Vekrakos
Spartorama | «...Τώρα δεν υπάρχει κανείς που να θυμάται πως υπήρξα», από το νέο βιβλίο του Γιάννη Ξανθούλη, «Ζωή μέχρι χθες»

«...Τώρα δεν υπάρχει κανείς που να θυμάται πως υπήρξα», από το νέο βιβλίο του Γιάννη Ξανθούλη, «Ζωή μέχρι χθες»

Spartorama 03/11/2020 Εκτύπωση Ελλάδα Κοινωνία Πολιτισμός
«...Τώρα δεν υπάρχει κανείς που να θυμάται πως υπήρξα», από το νέο βιβλίο του Γιάννη Ξανθούλη, «Ζωή μέχρι χθες»
«Ξεγελώ τον εαυτό μου λέγοντας ότι είναι οι πόνοι που φέρνει η ηλικία, όταν παίρνει και κυοφορεί τα εφτάρια της όγδοης δεκαετίας»
Οδός Εμπόρων

 Ή, και να υπάρχει, ούτε που θα με θυμάται. Σκόρπιες και οι αναμνήσεις μου, αλλά τα βράδια, επειδή αργεί ο ύπνος, τις ταξινομώ κατ΄ αλφαβητική σειρά. Κι ας μπερδεύω το ελληνικό με το γαλλικό αλφάβητο. Έτσι άλλες αναμνήσεις μουσκεύουν σ΄ ένα βρόμικο ποτάμι σαν τον Σηκουάνα, άλλες σ΄ ένα δήθεν καθαρότερο νερό, όπως του Χάντσον στη Νέα Υόρκη, κι άλλες στην ασυδοσία του Αιγαίου με το πηχτό γαλάζιο και την αφέλεια των καλοκαιρινών αφρών, εκεί δηλαδή που χοροπηδούν τα ελληνικά αφρόψαρα.

Με βαραίνει ο χρόνος, όπως και τα ονόματα που βιάζονται να βγουν στην επιφάνεια. Τα πιο πολλά βυθίζονται στη λάσπη της κούρασης που κουβαλώ. Άλλα ξεγλιστρούν και χώνουν τα κεντριά τους στη σάρκα μου. Ξεγελώ τον εαυτό μου λέγοντας ότι είναι οι πόνοι που φέρνει η ηλικία, όταν παίρνει και κυοφορεί τα εφτάρια της όγδοης δεκαετίας. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό.

Είναι που τα ονόματα σέρνουν ακόμη τα δολοφονικά τους υπολείμματα. Δηλητήρια συμπαγή μιας ζωής μοιρασμένης σε νερά και στεριές. Ταξίδια με απειλή μονιμότητας κι ο χρόνος να τρέχει, κάνοντας σχήματα που καταλήγουν σε φτερούγες αγγέλων.

(η πρώτη σελίδα - και σε χειρόγραφο - από το νέο βιβλίου του Γιάννη Ξανθούλη «Ζωή μέχρι χθες» που κυκλοφορεί αύριο 4/11/2020 από τις εκδόσεις Διόπτρα)

https://www.dioptra.gr/vivlio/elliniki-logotexnia/zoi-mexri-xthes/


-------


«Ζωή μέχρι χθες», Γιάννης Ξανθούλης, Εκδόσεις Διόπτρα, σελ. 408, 2020

«Μια γυναίκα επιστρέφει στην Αθήνα μετά από μισό αιώνα απουσίας. Τα πάντα έχουν αλλάξει, όμως αυτό που αναζητά παραμένει ίδιο. Και μόνος σύμμαχος για να το βρει είναι οι αναμνήσεις».


«Κάποτε, λοιπόν, γεννήθηκε εν Αθήναις η Αμφιτρίτη Βράνη του Κυρίλλου… Διαισθητικά, χρειαζόταν την αλήθεια, όπως αυτή ξεπηδούσε από ασκημένες ζωές και επικίνδυνα πάθη. Όμως, δεν ήταν έτοιμη για κάτι τόσο τολμηρό. Παρ’ όλα αυτά, το ένστικτό της –φορτισμένο με ρομαντικά λάθη και έναν αισθησιασμό που την ξεπερνούσε– την έκανε να περιφρονεί το αστικό αμπαλάζ μιας συνηθισμένης ζωής εξ ονόματος του έρωτα. Κι επειδή ερωτεύτηκε τον έρωτα, πίστεψε πως ανέβαινε στα υψίπεδα μιας αιρετικής αγιοσύνης… 

Δεν τη συγχώρησαν για την τόλμη της και δεν συγχώρησε κανέναν. Ούτε καν τον εαυτό της. Εκπαιδεύτηκε να επιζεί και να διαιωνίζει μια νοσταλγία πέρα από το χθες όπου στοίβαζε τα πάθη της.

Δεν έμενε τώρα παρά να αποδείξει ότι η φάλτσα ζωή της όφειλε να τη δικαιώσει, αν και κάλπαζε στην όγδοη δεκαετία της. Όμως, είχε κι ένα αξόδευτο στοκ νεότητας – κι αυτό ακριβώς ήταν το διαβατήριο που την έκανε προσβάσιμη στο ερεθιστικό ντόμινο των συμπτώσεων. Συμπτώσεις που θα τις έλεγες και εκκρεμότητες...

Όλα αυτά σε μια τωρινή Αθήνα, ασυγχρόνιστη με την αισθητική ηθική της, γεμάτη από ίχνη απόντων. Θα ψάξει τελικά τις αφορμές της απελπισίας της με επιείκεια, υπερασπιζόμενη όμως και τους θυμούς της. 

Έτσι ήταν η Αμφιτρίτη-Ρίτα Βράνη. Μια γυναίκα που μπορούσε να διαπρέψει ως γιατρός, ως ηθοποιός, ως νεκρή και ως αστέρι σε έναν γαλαξία συμβάσεων. Προτίμησε την ανατροπή, αυτοσαρκάζοντας την αδια­πραγμάτευτη μοναξιά της και τις ήττες της, που τις έκανε να δείχνουν νικηφόρες. Κι έτσι συνεχίζει…»


Οδός Εμπόρων