Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Θα ήμουν ο δακτυλοδεικτούμενος, ο ρίψασπις που επέλεξε τον εύκολο αγώνα του νου από τον δύσκολο αγώνα της ψυχής
Δεν θυμάμαι το πώς και το γιατί (μάλλον θα το
είχα διαβάσει κάπου) αλλά από πολύ μικρός είχα πεισθεί ότι προορισμός στη ζωή
κάθε ανθρώπου είναι να γνωρίσει ένα Ποιητή, έναν Άγιο και ένα Σοφό -όχι κατ’
ανάγκη με αυτή τη σειρά-. Μόνο μέσω της συναναστροφής με τέτοιους σπουδαίους
ανθρώπους θα μπορούσε κάποιος να ελπίζει ότι μπορεί να ολοκληρώσει επιτυχώς την
πορεία του πάνω σε αυτή τη γη. Με αγωνία λοιπόν καραδοκούσα, έχοντας τα μάτια
μου ορθάνοιχτα, να ανακαλύψω τέτοιους ανθρώπους για να επιδιώξω την παρέα τους
και να διδαχτώ από αυτούς. Αληθινά, φαίνεται ότι αν επιθυμείς κάτι από καρδιάς
τα φέρνει έτσι η ζωή ώστε να σου προσφερθεί απλόχερα. Ο Ποιητής Δεν άργησε να έρθει η στιγμή που τα συγκεντρωμένα
και καθαρογραμμένα «ποιήματά» μου έπεσαν στην αντίληψη του πατέρα μου. Ο
άνθρωπος -ως πατέρας- ενθουσιάστηκε. «Το παιδί είναι ποιητής», θα σκέφτηκε. Σε
κάθε περίπτωση -και προς τιμήν του- αμέσως προσφέρθηκε να με πάει να τα δείξω
σε ένα φίλο του, σχετικό με το αντικείμενο, για να μου πει την γνώμη του. Περιέργως,
ενώ ήμουν κάθετα αρνητικός σε οτιδήποτε προσπαθούσε να με συμβουλεύσει, αυτή
την φορά δεν έφερα αντίρρηση. Κάτι με ωθούσε να γνωρίσω αυτόν τον «σχετικό». Πράγματι, την επόμενη Κυριακή το πρωί -έχοντας
προηγμένως συνεννοηθεί- με οδήγησε σε μια τοποθεσία κοντά στο Γύθειο, έναν λόφο
με μια εξαιρετική θέα στον Ταΰγετο και ένα μικρό σπιτάκι στην κορυφή του, όπου
κατοικούσε με την σύζυγό του ο φίλος του. Αφού με σύστησε, δικαιολογήθηκε ότι
έχει κάποια δουλειά στο Γύθειο και αποχώρησε. Βρέθηκα λοιπόν τετ α τετ, γεμάτος
αμηχανία, με έναν άγνωστο άνθρωπο που υποτίθεται ότι θα ανίχνευε την ψυχή μου.
Ευτυχώς, δεν έχασε χρόνο σε τυπικές συζητήσεις και μπήκε κατευθείαν στο ψητό
ζητώντας μου να δει τα γραπτά μου. Ακόμα θυμάμαι το σκαμμένο του πρόσωπο,
απολύτως συγκεντρωμένο στην ανάγνωση, να ξεφυλλίζει με αργό ρυθμό το μαθητικό
μπλε τετράδιό μου, με την λευκή ετικέτα, όπου με περισσό θράσος είχα γράψει με κεφαλαία
ωραία γράμματα την λέξη «ΠΟΙΗΜΑΤΑ». Πολλή αμήχανη στιγμή που διαρκούσε αιώνες
αλλά από την άλλη σκεφτόμουν ότι όταν τελειώσει και αρχίσει να μου κάνει
ερωτήσεις δεν θα ήξερα τι να του πω. Πέρασε ώρα πολλή -ή έτσι μου φάνηκε- όταν
σήκωσε επιτέλους το βλέμμα του από το τετράδιο και αντί να αρχίσει τις
ερωτήσεις άρχισε να μου μιλάει για ποίηση. Μου μίλησε για αρμονία, για
μουσικότητα, για ρυθμό, για κορύφωση, για τη σημασία των λέξεων, για την σωστή
επιλογή τους, μέχρι που μου επισήμανε λέξεις που χρησιμοποιούσα στα κείμενά μου,
καθόλου ποιητικές, που ήταν σαν σε λάθος στίχους σε λάθος ποιήματα. Με όλα αυτά
και χάρη στο μειλίχιο και φιλικό του ύφος έχοντας ξεπεράσει την αμηχανία μου άρχισα
να κάνω εγώ ερωτήσεις, προφανώς επιπέδου δεκαεξάχρονου, στις οποίες όμως ελάμβανα
άμεσα πειστικές και κατανοητές απαντήσεις. Στο τέλος βρέθηκα να ελπίζω ότι δεν
θα τελείωνε ποτέ αυτή η συζήτηση, μέχρι που εμφανίστηκε ο πατέρας μου. Ο
δυστυχής είχε απηυδήσει να πίνει μόνος του καφέ στο Γύθειο τόσες ώρες. Παρουσία του πατέρα μου, μού πρότεινε να
αγοράσω την εξάτομη Ποιητική Ανθολογία του Λίνου Πολίτη, να αρχίσω να διαβάζω
ποιητές και περίπου μια φορά τον μήνα να τον επισκέπτομαι για να αναλύουμε τα
ποιήματα που μου άρεσαν. Φυσικά τόσο ο πατέρας μου όσο και εγώ, εκτιμώντας την
προσφορά του, συμφωνήσαμε αμέσως. Δεν έγιναν πάνω από τρεις τέσσερις τέτοιες
συναντήσεις -και αυτές κουτσουρεμένες- παρόλη την καλή θέληση που επιδείκνυε η
