Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου 2024
Το ερώτημα πολλών είναι πώς έτρωγαν οι Βυζαντινοί. Κάθονταν, δηλαδή, σε καθίσματα ή έτρωγαν μισοξαπλωμένοι, όπως οι αρχαίοι Έλληνες;
Ας ξεκινήσουμε από κάτι απλό και στοιχειώδες
για τη συντήρηση της ζωής. Το ψωμί, ο άρτος δεν ήταν μόνο βιολογικό προϊόν.
Ήταν και ο επιούσιος που έδινε νόημα στη ζωή, ήταν το αντίδωρο του ιδρώτα, ο
συνέχων δεσμός της οικογένειας. Κύρια τροφή των Βυζαντινών ήταν το ψωμί.
Ξεχώριζαν τα καθαρά ψωμιά, τον καθαρόν άρτον, από το ψωμί της δεύτερης
ποιότητας, της μέσης, και από τους τρίτους άρτους, που τους έλεγαν χυδαίους,
δηλαδή κατώτερης ποιότητας και ήταν από κριθάρι, για τους φτωχότερους. Κάθε
σπίτι σχεδόν στα χωριά είχε τον δικό φούρνο που τον έκαιγαν με γύλα. Στις
πόλεις, το ψωμί το πωλούσαν οι φουρνιτάριοι, οι αρτοπώλες. Και στις δύο
περιπτώσεις, το ψωμί δεν ήταν απρόσωπο, όπως έγινε στις ημέρες μας, που το
βρίσκει κανείς τυποποιημένο και συχνά άγευστο στα σουπερ-μάρκετ. Ας
προσθέσουμε, με την ευκαιρία, ότι οι Βυζαντινοί απολάμβαναν το φαγητό τους, ότι
ανάλογα με το κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο έτρωγαν και κρέατα, ψάρια,
γλυκίσματα, ελιές, τυρί, λάχανα, βολβούς, αυγά και, επίσης, έπιναν ποικίλα
κρασιά και κατά το δείπνο και όταν επέστρεφαν κουρασμένοι. Κρασιά ξανθά,
ερυθρά, μαύρα. Αλλά όλοι τους, φτωχοί και πλούσιοι, νήστευαν τις νηστίσιμες ημέρες. Σύνηθες έδεσμα στο τραπέζι του μέσου ή και
όποιου Βυζαντινού ήταν το θήραμα, το οποίο κατείχε την πρώτη θέση στην τράπεζα
των συμποσίων των πλουσίων, των αξιωματούχων. Όπως και οι αρχαίοι Έλληνες και
οι Ρωμαίοι, έτσι και οι Βυζαντινοί αγαπούσαν ιδιαίτερα τη θήρα. Το κυνήγι
άγριων ζώων, πουλιών, αποτελούσε και μια διέξοδο από την καθημερινότητα. Γύρω
από το θέμα υπάρχει μια ολόκληρη φιλολογία. Ειδικοί εκπαίδευαν και συντηρούσαν
κυνηγετικά σκυλιά, γεράκια κ.λπ. και συμμετείχαν στην έξοδο για κυνήγι το οποίο,
όταν αφορούσε αξιωματούχο, ήταν τέλεια οργανωμένο και στο οποίο συμμετείχαν
πολλοί, ο καθένας στον δικό του ρόλο, για μεγαλύτερη επιτυχία. Ο Ιωάννης Η΄
Παλαιολόγος στη Φλωρεντία, όταν δεν προχωρούσαν οι εργασίες για την Ένωση των
Εκκλησιών για έναν ολόκληρο σχεδόν χρόνο, έβγαινε για κυνήγι, διαμένοντας έξω
από την πόλη. Πολλοί αυτοκράτορες κι ευγενείς επιδίδονταν με πάθος στο κυνήγι.
