Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2024
Γράφει η Χαρά Καρύδα
Με λαϊκό
αλλά και όνομα που συναντά κάποιος σε
αγαπητό, απλό, ευθύ, ειλικρινή, γενναιόδωρο φίλο, μας συστήνει ο συγγραφέας τον
ήρωα του βιβλίου του. Μεγαλώνει και ζει στην Κυψέλη της Αθήνας
σήμερα. Έχει και μια δεκαενιάχρονη κόρη. Συντήρησε ένα θέατρο στην περιοχή, που ήρθε
στα χέρια του από κληρονομιά του θετού πατέρα του, Πέτρου Γρύλου εραστή του
καλού θεάτρου, που τον μεγάλωσε με τη δέσμευση να μη το αφήσει ποτέ. Με όνειρο
κι οδηγό του να ανεβάσει παραστάσεις πιο ποιοτικές εντούτοις το συντήρησε με
εύπεπτες επιτυχίες που διασκέδαζαν τον κόσμο κι έρχονταν με πούλμαν στην Αθήνα γι αυτόν τον σκοπό , σχεδόν από
όλη την Ελλάδα, πώς θα γέμιζε εξ΄ άλλου? Η εικόνα με τα προσφερόμενα εισητήρια
για την παράσταση, στους φούρνους στις γειτονιές της Αθήνας, δίπλα στο ταμείο, την δεκαετία 1980-1990 είναι
αληθινη. Για να διατηρεί ζωντανό το όνειρό του ,έχει δημιουργήσει κάτω από τη
μεγάλη των εξακοσίων θέσεων αίθουσα μια μικρότερη , το μικρό Γρύλο. Μέσα στην πανδημία κάνει την ανακαίνιση του
θεάτρου. Αποφασίζουν με τους συνεργάτες του να ανεβάσουν την καλύτερη παράστασή
τους επάνω και για να τονώσουν εμπορικά
το όνομά του «Μικρού Γρύλου»,
προκυρήσσουν διαγωνισμό για πρωτότυπο έργο. Εδώ εμφανίζεται ένας νεαρός
, που επιμένει πώς το έργο του είναι
αριστούργημα, παραμένει για μέρες σε παγκάκι απέναντι από το θέατρο ,
περιμένοντας την απάντηση. Για να μην παρατείνεται η παραμονή του ο Τζίμης, του
λεγει τη γνώμη του για το έργο, ο νεαρός φεύγει και αυτοκτονεί. Από εδώ ξεκινάει η διαπλοκή και η παντοδυναμία
(?) του ηλεκτρονικού αλλά και ανθρώπινου πολιτισμού. Η ζωή του Τζίμη αλλάζει και βρίσκεται να είναι
για όλους, ο υπεύθυνος για το θάνατο του νεαρού. Παλιός ανταγωνιστής του -θέλει
να πάρει το θέατρο-, δημοσιογράφοι που κι αυτοί κερδίζουν, υφαίνουν ένα σενάριο
που ούτε η νεαρή κόρη του, που γνωρίζει το ψηφιακό περιβάλλον, μπορεί να τον σώσει. Το βιβλίο τελειώνει με πικρό χιούμορ, με τη
φωνή-σκέψη του νεκρού ήρωα, να προτρέπει τους νεότερους να δώσουν τίτλο στο
επόμενο θεατρικό που θα ανέβει στο «Μικρό Γρύλο», «Ο Τζίμης στην
Κυψέλη» είδος υπο εξαφάνιση, στην
νέα Αθήνα, στην νέα Ελλάδα. Κι αλήθεια είπε. Τελικά ήταν ένα ωραίο βιβλίο, που με απλό τρόπο έδειξε την παράνοια της
εποχής. Από το οπισθόφυλλο, « .....Ιδού λοιπόν η
αμαρτία μου. Πως βρίσκω την απόλαυση στα πιο απλά. Στα πιο απτά. Πως πιτσιρίκος το ορφανό της θυρωρίνας-, αντί να μιζεριάζω, να βαρυγκωμάω, να επωάζεται μέσα
μου φθόνος, μίσος, πηγαινορχόμουν για τα θελήματα σφυρίζοντας. «Γεια σου ρε
Τζίμη τρομερέ!» μου τσίμπαγαν το μάγουλο στο ασανσέρ οι αδερφές Αχλιόπτα και με
κερνούσαν τσίχλες.»