πλευρά του δασκάλου. Λίγο οι έκτακτες υποχρεώσεις του πατέρα μου που προέκυπταν
τις Κυριακές, λίγο οι πολυήμερες απουσίες του δασκάλου στην Αθήνα για δικές του
υποχρεώσεις, ακύρωναν συχνά τις προγραμματισμένες συναντήσεις. Αλλά και η δική
μου προοπτική είχε αλλάξει. Πήγαινα πια Δευτέρα Λυκείου και ακολουθώντας την
παντοδύναμη τάση της εποχής -οι καλοί μαθητές γίνονται είτε γιατροί είτε
μηχανικοί-, έπρεπε να διαβάσω για να μπω στο Πολυτεχνείο. Τότε το έβλεπα σαν
ζήτημα τιμής. Διάβαζα λοιπόν όλο και λιγότερο ποίηση μέχρις ότου η προσφορά του
δασκάλου ξεχάστηκε μέσα στη δίνη των εισαγωγικών εξετάσεων. Όταν μετά από χρόνια ο δάσκαλος απεβίωσε και
γινόταν η κηδεία του στη Αθήνα, ενώ είχα πια εγκατασταθεί στην πόλη, αρνήθηκα
να παραστώ. Ήμουν πεπεισμένος ότι όλοι στη κηδεία θα κοιτούσαν εμένα. Θα ήμουν
ο δακτυλοδεικτούμενος, ο ρίψασπις που επέλεξε τον εύκολο αγώνα του νου από τον
δύσκολο αγώνα της ψυχής. Παρά τις σποραδικές συνεδρίες, κέρδισα πολλά
από αυτήν την επαφή με το δάσκαλο. Αφού ξεπέρασα την εξοντωτική σκλαβιά στην οποία
με καταδίκασε η ανούσια προσπάθεια εισαγωγής στο πανεπιστήμιο, άρχισα να
ξαναδιαβάζω ποίηση ανακαλύπτοντας όλα αυτά που μου έλεγε ο δάσκαλος και άλλα
πολλά που δεν πρόλαβε να μου διδάξει. Είχα την τύχη να μυηθώ νωρίς στην ύψιστη
έκφραση της ανθρώπινης ψυχής και έκτοτε την χρησιμοποιώ ως ιερό βάλσαμο που
επουλώνει απαλά όλες τις πληγές και εξαφανίζει τελείως όλες τις ουλές της σκληρής,
ανούσιας καθημερινότητας. Και ενίοτε όταν η τραγικά επιφανειακή (πεζή
και πολλές φόρες ποταπή), παράλογη αντιμετώπιση του θαύματος της ζωής, όπως τη
βιώνω κάθε ημέρα γύρω μου, με οδηγεί στην αίσθηση ότι δεν είμαι παρά ένα ακόμη «βάρος
επάνω στη Γή», μια έμπνευση θεϊκή τοποθετεί μπροστά μου μια πένα κι ένα λευκό
χαρτί και με καλεί να θυμηθώ την κληρονομιά του δασκάλου. Πραγματικά, δεν έχουν
καμία σημασία αυτά που γράφω, το σημαντικό είναι ότι μετά από αυτή την
θεόσταλτη διαδικασία του ιερού τοκετού, αιωρούμαι πια μερικούς πόντους επάνω
από το έδαφος, έτοιμος να τιμήσω και πάλι το θαύμα της Ζωής και του Ανθρώπου. Λίγα χρόνια πριν πεθάνει, ο ποιητής μου
προσεγγίστηκε από την Ακαδημία Αθηνών, η οποία αναγνωρίζοντας τη σημασία του ποιητικού
του έργου -και όχι μόνον- τον εξέλεξε μέλος της. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία.
Στα δεκαέξι μου γνώρισα τον ποιητή που μου αναλογούσε, έναν αληθινό ποιητή
πιστοποιημένο μάλιστα με τη βούλα της Ακαδημίας. Ήδη θα το έχετε καταλάβει,
ήταν ο ποιητής «της καρδιάς μου», ο αείμνηστος Νικηφόρος Βρεττάκος. Ο Άγιος Στα δέκα εννέα μου λοιπόν βρέθηκα για πρώτη μου
φορά να οργώνω τον ιερό Άθω. Η παρέα μου ήταν παλιές καραβάνες, γνωστοί και
πολύ αγαπητοί στους μοναχούς όλου του Όρους. Επισκεφτήκαμε έτσι πολλά
μοναστήρια για να δούμε και να ζητήσουμε την ευλογία του ηγουμένου, για να
περάσουμε ώρες συζητώντας με πατέρες για θέματα πίστης και ψυχής, είτε για να εξερευνήσουμε
τις απρόσιτες σε πολλούς βιβλιοθήκες των μονών, βοηθώντας μεγαλύτερα μέλη της
ομάδας που έψαχναν στοιχεία για το διδακτορικό τους. Εντυπωσιακές ήταν και οι
πορείες που κάναμε στο βουνό πηγαίνοντας από μοναστήρι σε μοναστήρι, πολλές
φορές διασχίζοντας πεζή το περιβόλι της Παναγίας εγκάρσια, από την δυτική ακτή στην
ανατολική και ανάποδα. Σε αυτές τις πορείες συναντούσαμε συχνά σκήτες όπου οι
μοναχοί, όλο καλοσύνη και αγάπη, μας πρόσφεραν ότι είχαν: ένα λουκουμάκι για
ενέργεια, ένα κύπελλο με νερό για να ξεδιψάσουμε και ένα κρεβάτι -ένα φύλο
κόντρα πλακέ ριγμένο κατάχαμα-, για να ξεκουραστούμε. Ήμουνα από τους τελευταίους της ομάδας που βρεθήκαμε
