Vekrakos
Spartorama | «Άγνωστες σελίδες του ’21: Θεόδωρος Δ. Κανταριτζής», από τον Δημήτρη Κατσαφάνα

«Άγνωστες σελίδες του ’21: Θεόδωρος Δ. Κανταριτζής», από τον Δημήτρη Κατσαφάνα

Δημήτριος Κατσαφάνας 25/02/2021 Εκτύπωση Ιστορία Κοινωνία Λακωνία
«Άγνωστες σελίδες του ’21: Θεόδωρος Δ. Κανταριτζής», από τον Δημήτρη Κατσαφάνα
Ο Άγνωστος «Κανάρης της Δωδεκαννήσου»
Οδός Εμπόρων

Προτού σας αφήσω να απολαύσετε το κείμενο θα άθελα να υπογραμμίσω τρία σημεία που πρέπει να έχουμε υπόψη μας: 

  1. Οι Έλληνες του ’21 ξεσηκώθηκαν εντελώς μόνοι. Τα ευρωπαϊκά κράτη ήταν εναντίον της επανάστασης, από τον φόβο μήπως το μικρόβιο εξαπλωθεί σε όλη την Ευρώπη, η οποία μετά τους Ναπολεόντειους πολέμους, βρισκόταν κάτω από την Ιερά Συμμαχία του Μέττερνιχ. Ενδεικτικό είναι ότι και ο ίδιος ο Ι. Καποδίστριας, υπουργός Εξωτερικών του Τσάρου, θεωρούσε το εγχείρημα απολύτως ανεδαφικό, και συμβούλευε σε επιστολές του μέλη της Φιλικής Εταιρείας να επανεξετάσουν, για εκείνα τα χρόνια τουλάχιστον, την ιδέα, της εναντίον των Τούρκων, σχεδιαζόμενης Επανάστασης.
  2. Όποιος πολεμάει το ’21, για τη λευτεριά, αυτός τη γνωρίζει ολοζώντανη, σαστίζει και θαυμάζει για το φανέρωμά της. Εκείνο το «Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή», αυτό τον βαθύ θαυμασμό του αγωνιστή, εκφράζει. Ένας τέτοιος αγωνιστής, άγνωστος στο ευρύ κοινό, είναι και ο αγωνιστής που κατάγεται από την γειτονική Κουμουστά του Ανατολικού Ταϋγέτου.
  3. Μην σας αποθαρρύνει το μέγεθος του άρθρου. Πολύ γρήγορα θα ανακαλύψετε ότι είναι μια πολλή ενδιαφέρουσα περιγραφή προσώπων και γεγονότων γραμμένη με μοναδικό τρόπο από ένα μαέστρο της γλώσσας και βαθύ γνώστη της ιστορίας, αλλά και έναν δάσκαλο που ξέρει να γοητεύει. Θυμηθείτε τότε που ακούγατε ιστορίες από τη γιαγιά σας και ευχόσαστε να μην τελειώσουν ποτέ... 

Ν.Μ., spartorama.gr



Θεόδωρος Δ. Κανταριτζής:

Ο Άγνωστος «Κανάρης της Δωδεκαννήσου»

 

Δημήτρης Κατσαφάνας, Φιλόλογος - συγγραφές


«Οι σύντροφοι τέλειωσαν με τη σειρά
με χαμηλωμένα μάτια. Τα κουπιά τους
δείχνουν το μέρος που κοιμούνται στ’ ακρογιάλι.
Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη».

(Γ. Σεφέρης, Μυθιστόρημα)


Βιογραφικά στοιχεία – Γενικές πληροφορίες

Αν οι προβολείς της μεγάλης ιστορίας του Έθνους είχαν φωτίσει περισσότερο το ναυμάχο Θεόδωρο Κανταριτζή ασφαλώς θα είχε πάρει  τη θέση, και επίσημα, κοντά στον Κωνσταντίνο Κανάρη και τον Αθανάσιο Μιαούλη. Μπορεί η ιστορία να µην τον πρόσεξε, μπορεί να τον προσπέρασε, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η παλαίστρα της ζωής ταυτίζεται κιόλας µε την όποια αντικειμενική διεύθυνση έχει πάρει η ιστορία. Το ιστορικό γίγνεσθαι προσδιορίζεται άλλοτε από την πηγαία δύναμη του ανθρώπου, την αποφασιστικότητα του προσώπου, και άλλοτε από την αναγκαιότητα των πραγμάτων, από το ανώνυμο κοινωνικό σύνολο Η ελληνική ιστορία, όπως έχει παρατηρηθεί, είναι κυρίως προσωποπαγής ιστορία.

Πολλές δυνάμεις κινούν την ιστορία. Η  προσωπικότητα είναι η µια, η κύρια δύναμη, Αναμφίβολα κάθε φορά που προχωρεί η ιστορία κάνει στο τέλος τον απολογισµό της και φωτίζει τα πρόσωπα µε τα οποία προχώρησε. Η ολότητα όμως της διαφεύγει. ΄Έτσι κάποια πρόσωπα διέφυγαν την προσοχή της ή δεν  γύρισε να τα φωτίσει, να τα δικαιώσει, αν και υπηρέτησαν τους σκοπούς της. ΄Ένα συγκεκριμένο παράδειγμα είναι η αγνοημένη δράση, κατά τη Μεγάλη Επανάσταση του Εικοσιένα, του Θεόδωρου Δ. Κανταριτζή στο ανατολικό Αιγαίο. Οι ιστορικοί της εποχής αρκούνται σε απλή μνεία του.

Ο ιστορικός Σπυρίδων Τρικούπης, για τον αποκλεισµό των βόρειων παραλίων της Κρήτης κατά την Επανάσταση του Εικοσιένα από τον Θεόδωρο Κανταριτζή αρκείται να γράψει τα εξής: «Παρέπλεον δε καί τινα Κάσσια πλοία υπό τον Θεοδωρήν Καταρτσήν εις ενίσχυσιν του Αγώνος»1. Για δε τον ηρωικό θάνατό του: «Αλλά την επαύριον καθ΄ ην ώραν ευθύµουν οι Κάσσιοι ψάλλοντες τα νικητήρια και εκανιοβόλουν, αφήρπασεν ο θάνατος τον ευκλεώς και ενθοuσιωδιώς αγωνιζόµενον Κανταρτσήν, θλασθέντος ενός των κανονίων της ναυαρχίδος και θανασίµως τρώσαντος αυτόν2. Ο ιστορικός του ΄Έθνους Κων/νος ΓΙαπαρρηγόποuλος εξάλλου, σε αναγνώριση της συμβολής του Θεόδωρου Κανταριτζή, του γενναίου ναυμάχου, ο οποίος καταγόταν, όπως θα ιδούµε, από την Κουµουστά, την εύανδρο κώµη του ανατολικού Ταϋγέτου, από την πολυσχιδή πολεμική του δράση αναφέρει τούτα µόνο: «Θεόδωρος Κανταριτζής - πλοίαρχος, προϊστάμενος της Κασσιακής μοίρας 10 πλοιαρίων, επολιόρκησε τα Χανιά το 1822 και ήθελε αναγκάσει αυτά εις παράδοσιν, εάν ο θάνατος αυτού ενθενεχθείς υπό της θραύσεως του ιδίου πυροβόλου δεν επήνεγκε την διάλυσιν και τον διασκορπισµόν της όλης µοίρας»3.

Ανάλογα αναφέρει, όπως θα ιδούµε, όταν έλθει η κατάλληλη στιγμή, και ο σύγχρονος µε την Επανάσταση ιστορικός Κυρ. Κριτοβουλίδης.

Η συμβολή του Θεόδωρου Κανταριτζή στον αγώνα της Ανεξαρτησίας έχει για µας πρόσθετη σημασία. Μας συγκινεί η ιστορική του παρουσία και για το λόγο ότι καταγόταν από την ορεινή Κουμουστά, την οποία ποτέ δεν ξέχασε, αφού ο πατέρας του Δημητράκης Σκιαδάς-Κανταριτζής ήταν γέννημα και θρέμμα της. Στοιχεία, που θα παραθέσουμε πιο κάτω, ρίχνουν για πρώτη φορά ένα φευγαλέο φως στον πατέρα Δημητράκη Σκιαδά-Κανταριτζή, από την ιστορική Κουμουστά που γέννησε τον ένδοξο ναύαρχο, Θεόδωρο Κανταριτζή. Η τύχη σ΄ αυτό στάθηκε ευνοϊκή. Τελευταία δηλαδή περιήλθαν στα χέρια µου τέσσερα έγγραφα σε φωτοτυπία και είναι τα εξής:

  1. Χειρόγραφο ιδιόχειρη διαθήκης του Δημητρίου Σκιαδά-Κανταριτζή, µε χρονολογία 1811.
  2. Έγγραφο των «προεστών και δημογερόντων της νήσου Κάσου», µε χρονολογία1819, Οκτωβρίου 10ο, σχετικό µε τη ναυπήγηση του εμπορικού πλοίου του Θεόδωρου Κανταριτζή µε την επωνυμία «Αµαζών».
  3. Πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δημητρίου Σκιαδά από τους προκρίτους της Κάσου, µε χρονολογία 19 Φεβρουαρίου 1824.
  4. Βεβαιωτικό έγγραφο των προκρίτων της Κάσου στο οποίο αναφέρονται οι νόμιμοι κληρονόμοι του Θεόδωρου Σκιαδά-Κανταριτζή, µε χρονολογία 10 Ιουλίου 1830. 

