Παρασκευή, 27 Δεκεμβρίου 2024
Για τη Λέσχη σχολιάζει η Ιωάννα Σταθοπούλου
«Φελιτσιτά» είναι ο τίτλος του νέου μυθιστορήματος της Μάρως
Δούκα, που τον δανείζεται από το όνομα μιας γάτας, που ζει στην οδό Αιόλου, σε
έναν εκδοτικό οίκο, και δείχνει αγάπη σ΄ έναν άστεγο που ζει στην περιοχή. Η συγγραφέας γράφει μια ιστορία για το πώς και κάτω από
ποιες συνθήκες ένας «νοικοκύρης» καταλήγει άστεγος στο κέντρο της Αθήνας. Η
εικόνα δεν είναι καθόλου σπάνια στις μέρες μας: άνθρωποι που ζουν και
κοιμούνται σε χαρτόκουτα στο ιστορικό κέντρο και ο καθένας έχει τη δική του
ιστορία. Η Μ. Δούκα επιλέγει να διηγηθεί την ιστορία του Κωνσταντίνου
Καβουράκη μέσα από μια πολυφωνική αφήγηση. Μιλούν και τα πέντε μέλη μιας
μικροαστικής οικογένειας και τα γεγονότα παρουσιάζονται μέσα από πέντε διαφορετικές
οπτικές γωνίες, που αλλάζουν συνεχώς και ο καθένας βλέπει και νιώθει κάτι
διαφορετικό από τους άλλους με τους οποίους μοιράζεται την ίδια εμπειρία. Ο
Κωνσταντίνος, η γυναίκα του Ελένη και τα παιδιά τους, ο Βαγγέλης, ο Στέλιος και
η Βούλα απαρτίζουν την οικογένεια. Οι γονείς έχουν τις δουλειές τους, το σπίτι
τους και τα παιδιά έχουν πάρει το δρόμο τους. Ο Βαγγέλης είναι
οικονομολόγος-φοροτεχνικός, Ο Στέλιος φιλόλογος και η Βούλα κομμώτρια,
εγκαταλείποντας τις σπουδές στη φιλοσοφική σχολή για ένα πιο επικερδές
επάγγελμα. η Ελένη καμαρώνει στη γειτονιά για την οικογένειά της, για τα τρία
ταχτοποιημένα και καλά παιδιά της, πράγμα που δεν είναι αυτονόητο στους δύσκολους
καιρούς μας. Δυστυχώς όμως δεν είναι όλα ρόδινα στην οικογένεια. Τα χρόνια και
οι δυσκολίες της ζωής έχουν φθείρει ανεπανόρθωτα τη σχέση του ζευγαριού. Η βία
είναι παρούσα στην καθημερινότητά τους. Ο Κωνσταντίνος έδερνε την Ελένη σε
στιγμές έντασης, παρόλο που παντρεύτηκαν από μεγάλο έρωτα. Υποψιαζόταν ότι τον
απατούσε και αμφισβητούσε την πατρότητα της κόρης τους. Η Ελένη με κάθε
ευκαιρία τον υποτιμούσε και τον μείωνε θεωρώντας τον ηττοπαθή, μεμψίμοιρο,
αποτυχημένο και σατράπη. Δεν μπορεί πλέον να ανεχτεί τις σκηνές ζηλοτυπίας. Η
σχέση έχει γίνει τοξική, πράγμα που επηρεάζει και τα παιδιά. Μια μοιραία μέρα Κυριακή ο Κωνσταντίνος στη διάρκεια μιας
ακόμα έκρηξής του σέρνει τη γυναίκα του από τα μαλλιά: ο μεγάλος γιος, Ο
Βαγγέλης, επεμβαίνει και σπάζει τον πατέρα του στο ξύλο. Και σε αυτό το σημείο
η ιστορία αλλάζει επίπεδο. Ο Κωνσταντίνος φεύγει από το σπίτι νιώθοντας
μειωμένος, απελπισμένος και προφανώς αδικημένος, καθώς η Ελένη δεν έκανε καμία
κίνηση να σταματήσει το γιο τους. Έτσι εγκαθίσταται στο πεζούλι της Αιόλου και
γίνεται άστεγος. Από τις είκοσι οκτώ παράλληλες αφηγήσεις των μελών της
οικογένειας, οι δεκαπέντε ανήκουν στον Κωνσταντίνο, οι τέσσερις στη Βούλα και
από τρεις στα άλλα μέλη της οικογένειας. Ο βασικός ήρωας είναι βέβαια ο Κωνσταντίνος, ο οποίος πέρασε
σ΄ αυτόν τον ορατό-αόρατο κόσμο των αστέγων-επαιτών, που ζουν δίπλα μας, αλλά
ουσιαστικά δεν τους βλέπουμε. Και παρόλο που υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που τους
συμπονούν και τους βοηθούν, όπως μπορούν, οι περισσότεροι τους οικτίρουν και
ταυτόχρονα τους κατακρίνουν για την κατάντιά τους. Ο Κωνσταντίνος στο πεζοδρόμιο βρώμικος και τρισάθλιος