την τελευταία ημέρα στις Καρυές για να κάνουμε τα χαρτιά μας και να πάρουμε το
καραβάκι για την Ουρανούπολη. Όταν έφτασαν τα δυσάρεστα νέα, ότι για κάποιους
λόγους το δρομολόγιο του πλοίου δεν θα γινόταν και θα έπρεπε να περιμένουμε
κάποιες ώρες για να πάρουμε το επόμενο καράβι, κάποιος πρότεινε ότι ήταν
μοναδική ευκαιρία να επισκεφτούμε τον γέροντα του οποίου η σκήτη ήταν εκεί
κοντά. «Καλά τι είδους σκήτη είναι αυτή τόσο κοντά στις Καρυές;» σκέφτηκα. Ακολούθησα
όμως την ομάδα, με βαριά καρδιά είναι η αλήθεια, αφού θεωρούσα τον εαυτό μου
έμπειρο από σκήτες και ασκητές και δεν περίμενα να δω σπουδαία πράγματα. Φτάσαμε γρήγορα στη σκήτη όπου περίμενε
αρκετός κόσμος. Ο γέροντας, μια μικρόσωμη, λεπτεπίλεπτη μορφή, συζητούσε με
τους πιστούς και απαντούσε στις ερωτήσεις τους, ενώ παράλληλα σκάλιζε την
ανάγλυφη μορφή της Παναγίας σε μικρά επίπεδα κομμάτια ξύλου κομμένα κατευθείαν από
κορμό δέντρου. Κάποια στιγμή έφτασε και η σειρά μας να τον χαιρετίσουμε. Μετά
από λίγο και έχοντας ανταλλάξει τα τυπικά με του ανθρώπους που γνώριζε από την
παρέα μου, γυρίζει ξαφνικά προς το μέρος μου και μου λέει: «Λοιπόν Νίκο, θα
περάσεις;». Τρομοκρατήθηκα! «Να περάσω που;» αναρωτήθηκα. Γύρισα και κοίταξα με
αγωνία τον «αρχηγό» της παρέας. Με ένα μεγάλο χαμόγελο μου έκανε νόημα ότι όλα
ήταν καλά και θα έπρεπε να ακολουθήσω τον Γέροντα. Έχω ανακαλέσει πολλές φορές στη
μνήμη μου το όλο σκηνικό. Είμαι απολύτως πεπεισμένος ότι κανένας από την παρέα
μου, τότε, δεν με αποκάλεσε με το όνομά μου ώστε να το ακούσει ο γέροντας. Ακολούθησα λοιπόν τον γέροντα στο κελί του. Το
τι συνέβη εκεί, απλό στην περιγραφή του, ανείπωτο στην ουσία του, μόνο μια πένα
του ύψους του Ντοστογέφσκυ θα μπορούσε να αποτυπώσει. Ακόμα πάντως θυμάμαι την απόλυτη
γαλήνη που με πλημύρισε όταν ακούμπησε την παλάμη του στην πλούσια -τότε- κόμη
μου μουρμουρίζοντας ταυτόχρονα μιαν ευχή. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να ξαναεπισκεφτώ τον
γέροντα το επόμενο καλοκαίρι. Δυστυχώς, προς μεγάλη μου λύπη, δεν τα κατάφερα
ούτε το επόμενο ούτε κανένα άλλο καλοκαίρι (ο γέροντας εκοιμήθη μετά από δέκα
τέσσερα χρόνια). Στη σχολή οι υποχρεώσεις άρχισαν να αυξάνονται εκθετικά και (μαζί
με άλλους πειρασμούς) δεν μου άφηναν πολύ χρόνο τα καλοκαίρια. Έπρεπε λέει να τελειώσω
με καλό βαθμό τη σχολή για να μπορέσω μετά να πάω στην Αμερική για μεταπτυχιακά.
Ήταν βλέπετε η εποχή που λόγω μεταπολίτευσης η πλειοψηφία των καθηγητών μας στη
σχολή είχαν έρθει κατευθείαν από Αμερικάνικα Πανεπιστήμια, υποκινούμενοι από
έναν αγνό και γνήσιο πατριωτισμό (περιττό να αναφέρω ότι σε δέκα χρόνια, όλοι,
μα όλοι, είχαν παραιτηθεί από τις έδρες τους και είχαν επιστρέψει στις παλιές
τους θέσεις). Είχαν συνηθίσει οι άνθρωποι να κάνουν έρευνα και χρησιμοποιούσαν
τους καλούς φοιτητές ως βοηθούς, πράγμα συνηθισμένο στην Αμερική. Σε αντάλλαγμα
μεσολαβούσαν ώστε να γίνουμε δεκτοί ως μεταπτυχιακοί φοιτητές, με υποτροφία, σε
πολύ καλά Αμερικανικά Πανεπιστήμια. Η εμπειρία του Γέροντα και του Αγίου Όρους πάντως,
δεν έμεινε ανεκμετάλλευτη. Με οδήγησε στο να γνωρίσω την Ορθοδοξία όχι ως δόγμα
αλλά ως φιλοσοφία ζωής. Επί δυο χιλιάδες χρόνια όλη η ενέργεια, η δημιουργικότητα,
η πρωτοτυπία και εφευρετικότητα του Ελληνικού πνεύματος -ο Έλλην Λόγος- διοχετεύτηκε,
λόγω συνθηκών, στην Ορθοδοξία. Ατέλειωτοι θησαυροί μουσικής και ποίησης υπό την
μορφή ύμνων, ζωγραφικής υπό την μορφή αγιογραφιών, αρχιτεκτονικής υπό την μορφή
ρυθμών και φιλοσοφίας υπό την μορφή Θεολογίας και Πατερικών κειμένων
παρελαύνουν κάθε μέρα μπροστά μας χωρίς να τους δίνουμε την ανάλογη βαρύτητα. Υπό
συνθήκες, την απέραντη γαλήνη που με κυρίευσε στο κελί του Γέροντα την
