Παρασκευή, 27 Δεκεμβρίου 2024
Αγαπητή μου Ελένη (Βαλασάκη), σ’ ευχαριστούμε, και σας ευχαριστώ που με ακούσατε!
Ελένη και Πηνελόπη, δυο πρωτοξάδελφες, διαφορετικά πρόσωπα
που μάθαμε να τα βλέπουμε, κυρίως εξαιτίας του Ομήρου, με διαφορετικά
προσωπεία. Η Ελένη είναι η Ωραία βασίλισσα της Σπάρτης, η κόρη του Τυνδάρεω,
που παντρεύεται τον Μενέλαο, αλλά ερωτεύεται τον Πάρη, εγκαταλείπει τη συζυγική
εστία, και γίνεται η αιτία του Τρωικού Πολέμου. Η Ελένη συχνά συμβολίζει την ιδέα, την ελευθερία και γενικά
δυσπρόσιτους και υψηλούς στόχους. Ο ίδιος ο Οδυσσέας (στο ομότιτλο έργο του
Τάσου Ρούσσου) ομολογεί στην Καλυψώ ότι ο μεγάλος έρωτας της ζωής του υπήρξε η
Ελένη και όχι η Πηνελόπη. Σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι η Ελένη δεν είναι
ακριβώς ένα πλάσμα με σάρκα και οστά, παρά μια ιδέα, ο φωτεινός στόχος στη ζωή,
η τέχνη, ο έρωτας, η ελευθερία, η υπέρβαση της ύλης. Έτσι την προσλαμβάνουν οι
άντρες που θηρεύουν το απόλυτο. Ας θυμηθούμε ότι ο Οδυσσέας Ελύτης (το
πραγματικό του επίθετο είναι «Αλεπουδέλης») ομολογεί ότι τα αρχικά έψιλον και
λάμδα («Ελ-ύτης») εμπνέονται και από το όνομα της Ελένης. Για τους θηρευτές του
απόλυτου η Ελένη είναι «το αιώνιο θήλυ που μας ανυψώνει», όπως ομολογεί και ο
Γκαίτε στον Φάουστ. Θα μπορούσαμε επίσης να σταθούμε σε πολλές διαφορετικές
Ελένες, όπως αυτή του Ευριπίδη, του Γιώργου Σεφέρη ή στην Ελένη του Γιάννη
Ρίτσου, στον οποίο και θα επανέλθουμε. Αντίθετα η Πηνελόπη, η κόρη του Ικάριου, αδελφού του
Τυνδάρεω, είναι η καθημερινή γυναίκα που αρκείται στα του οίκου της, πιστή στον
άνδρα της, τον περιμένει είκοσι χρόνια να γυρίσει απ’ τον πόλεμο. Ο Kώστας
Βάρναλης στο σατιρικό του έργο Το ημερολόγιο της Πηνελόπης (Κορυδαλός, 1947)
κατονομάζει τις διαφορές των δύο γυναικών: «Κεινής το σώμα κάτασπρο κι αφράτο […], σώμ’ ανατολίτισσας σουλτάνας.
