Vekrakos
Spartorama | «Η Βυζαντινή Ζωγραφική - Τέχνη Δημόσια», από τον Γεώργιο Κόρδη

«Η Βυζαντινή Ζωγραφική - Τέχνη Δημόσια», από τον Γεώργιο Κόρδη

Γεώργιος Κόρδης 16/08/2020 Εκτύπωση Άρθρα Κοινωνία Πολιτισμός
«Η Βυζαντινή Ζωγραφική - Τέχνη Δημόσια», από τον Γεώργιο Κόρδη
«...ο θεατής αποτελεί τον κοινό τόπο αναφοράς των δυνάμεων του έργου, είναι ο λόγος του εικαστικού έργου»
Οδός Εμπόρων

Η βυζαντινή ζωγραφική ως τέχνη ελληνική συστήνεται από τον λόγο κι όχι από το συναίσθημα κι ως εκ τούτου είναι τέχνη δημόσια - κοινοτική κι όχι τέχνη ιδιωτική. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει πως είναι τέχνη η οποία, εν είδει σοσιαλιστικού ρεαλισμού, καλείται να οπτικοποιήσει την ιδεολογία του κράτους και να προπαγανδίσει τα ιδανικά του. Δημόσια τέχνη στο πλαίσιο του ελληνικού πολιτισμού είναι άλλο πράγμα και αφορά κυρίως και κατεξοχήν τη δομή των πραγμάτων, τον τρόπο δηλαδή σύνθεσης των επιμέρους στοιχείων ενός έργου και το πως της σχέσης τους με τον θεατή.

Κάθε τέχνη παράγει μια δομή εφόσον συστήνει πράγματα φέρνοντας σε σχέση στοιχεία ετερόκλητα και διαφορετικά. Η σύσταση αυτή έχει αναφορά, αναφέρεται ως προς κάποιον χάριν του οποίου γίνεται η σύσταση αυτή.

Στην σχολαστική και νεοπλατωνικίζουσα Αναγεννησιακή ζωγραφική επιχειρήθηκε η αναπαράσταση του  κόσμου και επιδιώχτηκε συνεπώς μια δομή-μιμητική εν πολλοίς του φαινομένου.  Οι ζωγράφοι έψαξαν να φτιάξουν την ορθή κατασκευή, ώστε να φαίνεται πως αναπαριστούν πιστά τον κόσμο όπως φαίνεται, φορτισμένου ίσως και με ποιότητες της θείας πραγματικότητας (ιδανικές αναλογίες, ωραιότητας, κτλ). Η δομή δεν συμπεριλάμβανε φυσικά τον θεατή ο οποίος λογίζεται ως θεατής, ως αντικείμενος στο έργο-μίμηση του κόσμου. Γιαυτό εξάλλου ο θεατής και τα εικονιζόμενα δεν μοιράζονται τις ίδεις συντεταγμένες χώρου και χρόνου. Ζουν σε διαφορετικούς κόσμους σε δύο χωριστές πραγματικότητες, Ο Θεατής στην πραγματική πραγματικότητα και τα εικονιζόμενα στην εικονική-ψευδή πραγματικότητα. Το έργο όσο κι αν είναι σε κοινή θέα ή αν έχει θέμα που αφορά όλους, δεν είναι ως δομή δημόσια τέχνη αλλά τέχνη ιδιωτική.

Στην διάρκεια των αιώνων που ακολούθησαν την Αναγέννηση μέχρι τις μέρες μας το έργο ζωγραφικής τέχνης (για να περιοριστώ μονάχα σε αυτό) γινόταν ολοένα και περισσότερο ιδιωτικό στο βαθμό που ο καλλιτέχνης και ο ψυχικός και ιδεολογικός του κόσμος επηρέαζε και καθόριζε την δομή του έργου τέχνης.