ξαναβρίσκω στα απομονωμένα μοναστήρια στην διάρκεια του εσπερινού, σε καθολικά
χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, όταν υπό το ιλαρό φως των κεριών και την χωρίς μικρόφωνα
καλλιφωνία των μοναχών που έχουν γνώσεις βυζαντινής μουσικής, το τελευταίο φως
της ημέρας διαπερνά τον μικρό φεγγίτη του τρούλου του Παντοκράτορα και φωτίζει
τις ψυχές μας. Δεν ξέρω αν είμαι πάντοτε υπερήφανος που είμαι Έλληνας, σίγουρα όμως
και σταθερά, είμαι πολύ υπερήφανος που είμαι Ορθόδοξος. Εδώ και δέκα περίπου χρόνια, ο γέροντάς μου κατατάχθηκε
από την Αγία και Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Αγιολόγιο της
Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Στα δέκα εννέα μου γνώρισα
τον Άγιο που μου αναλογούσε, έναν αληθινό Άγιο πιστοποιημένο μάλιστα με τη
βούλα της Εκκλησίας. Ήδη θα το έχετε καταλάβει, ήταν ο γέροντας Παΐσιος, μετέπειτα
γνωστός ως ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης. Αναζητώντας τον Σοφό Ο Νομπελίστας Δεν περίμενα βέβαια να βρω τη σοφία σε έναν
μηχανικό. Για καλή μου τύχη το Πανεπιστήμιο στο οποίο βρισκόμουν ήταν πολύ καλό
στον τομέα της Φυσικής. Είχε μάλιστα στο παρελθόν βγάλει δυο βραβεία Νόμπελ
Φυσικής. Παραδοσιακά λοιπόν, πολλοί αναγνωρισμένοι και βραβευμένοι Φυσικοί το
επισκέπτονταν ως visiting professors για να δώσουν διαλέξεις,
να εισηγηθούν σε συνέδρια και να ανταλλάξουν σε σεμινάρια απόψεις με τους
συναδέλφους του. Έτσι κάποια στιγμή ανακάλυψα ότι πρόκειται να επισκεφτεί το
τμήμα Φυσικής, ένας από τους πιο πετυχημένους -εκείνη την εποχή- ερευνητές στον
τομέα της βασικής έρευνας, ο οποίος μόλις λίγα χρόνια πριν είχε τιμηθεί με το
βραβείο Νόμπελ για τη συνεισφορά του. Είχα εντοπίσει τον Σοφό μου (ήδη
πιστοποιημένο με τη βούλα της Επιστήμης), το μόνο που μου έμενε ήταν να τον
γνωρίσω από κοντά. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός που είχα
γνωρίσει έναν -μεγαλύτερό μου- Έλληνα Φυσικό με πτυχίο από Ελλάδα και
διδακτορικό στην Αμερική, ο οποίος μόλις είχε γίνει Assistant Professor στο
τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου και με τον οποίο έκανα συχνή και καλή παρέα. Τον
παρακάλεσα λοιπόν να μεσολαβήσει ώστε να παραστώ κι εγώ σε μια από τις
παρουσιάσεις του Νομπελίστα και να απολαύσω από πρώτο χέρι την σοφία του. Μετά
από επίμονες πιέσεις από την πλευρά μου, συμφώνησε, υπό την προϋπόθεση ότι θα
κάθομαι ήσυχα και ευγενικά δίπλα του και ότι δεν θα ανοίξω το στόμα μου και
φανεί η ασχετοσύνη μου στη Φυσική. Βρέθηκα λοιπόν κάποτε σε μια μεγάλη αίθουσα,
σε ένα στρογγυλό τραπέζι δίπλα στο φίλο μου να δειπνώ με δεκάδες άλλους
Φυσικούς. Ο φίλος μου, για να με βοηθήσει να καταλάβω, είχε φερθεί έξυπνα. Δεν
με πήγε σε μια στεγνή επιστημονική διάλεξη όπου δεν θα καταλάβαινα τίποτα, αλλά
φρόντισε να παρευρεθώ σε ένα ανεπίσημο δείπνο - επιστημονική συγκέντρωση, όπου,
με την βοήθεια κατάλληλης μικροφωνικής εγκατάστασης, τα θέματα συζήτησης
ξέφευγαν από τα αμιγώς επιστημονικά και άγγιζαν και τα περισσότερο φιλοσοφικά. Βροχή
λοιπόν οι ερωτήσεις προς τον σοφό μου. Η καλύτερή μου. Γεμάτος προσδοκίες
άκουγα εκστασιασμένος. Λένε ότι η δρυς -το μεγαλειώδες αυτό δέντρο- έχει
ένα ριζικό σύστημα που αναπτύσσεται τόσο βαθειά στη γη όσο ψηλά ανεβαίνουν τα
κλαδιά της, επάνω από τη γη. Είναι ένα θαύμα της φύσης, σοφά εξοπλισμένο, ώστε
στην αιωνόβια ζωή του να αντέχει και την πιο δυνατή καταιγίδα και να επιβιώνει
της πιο βίαιης θεομηνίας. Κάπως έτσι φανταζόμουν και τον σοφό μου. Δεν πέρασε πάνω από μισή ώρα όταν φάνηκε
ξεκάθαρα -και όχι μόνο στο δικό μου μυαλό- η γύμνια τους σοφού μου. Ναι τα