Αξίζουν ίσως δυο λόγια για τον τρόπο µε τον οποίο τα έγγραφα αυτά, έστω και σε φωτοτυπία, περιήλθαν στην κατοχή µου. Φαίνεται πως ό.τι ξεχνά συχνά η ιστορία, το αναλαμβάνει. η τύχη. Ο άγνωστος δηλαδή σε µένα, Κάσιος την καταγωγή και υπερήφανος απόγονος του μεγάλου ναυμάχου Θεόδωρου Κανταριτζή, κ. Ιωάννης; Ξυδιάρης είδε τυχαία σε βιβλιοπωλείο των Αθηνών το βιβλίο µου Στη σκιά του Ταϋγέτοu, Παλαιοπαναγιά - Ανώγεια - Ξηροκάμπι (1989). Το τοπωνύμιο «Ξηροκάμπι» κάτι του θύμισε. Ξεφuλλίζοντάς το, είδε µε έκπληξη να γίνεται λόγος για την ορεινή Κουµουστά, θέρετρο σήμερα του Ξηροκαμπίου, πατρίδα του Δημητρίου Σκιαδά-Κανταριτζή, πατέρα του ήρωα Θεόδωρου Κανταριτζή και µακρινού προγόνου του. Σχετικά. έγγραφα της ιστορικής οικογένειας, που διασώθηκαν και είχε υπόψη του ο ανωτέρω απόγονος, έκαναν λόγο για την άγνωστη σ΄ αυτόν, ένδοξη κόμη της Κουµουστάς. Με αναζήτησε και έτσι, έπειτα από διακόσια τόσα χρόνια, η ψυχή των Κανταριτζήδων, σε πείσμα του βιολογικού νόμου της λήθης, επιστρέφει στην Κοuμοuστά του Ταϋγέτου. στη μεγάλη μητέρα που έγινε πέτρα και σαν άλλη Νιόβη συλλογίζεται και κλαίει για τα παιδιά της που χάθηκαν. 

Όπως συνάγεται από την ιδιόχειρη διαθήκη του και τα λοιπά έγγραφα, ο Δημήτριος Σκιαδάς γεννήθηκε στην Κοuµουστά. Πατέρας του ήταν ο Θεόδωρος Σκιαδάς. κάτοικος Κουµουστάς; και μητέρα του η Κωνσταντίνα, το γένος Σγούπη από την Τόριζα, κώμη βορειοδυτικά της Κουµουστάς. Μικρός ο Δημήτριος -θα τον αναφέρουμε στο εξής ως «Δημητράκη» καθώς γράφεται ο ίδιος στη διαθήκη του- περίπου 10-15 χρόνων φεύγει μαζί µε τη μητέρα του Κωνσταντίνα από την Κουµουστά και τον βρίσκουμε στη Νέα Έφεσο της Μ. Ασίας, όπου ασκεί το επάγγελμα του ζυγιστή. Ο πατέρας φαίνεται ότι έχει πεθάνει πρόωρα στην Κουμουστά και η χήρα Κωνσταντίνα, άγνωστο για ποιους λόγους, εκπατρίζεται και, μέσα από δοκιμασίες, φτάνει στη Νέα Έφεσο. Τι ανάγκασε την Κωνσταντίνα να πάρει το μικρό Δημητράκη και να περάσει ωκεανούς για να φτάσει τόσο μακριά; Η επιχωριάζουσα παράδοση περί την Κάσο, την οποία έχουν αποδεχτεί, ελλείψει στοιχείων, και νεώτεροι τοπικοί ιστορικοί, θέλει την Κωνσταντίνα να φεύγει από την Κουµουστά για να γλιτώσει το παιδί της από το παιδομάζωµα. Την άποψη αυτή βρίσκουμε στο Λεύκωµα της Κάσου του γιατρού Κωνσταντίνου Ν. Φραγκούλη, που εκδόθηκε στο Πορτ Σάιδ στα Ι921. 

Αναφέρεται, λοιπόν, εκεί ότι: «Ων ορφανός εκ πατρός και φεύγων μετά της μητρός του μακράν της γενετείρας, ίνα µη συλληφθή παρά των Μουσουλμάνων κατά το επαίσχυντον «Παιδομάζευμα», ως ελέγετο το ανόσιον αυτών έργον, του διά της βίας εξισλαμισμοιύ των Ελληνοπαίδων, εγκατεστάθη εις την Νέαν ΄Εφεσον επαγγελόμενος τον ζυγιστήν εν τω τελωνείω αυτής»4!

Η αποδοχή του «παιδομαζώματος» ως αιτίας της φυγής της Κωνσταντίνας Σκιαδά με το παιδί της σε ένα τόσο μακρινό μέρος. όσο και αν μας διευκολύνει, δεν ανταποκρίνεται στα πράγματα. Το παιδομάζωμα γινόταν κυρίως στην πρώτη περίοδο της Τουρκωτρατίας. μέχρι το 1715, που είναι και η πιο σκοτεινή περίοδος της πιο βαρειάς δουλείας. Αλλά και αργότερα, κατά τη διάρκεια της ύστερης τουρκοκρατίας, υπήρξαν ιδιαίτερα ανώμαλες περίοδοι. όπως η δεκαετία που ακολούθησε την επανάσταση των Ορλώφ (1770), όπου η ζωή των ραγιάδων ήταν στο έλεος των κατακτητών. Λόγοι ασφαλείας και επιβίωσης ανάγκασαν μητέρα και παιδί να φύγουν μακριά από την Κουμουστά.

Η φυγή μητέρας και παιδιού και ένα τέτοιο μακρινό ταξίδι στις θάλασσες, που ποτέ δεν τις είχαν φανταστεί πάνω στα ορεινά τους κρησφύγετα, δεν οφειλόταν στο «Παιδομάζωμα», αλλά σε άλλους λόγους, λόγους ασφαλείας; και επιβίωσης. Με βάση το γεγονός ότι ο Δημήτριος Σκιαδάς, όταν έφευγε από την Κουμουοτά, ήταν μικρός, ας υποθέσουμε 10-15 χρόνων, λίγο μικρότερος ή μεγαλύτερος δεν έχει σημασία, ότι ακόμη όταν συντάσσει τη διαθήκη του, στην Κάσο στα 1811, ήταν ηλικιωμένος, γύρω, ας υποθέσουμε πάλι, στα 50 χρόνια του ή έστω και μεγαλύτερος. ότι ήδη στα 1824 έχει πεθάνει, αφήνοντας μεγάλα πια παιδιά, είναι θεμιτό να δεχτούμε ότι η μητέρα Κωνσταντίνα και ο μικρό Δημητράκης θα έφυγαν από την Κουμουστά στη δεκαετία του 1770. Η δεκαετία του 1770 είναι περίοδος διώξεων και σφαγών, περίοδος της πιο άγριας λεηλασίας του τόπου. Η θύελλα είχε έρθει από το Οίτυλο της Μάνης. Ο ρωσικός στόλος με 1200 στρατιώτες υπό τον Αλέξιο Ορλώφ, με εντολή της Αικατερίνης της Ρωσίας. είχε προσορμισθεί εκεί. Ξεσηκώθηκε ο Μοριάς στο πλευρό τους εναντίον των Τούρκων. ΄Ένα τμήμα των ενόπλων, με 21 Ρώσους και πολλούς Μανιάτες, στις 26 Φλεβάρη (9 Μάρτη) του 1770, έπειτα από συγκρούσεις με τους ντόπιους Τουρκοβαρδουνιώτες, φθάνουν στο Μυστρά και παρά τη παράδοση των Τούρκων του κάστρου έπειτα από συμφωνία, οι Μανιάτες σφάζουν τους Τούρκους χωρίς διάκριση. Δεν είναι εδώ ο τόπος να περιγράψουμε τον ξεσηκωμό των ραγιάδων, τις προετοιμασίες που είχαν προηγηθεί για την επανάσταση αυτή, τις συγκρούσεις; τις λεηλασίες που ακολούθησαν. την αίσθηση των ραγιάδων ότι ελευθερώνονται,  αισιοδοξία δυστυχώς που κράτησε τόσο λίγο, γιατί οι Ρώσοι αποχώρησαν ηττημένοι, αφήνοντας τους ραγιάδες στο έλεος των Τούρκων. Θα σημειώσουμε µόνο ότι η επανάσταση αυτή, γνωστή ως «Ορλωφικά», είναι µια φάση μονάχα, μικρή φάση, του ρωσοτουρκικού πολέμου του 1769, ο οποίος τελείωσε µε την υπογραφή της συνθήκης του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή στα 1774, µε όρους που υπαγόρευσε η νικήτρια Ρωσία, ευνοϊκούς βέβαια για τους υπόδουλους χριστιανικούς λαούς. Η Πύλη χορήγησε γενική αμνηστεία. Τα μπουγιουρτιά των πασάδων καλούσαν τώρα τους Μοραΐτες που είχαν πάρει μέρος στην επανάσταση να παραδοθούν: «…εσείς ραγιάδες µας όλων των νήσων Άσπρης Θαλάσσης ... οµοίως Μωραϊται και παν άλλο γένος να είσθε συγχωρεμένοι ... » Οι ραγιάδες όμως από το φόβο τους δεν παραδίνονταν. Οι Κλέφτες, εξάλλου, δεν άφηναν τα βουνά. Η Πύλη δήλωσε αδυναμία να βάλει τάξη στον τόπο και κάλεσε γι΄ αυτό κατά διαστήµατα κάπου 60.000 Αρβανίτες. Μονάχα στην Πελοπόννησο υπήρχαν 5.000 Κλέφτες. Ξεκλήρισαν όλοι. Οι Αλβανοί δεν άφησαν τίποτε όρθιο. Χιλιάδες γρόσια πήραν από τους Χριστιανούς. Και όταν δεν έβρισκαν τίποτε, σκότωναν, αιχμαλώτιζαν. ΄Όταν τελικά έφυγαν, αφού είχαν φέρει σε δύσκολη θέση και τους ίδιους τους ντόπιους Τούρκους, έσυραν πίσω τους κάπου 20.000 αιχμαλώτους, κυρίως γυναικόπαιδα. Σε µια τέτοια κατάσταση. ποια ήταν η αγωνία όλων των ραγιάδων; Να κρυφθούν, να φύγουν μακριά αν μπορούσαν.

