο που
συνέβη µε τον επιβάτη του πλοίου που συμβολικά µας περιγράφει ο Σαίρεν Κίρκεγκααρντ
(Γρ. Φ. Kωσταράς, Soren Kierkegaard, ο Φιλόσοφος της εσωτερικότητος, εκδ. 6η,
΄Αθήνα 1992, σ. 238). Φαντασθείτε, λέει ό Δανός φιλόσοφος, ένα μεγάλο σύγχρονο
κρουαζερόπλοιο με χίλιους επιβάτες. Είναι απόβραδο. Εύθυμη ατμόσφαιρα. Όλα
φωταγωγημένα αστράφτουν ευτυχισμένα, ενώ ακούγεται μεθυστική μουσική. Στο
κατάστρωμα ο καπετάνιος. Δίπλα του ο αξιωματικός της υπηρεσίας αρπάζει το
τηλεσκόπιο και το φέρνει μπροστά στα µάτια του καπετάνιου, για να ιδεί το μικρό
άσπρο σημάδι στον ορίζοντα που προμηνύει νύχτα τρομερή. Διατάσσει το πλήρωμα να
μείνει άγρυπνο. Ό ίδιος θα μείνει στο πηδάλιο. Όµως κατεβαίνει στην καμπίνα
του, όπου υπάρχει και το μοναδικό βιβλίο πού έχει μαζί του, η Bίβλoς. Την
ανοίγει και όλως περιέργως το µάτι του πέφτει στο χωρίο: «ταύτη τη νυκτί. την ψυχήν
σου απαιτούν από σού». Υπέροχα. Κάνει το σταυρό του, φοράει τη βραδυνή στολή
της υπηρεσίας και είναι έτοιμος να ασκήσει τα καθήκοντά του. Αλλά στην αίθουσα διασκεδάζουν.
Τραγούδια, μουσική, πιάτα, σαμπάνια, προπόσεις στην υγεία του καπετάνιου,
φλυαρία. Ό καπετάνιος διασκεδάζει με όλους. Τρομερή θα είναι ή νύχτα που έρχεται
και ίσως «εν ταύτη τη νυκτί» θα απαιτήσουν την ψυχή του. Ο καπετάνιος
διασκεδάζει μαζί τους. Όλοι είναι φοβερά ίδιοι, φοβερά ανίδεοι. Μονάχα ο καπετάνιος
ξέρει ότι το άσπρο σημάδι στον ορίζοντα παραμένει. Κανένας άλλος δεν βλέπει το άσπρο
σημάδι ούτε ξέρει τί συμβαίνει. Όμως ένας, μονάχα ένας, επιβάτης πού βλέπει το άσπρο
σημάδι και γνωρίζει τί θα φέρει απόψε, δεν έχει καμιά εξουσία πάνω στο πλοίο.
Ζητάει µόνο τον καπετάνιο για να του τό δείξει, αλλά ο καπετάνιος δεν θέλει
τίποτα ν΄ ακούσει και γλιστράει γελώντας στην αίθουσα και χάνεται μέσα στο ήχο
των ποτηριών πού υψώνονται «εις υγείαν» του καπετάνιου, και στους επιβάτες που υποκλίνονται
μπροστά του κάθε τόσο. Ένας όµως, εκείνος ο ταξιδιώτης, αγωνιά. Ξαναβρίσκει τον
καπετάνιο, αλλά αυτή τη φορά ο καπετάνιος τον μεταχειρίζεται µε αγένεια. Και όμως
το άσπρο σημάδι είναι εκεί, στον ορίζοντα. Είναι φοβερό. Το πιο φοβερό όμως είναι
ότι ο επιβάτης αυτός είναι ο μοναδικός πού βλέπει και γνωρίζει τί θα επακολουθήσει
απόψε, χωρίς να μπορεί νά κάμει τίποτα. Ο επιβάτης -το έδειξαν τα γεγονότα-
είχε δίκιο. Η περίπτωση µας περιγράφει µε ενάργεια το αίσθημα, την
αγωνία, μια κατάσταση, όπου ο σύγχρονος άνθρωπος καταποντίζεται μέσα στο ίδιο
του το μηδέν. Σε μια εποχή, λοιπόν, όπως η δική µας, όπου ο ίδιος ο άνθρωπος
αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο για τον άνθρωπο, σε εποχή, όπου δεν υπάρχει καμιά
αποτελεσματική προστασία εναντίον των ψυχικών επιδημιών που απορρέουν από το υποσυνείδητο,
όπου ο άνθρωπος έχασε «το αρχετυπικό αίσθημα της εξάρτησης» (Γιούγκ}, δηλαδή έχασε
την παρουσία κα( την προστασία της υπέρτερης, θείας, δύναμης, είναι δυνατόν να
βρεθεί ο αληθινός φιλόσοφος, ο αληθινός παιδαγωγός που θα υποδεΙκνυε πειστικά
δρόμους διεξόδου; Ο πνευματικός άνθρωπος πού ζητούν οι καιροί οφείλει να είναι
«ασuγχρόνιστoς», με την ευρεία έννοια. Να μην είναι δηλαδή φορέας της ψυχικής
νόσου, της αποσύνθεσης του πολιτισμού, του απανθρωπισμού του ανθρώπου. Ο
αληθινά πνευματικός άνθρωπος πρέπει να βυθίζει τις ρίζες του στην πρωταρχική
και αδιάφθορη φύση του ανθρώπου, στην πηγαία πρωταρχικότητα της ανθρώπινης
ψυχής που δεν επηρεάζεται από τις αβυσσαλέες παρορμήσεις της νεώτερης ψυχικής
ζωής, από Ιδεοληψίες και από τον νοσηρό παραλογισμό. Τα «θέλγητρα», πού κρύβουν
τη μελλοντική φθορά, θα είναι κυρίαρχα για πολύ ακόμη. Μάλλον τώρα αρχίζει ή
κυριαρχία τους. Και ο ευαγγελικός λόγος «ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά
μάχαιραν», θα είναι πάντοτε επίκαιρος. Μάχαιρα είναι ο νόμος του πνεύματος,
«λέξη, που αν αποκοπεί από το Θείο στόμα, γεννάει τη φρίκη» (Ίω.