κλαδιά του -το προς τα έξω- έφταναν πολύ ψηλά. Μπορούσε να διαβάσει την φύση,
την ερμήνευε, την εξηγούσε, την περιέγραφε με φυσικούς νόμους. Οι ρίζες του
όμως - το προς τα μέσα- ήταν δυστυχώς ανύπαρκτες. Ο σοφός μου φαίνεται ότι δεν είχε
στραφεί ποτέ προς τον εαυτό του και δεν είχε ποτέ αναρωτηθεί για τα θεμελιώδη
υπαρξιακά ερωτήματα που απασχολούν όλους μας. Περιμέναμε να ακούσουμε πως οι
σπουδαίες ανακαλύψεις του έδιναν κάποιο νόημα στην έννοια του ανθρώπου και τι
συμπεράσματα για τον κόσμο μπορούσε κανείς να εξάγει μέσω μιας τόσο ευφυούς
αποκωδικοποίησης της φύσης. Κανένα από αυτά τα ερωτήματα δεν απαντήθηκε από την
πλευρά του. Για την ακρίβεια, ούτε καν είχαν περάσει από το μυαλό του. «Δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται» λέει το
ρητό. Εγώ πάντως από την δρυ που είχε καταρρεύσει με πάταγο μπρος τα μάτια μου,
δεν ήξερα από τι ακριβώς να ξυλευτώ. Έβλεπα μπροστά μου να ξετυλίγεται σε όλη
μου τη έκταση, ο νέος μας θεός, η επιστήμη. «Αληθές είναι ότι μπορεί να
αποδειχτεί μαθηματικά ή να επαληθευτεί πειραματικά» είναι το μότο της εποχής
μας. Και γιατί θα πρέπει ότι δεν αποδεικνύεται ή δεν επαληθεύεται να είναι οπωσδήποτε
αναληθές; Με τι απλοϊκό τρόπο βγάλαμε την Πίστη έξω από το πλαίσιο της ζωής
μας; Έχασα λοιπόν της ευκαιρία να γνωρίσω τον σοφό
μου στην Αμερική. Και όχι μόνον στο πρόσωπο του διάσημου επιστήμονα αλλά και
στο πρόσωπο πολλών άλλων. Δεν το συνειδητοποιούσα τότε, αλλά είμαι σίγουρος ότι
η απόφασή μου να μην συνεχίσω για διδακτορικό (καίτοι μου προτάθηκε) αλλά να
εμπλουτίσω τις σπουδές μου σε ένα άλλο πιο προσγειωμένο πεδίο, οφείλεται σε
αυτό το έλλειμμα αληθινής σοφίας και ταυτόχρονα ένα αίσθημα παντοδυναμίας που
διαχέεται -με μια γενναία δόση αλαζονείας και κυριαρχίας- σε όλο πλάτος και το εύρος
της σύγχρονης επιστήμης. Ο Βοσκός
Χρόνια μετά, εργαζόμενος πλέον στην Αθήνα κατόρθωσα και πραγματοποίησα ένα από
τα όνειρά μου. Απέκτησα μια μηχανή μεγάλου κυβισμού (on/off) σχεδιασμένη έτσι ώστε
να συμπεριφέρεται πολύ καλά και στο χώμα. Ο βασικός μου στόχος ήταν να
επισκεφτώ τον Ταΰγετο και μέσα από τους δασικούς του δρόμους να ανακαλύψω τοπία
θεϊκής ομορφιάς τα οποία ήμουν σίγουρος ότι περίμεναν να τα απολαύσω. Πράγματι, το επόμενο καλοκαίρι κατέβασα την
μηχανή στη Σπάρτη και άρχισα στις εξορμήσεις. Η ανταμοιβή μου ήταν
πλουσιοπάροχη. Έζησα και ένοιωσα τοπία εκπάγλου καλλονής, τέτοια που μετάνιωσα
πολλές φορές που δεν ήμουν ζωγράφος. Μόνο ένα πρόβλημα υπήρχε σε όλα αυτά. Το
καλοκαίρι στο βουνό υπάρχουν πολλοί βοσκοί που ξεκαλοκαίριαζαν εκεί μαζί με τα
κοπάδια τους. Οι άνθρωποι ήθελαν την ησυχία τους και ο θόρυβος της μηχανής δεν
ήταν ότι το καλύτερο για αυτούς. Μετά από δυο τρεις εξορμήσεις άρχισα να ακούω
τις διαμαρτυρίες και τις απειλές τους: «Εεε…, μας πήρες τα αυτιά, φύγε από δω…
μην ξανάρθεις». Αναγκάστηκα να σεβαστώ το δίκιο τους. Συμβιβάστηκα
λοιπόν και φρόντισα να μην επισκέπτομαι συχνά στην ίδια περιοχή. Άρχισα λοιπόν,
σιγά σιγά, να περιπλανιέμαι και σε κακοσυντηρημένους δασικούς δρόμους, σκαμμένους
από τους χείμαρρους του χειμώνα, λίαν επικίνδυνους για την σωματική μου ακεραιότητα,
αφού ούτε την τεχνική ήξερα, ούτε την πείρα είχα και κυρίως, εκτός από τη
μηχανή μου που ήταν ένα υβρίδιο enduro, δεν είχα τον κατάλληλο εξοπλισμό ασφαλείας που απαιτείται σε αυτές
τις δραστηριότητες. Σε έναν τέτοιον λοιπόν, κακοτράχαλο, γεμάτο με
παγίδες δασικό δρόμο, σε μια ευτυχώς ανηφορική στροφή, ξαφνικά, στο ένα μέτρο από
μένα, παίρνει το μάτι μου μια ανθρώπινη φιγούρα να μου κλείνει το δρόμο. Δεν
μπόρεσα να χειριστώ την κατάσταση και βρέθηκα πεσμένος στο χώμα με τη μηχανή