Η Κωνσταντίνα πήρε το παιδί της κι έφυγε. ΄Ίσως και γιατί ο άνδρας της να διωκόταν από τους Αλβανούς και τους Τουρκομπαρδουνιώτες και µάλλον θα σκοτώθηκε κάπου. Θα ερχόταν η σειρά της γυναίκας του και του παιδιού του. ΄Ίσως. Αλλά ήταν δυνατό µια άπειρη γυναίκα να πάρει το δρόμο της προσφυγιάς, µε σκοπό μάλιστα να καταλήξει στη Ν. ΄Έφεσο της Μ. Ασίας; Ασφαλώς όχι. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η απροστάτευτη γυναίκα μέσα στη θύελλα που είχε εξαπολυθεί, ακολούθησε κάποιον δικό της άνθρωπο. Αυτός ο άνθρωπος είναι ο πατέρας της ο «παπα-Σγούπης», όπως αναφέρεται στη διαθήκη που μνημονεύσαµε. Πρόκειται για τον Παναγιώτη Σγούπη, παπά στον Άγιο Γεώργιο της Τόριζας, φλογερό πατριώτη που κατέφυγε στα Κύθηρα το 1771 και τον οποίο έχουμε παρουσιάσει στο βιβλίο µας Στη Σκιά του Ταϋγέτου Παλαιοπαναγιά-Ανώγεια-Ξηροκάμπι, Ιστορική διαδρομή από τις ρίζες μέχρι το 1940. Ο πατέρας και παππούς Παναγιώτης Σγούπης, «παπασγούπης» της διαθήκης, σε κάποια στιγμή επέστρεψε στην Τόριζα έχοντας μαζί του και το Ευαγγέλιο του ναού του Αγίου Γεωργίου µε πολύτιμα, αν και ελάχιστα. ενθυμήματα που έχουν εκεί καταχωρηθεί.

Η θυγατέρα του, όμως Κωνσταντίνα µε το μικρό Δημητράκη δεν επέστρεψαν, άγνωστο για ποιους λόγους. Πιθανό να κρίθηκε προτιμότερο να εκμεταλλευθούν κάποια ευκαιρία που τους παρουσιάστηκε στα Κύθηρα. Ίσως κάποιος γνωστός να τους προσέλαβε στο καράβι του, µε την ελπίδα ο μικρός να σταδιοδρομήσει ως ναυτιλλόμενος. Πάντως από τα Κύθηρα και πέρα κανένα στοιχείο δεν φωτίζει την περιπέτειά τους ώσπου κατέληξαν στα Μικρασιατικά παράλια, όπου ο Δημητράκης άσκησε το επάγγελμα του κανταριτζή.

Έφηβος, λοιπόν, ο Δημητράκης Σκιαδάς στο τελωνείο της Ν. Εφέσου επαγγέλλεται τον ζυγιστή. Ήταν και αυτό ένα επάγγελμα εκείνη την εποχή. Αγράμματοι οι Οθωμανοί δεν ήξεραν να ζυγίζουν, όπως δεν ήξεραν να ζυγίζουν και οι ρώσοι χωρικοί της τσαρικής Ρωσίας.

Ο ζυγιστής λεγόταν «κανταριτζής», από τη λέξη «καντάρ» (ελλ. «καντάρι»). Ο ευφυής Δημητράκης ήξερε από την Κουµουστά να κάνει λογαριασμούς και γρήγορα έμαθε να ζυγίζει. Δυο λόγια για το καντάρι. ΄Ήταν ένα είδος φορητής ζυγαριάς. Μια σιδερένια βέργα πάχους ενός µε δύο περίπου εκατοστών και μήκους κοντά ενός μέτρου αποτελούσε τον άξονα, πάνω στον οποίο κινιόταν, κατά βούληση, το στρογγυλό βαρίδι. Ο άξονας είχε τέσσερες πλευρές. Στις δύο απ΄ αυτές ήταν χαραγμένοι αριθμοί που δήλωναν τις οκάδες (μονάδα μέτρησης βάρους κάτι περισσότερο από κιλό). Μάλιστα η µια πλευρά µε τους αριθµούς έδειχνε τις οκάδες μέχρι περίπου είκοσι, ενώ η αντίστοιχη έδειχνε μεγαλύτερα βάρη, γι αυτό, όταν ζύγιζαν από αυτή, έλεγαν ότι ζύγιζαν από τις «βαρειές», σε αντίθεση προς την άλλη, που ζύγιζαν από τις «ελαφρές». Στην άκρη του άξονα υπήρχαν αλυσίδες που συγκρατούσαν το ζυγιζόμενο βάρος, καθώς δύο άνδρες αντικρυστά βαστούσαν στους ώµους τους, πάνω σε έναν ξύλινο πήχυ, το καντάρι και το ζυγιζόμενο είδος. Αυτό ήταν το εργαλείο και το επάγγελμα, µε το οποίο ο νεαρός Δημητράκης στη Ν. ΄Έφεσο έβγαζε το ψωμί του. ΄Έκτοτε το επώνυμο του Δημητράκη Σκιαδά έγινε «Κανταριτζής», που σήμαινε, όπως είπαμε, τον επαγγελλόμενο ζυγιστή. Αλλά και το όνομα Σκιαδάς, που απαντά ευρύτατα στην περιοχή της Σπάρτης, είναι επαγγελματικό, γιατί σήμαινε τον τεχνίτη που κατασκεύαζε σκιάδια, καπέλλα δηλαδή.

Το επώνυμο του γιου του, του ναυάρχου Θεόδωρου, τον οποίο θα γνωρίσουμε πιο κάτω. απαντά στα έγγραφα σε πολλούς; Τύπους5. Απαντά ως Κανταρζής, ή Κανταριτζής ή Κανταρατζής ή Κανταρτζόγλου. Η κατάληξη -όγλου είναι κατάληξη πατρωνυμικών ονομάτων και σημαίνει εκείνον από τον οποίο γεννήθηκε, όπως π.χ. Κόντογλου, Πεσµατζόγλου κ.λπ.

Αλλά ας επιστρέψουμε στο μικρό Δημητράκη Σκιαδά, στο τελωνείο της Νέας Εφέσου. Κάποια μέρα, κατά την παράδοση πάντα, φιλονίκησε µε κάποιον Τούρκο. Προσβλήθηκε από το φέρσιμο του Τούρκου, ήρθε σε απόγνωση. Αρπάζει το βαρίδι του κονταριού και σκοτώνει τον Τούρκο. Δεν του απομένει τώρα παρά να φύγει από τη Νέα Έφεσο. Με τη μητέρα του μπαίνει σε πλοίο, που βρέθηκε εκεί, και φεύγει για την Κρήτη. Εδώ παντρεύεται μια χήρα, που καταγόταν από την Κάσο, και αποκτά μαζί της τέσσερα παιδιά, το Θεόδωρο -Θοδωρή ή Θοδωράκη, όπως τον φώναζαν- που ήταν και ο πρώτος, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι έφερε το όνομα του παππού του Θεόδωρου Σκιαδά από την Κοuμοuστά, τον Γεώργιο. που επονομάστηκε αργότερα Διακογιώργης από το «διάκων»-«διάκος», ίσως για το ιερατικό αξίωμα ή, το πιθανότερο, για τα «διακονήματα», τις υπηρεσίες, που πρόσφερε σε ιερωμένο της τοπικής εκκλησίας, καθώς επίσης και δύο θυγατέρες, τη Μαρία και τη Σμαραγδή ή Σμαράγδω. Δεν γνωρίζουμε το όνομα της γυναίκας του, αλλά ότι είχε τα πιο πάνω τέσσερα παιδιά. από τα οποία το ένα είναι ο Γεώργιος, μας πληροφορεί ένα βεβαιωτικό έγγραφο της 19ης Φεβρουαρίου 1824, καθώς και ένα δεύτερο της 10ης Ιουλίου 1830 της Δημογεροντίας της Κάσοu. Για τη ζωή του Δημητρίου Σκιαδά-Κανταριτζή στην Κρήτη τα σχετικά έγγραφα ουσιαστικά σιωπούν. 

Από σημειώσεις του -ενθυμήματα- που έχει καταχωρίσει στην πίσω σελίδα του χειρογράφου της διαθήκης του ο Δημητράκης Σκιαδάς-Κανταριτζής, έχουμε την πληροφορία ότι έχανε γενικό εμπόριο στην Κάσο. Εμπορευόταν σαρδέλλες, ξυλάνθρακες, κάρβουνα δηλαδή, μέλι και άλλα είδη διατροφής και πράγματα πρώτης ανάγκης, είδη παντοπωλείου. Οι σημειώσεις του καταχωρίστηκαν χωρίς χρονολογική σειρά, πράγμα που σημαίνει ότι ο διαθέτης Δημητράκης Σκιαδάς-Κανταριτζής, αφού συνέταξε τη διαθήκη του το 1811, σκέφτηκε να σημειώσει από μνήμης εμπορικές του συναλλαγές για να τις έχουν υπόψη τους οι κληρονόμοι του. Σημειώνει το καταναλωτικό αγαθό, το υπολογίζει σε γρόσια ή αναγράφει το ποσό που δάνεισε σε κάποιον ή το ποσό που εξόφλησε σε κάποιον ο ίδιος, ενώ δεν παραλείπει να σημειώσει ότι έχει αφήσει χρήματα, «παράδες», σε κάποιον προς φύλαξη.

