Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ο τάφος του Βαφειού, του Βαφειού η βρύση, η «Ρωμαίικη» συκιά
Ό,τι υπάρχει μέσα
στη φύση, έχει μια θέση μέσα στο χώρο και διαγράφει μια πορεία, όσο ακίνητο και
αν είναι, καθώς το παίρνει μαζί του ο χρόνος και το ταξιδεύοντας του αλλάζει κάποιες φορές το όνομα, ακόμη και τη
θέση. Που, αν έτσι και είναι αυτό τόπος καταγωγής-γενέτειρα γη,
όπως συμβαίνει τώρα με μένα, παίρνει άλλη διάσταση και μια θέση στο νου και
στην καρδιά μου, που με τα φώτα της μνήμης μέσα από τη σκιά του χρόνου έρχονται
πληροφορίες, εικόνες, περνούν πότε σαν τη μπουκιά που μοιράζαμε κάποτε από
στόμα σε στόμα και όπως τώρα σαν «ύψωμα» στο χαρτί από τη σφραγίδα του
πρόσφορου που βγήκε από το χωριάτικο φούρνο του πατρικού μου σπιτιού, για το
χωριό μου. Γεωγραφικά το
Βαφειό βρίσκεται σε απόσταση 6,5 χμ. νότια της Σπάρτης (1,5 χιλ. ανατολικά των
Αμυκλών), που μπορεί να το επισκεφτεί κάποιος κάνοντας και τη διαδρομή: Σπάρτη,
Ριβιώτισσα, Αγία Κυριακή (Τσαούση), Ρίζα (Ριζά), Βαφειό
(Μπάρμπαλη-Μάρμπαλη-Μάρμαλη). Είναι ένας μικρός
οικισμός από 25 σπίτια (μικρό χωριό μεγάλη αντάρα) που κάποτε έσφυζε από ζωή και σήμερα πλέοντας
στο λαδοπράσινο πέλαγος της ελιάς, αναπνέοντας το άρωμα της πορτοκαλιάς και
κοινωνώντας από το χειροποίητο βαγένι το ντόπιο κοκκινέλι, ο Πολιτιστικός
Σύλλογος και η ποδοσφαιρική ομάδα «Υάκινθος», από κοινού με το χωριό Ριζά (επίσημα
Ρίζα), με τις δραστηριότητές τους επαληθεύουν την πιο πάνω φράση-παροιμία. Είναι, ακόμη, αυτό το χωριό που έγινε γνωστό ανά τον κόσμο
από το 1889, όταν ανακαλύφθηκε στην
περιοχή του από τον αρχαιολόγο Χρήστο Τσούντα ο περίφημος «τάφος του Βαφειού»,
μυκηναϊκού τύπου (1500 -1450 π.Χ.) και τον ανέδειξε ξανά στις αρχές της 10ετίας
του ’70 με νέα ανασκαφή ο αρχαιολόγος Χρύσανθος Χρήστου, καθότι είχε
επιχωματωθεί από τις διαβρώσεις, οι κάτοικοι είχαν φυτέψει περιμετρικά και
εσωτερικά σειρές από κυπαρίσσια και στο «χωνί» που είχε σχηματιστεί, το χειμώνα
γινόταν λίμνη. Με προοπτική μια μέρα να γίνει αναστήλωση, δυστυχώς, μέχρι
σήμερα δεν έχει γίνει τίποτα και τα υποστυλώματα συνεχώς υποχωρούν, η πτώση των
τοιχωμάτων είναι πλέον θέμα χρόνου, εκτός και αν εκδηλωθεί κάποιο ενδιαφέρον
για τη διάσωσή τους. Ν.Α. του χωριού στη
θέση «Βλησίδι» (θησαυρός) όπως το έλεγαν οι παππούδες μας και οι γονείς μας,
ενώ εμείς οι μεταγενέστεροι σήμερα λέμε «ο τάφος του Μενελάου», καίτοι κανένας ειδικός