από πάνω μου να με πλακώνει. Προσπαθούσα μάταια να σηκωθώ, ώσπου το παρολίγον
θύμα μου, με μια ενστικτώδη τεχνική, σήκωσε όρθια την μηχανή και με
απεγκλώβισε. «Βιάζεσαι γιόκα μου» σχολίασε με μια
αφοπλιστική ηρεμία. Αφού βεβαιώθηκα ότι δεν είχα χτυπήσει πουθενά, στάθηκα στα
πόδια μου και τον κοίταξα για πρώτη φορά. Ήταν ένας ηλικιωμένος αλλά ευθυτενής
και κοτσονάτος βοσκός, με το μουστάκι του παχύ παχύ και ένα έντονο γαλάζιο
βλέμμα που εξέπεμπε αυτάρκεια και βεβαιότητα. Στο δεξί του ώμο είχε κρεμασμένο
το ταγάρι του στο δε αριστερό του μπράτσο αναπαυόταν ένα τόσο δα ασπρουλό
αρνάκι, μάλλον νεογέννητο. «Από το μονοπάτι, το μαντρί δεν είναι ούτε
δέκα λεπτά… Έλα να σου δώσω λίγο νερό και λίγη μυζήθρα να ξαποστάσεις» είπε
κοιτάζοντάς με μέ πατρική συμπάθεια. Ήμουν τόσο ταραγμένος που παραδόθηκα
αμαχητί στην γνήσια ανθρώπινη αυτή προσφορά. Παράτησα την μηχανή στην μέση του πουθενά
και τον ακολούθησα πειθήνια στα έγκατα του δάσους. Φτάσαμε γρήγορα στο μαντρί του που διέθετε και
ένα υποτυπώδες καλύβι για τον ίδιο με τα απολύτως απαραίτητα. Με έβαλε να κάτσω
σε μια πέτρα και σε λίγο εμφανίστηκε με δύο κύπελλα γεμάτα νερό, δυο φέτες ψωμί
και μερικά κομμάτια μυζήθρα για να κολατσίσουμε. Φυσικά, δεν ξέχασε να ταΐσει
και το ερίφιο που κούρνιαζε στο μπράτσο του βγάζοντας από το ταγάρι του ένα
αυτοσχέδιο μπιμπερό γεμάτο γάλα. Δεν ανταλλάξαμε πολλές κουβέντες. Δεν ήταν του
λόγου ο βοσκός μου, δεν ήταν του νου, ήταν της καρδιάς. Από την άλλη ήμουν κι
εγώ εκστασιασμένος από την περιοχή. Το μαντρί βρισκόταν στην πλαγιά ενός
καταπράσινου λόφου, όπου μπροστά μας δέσποζαν οι βασιλικές κορυφές του γηραιού Ταϋγέτου
και κάπου στο πίσω μέρος άκουγες το κελαριστό ήχο του νερού μιας πηγής, απ’ όπου
ο βοσκός μου προμηθευόταν το νερό για τον ίδιο και τα ζώα του. Στο βάθος
έβλεπες το κοπάδι, άσπρες και μαύρες πινελιές σε πράσινο φόντο και ανάλογα τον
αέρα έφταναν μέχρι εμάς διάσπαρτα -εν είδει μουσικής- γαυγίσματα και βελάσματα. Σαν να διάβασε τις σκέψεις μου ο βοσκός μου, αφού
μετά από πολλή ώρα σιωπής μου λέει: «Έλα να σου δείξω». Τον ακλούθησα χωρίς
δεύτερη κουβέντα και ανηφορίσαμε προς την κορυφή του λόφου. Ξαφνικά από το
πουθενά εμφανίζεται ένα τοπίο ανείπωτης ομορφιάς, τόσο θεϊκό που προσπαθούσες
να μην ανασαίνεις για να μην ταράξεις την αρμονία του. Με οδήγησε στον πεσμένο
κορμό ενός τεράστιου έλατου στην μια άκρη του οποίου είχε σκαλίσει ένα
αναπαυτικό βαθούλωμα όπου πήγε και έκατσε κάνοντας μου νόημα να καθίσω και εγώ
λίγο παραπέρα. «Δεν είναι πολύ όμορφο το δάσος μου;» με ρώτησε με μια αρχέγονη
ικανοποίηση. Με ένα μειδίαμα στο πρόσωπό του, σαν του αρχαίου Σπαρτιάτη
πολεμιστή, έμενε ακίνητος κοιτώντας το δάσος Του. Θα πρέπει να αφιέρωνε πολλές ώρες
την ημέρα καθήμενος σε αυτή τη θέση, ακίνητος και απλώς μειδιώντας. Εγώ, ως απλός παρατηρητής πια, προσέχοντας τον
ήχο της ανάσας μου για να μην τον ενοχλήσω, απολάμβανα με δέος το μεγαλείο του
τοπίου. Τότε ήταν που συνειδητοποίησα ότι χωρίς τον Άνθρωπο να κάθεται ακίνητος,
μειδιώντας, επάνω σε ένα πεσμένο κορμό να συμπληρώνει το κάδρο, το τοπίο θα
ήταν λειψό. Δεν υπάρχει «φυσικό» τοπίο χωρίς σε κάποια γωνία να υπάρχει και ο
άνθρωπος. Οι καλοί ζωγράφοι το έχουν καταλάβει αυτό και στα τοπία που φιλοτεχνούν
προσθέτουν πάντοτε στο βάθος του πίνακα και μια αχνή ανθρώπινη φιγούρα. Η φύση και ο άνθρωπος είναι άρρηκτα
συνδεδεμένοι μεταξύ τους και ο ένας συμπληρώνει τον άλλο. Είναι το δώρο -ή η
κατάρα- του νου που αποσπά τον άνθρωπο από τις ρίζες του και τον κάνει να
περιπλανάται σε μονοπάτια δύσκολα και σκοτεινά. Αυτό που κατακτά, σπουδαίο στην