Οι πάσης φύσεως συναλλαγές του καλύπτουν τα έτη 1808-1809.

Οι σημειώσεις του έχουν καταχωριστεί ανάλογα με την περίπτωση σε τρεις ενότητες, τα δε διάφορα ποσά, που ανέρχονται κατά γενική εκτίμηση σε 200 με 300 γρόσια, καταγράφονται με ακρίβεια και τάξη, ενδεικτική του χαρακτήρα του, των καλών λογαριασμών που έκανε με τους συναλλασσομένους. Η εμπορική πίστη που ενέπνεε το πρόσωπό του, οι οικονομικές διευκολύνσεις σε συγγενείς του και άλλους, με το αζημίωτο βέβαια, καθώς και οι γνωριμίες που είχε από τη δουλειά του με πρόσωπα από άλλα μέρη, όπως από την Πόλη ή τη Νάξο, δίνουν την εικόνα ανθρώπου που είχε αποκτήσει και περιουσία και όνομα καλό. Ο μικρός αυτός πρόσφυγας από την Κοuμοuστά, στη Νέα ΄Έφεσο, στην Κρήτη και τελικά στην Κάσο, µε την εργατικότητά του, τη συνέπειά του και την τιμιότητά του, όχι µόνο δεν είχε χαθεί, δεν είχε αφομοιωθεί στα ξένα όπου τον έριξε η τύχη, αλλά µε την οικογένειά του, µε τα τέσσερα παιδιά του παντρεμένα. υπολογιζόταν για κοινωνικός παράγοντας στο νησί. 

Από τις σημειώσεις του -ενθυμήματα- που αναγνώσαμε βιαστικά και χρήζουν μιας νέας ανάγνωσης, παραθέτουμε χαρακτηριστικά δείγματα, αποκαθιστώντας την ορθογραφία:

 

- 1808, Σεπτεµβρίου 20. έδωκα του γαμπρού µου του (α)γροφύλακα ένα βαρέλι (σαρδέλλα (…) το πούλησε της (…) γρ. 49

- 1809… να τα πουλήσει σε δικό µου λογαριασμό, να φυλάξει τους παράδες, συνάξει κάτις λάδι και να το πουλήσει (;)

- 1808. Μαρτίου πρώτη, της Ελένας της Κυργιάς έδωκα γρ. 10

- 1809. Νοεµβρίου 16, έδωκά της ακόμα γρ.10/20---;/20. της Φωτουλιάς της ανιψιάς µου (-) το (φασ)µέλι γρ. 5.91 (;)

- 1808, Αυγούστοu 12, έδωκα της διακόνισσας του Ιουλάνη γρ. 6

- γρ. 10. Σαγιάς Θα(νάσης) από την Πόλη, δύο φορές τα επήρε.

Σχετικά µε τα παιδιά του, γνωρίζουμε ότι τα δύο αγόρια, άνδρες πλέον, βρίσκονται στην Κάσο. ότι ο Γιώργος μάλιστα είναι ένας περιζήτητος στην εποχή του ναυπηγός, και ο Θεοδωρής είναι ιδιοκτήτης εμπορικού πλοίου. Ο πατέρας στα 1824 έχει πεθάνει, κοντά ίσως εβδομήντα χρονών. ΄Έτσι ο Δημήτριος Σκιαδάς, ο μετέπειτα Κανταριτζής, ο «Μοραίτης», «όστις ήτον από χωρίον Κουµούοτα» κλείνει τα µάτια του στην Κάσο, στο νησί της γυναίκας του, κοντά στα παιδιά του που αξιώθηκε να τα ιδεί µε δουλειές δικές τους και µε περιουσία σημαντική. Σίγουρα στις καλές στιγμές της ζωής του θα θυμόταν την περιπετειώδη φυγή του από την Κουµουστά, τα άγρυπνα µάτια της μητέρας του Κωνσταντίνας από «το χωρίον Τόρζα», θα ήταν το μοναδικό φως στο ταξίδι του και στις αντίξοες συνθήκες της ζωής. Ποτέ δεν ξέχασε την Κουμουστά. Στη διαθήκη του, που τη συντάσσει στην Κάσο στα 1811, είναι έκδηλος ο δεσµός του µε τη γενέτειρα. «Αυτά είναι γονικά µου», σημειώνει, «και εάν έρθη κανένα µου παιδί από τα παιδιά µου και θέλη να τα πουλήση, να µην έχη από κανένα πείραξη». Αλλά και τα παιδιά του δεν ξέχασαν την Κουµουστά και την Τόριζα, κι ας µην τους επέτρεψαν οι συνθήκες της ζωής να γνωρίσουν τον τόπο από κοντά. Οι διηγήσεις του, ιδιαίτερα της γιαγιάς Κωνσταντίνας, χάραξαν στην ψυχή των παιδιών ολοζώντανα τα πρόσωπα των συγγενών τους, τη φυσιογνωμία του τόπου, µακρινό όνειρο πια για τα παιδιά αυτά. ΄Όταν τα ίδια μεγαλώσουν και έχει πια τελειώσει η Επανάσταση του Εικοσιένα, στα 1830, με πληρεξούσιο τον αδελφό τους Γεώργιο, θα αναζητήσουν την περιουσία του πατέρα τους στην Κουμοuστά. 

Μάλιστα είναι πολύ πιθανό ο Γεώργιος να επισκέφθηκε την Κουμουστά ως κληρονόμος της πατρικής περιουσίας και σε εκτέλεση της διαθήκης του πατέρα τους. Τίποτε δεν αποκλείει, αντίθετα μάλιστα φαίνεται σχεδόν βέβαιο ότι ενωρίτερα την Κουμουστά είχε επισκεφθεί και ο Θεοδωρής. Συσχετισμοί γεγονότων και στοιχείων συγκλίνουν στην άποψη ότι ο μελλοντικός ναυμάχος έφτασε στην Κουμουστά στα 1819, όταν καθέλκυσε το ιδιόκτητο εμπορικό πλοίο του, που μόλις είχε ναυπηγηθεί στην Κάσο και ζούσε ακόμη ο πατέρας του. Ήταν το πρώτο, το παρθενικό ταξίδι του πλοίου. Αλλά γι΄ αυτό θα μιλήσουμε στις σελίδες που αφιερώνουμε ειδικά για το γενναίο αυτό ναύαρχο του 1821. 

Μέχρις εδώ σκιαγραφήσαμε την περιπέτεια που επιφύλαξε η ζωή στον Δημητράκη Σκιαδά-Κανταριτζή. Καιρός τώρα να στρέψουμε την προσοχή μας σε ένα από τα παιδιά του, το Θοδωρή, 


Θεόδωρος Δ. Κανταριτζής, ο μεγάλος ναυμάχος του Αιγαίου 

Ο Θεόδωρος -ο Θοδωρής, όπως τον φώναζαν- Κανταριτζής είναι ο μεγάλος άγνωστος από τους Ήρωες του Εικοσιένα. Με αφετηρία τη βραχώδη και αλίμενο ηρωική Κάσο, έδρασε με το στολίσκο του στο νοτιοανατολικό Αιγαίο, αποκομμένος από την κεντρική επαναστατική διοίκηση και από το κύριο σώμα των άλλων ελληνικών δυνάμεων του Αιγαίου. Γεννημένος στην Κάσο από μητέρα Κασιώτισσα -άγνωστο το όνομά της- μεγάλωσε μέσα στη φοβερή φουρτούνα της θάλασσας. Όμως η Θάλασσα, γλυκειά ή πικρή, δεν μπόρεσε να νικήσει, στην ανθρώπινη καρδιά του, τα βουνά της Κουμουστάς. ΄Ήταν τα λημέρια των κλεφτών. Τα γνώριζε από τις διηγήσεις της γιαγιάς του Κωνσταντίνας και του πατέρα του Δημητράκη Σκιαδά. Από τον πατέρα του, λοιπόν, ήταν αληθινός Koυμoυστιώτης. Ο Θεοδωρής Κανταριτζής, ο «Κανάρης της Δωδεκανήσου» όπως επονομάστηκε, είναι εκείνος που η φήμη του ενίκησε και αυτόν το θάνατο στις καρδιές και στην ιστορική μνήμη των Κασίων και των Κρητών. 

Στο Α΄ μέρος αναφερθήκαμε στην περιπέτεια του πατέρα του, δώσαμε κάποια βιογραφικά στοιχεία του. Σ΄ αυτά ας προσθέσουμε ότι ο Δημητράκης Σκιαδάς-Κανταριτζής, αφού παντρεύτηκε στην Κρήτη, όπου κατέφυγε μετά τη Νέα ΄Έφεσο, κατέληξε στην Κάσο, στην πατρίδα της γυναίκας του. Στην Κάσο ίσως να υπήρχε μικρή περιουσία της γυναίκας του. Εκεί γέννησε τα τέσσερα παιδιά του, δυο κορίτσια, τη Μαρία πρώτα, έπειτα τη Σμαράγδη, και δύο αγόρια το Θεοδωρή και το μικρότερο Γεώργιο7. Ο Θεόδωρος και ο Γεώργιος πρέπει να ήσαν πολύ εργατικοί και ευφυέστατοι, αφού ο Θεόδωρος έχει αποχτήσει περιουσία που του δίνει τη δυνατότητα να ναυπηγήσει ιδιόκτητο εμπορικό πλοίο, ενώ ο Γεώργιος είναι κιόλας ένας φημισμένος ναυπηγός.

Για τη ναυπήγηση του εμπορικού αυτού πλοίου υπάρχει επίσημο έγγραφο της Δημογεροντίας της Κάσοu με χρονολογία 10 Οκτωβρίου 1819,  το οποίο και παραθέτουμε, αφού αποκαταστήσαμε πλήρως την ορθογραφία του πρωτοτύπου8.