σκέπτεται τη ζωή του, τη δουλειά, το αφεντικό και τους συναδέλφους που τον
περιφρονούσαν, την Ελένη, που αγαπάει ακόμα, τα παιδιά του, τις θυσίες που
έκανε για τους δικού του: σκέφτεται και κρίνει τη συμπεριφορά του άλλοτε
αυστηρά και ρίχνει ευθύνες στον εαυτό του και άλλοτε νιώθει αδικημένος. Θέλει
να γυρίσει στο σπίτι του, μόνο αν του το ζητήσει η γυναίκα του, όπως δηλώνει
στο γιο του Βαγγέλη, που τον βρήκε και μίλησε μαζί του παρακαλώντας τον να
επιστρέψει. Μέρα με τη μέρα συνηθίζει τη νέα συνθήκη, βουλιάζει στο
τέλμα του και αρχίζει να νιώθει απελευθερωμένος απ΄ ό,τι τον καταπίεζε και τον
γέμιζε πίκρα και απογοήτευση. «....Είχε αρχίσει να διαποτίζεται με την ιδέα ότι αυτή είναι
τώρα πια η ζωή του, με τις χαρές και τον αγώνα για το καθημερινό, χωρίς πολλά
πολλά, χωρίς χαρτιά, χρέη και λογαριασμούς σαν τα πουλάκια, σαν τα ζωάκια που
περιφέρονται άσκοπα κι ελεύθερα...» Τα παιδιά του από την άλλη πλευρά σκέφτονται τον πατέρα τους
με αμφιθυμία, με αγάπη αλλά και αποστροφή, καθώς θυμούνται τις κακές του
στιγμές και την κακομοιριά του. Σκέφτονται τους εαυτούς τους, τα αδέλφια τους,
τη μητέρα τους με αγάπη αλλά και με διάθεση κριτικής, αμφισβήτησης, ίσως και
απόρριψης. Κανείς δεν είναι εύκολο να παραδεχτεί τα δικά του λάθη, συνήθως
βλέπουμε μόνο των άλλων. ΄Ολοι θέλουν να βρουν και να βοηθήσουν τον πατέρα, το
θεωρούν ντροπή να τον αφήσουν στο δρόμο, προτείνουν διάφορες λύσεις, αλλά
κανείς δεν παίρνει την πρωτοβουλία να δράσει. Ζητούν από τη μητέρα να
υποχωρήσει, καταλαβαίνουν όμως και τη δική της θέση. Η Ελένη τον συμπονάει,
αλλά δεν τον αντέχει. Γι΄ αυτό αρνείται οποιαδήποτε κίνηση συμφιλίωσης και
θέλει να της ζητήσει συγγνώμη. Το τέλος της ιστορίας συγκλονίζει: (δεν θα το αποκαλύψουμε
για ευνόητους λόγους) Είναι «χάπι έντ» τελικά ή όχι; είναι λύτρωση ή καταστροφή
για τον ήρωά μας; Η αφήγηση της συγγραφέα είναι καταιγιστική, χωρίς τελείες,
ασθμαίνουσα, με διαλόγους, εσωτερικούς μονολόγους, σκέψεις όλα ενσωματωμένα
στην αφήγηση. η αμεσότητα της γραφής της κινείται στα όρια μεταξύ γραπτού και
προφορικού λόγου. Κρατάει τον αναγνώστη σε εγρήγορση, σε ένταση, καθώς το θέμα
δε προσφέρεται για εύθυμη διάθεση. η ιστορία κινείται σε μια λεπτή γραμμή
ανάμεσα στην ευτυχία και τη δυστυχία, τη ζωή και το θάνατο, το ενδιαφέρον και
την αδιαφορία, το άτομο και την κοινωνία. Μια κοινωνία που κρύβει τα κακώς κείμενα και
βολεύεται με τη μικρόψυχη κριτική της. Η Δούκα παίρνει ένα θέμα ειδικό , για να το γενικεύσει και
να στρέψει το ενδιαφέρον μας στους ανθρώπους του περιθωρίου, να καταλάβουμε ότι
είναι άνθρωποι με τη δική τους διαδρομή, αναμνήσεις και όνειρα. Να δείξει την
τοξική απανθρωπιά της κοινωνίας και να επισημάνει την κακοποίηση και τις σαθρές
ισορροπίες στην ελληνική οικογένεια. Θα κλείσω επισημαίνοντας μια υφέρπουσα ειρωνική διάθεση της
συγγραφέας. Ας θυμηθούμε το όνομα της γατούλας και τα συναισθήματα αγάπης για
τον άστεγο. Έμεινε μαζί του ως το τέλος κάτι που δεν έκανε κανένας από
τους οικείους του, ούτε τους συνοδοιπόρους του στην επαιτεία. Τα ζώα τελικά έχουν ενσυναίσθηση που δε διαθέτουν οι
άνθρωποι. Για τη Λέσχη Ανάγνωσης Σπάρτης
Ιωάννα Σταθοπούλου