ουσία του, γίνεται δυστυχώς η αφετηρία για καινούργιες περιπέτειες και
αναζητήσεις στον λαβύρινθο της ύπαρξης. Η σοφία της φύσης θα μπορούσε να
καλύψει τον άνθρωπο όπως κάλυπτε τον βοσκό μου. Αλλά είπαμε, ο βοσκός μου, σαν
ένας πρωτόλειος ποιητής, δεν ήταν του νου, ήταν της καρδιάς και αυτό κάνει την
μεγάλη διαφορά. Τότε μου ήρθε στο νου μια ιστορία που διηγείτο
η Μαρώ Σεφέρη, σύζυγος του νομπελίστα Γιώργου Σεφέρη. Κάποτε, σε μια εκδρομή
που συμμετείχαν ο ποιητής με τη σύντροφό του και ένα φιλικό ζευγάρι, βρεθήκαν
να περπατούν σε έναν χωματόδρομο στη ορεινή Κορινθία. Ξαφνικά, σε μια στροφή
εμφανίζεται μπροστά τους ένα τοπίο ανείπωτης ομορφιάς. Όλοι το θαύμασαν, μόνο που
ο Σεφέρης άρχισε να κλαίει με λυγμούς και για πολλή ώρα. Ήταν εκείνη ακριβώς τη
στιγμή που χαιρέτησα με τον δικό μου, τον λυγμό του ποιητή. Δεν ξέρω πόση ώρα καθόμαστε σιωπηλοί στην
κορυφή του λόφου, όταν συνειδητοποίησα ότι ο ήλιος άρχισε να φλερτάρει με την
διαδρομή προς την δύση του. Φαίνεται ότι ανάλογη σκέψη πέρασε και από το μυαλό
του βοσκού μου αφού σηκώθηκε αργά αργά, χαιρέτησε το δάσος Του δίνοντας ραντεβού
για αύριο την ίδια ώρα και κάνοντάς μου νόημα, άρχισε να κατηφορίζει προς το
μαντρί του. Τον παρακάλεσα να με οδηγήσει στην μηχανή για να βεβαιωθώ ότι
λειτουργεί σωστά και αφού την έβαλα μπροστά, μου έδωσε οδηγίες για την διαδρομή
προς την κοντινότερη άσφαλτο, μου χαμογέλασε, με χαιρέτησε με το χέρι ψηλά και
άρχισε να ανηφορίζει προς το μαντρί του. Ήταν η ώρα που το κοπάδι του τον χρειαζόταν.
Δεν είχα μάθει το όνομά του, ούτε και αυτός το δικό μου. Προσπάθησα πολλές φορές να τον ξαναδώ. Στάθηκε
όμως αδύνατο να ξαναβρώ το μονοπάτι που οδηγούσε στο μαντρί του. Έχανα μονίμως
τον προσανατολισμό μου αφού το δάσος αλλάζει ραγδαία από τις βροχές και την
βλάστηση. Μετά από πολλές διαδρομές εγκατέλειψα την προσπάθεια, σκεπτόμενος,
ότι ακούγοντας τον θόρυβο της μηχανής, αν ήθελε, θα είχε εμφανιστεί με την θέλησή
του μπροστά μου. Αυτό όμως δεν συνέβη ποτέ. Και το στενάχωρο, δεν έχω ούτε μια
φωτογραφία από το αρχέτυπο τοπίο του, αφού μέσα στην ταραχή μου από το πέσιμο, είχα
ξεχάσει την φωτογραφική μου μηχανή στη βαλίτσα της μοτοσυκλέτας. Δεν βρήκα τον σοφό μου στο πρόσωπο του βοσκού
μου. Κατάλαβα όμως πόσο συνδεδεμένη με τον άνθρωπο είναι η σοφία της φύσης και
τι εγκλήματα διαπράττουμε απομακρυνόμενοι από αυτή. Έμαθα λοιπόν να δακρύζω μπροστά
στο κακαριστό γέλιο των μικρών παιδιών όταν κουνώντας ανεξέλεγκτα χέρια και πόδια
προσπαθούν να διαχειριστούν την ζωή που εκρήγνυται μέσα τους, να θαυμάζω τα λουλούδια
και του πολυποίκιλους τρόπους ανθοφορίας της γυναίκας που προσπαθεί να σαγηνεύσει
τον άνδρα και να θλίβομαι με το πένθιμο βλέμμα του θηλυκού -τον λυγμό της φύσης-
όταν το αρσενικό αγνοεί το κάλεσμά του, ακυρώνοντας έτσι την πιθανότητα να αρχίσει
ξανά ο αέναος κύκλος της ζωής. Ο Λόγιος Σταδιακά ανακάλυπτα ότι δεν επρόκειτο περί
ενός συνηθισμένου φιλολόγου. Αποδείχτηκε ένας ιδιαίτερος άνθρωπος ο οποίος παρά
το προχωρημένο της ηλικίας του δεν σταμάτησε ποτέ να στοχάζεται την κάθε ημέρα
που περνάει. Να παρακολουθεί τις παγκόσμιες εξελίξεις, την ραγδαία μετάλλαξη
της κοινωνίας, το αδιέξοδο του σύγχρονου ανθρώπου, την κραυγή απόγνωσης της
νεολαίας. Μελετώντας το πολυποίκιλο συγγραφικό του έργο -πολυάριθμα βιβλία με θεματικά
αντικείμενα κυρίως ιστορικά, λαογραφικά, θρησκευτικά και φιλοσοφικά, με μια
ιδιαίτερη αγάπη στον Βυζαντινό Μυστρά και συνεπικουρώντας την προσπάθειά του
να εκδώσει ακόμη περισσότερα βιβλία, ανακάλυψα το όνομα που είχε χτίσει τόσα
χρόνια στον χώρο του βιβλίου και της ιστορικής επιστήμης σε Πανελλαδικό επίπεδο.