δεν έχει αποφανθεί ακόμη σε ποιον βασιλιά ή άλλον άρχοντα ανήκει, είναι μια
αξιόλογη ιστορία που κρύβει αυτό το μυστικό για περεταίρω εξερεύνηση. Το ύψος του τάφου δεν το γνωρίζομε γιατί είχε γκρεμιστεί. Ο
θάλαμος έχει διάμετρο 10,2 μ. και ο
διάδρομος 29,8 μ. μήκος, με πλάτος από 3,18 έως 3,45 μ. Είναι μια τοποθεσία που ο επισκέπτης νοιώθει άρχοντας σαν
έχει στα πόδια του τη Λακεδαίμονα στο τεράστιο αλώνι της βιοπάλης, με θέα τη
νέα Σπάρτη να «κοιμάται» στα καλάμια και στις δάφνες της αρχαίας, με τον Ταΰγετο να αλωνίζει, τον Πάρνωνα να λιχνίζει
και τον Ευρώτα στη μέση να κουβαλάει το νερό στο μύλο, ένας «τάφος» με τα δυο
καλύτερα σε τέχνη και ποιότητα «χρυσά ποτήρια του Βαφειού», όπως και άλλα
αντικείμενα από χρυσό, ελεφαντόδοντο και πολύτιμες πέτρες, έδωσε ζωή και φήμη
στο χωριό, τόση που δεν τη γνώρισε ποτέ από ζωντανούς. Σαν ιστορικό χωριό, λοιπόν, έχει απασχολήσει ιστορικούς,
αρχαιολόγους και ερευνητές, τόσο για τη θέση του όσο και για την ονομασία του. Ως προς τη θέση
του, όχι πως είμαι ειδικός, μα ούτε και φιλοδοξώ να διεκδικήσω «τίτλο» ερευνητή
ή ιστορικού, αλλά σαν είναι η γενέθλια γη μου και το συναίσθημα ήταν και είναι
δυνατό, ανέκαθεν με τραβούσε και με οδηγούσε με τα φώτα της μνήμης πάνω σε
μονοπάτια ιχνηλασίας και εξερεύνησης του χώρου και με την πυξίδα της έρευνας
μέσα από τη σκιά του χρόνου, κάποια στιγμή με έβγαλε σε ένα ξάγναντο, που με
αντήλιο το ένα χέρι και το άλλο στην καρδιά, εκθέτω όσα είδα και άκουσα. Θεωρώ ότι το χωριό
πρέπει παλαιότερα να ήταν στην τοποθεσία που είναι, για όσους γνωρίζουν, η πηγή
με το όνομα «του Βαφειού η Βρύση» και όχι εδώ που είναι σήμερα. Και τούτο γιατί, οι βρύσες που είναι σήμερα πλησίον του
χωριού, του «Παπά η βρύση» και τα «Αϊντίνια», δεν έχει πάρει καμία το όνομά
του, παρά μόνο η «του Βαφειού η Βρύση» αυτή που βρίσκεται σήμερα μακριά του,
όπως και η γύρω περιοχή. Τα προηγούμενα χρόνια «του Βαφειού η Βρύση» δρόσιζε
περαστικούς και αγρότες, πότιζε κήπους και τροφοδοτούσε με το νερό της «το
καμίνι του Παρασκευά» για να ζυμώνει ο Παρασκευάς το χώμα, να το πλάθει και να
φτιάχνει κεραμίδια. Σήμερα, αν και συνεχίζει να ρέει το ίδιο σε ποσότητα και
καθαρότητα νερό, χειμώνα-καλοκαίρι, περιορίζεται να ποτίζει βάτα και καλάμια
και να το κάνει μετάγγιση στις φλέβες της γης. Ο τάφος του Βαφειού Ένα ακόμη