«Διά της παρούσης ημών ενσφραγίστου και ενυπογράφοu πατέντας δηλοποιούμεν ημείς άπαντες οι προεστώτες και δημογέροντες της νήσου Κάσου, ότι ο παρών Καπετάν Θεοδωρής Κανταρτζόγλου, συμπατριώτης μας, κατεσκεύασεν το ίδιον καράβι, όπου καβαλικεύει ενταύθα επάνω εις την νήσον μας Κάσον. Και εις μεν το χιλιοστόν οκτακοσωστόν δέκατον όγδοον έτος Αυγούστου έκοσι το εθεμελίωσεν, το έρριψεν δέ εις τον αιγυαλόν εις χιλιοστόν οκτακοσιοστόν δέκατον ένατον έτος Οκτωβρίου 10. Ο πρωτομάστορας αυτού Γεώργιος Κανταρτζόγλου, συμπατριώτης μας και αυτός και αδελφός του ιδίου καπετάνου. Είναι δε μπρίκι με δύο άλμπουρα κρουζενάδο και είναι πηχών είκοσι εξ, ονομάζεται δε «Αμαζών». Και το μεν εν τρίτον υπάρχει κτήμα άνωθεν καπετάν Θεοδωρή, το δε άλλον τρίτον του σιορ Βασίλη Φαχρ. και το άλλο τρίτο του σιορ Γεώργη Μπερμπέρη και του σιορ Γεώργη Σαβόργα και του σιορ Μαυριάνου Μιλιόνη. Πράγμα τω όντι χριστιανικώτατον, μαρτυρούμεν δε κατά Θεόν ότι (ο) άνω ρηθείς καπετάν Θεοδωρής είναι ορθόδοξος χριστιανός και το καράβι του πράγμα χριστιανικώτατον.

Όθεν και διά ασφάλειαν-αλήθειαν δίδομεν αυτώ την παρούσαν μας κοινή ε(ν)σφράγιστον.

ΙΙ) 1819 Οκτωβρίου 10

Οι προεστώτε(ς) και δημογέροντες της νήσου Κάσου. Βεβαιούμεν».

Σύμφωνα λοιπόν με το πιο πάνω έγγραφο ο Θεόδωρος Κανταριτζής απόχτησε δικό του καράβι στην Κάσο. Πρωτομάστορας του καραβιού ήταν ο αδελφός του Γεώργιος, ονομαοτός ναυπηγός στο νησί. Το πλοίο ήταν «μπρίκι με δύο άλμπουρα», είχε μήκος 26 πήχεις, πλοίο δηλαδή αρκετά μεγάλο και κατά τα εγκαίνια πήρε το όνομα «Αµαζών». Το πλοίο κατασκευάστηκε μέσα σε δεκατέσσερες μήνες. Οι εργασίες κατασκευής του άρχισαν στις 18 Αυγούστου 1818 και στις 10 Δεκεμβρίου 1819 κάνει κιόλας το παρθενικό του ταξίδι. Η δαπάνη είναι μεγάλη, γι΄ αυτό και το εμπορικό αυτό πλοίο είναι συνεταιρικό. Το ένα τρίτο είναι ιδιοκτησίας του «καπετάν Θεοδωρή», το άλλο ένα τρίτο είναι του σινιόρ Βασίλη Φαχρ. ενώ το τρίτο μερίδιο είναι ιδιοκτησίας τριών άλλων που έχουν χριστιανικά ονόματα, αλλά είναι ξένοι. Το έγγραφο εκδίδεται από τους δημογέροντες της Κάσοu για τη νόμιμη κατοχύρωση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας των συνεταίρων. Το χαρακτηριστικό είναι ότι οι δημογέροντες της νήσου για την αλήθεια του περιεχομένου του εγγράφου επικαλούνται ως χριστιανοί την πίστη τους στο Θεό, υπογραμμίζοντας ότι και ο καπετάνιος Θεοδωρής είναι «ορθόδοξος χριστιανός» και το καράβι του ανήκει σε χριστιανούς, που ουσιαστικά σημαίνει ότι το καράβι αυτό είναι εθνικότητας ελληνικής. Ας σημειωθεί τέλος ότι στο έγγραφο, κάτω από την ένδειξη «Οι προεστοί και δημογέροντες της νήσου Κάσου Βεβαιούµεν », δεν υπάρχουν οι αντίστοιχες υπογραφές. Ίσως από έλλειψη χώρου, να ακολουθούσαν σε συνεχόμενο χαρτί. Λυτά για το πλοίο του Θεοδωρή.

Ο Θεόδωρος Κανταριτζής είναι πια γύρω στα τριάντα πέντε του, παντρεμένος µε τη Μαρούκα και πατέρας παιδιών, από τα οποία το ένα λεγόταν Σπύρος, αν κρίνουμε από σχετικά έγγραφα που βρίσκονται στο ιστορικό αρχείο της Κάσου9, «Καβαλικεύει», όπως λέει το σχετικά έγγραφο των δημογερόντων, το νεότευκτο πλοίο του µε το μυθικό όνομα «Αµαζών» και ταξιδεύει. Το «Αµαζών » είναι σαν την ψυχή του. «Λαχταράει δρόμους και ονειρεύεται μπόρες», όπως θα ειπεί ο Παλαμάς. Ένα από τα πρώτα του ταξίδια είναι και το ταξίδι στο Γύθειο που έγινε μετά τις 10 Οκτωβρίου 1819, ημέρα καθέλκυσης του πλοίου και, πάντως, τους πρώτους μήνες του 1820. Δεν είναι µόνο εμπορικοί οι λόγοι που τον έφεραν εδώ. Ίσως να µην υπήρξαν καν τέτοιοι λόγοι. Το κύριο ήταν ότι ήθελε να γνωρίσει τους συγγενείς του στην Κουµουστά. Ο πατέρας του που είχε φύγει μικρός από εδώ είχε βαθύ πόθο, αφού ο ίδιος δεν μπόρεσε να ξαναγυρίσει. τουλάχιστο να ξαναγύριζε ένα από τα παιδιά του. Ο πόθος του αυτός διαγράφεται έντονος στη διαθήκη του. Ο πατέρας ζει ακόμη, όταν ο Θεοδωρής αποφασίζει να πραγματοποιήσει την επιθυμία του πατέρα του, µα και τη δική του. Σχετικά διαβάζουμε στο Λεύκωµα της Κάσου10. «Κατά το αυτό έτος δε και διά του πλοίου τούτου ελθών εις Γύθειον προς επίσκεψιν των συγγενών του ο αείμνηστος Θεόδωροι; Κανταριτζής και μαθών εκεί τα της μελετωμένης Ελληνικής Επαναστάσεως παρά τινών µελών της Φιλικής Εταιρείας, αφ ου εγένετο µέλος αυτής και γνώστης της όλης προπαρασκευής, ανεχώρησεν εκείθεν επανελθών εις Κάσον προς μετάδοσιν του μυστυκού και προετοιµασίαν διά τον απελευθερωτικόν της πατρίδος αγώνα». Στη μελέτη επίσης του Σήφη Κοσόγλου Θεόδωρος Κανταριτζής «Ο Κανάρης της Δωδεχανήσου»11, αναφέρεται χαρακτηριστικά, µε βάση στοιχεία από το οικογενειακό αρχείο των Κανταρτζήδων: «"Καβαλλικεύοντας" πια το "Αµαζών" ο Θ. Κανταριτζής έρχεται στο Γύθειο να μάθει για τους συγγενείς του. Εκεί μυείται στην Φιλική Εταιρεία και γυρνά στην Κάσο».

