Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου 2024
(Από το βιβλίο του Δημήτρη Κατσαφάνα «Το Δεσποτάτο του Μυστρά», Περιφέρεια Πελοποννήσου, Έκδοση Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2021)
Αν γινόταν ο υπήκοος να πλησιάσει τον
αυτοκράτορα ή τον δεσπότη, έπεφτε στα πόδια του σε ένδειξη αφοσίωσης. Προσκυνούσε
τον ηγεμόνα. Ήταν πολύ δύσκολο να πάρεις την άδεια να πλησιάσεις τον
αυτοκράτορα. Το πρόσωπο του αυτοκράτορα ήταν ιερό. Η αντίληψη αυτή πάει πολύ
μακριά στο παρελθόν. Ανατρέχει στους Ελληνιστικούς και Ρωμαϊκούς χρόνους, όταν
στις ανατολικές επαρχίες ο αυτοκράτορας άρχισε να θεοποιείται, αντίληψη που
γρήγορα διαδόθηκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Η αντίληψη αυτή παρέμεινε ακόμη και
μετά τον Κωνσταντίνο, τον ιδρυτή της Κωνσταντινούπολης. Η όλη αυστηρή
τυπικότητα των τελετών και η τελετουργική ιεράρχηση των αξιωμάτων είναι
ανατολικής καταγωγής, και ως έναν βαθμό ρωμαϊκής-ανατολικής καταγωγής ήταν και
τα ενδύματα του αυτοκράτορα, που άστραφταν από μαργαριτάρια και κοσμήματα: «Εδώ
η σασανιδική Περσία ήταν το πρότυπο. Και το γενικό αποτέλεσμα των τελετών προς
το οποίο απέβλεπαν και οι δύο αυλές ήταν το ίδιο: ο υπεράνθρωπος και απρόσωπος
χαρακτήρας του προσώπου του αυτοκράτορα τονίζονταν εσκεμμένα. Στις εικόνες, οι
αυτοκράτορες εικονίζονται με φωτοστέφανα». Τον αυτοκράτορα τον αποκαλούσαν βασιλέα μετά
την τελική ήττα των Περσών από τον Ηράκλειο (629). Η προσφώνηση αυτή είχε
χρησιμοποιηθεί παλαιότερα για τον αυτοκράτορα στη μη επίσημη γλώσσα. Έπειτα από
αυτά, μπορεί κανείς να φανταστεί τί γινόταν όταν μάθαιναν στο Δεσποτάτο του
Μορέως ότι επρόκειτο να επισκεφτεί τον Μυστρά ή άλλες πόλεις ο αυτοκράτορας.
Καθάριζαν τους δρόμους, τους στόλιζαν με πολύτιμους τάπητες, με κλάδους
δέντρων. Έβγαιναν σε προϋπάντησή του -και σε μεγάλη μάλιστα απόσταση από την
πόλη- οι άρχοντες, ο ιερός κλήρος με τα άγια λείψανα, ενώ ο λαός έψελνε.
Παλλαϊκή ήταν η υποδοχή του βασιλέως. Ουρανομήκεις ήταν στον Μυστρά οι
ζητωκραυγές. Άρχοντες, κλήρος και λαός εύχονταν μεγαλοφώνως στον δεσπότη ή στον
αυτοκράτορα που επισκεπτόταν το δεσποτάτο, όπως ακριβώς και στη βασιλίδα των
πόλεων, ευχή που διασώζει και ο ιστορικός Δούκας: «Βοώντες μεγαλοφώνως πολλά τα έτη του Παλαιολόγου βασιλέως Ιωάννη [του Παλαιολόγου], δεσπότη Κωνσταντίνου
[…]». Όταν πάλι ήταν ο βασιλέας να βαδίσει μια
απόσταση από τα ανάκτορα μέσα στην πόλη, κατασκεύαζαν σκιά, όπου θα στεκόταν ο
ηγεμόνας, ενώ το μεσοδιάστημα, και εδώ, στρωνόταν με τάπητες. Ιδέα της εισόδου
του αυτοκράτορα στην πόλη μπορεί κανείς να πάρει από τη Βαϊοφόρο που
εικονίζεται στο υπερώο της Παντάνασσας. Στη σχετική τοιχογραφία, ο δρόμος προς
την πόλη των Ιεροσολύμων έχει στρωθεί από λουλούδια και κλαδιά της ανοιξιάτικης
φύσης του Μυστρά. Παρόμοιες πάνδημες υποδοχές μπορούμε σήμερα να φανταστούμε
κατά την άφιξη του πρώτου δεσπότη του Μυστρά, του Μανουήλ Καντακουζηνού, του
αυτοκράτορα πατέρα του και ιστορικού, Ιωάννη Καντακουζηνού, ή κατά τις αφίξεις
των Παλαιολόγων δεσποτών, του Θεόδωρου Α΄, του Θεόδωρου Β΄, του αυτοκράτορα
Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου, του Κωνσταντίνου και άλλων επίσημων προσώπων της
βυζαντινής αυλής ή των πριγκιπισσών που άφησαν τις μακρινές πατρίδες τους στη
Δύση, για να γίνουν σύζυγοι των δεσποτών, όπως, π.χ., η Κλεόπη Μαλατέστα, με
όλη την ακολουθία της, που εκπροσωπούσε την Παπική Εκκλησία.