αποδεικτικό στοιχείο, είναι οι πέτρες πλησίον στην πηγή- βρύση που δείχνουν
ξενόφερτες, απομεινάρια ερειπίων, απολιθωμένοι μάρτυρες στα όχτια καθισμένοι
που περιμένουν κάποιον να τους μιλήσει στη γλώσσα τους ή στη διάλεκτό τους για
να πουν πώς βρέθηκαν εκεί, αν και στην πραγματικότητα μιλάει η μορφή τους ότι
ήρθαν κάποτε από τον Ευρώτα, έγιναν σπίτια, έπεσαν και ξανάγιναν πέτρες που
ξέμειναν, γιατί οι πιο πολλές πήραν το δρόμο της επιστροφής και πήγαν στην
κοίτη του Ευρώτα. Άλλωστε, από την αρχαία εποχή μέχρι τη ρωμαϊκή και
μεταβυζαντινή, ό,τι υπήρχε ήταν νότια του χειμάρρου «Σοχά» και πέρα του
ποταμίσκου «Ούρντες» (λέξη των Ενετών που σημαίνει όριο κατά τον ερευνητή
Ιωάννη Λαμπρινάκο), σύνορο της Φάριδας από τη Λακεδαίμονα. Και να προσθέσω, μαθητής Γυμνασίου είχα δει χάρτη της
Λακεδαίμονας με λατινικούς χαρακτήρες που είχε το Βαφειό ως «Faris». Στις πλαγιές και
στους λόφους σε προηγούμενα χρόνια ανακάλυπταν
γεωργοί στο όργωμα, σε μικρό βάθος, μικρούς-ατομικούς τάφους ρωμαϊκής
εποχής, χωρίς άλλα ευρήματα εκτός από τα οστά, και πιο κάτω από τον τάφο
πλησίον στο χείμαρρο Σοχά, υπήρχε και ένα ρωμαϊκό κτίσμα-υδραγωγείο που οι
χωρικοί το έλεγαν «λουτρό της Ωραίας Ελένης», μιας και εκεί κοντά στον τάφο
πίστευαν ότι υπάρχει κάπου και το ανάκτορο του Μενελάου. Ώσπου μια μέρα ο ιδιοκτήτης του κτήματος σαν δεν είχε δει
ποτέ την Ωραία Ελένη και φοβούμενος μη βγει ο Μενέλαος από τον τάφο και
κηρυχτεί νέος Τρωικός πόλεμος, γκρέμισε και εξαφάνισε τα ίχνη του κτίσματος και
στη θέση του «στο όνομα της ειρήνης» φύτεψε ελιές. Και στην απέναντι, βόρια όχθη του χειμάρρου Σοχά, η
«Ρωμαίικη συκιά» με τους «Καίσαρες» παραφυάδες της διατηρεί ακόμη και σήμερα
την ταυτότητα του χώρου στο χρόνο, και δεν θέλω ούτε να το σκέπτομαι ότι θα
έρθει η στιγμή που θα έχει και αυτή την τύχη του λουτρού της Ωραίας Ελένης. «του Βαφειού η βρύση» Η «Ρωμαίικη» συκιά Άγνωστο πότε
μεταφέρθηκε το χωριό εδώ που είναι σήμερα. Μάλλον την εποχή της τουρκοκρατίας όταν ο καπετάν Ζαχαριάς
έκαψε τους όμορους οικισμούς νότια από τη «Βρύση του Βαφειού», να έκαψε τότε
και το εκεί Βαφειό, οπότε οι κάτοικοι έφυγαν και έχτισαν νέο στη θέση που είναι σήμερα, με υλικά που δείχνουν
τη φτώχεια οι πλίνθοι (πλίθρες) και την οικονομική ευχέρεια οι πέτρες, και τι
πέτρες, μάρμαρα από τον τάφο σε αγκωνάρια και εξώπορτες. Ως προς την ονομασία, θεωρώ ότι έχει προέλθει