Εδώ χρειάζεται µια μικρή διευκρίνηση. Στα 1819-20 το Γύθειο δεν είναι παρά ένας συνοικισμός. Δεν είναι πόλη, όπως ήταν στην αρχαία εποχή. Είναι ευρύτερα γνωστό το Γύθειο ως Μαραθονήσι, από το μάραθο που φύτρωνε στο νησάκι της Κρανάης. Οι ουγγενείς του καπετάνιου δεν βρίσκονται στο «Γύθειο», αλλά στην ορεινή Κουμουστά βορειοδυτικά από το Γύθειο κάπου 6 ώρες περίπου µε τα πόδια. Ο δρόμος ανηφόριζε στα Μπαρδουνοχώρια του ορεινού Ταΰγετου. έφτανε στη μονή της Γόλας και κατέληγε στην Κουµουστά. Είναι πολύ πιθανό. αν όχι βέβαιο, ότι ο καημός να ξαναδεί τα χώματα του πατέρα του και της βασανισμένης μάνας του, τον οδήγησε ως εδώ, στην Κουµουστά. Στον τόπο, όπου η Κλεφτουριά είχε μακρά παράδοση μέχρι και τη δεκαετία του 1770, πρέπει, ο µελλοντικός ναύαρχος της Κάσου, να μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Εδώ ήταν οι άνθρωποι οι δικοί του. Θα µας επιτραπεί να παραθέσουμε ένα απόσπασμα για την Κουμουστά από το βιβλίο µας Παλαιοπαναγιά - Ανώγεια - Ξηροχάµπι για να έχει ο αναγνώστης µας µια εικόνα για τον τόπο αυτό. «Τόπος κλειστός, σουβλεροί βράχοι από το βάθος της ρεματιάς υψώνονται κάθετα µε φοβερή, δραματική ένταση της ύλης, αληθινοί τιτάνες, για να κλείσουν ένα γύρω τον ουρανό. Η μεσηµβρινή πλευρά του βουνού της «Άγια-Κυριακής», που ανεβαίνει προς την πυραμοειδή, όλο πέτρα. κορυφή, κρατάει την Κουµουστά και τη χωρίζει στα βόρεια από την περιοχή της Τόριζας. Απέναντι, κατά το νοτιά, τα δύο επιβλητικά σε όγκο βουνά του Μύτικα και κάτω το ποτάμι της Ρασίνας, που μέσα από πυκνή βλάστηση κατεβαίνει κατά το Ξηροκάμπι όλο και στενεύοντας προς τον κάμπο τον ορίζοντα. Από εδώ και από εκεί τα βουνά ήταν κάποτε ένα. Αλλά υπάκουσαν, από καλωσύνη περισσότερο. και έκαναν τόπο για να περάσει το ποτάμι. Από τότε τα αρσενικά εκείνα βουνά κοιτάζονται καταντικρύ αδελφωμένα και αφουγκράζονται το νερό που έρχεται από ψηλά, από μυστικές, απρόσιτες, πηγές του Ταϋγέτου. Με το ποτάμι επικοινωνούνε εκείνα τα βουνά στο ήρεμο μεγαλείο τους, από αυτό μαθαίνουν τι κυοφορείται στα σπλάχνα της μητέρας Γης... Θεωρώντας πως κανείς την ιστορική διαδρομή της Κουµουστάς, θα μπορούσε να σταθεί σε δύο περιόδους ακμής της ορεινής αυτής κωμόπολης. Η πρώτη περίοδος είναι κυρίως η βυζαντινή (14ος-15ος αι.) και η αμέσως μεταβυζαντινή, όταν η παρουσία βυζαντινών αξιωματούχων ή επαγγελματιών από την Πόλη και το Μυστρά, πριν από το 1460, για διάφορους λόγοuς και όχι µόνο για το φόβο των Τούρκων, αν και αυτός είναι ο κύριος λόγος, εγκαθίστανται στην Κουμουστά και ανεβάζουν το επίπεδο της αγροτικής και κτηνοτροφικής οικονομίας της. Η δεύτερη περίοδος αρχίζει στα τέλη του 17ου αι., όταν δηλαδή κατά την ενετική περίοδο (1684-1718) χτίζονται μεγάλες εκκλησίες, και διαρκεί μέχρι το 1770, οπότε αρχίζει η δεκαετία των τουρκικών και αλβανικών βιαιοτήτων. Αλλά μετά τα ορλωφικά ως τη Μεγάλη Επανάσταση του 1821, η Κουµουστά θα διατηρήσει την πληθυσμιακή συνοχή της μαζί µε ένα ρωμαλέο πνεύμα, το οποίο θα εκδηλωθεί στην Επανάσταση». 

Ο καπετάν Θεοδωρής, λοιπόν, επιστρέφει στην Κάσο άλλος άνθρωπος. Είναι μυηµένος στο μυστικό της Φιλικής Εταιρείας. Ήταν και άλλοι γενναίοι Κασιώτες μυηµένοι ή μυήθηκαν τώρα. Το βέβαιο είναι ότι περίμεναν µε ανυπομονησία την ποθητή ημέρα της εθνεγερσίας. Και όταν φύσηξε ο αέρας της ελευθερίας από τις αδούλωτες κορυφές του Ταϋγέτου, οι Κασιώτες οχύρωσαν την πατρίδα τους, έδωσαν ό, τι είχαν και δεν είχαν και συγκρότησαν µε τα πλοία τους αξιόμαχο στόλο. Ναύαρχο έβαλαν έναν έμπειρο και συνετό ναυτικό τον Ν. Ιούλιο. Ας σημειωθεί ότι ο στόλος της Κάσου. αποτελούμενος από πολεμικά και εμπορικά πλοία διαφόρου χωρητικότητας, συνολικά αριθμεί 83 πλοία12. Είκοσι δύο από αυτά είναι πολεμικά. ΄Ένας από τους είκοσι δύο πλοιάρχους ήταν και ο Θεοδωρής Κανταριτζής, που επρόκειτο ανάμεσα σε άλλους, το ίδιο γενναίους, να διακριθεί. Ο καπετάν Θεοδωρής Κανταριτζής βρίσκεται για δουλειές του στην Αλεξάνδρεια, όταν μαθαίνει ότι στο Μοριά «σηκώθη πόλεµος και πολεµάν τους τούρκους» καθώς λέει ένα δημοτικό τραγούδι της εποχής. Μόλις έμαθε το νέο, ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης και τώρα, μαζί µε τους άλλους Κασιώτες, παραπλέει τα παράλια της Αιγύπτου, της Συρίας, και φθάνει ως την Κύπρο. Καταδιώκουν ή αποκλείουν Τούρκους. Πολιορκούν και μπαίνουν στο φρούριο της Αμμοχώστου. Παντού πήγαινε μπροστά ο ατρόμητος καπετάν Θεοδωρής Κανταριτζής, αλλά εδώ στην Αμμόχωστο ήταν αυτός που µε λίγους γεμιτζήδες κάνει έφοδο και παίρνει το φρούριο. Άφθονα τα πυρομαχικά, τα εφόδια. Γέμισαν τα καράβια τους από εφόδια και αιχμαλώτους. ΄Όπως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης από απλός οπλαρχηγός στους πρώτους μήνες του Εικοσιένα αναδείχτηκε σε αρχηγό των δυνάμεων της Πελοποννήσου, έτσι και ο Θεόδωρος Κανταριτζής αναδείχτηκε. μέσα από τη φωτιά του πολέμου, και καθιερώθηκε ένας από τους φυσικούς ηγέτες των ναυτικών δυνάμεων της Κάσου, γεγονός που θα αναγνωριστεί πολύ αργότερα, όταν στα 1872 «η επί του Αγώνος Επιτροπή - Τμήµα Ναυτικών» θα αναγνωρίσει στο γενναίο Θεοδωρή Κανταριτζή τον τιμητικό βαθμό του πλοιάρχου.

Δεν είναι δυνατόν εδώ να εξιστορήσουμε τους αγώνες του μεγάλου αγωνιστή. Θα δώσουμε μονάχα μερικά χαρακτηριστικά γεγονότα της λεβεντιάς και της γενναιοψυχίας του. ΄Όταν επέστρεφαν από την πρώτη επιδρομή του κασιώτικου στόλου στα παράλια της Συρίας και της Κύπρου «οι καπεταναίοι και οι γεμιτζήδες», καθώς γράφει ο Σήφης Καοόγλου13, «πηδούσαν και χόρευαν. Ο ίδιος ο καπετάν Θεοδωρής έσερνε το χορό µε σούστα Κασιώτικη κι άκουε το λυράρη που τραγουδούσε την αγάπη του και τον καπετάνιο του µε τις ακόλουθες μαντινάδες:

«Της μπαρμπαριάς τα κύματα της Μάρτας το καvάλι vα φάσι το κορμάκι µου αν αγαπήσω άλλη».

Μικρή ανάσα παίρνει στην Κάσο και μαζί µε τον πλοίαρχο Χατζηαντωνίου, ο Θεόδωρος Κανταριτζής επιχειρεί τον Αύγουστο του 1821 καταδρομή στο Καστελλόριζο. Είχε πρώτος ξεκινήσει από την 1 Μαΐου του 1821 µε προτροπή των προκρίτων της Κάσου. Έπρεπε να σώσουν τους εκεί χριστιανούς που κινδύνευαν. Οι πλοίαρχοι έδιωξαν από εκεί τους Οθωμανούς. Μαθαίνουν στο μεταξύ ότι δώδεκα εμπορικά πλοία είναι μισθωµένα από τους Τούρκους για να μεταφέρουν από την Αττάλεια στρατεύματα στην Πελοπόννησο. Κατευθύνονται οι δύο πλοίαρχοι προς την Αττάλεια παραπλέοντας τα Μικρασιατικά παράλια. Βυθίζουν όσα τουρκικά πλοία συναντούν στο δρόμο τους και πυρπολούν τέσσερα εμπορικά που κατευθύνονταν προς την Αττάλεια. Οι Τούρκοι δεν τόλμησαν να μεταφέρουν το στρατό τους στην Πελοπόννησο. Και ήταν η πιο δύσκολη περίοδος της Επανάστασης εκείνο το μήνα, αφού ψυχορραγούσε η Τριπολιτσά καθώς την έσφιγγε ο Κολοκοτρώνης. Αντιλαμβάνεται κανείς, και µόνο από το γεγονός αυτό, την απροσμέτρητη βοήθεια που πρόσφερε η επιδρομή αυτή των δύο πλοιάρχων. Καθώς επέστρεφαν στην Κάσο, κάπου στ΄ ανοιχτά της Ρόδου, λέει ο καπετάν Θεοδωρής στον άλλο πλοίαρχο, τον Βασίλη Χατζηαντωνίοu:

- Πάμε στη Ρόδο να φοβερίσουμε το Μπέη;

Χτυπήσανε µε τα κανόνια τους τη Ρόδο και τελικά στράφηκαν προς την Πάτμο, αφήνοντας εκεί και στην Κάρπαθο Καστελλοριώτες πρόσφυγες. Τα έγγραφα δεν συμφωνούν σχετικά με τις ημερομηνίες. Σε κάποια στιγμή -ήταν Μάιος ή αργότερα- έχουν επιστρέψει στην Κάσο και αρχίζουν να μοιράζουν τη λεία του πολέμου. Η βαρειά φωνή του καπετάν Κανταριτζή ξεχώρισε και πάλι: 

- Τα χοντρά πράματα (βαρέλια λάδι για τα πυρπολικά) τα θέλω χώρια. Να τα στείλωμε των καπετάνιων της στεριάς. 

