Τετάρτη, 16 Οκτωβρίου 2024
(Από το βιβλίο του Δημήτρη Κατσαφάνα «Το Δεσποτάτο του Μυστρά», Περιφέρεια Πελοποννήσου, Έκδοση Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2021)
Νόμιμος ήταν μόνον ο θρησκευτικός γάμος. Από
τον 9ο αιώνα, ο θρησκευτικός γάμος καθοριζόταν από Νεαρά του Λέοντα του Σοφού.
Πολύ παλαιότερα όμως, κατά τους πρώτους χρόνους της Εκκλησίας, ο γάμος ήταν
ακόμη πολιτικός. Από κάποια στιγμή και ύστερα, στη μακρινή εκείνη περίοδο,
υπήρξε και κάποιος τύπος θρησκευτικού γάμου που γινόταν μπροστά στον επίσκοπο ή
τον ιερέα, αλλά ο γάμος αυτός, χωρίς να δηλώνεται στην Πολιτεία, δεν θεωρείτο
έγκυρος. Μόνον από την περίοδο του Ιουστινιανού οι μελλόνυμφοι δήλωναν τις
προθέσεις τους να παντρευτούν και συνέτασσαν πρακτικό γάμου. Οι πηγές δεν είναι
απόλυτα σαφείς. Η Εκκλησία απαιτούσε οι μελλόνυμφοι να είναι
του ίδιου θρησκεύματος ή δόγματος. Δεν επιτρεπόταν γάμος με εθνικούς,
αιρετικούς ή καθολικούς. Σε διαφορετική περίπτωση, ο γάμος αφοριζόταν. Αλλά
επικρατούσε αυστηρή διάκριση των κοινωνικών στρωμάτων των πλουσιότερων και των
φτωχών. Οι ευγενείς, και άποροι να ήσαν ακόμη, απέφευγαν να παντρεύονται με
φτωχούς, με ανθρώπους της κατώτερης τάξης. Παρά τη χριστιανική διδασκαλία, η
κοινωνική διαφορά των συζύγων ίσχυε και μέχρι τα τελευταία χρόνια της
αυτοκρατορίας. Σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις, η κοινωνική αυτή διαφορά των
μελλονύμφων όχι μόνο αγνοούσε τα προσωπικά τους αισθήματα, αλλά έφτανε και σε
πολύ δυσάρεστες ακρότητες. Έτσι, κατά τον 12ο αιώνα, έχουμε περίπτωση γαμπρού
που του έκοψαν τη μύτη, τον μαστίγωσαν, τον χώρισαν από τη γυναίκα του, γιατί;
Διότι με απάτη πήρε γυναίκα του ανώτερης κοινωνικής τάξης. Βέβαια, τέτοια αποτρόπαια κοινωνικά φαινόμενα
δεν ήταν τόσο συχνά, αλλά είναι αρκετά ενδεικτικά. Είναι, πάντως,
χαρακτηριστικό ότι και στη νεοελληνική κοινωνία, οικογένειες της λεγόμενης
ανώτερης τάξης αντιδρούσαν κάθετα σε περιπτώσεις γάμου των παιδιών τους με
φτωχότερους και κοινωνικά κατώτερους, και τούτο παρότι το Σύνταγμα δεν
αναγνωρίζει στην Ελλάδα τάξεις. Παρόμοιες περιπτώσεις αποτέλεσαν θέματα του
νεώτερου ελληνικού θεάτρου. Η νύφη κατά την τελετή του γάμου φορούσε, όπως και
στην αρχαιότητα, λευκό και λεπτό νυφικό και κοσμήματα, χρυσά αν ήταν πλούσια.
Φορούσε δαχτυλίδια χρυσά, περιδέραια με χρυσά και πολύτιμα πετράδια, έβαφε
πρόσωπο και βλέφαρα, και έβαζε σκουλαρίκια, ενώτια, χρυσά ή ασημένια. Μερικά
από τα ασημένια κοσμήματα, καθώς και ένα κομμάτι από γυναικείο φόρεμα,
εισαγωγής αυτό, που βρέθηκαν σε τάφο της εκκλησίας του παλατιού, της Αγίας
Σοφίας, μπορεί να ιδεί σήμερα ο επισκέπτης της στο μικρό μουσείο του Μυστρά. Ο ιερέας ευλογούσε τον γάμο, ο παράνυμφος, ο
κουμπάρος, όπως και σήμερα, αντάλλασσε τα στέφανα. Επαναλαμβάνουμε την είδηση
που μας παραδίδει ο Φραντζής όπου, όπως είδαμε, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ήταν
παράνυμφος: «[…] Και ην εν τώδε συνοικεσίω παράνυμφος ο αυθέντης μου, ο δεσπότης κυρ Κωνσταντίνος, ο κατά το ημέτερον έθος στεφανώσας ημάς». Ο ίδιος θα
τους βαφτίσει και το πρώτο τους παιδί. Η γέννηση θηλυκού, για να ξαναγυρίσουμε στο
θέμα μας, δεν ήταν ευχάριστο γεγονός. Δεν θα διαιωνιζόταν το όνομα της οικογένειας
και θα χρειαζόταν προίκα. Η βυζαντινή γυναίκα έπρεπε να είναι φρόνιμη,
να συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις της κοινωνίας. Δεν έπρεπε να πηγαίνει στην
αγορά για ψώνια. Από τη δύσκολη αυτή θέση την έβγαζαν οι μικροπωλητές των
δρόμων που περνούσαν κάτω από τα παράθυρά της και την καλούσαν να βγει έξω και
να αγοράσει. Βέβαια, μια σεμνή παρθένος ή οικοδέσποινα
μπορούσε να βγει από το σπίτι της, για να πάει στην εκκλησία ή σε θρησκευτικά
πανηγύρια, τηρώντας όμως τη στάση που άρμοζε στη γυναίκα. Στην εκκλησία δεν
έπρεπε να φοράει πολυτελή φορέματα και κοσμήματα. Έπρεπε να αποφεύγει τα
βλέμματα των ανδρών, «οι οποίοι πολλάκις έργον είχον πονηρά επ’ αυτής να ρίπτωσι βλέμματα». Και θα νόμιζε κανείς ότι το μεγαλύτερο μέρος
της ζωής της έμενε κλεισμένη στο σπίτι της και ότι ήταν απασχολημένη με το
νοικοκυριό της, ότι ήταν απαλλαγμένη από την πολυτέλεια και την επίδειξη.
Πλάνη. Αυτή, σε αντιστάθμισμα του περιορισμού της, φρόντιζε με κάθε ευκαιρία να
ικανοποιήσει την έμφυτη στο φύλο της αδυναμία και να επιδειχθεί ανάλογα με την
κοινωνική θέση και το οικονομικό επίπεδο του συζύγου της. -------