Ο Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός, ο πρωταγωνιστής των γεγονότων μιας ταραγμένης
εποχής στην Κωνσταντινούπολη, που κατέληξε να έρθει στον Μυστρά ως μοναχός
Ιωάσαφ, ως αυτοκράτορας -όπως μας πληροφορεί ο Γεώργιος Φραντζής- συντηρούσε
περισσότερα από 1.400 κυνηγετικά σκυλιά διάφορων ειδών και ικανοτήτων, καθώς
και περισσότερα από 1.000 γεράκια και ισάριθμους εκπαιδευτές και συντηρητές
τους: «?γάπα δ? [? Καντακουζηνός] πλε?στα τ? κυνήγια κα? ?θρεφε κύνας πλέον ?
χιλίων κα? τετρακοσίων. ?ρνεα δ? ?τοι γέρακας πλέον τ?ν χιλίων κα? το?ς τ? α?τ?
?πιμελο?ντας ?γγ?ς τοσούτους ε?χε». Φυσικά, ανάλογο εξοπλισμό είχαν και πολλοί
Βυζαντινοί αξιωματούχοι, οι μεγάλοι γαιοκτήμονες, οι τοπικοί άρχοντες, χωρίς
βέβαια να υστερούν στο σπορ αυτό και απλοί άνθρωποι του λαού, για τους οποίους
το κυνήγι ήταν και ένας τρόπος εξασφάλισης τροφής για την οικογένεια. Το ερώτημα πολλών είναι πώς έτρωγαν οι
Βυζαντινοί. Κάθονταν, δηλαδή, σε καθίσματα ή έτρωγαν μισοξαπλωμένοι, όπως οι
αρχαίοι Έλληνες; Μέχρι τον 10ο αιώνα, όταν η αυτοκρατορία ήταν
στη μεγαλύτερη ακμή της, έτρωγαν μισοξαπλωμένοι (ανακεκλιμένοι) πάνω σε
τάπητες. Αργότερα, έτρωγαν καθισμένοι σε καθίσματα γύρω από την τράπεζα ή και
στο δάπεδο, ανάλογα με το σπίτι και το κοινωνικό επίπεδο. Φυσικά πριν και μετά το φαγητό έκαναν την
προσευχή τους. Ως άνθρωποι, όμως, προσεύχονταν και σε άλλες περιστάσεις.
Ικέτευαν τον Θεό να τους βοηθήσει, να τους ελεήσει. Με το μέτωπο προς την
Ανατολή, σήκωναν τα χέρια, για να ευχαριστήσουν ή να ικετεύσουν τον Θεό. Αλλά,
όπως συμβαίνει στη ζωή, ικέτευαν συχνά και συνανθρώπους τους, ζητώντας τους
βοήθεια. Χαρακτηριστική στάση ικεσίας ήταν να πιάνουν τα γένια του ανθρώπου που
τον είχαν ανάγκη ή γονυκλινείς να τον παρακαλούν: «προσέπιπτον ε?ς το?ς πόδας»,
έκαναν αυτό που λέμε σήμερα «έπεφταν στα πόδια του». Όταν συναντιόντουσαν οι
Βυζαντινοί μας πρόγονοι, χαιρετούσαν ο ένας τον άλλο. Ήταν κοινωνικοί άνθρωποι.
Έδιναν το δεξί τους χέρι και από τη συμπεριφορά αυτή προέρχεται η σημερινή λέξη
δεξιούμαι, δεξίωσις. Σε ένδειξη μάλιστα μεγάλου σεβασμού, έβγαζαν το κάλυμμα
της κεφαλής και έκαναν κλίση της κεφαλής ή υπόκλιση του σώματος-χαιρετισμό που
χαρακτηριζόταν ως βαθεία προσκύνηση. Ας θυμηθούμε τις συστάσεις του Βησσαρίωνα προς
τον παιδαγωγό των παιδιών του δεσπότη Θωμά στην Αγκώνα: έπρεπε να τους μάθει
τον τρόπο του φέρεσθαι, πώς να χαιρετούν. Αν γινόταν ο υπήκοος να πλησιάσει τον
αυτοκράτορα ή τον δεσπότη, έπεφτε στα πόδια του σε ένδειξη αφοσίωσης.