«Είναι βεβαιωμένο πως μονάχα ο Κανταριτζής έστειλε στην Επαναστατική Κυβέρνηση πράγματα που αξίζανε πάνω από 70.000 τάλληρα», γράφει ο Σήφης Κασόγλου14. Οι άλλοι καπετάνιοι ήταν συντηρητικότεροι. Δεν άφηναν ευκαιρία να μην αναφέρουν τα έξοδά των. Έπαιρναν κάθε τόσο βεβαιώσεις από τους Προκρίτους και Δημογέροντες γι΄ αυτό το σκοπό. Μονάχα για τον Κανταριτζή όσο ζούσε δεν υπήρχε καμιά τέτοια βεβαίωση. 

Ο γενναίος αυτός θαλασσοπόρος ποτέ δεν καταδέχτηκε να γράψει, να ζητήσει αμοιβή για ό,τι πρόσφερε. Δεν του άφηνε καιρό ο Αγώνας να σκεφτεί τα έξοδά του και η περηφάνειά του τον εμπόδισε να γυρέψει αποδείξεις των Προκρίτων για τη δράση και τις ζημιές του». 

Στις 20 Ιανουαρίου 1822, παρά το χειμώνα, ο καπετάν Θεοδωρής, μαζί και με τον άλλο στόλο, ξανοίγεται για τα Ψαρά. Έχει εντολή από τη Δημογεροντία της Κάσου να φορτώσει από τη Μύκονο και την Τήνο στρατιώτες και εφόδια και να τα μεταφέρει στα Σφακιά της Κρήτης. Και μεταφέρει στρατιώτες και εφόδια στην επαναστατημένη Κρήτη σε κρίσιμες ώρες. Το πλοίο του αφ΄ ότου μπήκε στον Αγώνα το μετονόμασε σε «Σαμψών». Φαίνεται ότι ο βιβλικός ήρωας, υπόδειγμα σωματικής αλκής, ηρωισμού και πίστης, τον εκφράζει πιο πολύ από το «Αμαζών». Γιατί μπορεί κι αυτός να ειπεί σε μια οριακή στιγμή, όπως εκείνος: «αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων». Έχει μαζί του τώρα ένα συνοδευτικό έγγραφο των Προκρίτων της Κάσου, ένα πιστοποιητικό δηλαδή για να μπορεί να κινείται ελεύθερα. Παραθέτουμε απόσπασμα από το έγγραφο αυτό χαρακτηριστικό του φιλελεύθερου χαρακτήρα του και του αγωνιστικού του πνεύματος, «Συμφωνούντες δε ημείς οι ενταύθα πρόκριτοι της νήσου Κάσοu μετά των Σφακιανών προκρίτων, ότι να συνδράμουν και να συντρέξουν τα εδικά μας πολεμικά πλοία προς βοήθειαν και δούλευοιν της Κρήτης, ο άνω ειρημένος πλοίαρχοι; Κανταρτζόγλοu Θοδωρής φιλελεύθερος ων και πιστός Έλλην και ευπειθές τέκνον της Ελλάδος και της ημών Κοινότητος οικειοθελώς και προθύμως με ψυχήν και καρδίαν και με ουκ ολίγην γενναιότητα συνέδραμε και συνέτρεξε διά τον αυτόν πλόκον της Κρήτης δι΄ ιδίων εξόδων, τόσον εις εφόδια, τροφάς και μονεζιόνων, όσον και εις πληρωμάς και παγάς των ναυτών. Παρακαλούμεν λοιπόν όλας τας φιλικάς εξουσίας να είναι φίλοι και συµβουλάτορες και διαφεντευταί του ρηθέντος πλοιάρχου, ωσάν οπού είναι τίμιος και αγωνιστής της Ελλάδος και ξεκινά εκστρατευόµενος εις δούλευσιν και βοήθεια του Γένους»15.

Αποβίβασε ο γενναίος καπετάνιος στρατιώτες και εφόδια και µε μερικά κασιώτικα πλοία παρέπλεε, αποκλείοντας έτσι τα βόρεια παράλια της Κρήτης, καθώς αναφέρει ο Σπυρίδων Τρικούπης16. Σε κάποια στιγμή ο αγώνας διεξάγεται μπροστά στο φρούριο των Χανίων. Ήταν περίπου στις 18 Απριλίου 1822. Τρείς μέρες κρατάει η μάχη. Σφοδρός ο κανονιοβολισµός από τα 5 ή 6 κασιώτικα καράβια. Ανάγκασαν τελικά τους Τούρκους να εγκαταλείψουν τις θέσεις μάχης και να κλειστούν στο φρούριο. Οι Έλληνες, Κρήτες και Κασιώτες, πανηγυρίζουν για τη νίκη τους. Οι Έλληνες βάλλουν συνέχεια µε τα κανόνια από τα πλοία. Κάποιο από τα κανόνια της ναυαρχίδας έσπασε και ένα βλήμα από τα κομμάτια του χτύπησε θανάσιμα τον πλοίαρχο στο αριστερό μέρος του στήθους. Δεν επέζησε περισσότερο από μισή ώρα. Ήταν πια νεκρός. Σχετικά γράφει ο Τρικούπης17: «Αλλά την επαύριον καθ΄ ην ώραν ευθύµουν οι Κάσσιοι ψάλλοντες τα νικητήρια και εκανονιοβόλουν, αφήρπασεν ο θάνατος τον εuκλεώς και ενθουσιωδώς αγωνιζόµενο Κανταρτσήν, θλασθέντος ενός των κανονίων της ναυαρχίδος και θανασίμως τρώσαντος αυτό».

Σε έγγραφο που υπογράφει ο ίδιος ο Μάρκος Μαλλιαράκης18, πλοίαρχος και συμπολεμιστής του καπετάν Θεοδωρή, υπάρχει η εξής περιγραφή του φοβερού συμβάντος. «Ερχόμενος εις μέρος Χανιά λεγόμενον και ιδών μερικούς Τούρκους και καΐκια εις την στεριάν τραβηγμένα εστάθη ολόρθος, εδιώριζε να κανονιζάρει αυτούς και βάζοντας την μόκιαν εις το μεγάλο κανόνι ο κάπο κανονιέρης αίφνης και παρ΄ ελπίδα καταθρασθέντος του κανονιού εις κομμάτια, κτύπησε ένα κομμάτι τον διαλειφθέντα καπετάν Θοδωρή Κανταρτζόπουλον εις τον αριστερόν μαστόν θανατηφόρως, όστις δεν απέζησεν περισσότερον από μισήν ώραν». Επακολούθησε σύγχυση, οι ναύτες ζητούν να φύγουν, ενώ ο αρχηγός των Κρητών επιμένει να μείνει εκεί το καράβι. Αλλά οι Κασιώτες έφεραν τον «Σαµψών» στο νησί τους «κατά την 8ην Μαΐου, το οποίον συµβεβηκός επροξένησεν λύπην απαραµύθητον εις την πατρίδα», όπως γράφει ο σύγχρονος  ιστορικός και αγωνιστής Κυριάκος Κριτοβουλίδης19. Τον νεκρό τον έθαψαν στον Πλατανέα της Κρήτης «αποδώσαντες αυτω περιλύπως τας ανηκούσας τιµάς», καθώς λέει ο ίδιος ο ιστορικός, ο οποίος και κλείνει τις πληροφορίες για τον θρυλικό κυβερνήτη του «Σαµψών» µε τον εξής μεταθανάτιο λόγο: «Ο Θεόδωρος Κανταριτζής υπήρξε εις των επισηµοτέρων πλοιάρχων της νήσου  Κάσσου. ΄Ητο δε νοημονέστατος, γενναιότερος και δραστηριότερος των Κασσίων ναυτικών, φιλάνθρωπος δε ων, ου μόνον εχορήγησεν πάσαν δυνατήν περίθαλψιν εις τους εν Κάσσω προσφuγόντας εν τη επαναστάσει των καταδιωγμών ένεκεν, αλλ΄ εξέτεινε την βοηθητικήν του χείρα και μακράν έτι. Απέστειλεν και εις Λουτρόν (παράλιος οικισμός της Ανώπολης Σφακίων) προς τον Αφεντούλην ορύζας και άλλας τροφάς ως και υφάσματα εκ των λειών του διά να διανεμηθώσι και εις τους εν Κρήτη πάσχοντας. Ο Θεόδωρος Κανταριτζής είχε καταπλήξει καταδρομικώς και τους τουρκικούς λιμένας της Συρίας, Αλεξανδρείας και άλλους της Ασίας. Περιέπλει συχνάκις την Κρήτην και με άλλα Κάσσια πλοία παρέχων συνδρομήν μεν εις τους αγωνιζομένοuς αδελφούς τους Έλληνας, βλάβην δε και φόβον εις τους πολεμίους. Με γενναίον φρόνημα καθοδηγούσε τους συμπολίτες του προς ευημερίαν και δη προς ευγενή μεταξύ των άμιλλα και ζήλον διακαή προς συνδρομήν του των Κρητων αγώνος...». Εκείνος, λοιπόν, που οραματιζόταν μια ελεύθερη Κρήτη και μαζί με τα άλλα νησιά ενωμένη με την Ελλάδα, ο Θεόδωρος Κανταριτζής είχε πέσει στον κόλπο των Χανίων την ώρα που τα κρητικά όπλα νικούσαν, την ώρα που μόλις ο ίδιος είχε βουλιάξει ένα τούρκικο πλοίο αύτανδρο. Κοιμάται τώρα στην ολοπράσινη παραλία του Πλατανιά, κοινότητα της επαρχίας Κυδωνίας στο 10,8 χιλιόμετρο του εθνικού δρόμου Χανίων-Κισάμου. Στο σημείο όπου τάφηκε, μαζί με πέντε άλλους γενναίους, οι Κρητικοί μας ανέγειραν μαρμάρινη αναμνηστική στήλη (1897): «ΕΠΕΣΑΝ/ ΥΠΕΡ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ/ ΤΑΦΕΝΤΕΣ ΕΝΤΑΥΘΑ» -Διαβάζουμε πρώτο το όνομα του εγγονού της Κουμουστάς- «ΚΑΤΑΡΤΖΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ / ΕΚ ΚΑΣΟΥ/ ΠΡΟ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ. ΑΠΡΙΛΙΟΣ 1822». Είμαστε βέβαιοι πως τα βουνά της Κουμουστάς θα ανακράζουν στη γενναία ψυχή του αγωνιστή που ακόμη "επιφέρεται" επί των υδάτων της νήσου Κάσοu. Αυτό σημαίνει ότι κάποια μέρα οι νεώτεροι Κουμουσιώτες και Κασιώτες αδελφοποιημένοι θα ψάλουν μαζί. τον πρώτο ύμνο σε βουνά και πέλαγα. 