Θεοδωρακόπουλος). Ο άνθρωπος του πνεύματος, στο όχι και τόσο άγνωστο μέλλον, δεν
μπορεί να είναι ο διανοούμενος που γνωρίσαμε σε αρκετές περιπτώσεις στο
παρελθόν, εκείνoς δηλαδή πού, ενώ ασκεί κριτική της πραγματικότητας, ταυτόχρονα
λατρεύει και τη δύναμη της εξουσίας. Γιατί δυστυχώς το είδαμε κι΄ αυτό. Κάθε
φορά πού εμφανίστηκε μια επαναστατική εξουσία από τη Ρωσία του 1917 και την
Κίνα, την Κούβα ή την ΄Αλβανία του Χότζα ως τη δικτατορία στην Ελλάδα του 1967,
υπήρξαν άνθρωποι του πνεύματος πού, αντί να βρεθούν στην απέναντι όχθη, είχαν εύκαμπτη
τη μέση μπροστά στον εκάστοτε καίσαρα. Από τη στιγμή δηλαδή πού εμφανίστηκε μια
επαναστατική εξουσία, με όποιο χρώμα, άρχισε και η εποχή των συνοδοιπόρων. ΟΙ
διανοούμενοι της κατηγορίας αυτής μπόρεσαν και εξασφάλισαν την πολυτέλεια μιας
αντίθετης ιδεολογίας. Φαινομενικά δηλαδή και εκ του ασφαλούς μέσα στη χώρα τους
ήταν ανένδοτα αντίθετοι με ένα μέρος της ιδεολογικής πραγματικότητας της χώρας
τους, ενώ ταυτόχρονα αποθέωναν ένα άλλο τμήμα, αντίθετο αυτής της ιδεολογικής
πραγματικότητας. Ο Σάρτρ π.χ. βεβαίωνε απειλητικά: «Δεν μπορείτε να συζητάτε τις
πράξεις του Στάλιν, εφ΄ όσον είναι ο µόνος που κατέχει τις πληροφορίες πού τις
δικαιολογούνε». Τέτοιες θέσεις ανθρώπων του πνεύματος θα παραμείνουν αναμφίβολα
το πιο εύγλωττο δείγμα γελοιοποίησης των διανοουμένων. Παρόμοιες δηλώσεις πνευματικών
ανθρώπων έκαμαν τον κόσμο γελοίο. Και σε ένα κόσμο γελοίο κανείς δεν μπορεί να
γελά, όπως εύστοχα παρατηρήθηκε. Ο πνευματικός άνθρωπος δεν είναι ποτέ μαζί µε τους πολιτικά και
οικονομικά ισχυρούς, δεν είναι ποτέ συνοδοιπόρος οιασδήποτε ιδεολογίας. Πάντα
βρίσκεται στην απέναντι όχθη. Με τον αντρίκιο ανθρωπισμό του ζωντανεύει το Όχι
ενός λαού στον κατήφορο, στην αλλοτρίωση, στην κατατυράννηση του ανθρώπου από άνθρωπο.
Ένας εναντίον όλων, πάσχει από αγάπη για όλους και αίρει τις αμαρτίες όλων. Ή
βία νικάει πρόσκαιρα. Η ανθρωπότητα δεν άλλαξε τόσο με τα τύμπανα του πολέμου.