[…] Το δικό μου λιγνό και σκούρο»· και συνοψίζει ο Βάρναλης «Ύλη το Λενιό,
Πνεύμα το Πηνελοπάκι» Στο… Ελένη ή Πηνελόπη, οι γυναίκες συγγραφείς στέκονται
συνήθως στην πλευρά της Πηνελόπης· στο πρόσωπο της Ελένης βλέπουν την
ξελογιάστρα· μια ελαφρόμυαλη. Ωστόσο και οι δυο, πέρα από αυτό το προσωπείο, με το οποίο
μάθαμε να τις αναγνωρίζουμε, αλλάζουν με το διάβα του χρόνου, ανάλογα με τη
συγκυρία και βέβαια με τους συγγραφείς. Εδώ, πολύ συνοπτικά, θα
παρακολουθήσουμε ελάχιστες από τις λογοτεχνικές μεταμορφώσεις της Πηνελόπης
εστιάζοντας κυρίως στην Ελλάδα, γιατί η Πηνελόπη έχει βέβαια πραγματοποιήσει
παγκόσμια καριέρα. Και γιατί στην Πηνελόπη και όχι στη διάσημη συμπατριώτισσά
μας που είναι συνονόματη και της Ελένης Βαλασάκη που τιμάται (και τιμά) από την
Πνευματική Εστία Σπάρτης με την ωραία της έκθεση; Γιατί είναι η Πηνελόπη εκείνη
η γυναίκα που συνδέεται με τα του οίκου και μάλιστα όχι μόνο με τον αργαλειό,
όπως όλες και όλοι γνωρίζουμε, αλλά και με το κέντημα. Ας θυμηθούμε και μια από
τις ετυμολογίες του ονόματός της που συνδέει την Πηνελόπη με την «πήνη», το
«πηνίον», δηλαδή την κλωστή και το ύφασμα. Την ιδέα αυτής της παρουσίασης την οφείλω στο βιβλίο της
Αγγέλας Καστρινάκη Μίλα, Πηνελόπη! Λογοτεχνικές μεταμορφώσεις της μυθικής
ηρωίδας στην Ελλάδα και τον Δυτικό κόσμο από τον 19ο αιώνα ως τις μέρες μας
(Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2023· εξώφυλλο Ντέιβιντ Λεγκαρέι) καθώς και
στα μαθήματά της στο e-Mathesis, με τίτλο «Η Πηνελόπη στη Λογοτεχνία: Τα χίλια
πρόσωπα μιας γυναίκας-σύμβολο». Κάθε εποχή διαβάζει τα μεγάλα έργα ανάλογα με τις
επικρατούσες σ’ αυτή συνθήκες. Η αναγέννηση, για παράδειγμα, όπως επισημαίνει η
Αγγέλα Καστρινάκη, δίνει προβάδισμα στον ταξιδευτή Οδυσσέα, γιατί είμαστε στην
εποχή των μεγάλων ταξιδιών, των μεγάλων εξερευνήσεων. Ο διαφωτισμός
επικεντρώνεται στον Τηλέμαχο, γιατί προτάσσει την παιδεία του νέου ανθρώπου,
ενώ ο μοντερνισμός θα εστιάσει στη συνομιλία με τους νεκρούς καθώς και σε
ανώνυμους ή λησμονημένους ήρωες, όπως είναι ο Ελπήνορας. Οι μεταμορφώσεις της Πηνελόπης από τον Όμηρο έως τις μέρες
μας είναι πολλές και δεν μπορούμε να τις παρακολουθήσουμε όλες εδώ. Κυμαίνονται
από την ανυπαρξία της έως την πεζή της καθημερινότητα. Ανύπαρκτη είναι, για
παράδειγμα, η Πηνελόπη στην Ποιητική του Αριστοτέλη. Ο Αριστοτέλης στην
περίληψη της Οδύσσειας που περιλαμβάνει στην Ποιητική του δεν αναφέρει καθόλου
την Πηνελόπη. Το έπος είναι του Οδυσσέα. Ενώ ο Τζέιμς Τζόυς στον Οδυσσέα του,
τον περίφημο Ulysses, μας δίνει μια πολύ καθημερινή Πηνελόπη που συν τοις
άλλοις είναι και εντελώς άπιστη (Οδυσσέας ο Λεοπόλδος και Πηνελόπη η Μόλλυ).