Κορύφωση της ιδιωτικότητας είναι κάποιες, όχι ίσως όλες οι τάσεις -του μοντερνισμού και κυρίως όσα ακολούθησαν αυτόν. Η δομή του έργου ταυτίζεται με τον καλλιτέχνη πλήρως κι εκείνος καθορίζει το πως σχετίζονται τα πράγματα μεταξύ τους. Το ιδανικό συνήθως είναι να φτιάξει ο καλλιτέχνης  μια νέα δική του γλώσσα, μια νέα δομή βασισμένη σε δικό του λόγο, στον έσω κόσμο του (ιδέες και συναισθήματα και οράματα). Ούτε λόγος φυσικά για κάποιο οργανικό ρόλο στον  θεατή ο οποίος αντιμετωπίζεται απλά ως ο αποδέκτης ενός «θέσφατου» πράγματος  που έρχεται «άνωθεν» από ένα εμπνευσμένο άτομο που υπερέχει και εξέχει των υπολοίπων,  από τον καλλιτέχνη όπως τον όρισε η Αναγέννηση συνεχίζοντας και απογειώνοντας  ουσιαστικά τον ρόλο και την λειτουργία του σχολαστικού Θεολόγου-φιλοσόφου.

Στην ελληνικής καταγωγής «βυζαντινή» ζωγραφική τα πράγματα είναι όλως διαφορετικά. Η ζωγραφική είναι δομή πρωταρχικά κι όχι έκφραση συναισθημάτων χωρίς φυσικά αυτό  να αποκλείεται. Είναι έλλογη δομή που όχι απλώς συμπεριλαμβάνει τον θεατή ως δομικό στοιχείο, αλλά αναδεικνύει αυτόν σε λόγο της σύνθεσης. Η δομή συστήνεται ως προς αυτόν και γιαυτόν και με βάση το πως της λειτουργίας των αισθήσεων του.

Να στο πω με ένα παράδειγμα να εννοήσεις κάπως καλύτερα.

Η δημιουργία ενός πορτραίτου στην βυζαντινή ζωγραφική δεν αποσκοπεί να φτιάξει μια μίμηση της εξωτερικής μορφής του εικονιζόμενου  αν και δεν το παραβλέπει αυτό. Στοχεύει πρωτίστως να καταγράψει μέσα από  επιτήδειο  χειρισμό των ζωγραφικών στοιχείων την σχέση του εικονιζόμενου με τον θεατή, να γράψει δηλαδή το πώς της κοινωνίας τους. Έτσι προχωρεί σε  κάθαρση των  μορφών μέσα απο μια περίπλοκη διαδικασία λειτουργικής αφαίρεσης και στήνει την μορφή επάνω σε χιαστί προβαλλόμενες δυνάμεις  από την επιφάνεια προς τον χωρόχρονο του θεατή. Συνήθως κινεί την κεφαλή και το σώμα προς μια κατεύθυνση αποκλίνουσα της πλήρους μετωπικότητας και το βλέμμα κι όχι μόνον προς την αντίθετη κατεύθυνση.  Έτσι παράγει αυτό που είναι ο ελληνικός εικαστικός ρυθμός που αποτελεί δομικό γεγονός που δημιουργεί σχέση μεταξύ εικονιζόμενου και θεατή. Ο θεατής στην εικαστική αυτή δομή αποτελεί λόγο ύπαρξης του έργου κι όπου κι αν σταθεί μπροστά του αισθάνεται πως το εικονιζόμενο τον κοιτά. Αν κινηθεί το εικονιζόμενο επαναπροσδιορίζεται και τον ακολουθεί. Κι αυτό δεν είναι κάτι μαγικό. Είναι αποτέλεσμα δομής, του τρόπου δηλαδή σύστασης του έργου ως προς τον θεατή. Αυτό συμβαίνει διότι ο  θεατής αποτελεί τον κοινό τόπο αναφοράς των δυνάμεων του έργου, είναι ο λόγος του εικαστικού έργου.

Αυτό το ζωγραφικό έργο, ανεξάρτητα από το τι εικονίζει, ανεξάρτητα από το θέμα και τα σημαινόμενά του, είναι τέχνη δημόσια διότι έχει χτιστεί δομικά ως σύστημα σχέσεων που συμπεριλαμβάνει τον θεατή.

Θα μου πεις τώρα, τί μας λες;  ψιλά γράμματα...

Μάλλον, ψιλά γράμματα για ανθρώπους που αγαπούν του χαμηλούς τόνους...

Γεώργιος Κόρδης, kordis.gr


Φωτο άρθρου: Ιησούς Χριστός. Μανουήλ Πανσέληνος, Πρωτάτον, Άγιον Όρος, 1295π.


Οδός Εμπόρων