«Καπετάν Μάρκο», είχε φωνάξει προς το Μάρκο Μαλλαράκη, τον άλλο πλοίαρχο, «εσύ έχεις στο νου σου μόνο να φτάσεις στο λιμάνι. Δε γλεντίζεις στο δρόμο σαν εμένα. Αλλοίμονο στο ναύτη που δε γλεντίζει στο δρόμο. Πάει άνεμος η ζωή του ... »20

΄Ήταν από ης ανοιχτές καρδιές του Ταΰγετου, ήταν από την Κουμουστά της «αντρείας και της λευτεριάς», Τέτοιους ανθρώπους είδα κι εγώ πριν μερικά χρόνια στην Κουμουστά πολύ προτού μάθω για τον καπετάν Θεοδωρή, προτού γνωρίσω την περιπέτεια του πατέρα του Δημητράκη Σκιαδά. Και έγραφα τότε, «Όταν, ανεβαίνοντας αντίκρυσα την ιστορική Κοuμουστά, ένιωσα κάτι σαν δέος, φόβο και αγάπη.

Ήταν σαν να αντίκρυζα τη μορφή κάποιου από τους αγαπημένους προγόνους. Κατάμονος στην Κουµουστά, ανάμεσα σε πλήθος σπίτια κλειστά κι άλλα ανοιγμένα από τον αέρα, φώναξα και άκουσα τον αντίλαλο της ερημιάς. Χτύπησα την καμπάνα μήπως κι ακούσουν οι Κλέφτες και συναχθούν κάτω στη μνημειακή βρύση µε τον πλάτανο. Με ξάφνιασε ο Παναγιώτης Στούµπος, ψηλός, μαυριδερός άντρας µε ένα μουστάκι που του κόβει το πρόσωπο στα δύο. Έξω από το σπίτι του, το τελευταίο αυτό τέκνο της Κουµουστάς, παίζει μπουζούκι και τραγουδάει κάτω από το πλατάνι του σπιτιού του. Τραγουδάει δυνατά, πολύ δυνατά, σαν να ζητάει να φύγουν τα δαιμονικά που έκαμαν να ερημώσει τούτος ο δυνατός τόπος της φυλής µας. Το βλέμμα του χάνεται στο βάθος του ορίζοντα κατά τον κάμπο, η φωνή του ανεβαίνει το ποτάμι και σκορπίζει στις κλεισούρες και στα λαγκάδια και ο αντίλαλος αντιχτυπάει στην πράσινη ερημιά των βουνών.

- Γιατί έφυγες, Παναγιώτη, από τον Καναδά και ξανάρθες να φυλάς γίδια στην Κουµουστά:

- Έφυγα γιατί κοίταζα από το παράθυρο έξω που χιόνιζε συνέχεια και βουνά δεν έβλεπα πουθενά. 

Καθώς τον έβλεπα να βροντάει το μπουζούκι κι άκουγα τη δυνατή φωνή του στα κλέφτικα τραγούδια, δεν ξέρω γιατί µου ήρθε στο νου η γνώριμη εικόνα που ο Ρήγας ο Φεραίος παίζει µε τη λύρα τραγουδώντας το Θούριο κι ακούνε έκπληκτα γύρω του τα σκλαβάκια. Το τραγούδι συνεχιζόταν και δεν μπορούσα πια να διακρίνω στους δρόµους της Κουµουστάς ούτε τον Αντώνη Κουµουστιώτη ούτε τους άλλους γενναίους του Εικοσιένα. Μνήμη και αγάπη είναι η Κουµουστά μέσα στη σιωπή της»21

Ο Θεόδωρος Κανταριτζής ανήκει στη μεγάλη ιστορία του έθνους, αλλά τον διεκδικεί και. ο μύθος, η ποίηση, όπως όλους τους γενναίους που τα σωματικά και πνευματικά τους χαρίσματα είναι αξεδιάλυτα συνθεμένα, που οι ρίζες τους ενεργούνε βαθιά κρυμμένες. «0 Κανταριτζής», λέει ένας Κασιώτης ποιητής22, «Βρασίδας στην ορμή και στο χαμό του». 

Τον είπαν «Κανάρη της Δωδεκανήσου». Πιο καίριο χαρακτηρισμό για το εγγόνι της Κουµουστάς για τον άντρα της Κάσου που διασκέδαζε µε το σκληρό αγώνα της ζωής και του θανάτου, που γύρευε να ομορφαίνει τη ζωή του από µικρός, δεν βρίσκω από το λόγο ενός Κασιώτη: Ο καπετάν Θοδωρής ήτανε ένας άλλος «Ζορµπάς»23

 

Σημειώσεις:

  1. Σπυρίδωνος Τρικούπη, Ιστορία της Ελλ. Επανάστασης, τ. Α’, σελ. 158
  2. ΄Οπ. Αν.,  τ. Β’,  σσ. 214-215.
  3. Κωνσταντίνου Γlαπαρρηγόπουλου, Ιστ. του Ελλην. Έθνους, τ. Κ’, σ. 846.
  4. Λεύκωμα της Κάσου: Ο Ναύαρχος Θεόδωρoς Κανταριτζής, του ιατρού Κωνσταντίνου Ν. Φραγκούλη, τύποις Νέας Ηχούς, εκδοθέντος εν Πόρτ Σάιδ Αιγύπτου. εν έτει 1921, σ. 79.
  5. Σήφη Κασόγλου. Θεόδωρος Κανταριτζής, ο «Κανάρης της Δωδεκανήσου», Καλοκαίρι 77, σ. 21.
  6. Σήφη Κασόγλου, όπ. αν., σ. 21.
  7. Τούτο συνάγεται από τα βεβαιωτικά έγγραφα της Δημογεροντίας της Κάσου µε χρονολογία΄24 Φεβρουαρίου 1821, και 10 Ιουλίου 1830, τα οποία, μαζί µε άλλα, παραθέτουμε εδώ σε φωτοτυπία.
  8. Το έγγραφο τούτο (χαρτί 26x20 εκ. περίπου) βρισκόταν για έναν αιώνα στα χέρια του απ΄ ευθείας εγγονού του ναυμάχου του 1821, Θεοδώρου και αυτού Κανταριτζή, πλοηγού στη Διώρυγα του Σουέζ, όπου και εχκδόθηκε από το γιατρό Κων. Ν. Φραγκούλη στο Λεύκωμα της Κάσοu το 1821.
  9. Βλέπε στου Σήφη Κασόγλου. Θεόδωρος Κανταριτζής κ.λπ. ό π.αν.. σ. 35, ο οποίος έχει υπόψη του το Ιστορικό Αρχείο της Κάσου που εκδόθηκε από το Ν Γ. Μαυρή.
  10. Λει5κωµα της Κάσου, όπ. αν., σ. 80.
  11. Σήφη Κασόγλου, οπ. αν., σ. 23.
  12. Μάρκου Μαλλιαράκη, Επίτομος περιγραφή της νήσου Κάσου, εν Αλεξανδρεία 1894, σ. 45, όπου κατάλογος των κατά κατηγορία πλοίων και πλοιάρχων της Κάσου. οι οποίοι συνολικά ανέρχονται. στους 83.
  13. Σήφη Κασόγλου,  όπ. αν., σ. 24.
  14. Όπ. Αν., σ. 21.
  15. Δημοσιεύεται από τον Σήφη Κασόγλου, όπ. Αν., σ. 27.
  16. Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Α’, σ. 198.
  17. ΄Οπ. αν., τ. Β, σσ. 214-215.
  18. Βλέπε Ν. Αγγελή, "Η Κάσος ξεσηκώνεται · Ιστορικό αφήγημα", στο περιοδ. Επίκαιρα, (Ε), 1971,  τεύχ. 25-26.
  19. Απομνημονεύματα του περί αυτονομίας της Ελλάδος πολέμου των Κρητών, εν Αθήναις 1859. Βλέπε και Ν. Αγγελή. όπ. αν.
  20. Σήφη Κασόγλου, όπ. Αν., (µόνο στο εξώφυλλο).
  21. Δηµήτρη Γ. Κατσαφάνα, Στη Σκιά του Ταϋγέτου, Παλαιοπαναyιά - Ανώγεια-Ξηροκάμπι, Ιστορική διαδρομή από τις ρίζες μέχρι το 1940. Αθήνα, 1989, σσ. 132-133.
  22. Γ. Ν. Μαυρή, Λόγος εκφωνηθείς εν τω ιερώ ναώ της Μητροπόλεως Αθηνών, επί τω μνηµοσύνω των Κασίων Αγωνιστών, τη 18 Ιουνίου 1889,  εν Αθήναις, 1889.
  23. Σήψη Κασόγλου, Θεόδωρος Κανταριτζής κ.λπ., όπ., αν., σ. 19.

Πηγή: «Λακωνικά 1902-2002», Σύλλογος των εν Αττική Λακεδαιμονίων, Αθήνα 2003, σσ. 491-514.


Οδός Εμπόρων