Μεσολαβούν βέβαια πολλές Πηνελόπες που προβάλλονται σαν πιστές σύζυγοι, καλές
μητέρες, με πνευματικές ανησυχίες και ενασχολήσεις, αλλά και να φλερτάρουν, να
κοιμούνται με τους μνηστήρες και να μην επιθυμούν καν την επιστροφή του
Οδυσσέα. Η κυρίαρχη εικόνα της Πηνελόπης πάντως που έχουμε, ταυτίζεται
περισσότερο με την απεικόνισή της στους πίνακες της Αγγέλικα Κάουφμαν (Angelika
Kauffmann,1741-1807), μιας από τις σημαντικότερες εκπροσώπους του κλασικισμού
του 18ου αιώνα που εμπνέεται πολλές φορές από την Οδύσσεια. Βλέπουμε εδώ, σε
τρεις πίνακες, την Πηνελόπη να κλαίει πάνω από το τόξο του Οδυσσέα· να θυσιάζει
στη θεά Αθηνά για να επιστρέψει ασφαλής ο Τηλέμαχος που πήγε στην Πύλο να μάθει
από τον βασιλιά Νέστορα νέα για τον πατέρα του· και την ώρα που την ξυπνάει η
Ευρύκλεια για να της αναγγείλει την άφιξη του Οδυσσέα. Ο επόμενος αιώνας, ο 19ος, θα αγνοήσει την Πηνελόπη. Και στο
σχολείο μαθαίναμε για την παράδοση που δημιούργησε ο Άγγλος ποιητής Άλφρεντ
Τέννυσον (Alfred, Lord Tennyson, 1809-1892), ο οποίος εμπνεύστηκε από τον
Πλίνιο, τον Σολίνο, κυρίως τον Δάντη (1265-1321) και θέλει τον Οδυσσέα να μην
μπορεί να συμβιβαστεί με τη ζωή του στην Ιθάκη, ύστερα από την επιστροφή από
την Τροία, και να ξαναφεύγει για νέες περιπέτειες. Το ίδιο ακριβώς κάνει και ο
Νίκος Καζαντζάκης στην Οδύσσειά του. Αλλά και ο Καβάφης στην «Ιθάκη» του δεν
κάνει καμιά αναφορά στην Πηνελόπη. Ωστόσο και πάλι στην ποίηση, την τελευταία δεκαετία του
ίδιου αιώνα (το 1890), ο Ιωάννης Πολέμης, ενώ βρίσκεται στο Παρίσι, γράφει το
ποίημα «Αι γυναίκες του Ομήρου», όπου κάνει την εμφάνισή της η Πηνελόπη ως
γυναίκα σύντροφος· επακόλουθο της στροφής προς τον «οίκο», που καλλιέργησε η
αστική γενιά του 1880. Το ίδιο και ο Κωστής Παλαμάς σε δυο «Πηνελόπες» του.
Διαβάζω την τελευταία στροφή από το ποίημα του Ιωάννη Πολέμη: Αι γυναίκες του Ομήρου Γι’ αυτό κ’ εγω ’ς τη
δόξα τους ταις άλλαις παραιτώ κι’ απ’ όλαις που ετραγούδησε η αθάνατη σου λύρα την Πηνελόπη μοναχή μεσ’ την καρδιά μου επήρα
και πάντοτε μιαν όμοια της για ταίρι μου ζητώ Είναι η εποχή που οι γυναίκες αρχίζουν να διεκδικούν τα
δικαιώματά τους και στην Ελλάδα. Θα αναφέρω το παράδειγμα της Σοφίας Λασκαρίδου
–που με δική της πρωτοβουλία και παρέμβαση του Γεωργίου Α– είναι η πρώτη
γυναίκα που εγγράφεται στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (1903). Ενώ ο κύκλος
της Καλλιρρόης Περρέν εκδίδει την Εφημερίδα των Κυριών και παράλληλα πιστεύει
στην παράδοση και προσπαθεί να την διασώσει· γι’ αυτό ιδρύει και το Λύκειο των
Ελληνίδων. Με τις ίδιες ιδέες εμφορείται και η Αγγελική Χατζημιχάλη που μας
χάρισε το ωραίο Μουσείο-Σπίτι της που φέρει το όνομά της στην Πλάκα. Ο μικρόκοσμος της αστής ωστόσο ακόμη συνίσταται στο σπίτι,
στα παιδιά, στο εργόχειρο, στις κοσμικές συναναστροφές. Αυτός ο μικρόκοσμος
διαθέτει και το περιοδικό του: Η Φιλόκαλος Πηνελόπη (από το 1887 έως το 1920).