Άλλαξε ουσιαστικά με τις ιδέες που έρχονται σιωπηλά με πόδια περιστεριών. Άλλαξε
με τον αυθεντικό στοχασμό, με την εξέγερση της σκέψης, τη δοκιμασία της
συνείδησης. Και άλλαξε προ παντός μέσα στην ηρεμία των επιστημονικών
εργαστηρίων. ΟΙ αλλαγές π.χ. που γνώρισε ή ανθρωπότητα από την ανακάλυψη του
Φλέμιγκ είναι πολύ μεγαλύτερες και βαθύτερες παρά οι αλλαγές από τους πολέμους
του Μεγάλου Ναπολέοντα. Χρειάζεται υπομονή και ευφυΐα για να μπορέσουμε να διασχίσουμε
τούτο τω γκρίζο χάος. Κατά τη διαλεκτική της Ιστορίας θα αμφισβητηθούν αύριο
εξίσου και οι αμφισβητήσεις. Θα ξαναερευνηθούν δηλαδή οι μεγάλοι μύθοι του
ανθρώπου: η θρησκεία, η ποίηση και η τέχνη, η πολιτική και η φιλοσοφία, η
επιστήμη και το πνεύμα της τεχνικής, η γλώσσα, η εργασία, η αγάπη και ο
θάνατος. Όταν λέμε «μύθος», είναι σαν να λέμε «λόγος», πνεύμα, μορφή
πολιτισμού. Ναι, και ο θάνατος. Είναι κάτι πού συνήθως αποφεύγουμε να το
τονίσουμε. Βέβαια, ο θάνατος είναι κάτι του οποίου πείρα παίρνουμε µέσω του
θανάτου του άλλου και που πάντως δεν υπόκειται σε έρευνα. Θέλω να ειπώ επομένως:
ότι θα ιδούµε τον θάνατο από άλλη οπτική γωνία, μεταφυσική. Γιατί από τη θέση
πού παίρνουμε απέναντί του -είναι πέρασμα, μετάβαση ή εξαφάνιση;- προσμετρούμε το
νόημα και την ποιότητα της ζωής µας. Έπειτα, τί είναι αυτό πού ονομάζουμε «σκέψη»
μπροστά σε ό,τι ονομάζουμε «ζωή» και «θάνατο»; Ο επιβάτης του κρουαζιερόπλοιου είναι ακόμα στη θέση του και
βλέπει το άσπρο σημάδι στον ορίζοντα. Θα βγει άραγε ο καπετάνιος από την παχυλή
αδιαφορία, την άνοστη ρουτίνα; Θα πάψουν οι επιβάτες του πλοίου, πού ταξιδεύει απόψε
προς τον αστερισμό του Εικοστού Πρώτου αιώνα, θα πάψουν τη λυσσασμένη αναζήτηση
της «ευτυχίας»; Θα συνειδητοποιήσουν,
τάχα, όπως ο Σωκράτης, ότι θα βρουν την ευτυχία αν πάψουν να την κυνηγούν; Το άσπρο
σημάδι στον ορίζοντα θα ξυπνήσει τις συνειδήσεις, θα σηκωθεί η καταιγίδα του ανθρώπινου
νου που θα ξεπλύνει τον πλανήτη από τόσα απόβλητα; Θα πάψει ο άνθρωπος, ο κατ΄ εξοχήν
παίκτης στο Παιχνίδι του Κόσμου, να είναι μόνιµα ο χαμένος; Για την ώρα δεν μπορούμε
να ιδούμε πιο μακριά από τη θολούρα της καταναλωτικής κοινωνίας µας. Δεν είμαστε
αισιόδοξοι, αλλά ούτε και απαισιόδοξοι. Εκείνο πού λογικά ξέρουμε είναι ότι δεν
μπορούμε να ζήσουμε χωρίς την ελπίδα, ότι η ζωή θα ξαναβρεί τις φλέβες της. Ό πνευματικός άνθρωπος, για τον οποίο διατυπώσαμε τις πιο
πάνω αποσπασματικές απόψεις, δεν βρίσκεται πίσω από τούς γαλαξίες. Είναι «κρυμμένος»
στα αληθινά βάθη της ύπαρξής µας. Όπως και ο Θεός. Και μένει τώρα να βγει από την
οντολογική λήθη του, Συνήθως ευχόμαστε ο ένας στον άλλο να είμαστε «ευτυχισμένοι».
Καλό είναι αυτό. Το καλύτερο όμως θα ήταν να ευχόμαστε εκείνο πού λέει ο Πλάτων
σε έναν από τους νεανικούς του διαλόγους, στον «Χαρµίδη»: Να σωφρονούμε. Άς κάμουμε
μιαν αρχή. Μια φραστική ικανότητα είναι στο κάτω-κάτω. Και όμως, τόσο δύσκολο να
το ευχηθούμε. Γιατί; Δημήτρης Γ. Κατσαφάνας Από το περιοδικό ΕΥΘΥΝΗ τεύχος 413 / Μάιος 2006, σσ. 251 –
254, Αθήνα 2006