από την ενασχόληση των κατοίκων με τη βαφή των ρούχων και του μεταξιού, από τη
ρωμαϊκή ως και τη μεταβυζαντινή εποχή, καθώς μέχρι και τη 10ετία του ’60,
θυμάμαι, υπήρχαν στο χωριό πολλές μουριές και τρέφαμε σε καλαμωτές
μεταξοσκώληκες. Ως «Βαφειό» είχε διατηρήσει το όνομα σε επίσημα έγγραφα,
όπως και στο σχολείο, θυμάμαι, που γράφαμε «?ν Βαφει? τ?….». Στην καθημερινότητα όμως, μικροί και μεγάλοι το λέγαμε
«Μάρμπαλη», «Μάρμαλη και οι παραέξω και
«Μπάρμπαλη», που έμαθαν ότι δεν λέγεται έτσι όταν με τη συγκοινωνία στη 10ετία
του ’70 το λεωφορείο έβαζε την ταμπελίτσα «Βαφειό». Γι’ αυτή τη δεύτερη
ονομασία «Μπάρμπαλη-Μάρμπαλη-Μάρμαλη» αν και έχουν ειπωθεί και δοθεί κάποιες
απαντήσεις, καταθέτω τη δική μου σκέψη με πληροφορίες και ενδείξεις: Ως γνωστό, ο
γειτονικός οικισμός «Μαχμούτμπεη» που είναι γνωστός ως «Μαμούμπεη», έχει πάρει
την ονομασία επί τουρκοκρατίας από τον Μαχμούτ Μπέη, του οποίου ο πύργος ήταν
κοντά στο ναό της Αγίας Παρασκευής και στα ερείπιά του παίζαμε παιδιά
«κρυφτούλι» κάθε απόγευμα Σαββάτου που πηγαίναμε στο Κατηχητικό, ώσπου πριν από
λίγα χρόνια κατεδαφίστηκε και χάθηκαν τα ίχνη του. Κάπως έτσι, λοιπόν,
πρέπει να πήρε την ονομασία και το χωριό μου «Μπάρμπαλη» και στην καθομιλουμένη
«Μάρμπαλη» και «Μάρμαλη» κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας από τον
«Μπάρμπα-Αλή», όπως τον έλεγαν, από πληροφορίες συγχωριανού μου που του είχε
πει ο παππούς του, το όνομα του οποίου θα κάνω γνωστό κάποια άλλη στιγμή με την
άδειά του και θα πω τότε και την τοποθεσία του πύργου. Από τον πύργο, λοιπόν, αυτού του «Μπάρμπα Αλή» είχε διασωθεί
το κάτω μέρος του τοίχου που πάνω του έβαζαν ένα μακρύ ξύλο και έκαναν τραμπάλα
τα παιδιά που μαζί με αυτά διασκέδαζαν και οι μεγάλοι. Ένα άλλο στοιχείο που συνηγορεί με τα πιο πάνω είναι: Όταν
κάναμε αναφορά στο χωριό λέγαμε (σε γένος πάντοτε αρσενικό και στη γενική)
«(σ)του Μάρμ(π)αλη» και ποτέ (στην ονομαστική) «(σ)το Μάρμ(π)αλη». Στη συνέχεια, με το πέρασμα του χρόνου παρέμεινε και
καθιερώθηκε η πρώτη που ήταν από παλιά στα χαρτιά με την ονομασία «Βαφειό» και
σβήστηκε από τη μνήμη η δεύτερη σαν τούρκικη, όπως άλλωστε και σε άλλα μέρη με
άλλα τοπωνύμια. Όλα τα πιο πάνω
αφού τα μελέτησε η καρδιά μου με το συναίσθημα, τα επεξεργάστηκε ο νους μου με
τη λογική και με την ελπίδα ότι βρήκε της αλήθειας η ψυχή μου ψιχία, τα θέτω με
τη γραφή μου σε δημόσια «διαβούλευση». Βασίλης Γ. Βλαχάκος