Στο εξώφυλλο του 1910 (η λέξη «Ημερολόγιον» στο εξώφυλλο σημαίνει ότι
διανέμεται και ημερολόγιο), εικονίζεται η Πηνελόπη, καθισμένη, χαμογελαστή, με
τα μάτια προσηλωμένα στην εργασία της. Η εργασία της ωστόσο δεν είναι ο
αργαλειός αλλά το κέντημα. Η λέξη «αργαλειός», όπως πολύ σωστά επισημαίνει η
Αγγέλα Καστρινάκη, προέρχεται από το εργαλείο, είναι μια δουλειά της ανάγκης,
του χωριού. Το κέντημα όμως είναι τέχνη, είναι στολίδι. Πρόκειται για μια
καινούργια Πηνελόπη, αστή που κεντάει, ασχολείται με το στόλισμα του σπιτιού
και του εαυτού της· είναι και η ίδια ένα στολίδι ή αυτό φροντίζει να γίνει.
Έτσι εξάλλου προβάλλεται και το περιοδικό: «Μηνιαία: Εργόχειρα, συρμοί,
κοπτική, ραπτική, φιλολογία, καλλιτεχνία, οικιακή οικονομία, υγιεινή,
παιδαγωγική, μαγειρική, ανθοκομία, κτλ.» Δέκα χρόνια αργότερα, στον μεσοπόλεμο, ιδρύεται η Ανωτέρα
Γυναικεία Σχολή (1921-1923). Το πρόγραμμά της παρουσιάζει ο υπεύθυνος του
εγχειρήματος Δημήτρης Γληνός. Σας διαβάζω από το οπισθόφυλλο του βιβλίου της
Μαριάνθης Μπέλλα Η Ανωτέρα Γυναικεία Σχολή (1921-1923). Ένα προδρομικό και
πολιτικό εγχείρημα του Δημήτρη Γληνού (Τόπος, 2018): «Η Σχολή συνιστά ένα προδρομικό παιδαγωγικό εγχείρημα του
Γληνού, καθώς το πρόγραμμα σπουδών της προσιδιάζει σε ένα σύγχρονο πρόγραμμα
πολιτικής εκπαίδευσης και πολιτισμικών σπουδών και παράλληλα ένα πολιτικό
εγχείρημα, καθώς επιδιώκει να προετοιμάσει τις γυναίκες για τον νέο ρόλο τους
ως οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών παραγόντων» (παρενθετικά να αναφέρω
ότι το πρώτο μάθημα του Γληνού «Γυναικείος ανθρωπισμός» είναι ένα εξαιρετικά
σημαντικό κείμενο). Δεν αρκεί, επομένως, η πιστή Πηνελόπη, ούτε η αστή
Πηνελόπη· η Πηνελόπη οφείλει να εξελιχθεί σε μια μορφωμένη γυναίκα που θα
συνεισφέρει όχι μόνο στο σπίτι της αλλά και στην κοινωνία. Οι μεγάλες αλλαγές έρχονται ύστερα από τον Δεύτερο Παγκόσμιο
Πόλεμο. Η γυναίκα έχει δώσει τις προσωπικές της μάχες, και όχι μόνο στα
μετόπισθεν, στον περιορισμένο χώρο του σπιτιού, αλλά και στο μέτωπο. Είναι
επόμενες οι κατακτήσεις των ρόλων που καλείται τώρα να παίξει, αλλά δεν τις χαρίζονται,
τις διεκδικεί και τις κατακτά. Ας δούμε εδώ τι μας λέει ο κινηματογράφος· η ταινία Ulisse
(1954), που έχει αναρτηθεί και στο διαδίκτυο, σε σκηνοθεσία Μάριο Καμερίνι, με
τον Κερκ Ντάγκλας (Οδυσσέας), τη Σιλβάνα Μάνγκανο (Πηνελόπη) και τον Άντονι Κουίν
(Αντίνοο). Η Πηνελόπη διαθέτει περηφάνεια, παρρησία, αυτοκυριαρχία,
αξιοπρέπεια. Αλλά και ο Οδυσσέας τής είναι πιστός. Οι απιστίες του οφείλονται
σε μάγια (Κίρκη) ή σε αμνησία (Ναυσικά). Εκείνο που μας ενδιαφέρει εδώ είναι η σκηνή που απαθανατίζει
το υφαντό της Πηνελόπης. Το οποίο το βλέπουμε στην αρχή του έργου, όταν η
Πηνελόπη προσπαθεί, χωρίς να το επιτύχει, να πείσει τον Τηλέμαχο να μην πάει