Πολλοί ειδήμονες του χώρου τον αναγνωρίζουν παντού (εκτός ίσως από την πόλη
του) ως Λόγιο, ειδικό στον Μυστρά. Ήταν λοιπόν φυσικό η συναναστροφή μαζί του να
ήταν -και ακόμη να είναι- μια πνευματική όαση δροσιάς για μένα και να
απολαμβάνω με χαρά την κάθε της στιγμή. Από την άλλη διαπίστωσα ότι ο Λόγιος
μου δεν μιλούσε ποτέ για σοφούς. Ακόμη και τους σπουδαίους δασκάλους του, τον
Τσάτσο, τον Κανελλόπουλο, τον Θεοδωρακόπουλο, τον Μάνεση, δεν τους προσδιόριζε
ποτέ ως σοφούς. Τους σεβόταν και τους τιμούσε αλλά δεν αναφερόταν ποτέ σε
σοφία. Ήταν η εποχή που ανασκάλευα τις σκέψεις του
σπουδαίου οραματιστή Ζακ Φρέσκο, του ιδρυτή του Venus Project, όταν έπεσα πάνω σε μια ρήση του που με προβλημάτισε: «Εξυπνότερος,
ποτέ έξυπνος. Σοφότερος, ποτέ σοφός». Περίπου τότε ήταν, όταν ξαφνικά γυρίζει ο
δάσκαλος και μου λέει: «Νίκο είσαι φίλος μου. Καλά το πηγαίνεις. Εύχομαι να
είσαι υγιής και να φτάσεις τα χρόνια μου». Ναι δεν υπάρχουν σοφοί, γιατί απλούστατα κάθε
στιγμή που περνάει, ένας σοφός -εάν είναι αληθινά σοφός- προσθέτει άλλο ένα
πετραδάκι στη σοφία του και γίνεται σοφότερος. Ο Λόγιός μου στα ενενήντα επτά
του χρόνια ζει την κάθε στιγμή της ημέρας και γίνεται σοφότερος στιγμή με τη
στιγμή. Τι σπουδαία τιμή προς το πρόσωπό μου η ευχή του: «Εύχομαι να είσαι
υγιής και να φτάσεις τα χρόνια μου». Και ξέρει πολύ καλά γιατί μιλάει. ------- Θέλησα σήμερα, που η καρδιά μου είναι μονίμως
θλιμμένη από τον αδόκητο θάνατο ενός νεαρού συγγενικού μου προσώπου, σήμερα που
η υγεία μου έχει κλονιστεί σοβαρά -ευτυχώς όχι ανεπανόρθωτα-, να τιμήσω όλους
αυτούς τους σπουδαίους ανθρώπους που συνάντησα στη διαδρομή της ζωής μου και
διαμόρφωσαν όχι μόνον τον νου μου αλλά κυρίως την ψυχή μου. Σε αυτούς υπόσχομαι
να συνεχίσω να ζω συνετά και με αξιοπρέπεια, να τιμώ την Ζωή και τον Άνθρωπο, ώστε
την ύστατη των στιγμών μου και με απόλυτη ειλικρίνεια να είμαι σε θέση να
ψελλίσω «Εγώ πάντως προσπάθησα…», πιστοποιώντας έτσι με την δική μου βούλα τη
σοφία που τότε θα μου αναλογεί. Ναι δεν θα βρω τον Σοφό μου στους άλλους. Ο
Σοφός -τουλάχιστον αυτός που μου αξίζει- κρύβεται μέσα μου και αν πορευτώ σωστά
θα τον συναντήσω κάποτε, συμπληρώνοντας επιτέλους το τρίπτυχο που αναζητώ με τόση
επιμονή από τα νεανικά μου χρόνια. Το ίδιο εύχομαι και για εσάς! Ν. Μ.
Δεν πρέπει να είχα κλείσει τα δεκαέξι μου χρόνια, όταν, θυμάμαι σαν από θεία έμπνευση,
άρχισα να σκαρώνω τα πρώτα εφηβικά μου ποιήματα. Όπως συμβαίνει με την
πλειοψηφία των εφήβων στη χώρα μας (παίζει καταλυτικό ρόλο ο θεόσταλτος πλούτος
και η εκφραστική δυνατότητα της μητρικής μας γλώσσας) με βοηθούσε να βάλω σε
μια κάποια τάξη τα αντικρουόμενα συναισθήματα, κάτι μεταξύ θυμού και δέους, του
υπό διαρκή έκρηξη εφηβικού μου εγκεφάλου.
Ήμουν πια φοιτητής του Πολυτεχνείου, μόλις είχα τελειώσει το πρώτο έτος σπουδών,
και προγραμμάτιζα το πρώτο μου φοιτητικό καλοκαίρι. Είχα γνωρίσει μια παρέα
φοιτητών και μη με έντονη χριστιανική παιδεία οι οποίοι κάθε καλοκαίρι
επισκέπτονταν το Άγιον Όρος και οι οποίοι, προς μεγάλη μου χαρά, μου πρότειναν
να τους συνοδεύσω αν ήθελα.
Ήμουν πλέον μεταπτυχιακός φοιτητής σε ένα πολύ καλό Πανεπιστήμιο στην Aνατολική ακτή των
Ηνωμένων Πολιτειών. Βρισκόμουν στην πιο προηγμένη χώρα της γης όπου η Επιστήμη
και η Τεχνολογία κάλπαζαν με συνεχώς νέες ανακαλύψεις και επιτεύγματα. Ήμουν λοιπόν
σίγουρος ότι, αργά ή γρήγορα, κάπου εκεί, θα ανακάλυπτα τον Σοφό μου.
Τα τελευταία χρόνια -ελέω πανδημίας και εξ αποστάσεως εργασίας- εγκαταστάθηκα
μόνιμα στη πόλη που μεγάλωσα, την Σπάρτη. Εκεί, πολύ γρήγορα επανασυστήθηκα με
έναν υπερήλικα -σχεδόν αιωνόβιο- καθηγητή φιλόλογο, συνταξιούχο πια, που είχε
υπηρετήσει πολλά χρόνια σε σχολεία μέσης εκπαίδευσης του Δήμου. Προς μεγάλη μου
έκπληξη και παρά τις τρείς - τέσσερεις δεκαετίες που μας χώριζαν, άρχισα σιγά
σιγά να κάνω συστηματική και καλή παρέα μαζί του.