στην Πύλο, αλλά επίσης και στο τέλος. Με το υφαντό της Πηνελόπης τελειώνει η
ταινία. Το υφαντό είναι ένα έργο τέχνης, καμωμένο όμως από μια γυναίκα·
προβάλλει την ειρηνική ζωή (και ας σκεφτούμε ότι μόλις έχει τελειώσει η
αιματηρή μνηστηροφονία· και είναι λίγα και τα χρόνια που έχουμε βγει από έναν
αιματηρό πόλεμο): Η Πηνελόπη κρατά αγκαλιά τον μικρό Τηλέμαχο και ο Οδυσσέας με
τα βόδια οργώνει. Εκείνο που προβάλλεται εδώ, επομένως, είναι η οικογενειακή, η
γεωργική, η ειρηνική ζωή (η Ιταλία μόλις έχει βγει τραυματισμένη από έναν
φασιστικό πόλεμο που δεν ήταν καν επιλογή μεγάλου μέρους του λαού της). Αυτό το
έργο, η ειρηνική δηλαδή ζωή, προβάλλεται ως έργο της γυναίκας. Την ίδια εποχή (δύο χρόνια νωρίτερα, το 1952) ο Ιάκωβος
Καμπανέλλης γράφει το θεατρικό έργο Οδυσσέα, γύρισε σπίτι, με μια Πηνελόπη
καταπιεστική και αντιπαθητική· μέγαιρα. Το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά από τον
Κάρολο Κουν, το 1966· πολυανεβασμένο έκτοτε έως τις μέρες μας, σατιρίζει την
τοτινή πολιτική κατάσταση και κατά κάποιο τρόπο προλέγει και την επιβολή της
χούντας. Είκοσι περίπου χρόνια αργότερα, ο Γιάννης Ρίτσος γράφει την
Ελένη του παραχωρώντας ελάχιστο χώρο στην Πηνελόπη και εντελώς ισοπεδωτικό: Θαρρώ πως έφτασε κι αυτός στην Ιθάκη· — θα τον κουκούλωσε,
λέω, με τα φαντά της η άχαρη χοντρή Πηνελόπη. Δεν πήρα από τότε μήνυμά του — μπορεί και να τα σκίζουν οι δούλες, — τί χρειάζονται πια; Αλλά, την ίδια περίπου περίοδο, στο ποίημά του «Η απόγνωση
της Πηνελόπης», όπως δηλοί και ο τίτλος πρωταγωνιστεί η Πηνελόπη και η απόγνωσή
της, που δεν είναι μόνο δική της, αλλά και του ποιητή και όλων ημών. Το ποίημα
γράφεται το 1968 (στις 21 Σεπτεμβρίου), όταν ο ποιητής είναι εξόριστος στη
Λέρο. Απηχεί δηλαδή όλο το δράμα της δικτατορίας. Και ως να μην έφτανε αυτό,
γίνεται και η εισβολή από τους Σοβιετικούς στην Τσεχοσλοβακία που ακυρώνει
επώδυνα τους οραματισμούς (αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον επιθετικό
προσδιορισμό) μιας αγνής αριστεράς. Αλλά ενδιαφέρον έχει και ο τρόπος με τον οποίο σκιαγραφείται
η Πηνελόπη. Η Πηνελόπη είναι πραγματική καλλιτέχνις (όπως εξάλλου και ο ίδιος ο
ποιητής) και εκφράζει τα συναισθήματά της με τις χρωματιστές κλωστές της:
κόκκινα πουλιά σε πράσινα φυλλώματα. Κι όταν ο συναισθηματικός της κόσμος
καταρρέει, τα πουλιά βάφονται σταχτιά και μαύρα και χαμοπατούν σ’ έναν μαύρο
ουρανό. Η Πηνελόπη, όπως και ο ποιητής (ο καθείς βέβαια και τα μέσα του)
εκφράζεται ως καλλιτέχνις, ως δημιουργός. Η απόγνωση της Πηνελόπης Δεν ήτανε πως δεν τον γνώρισε στο φως της παραστιάς· δεν
ήταν τα κουρέλια του επαίτη, η μεταμφίεση, — όχι· καθαρά σημάδια: η ουλή στο γόνατό του, η ρώμη, η πονηριά στο μάτι.
Τρομαγμένη, ακουμπώντας τη ράχη της στον τοίχο, μια δικαιολογία ζητούσε, μια προθεσμία ακόμη λίγου χρόνου, να μην απαντήσει, να μην προδοθεί. Γι’ αυτόν, λοιπόν, είχε ξοδέψει είκοσι
χρόνια, είκοσι χρόνια αναμονής και ονείρων, για τούτον τον άθλιο, τον αιματόβρεχτο ασπρογένη; Ρίχτηκε άφωνη σε μια καρέκλα, κοίταξε αργά τους σκοτωμένους μνηστήρες στο πάτωμα, σα να
κοιτούσε νεκρές τις ίδιες της επιθυμίες. Και: «καλωσόρισες», του
είπε, ακούγοντας ξένη, μακρινή, τη φωνή της. Στη γωνιά, ο
αργαλειός της γέμιζε το ταβάνι με καγκελωτές σκιές· κι όσα πουλιά είχε
υφάνει με κόκκινες λαμπρές κλωστές σε πράσινα φυλλώματα, αίφνης, τούτη τη νύχτα της επιστροφής, γύρισαν στο σταχτί και μαύρο χαμοπετώντας στον επίπεδο ουρανό της τελευταίας καρτερίας.
(«Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα», Κέδρος, 1982). Το ίδιο και για τη σπουδαία μας ποιήτρια την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ,
η Πηνελόπη είναι μια δημιουργός. Στο ποίημά της «Λέει η Πηνελόπη» (1977) η ίδια
μεταλλάσσεται σε Πηνελόπη που δημιουργεί έχοντας αντικαταστήσει την κλωστή και
το υφαντό με το χαρτί και τις λέξεις (στο συγκεντρωτικό τόμο, Ποιήματα
1986-1996, Καστανιώτης, 1999. Βλ. ακόμη και τα ποιήματα: «Οι μνηστήρες», 1984
και «Η άλλη Πηνελόπη», 1995). Αλλά η ύφανση, το κέντημα, η καλλιτεχνική δημιουργία,
γρήγορα θα σηματοδοτηθεί ποικιλοτρόπως. Η κατεύθυνση προς διαφορετικές
ερμηνείες οφείλεται και στον φεμινισμό που,
εκτός των άλλων, επανερμήνευσε τους αρχαίους μύθους. Σιγά σιγά θα
δημοσιεύονται και κείμενα που παρουσιάζουν ισότιμες τις σχέσεις του ζευγαριού.
Και σε λίγο ο φεμινισμός θα βάλει και τις Πηνελόπες να ταξιδεύουν και ο ρόλος
του ταξιδευτή δεν θα ανήκει πια αποκλειστικά στον Οδυσσέα. Στον 21ο αιώνα ο φεμινισμός, κυρίως της διαφοράς, θα
απαξιώσει το ταξίδι της Πηνελόπης, γιατί το ταξίδι, η θάλασσα είναι ο κόσμος
των ανδρών· οι γυναίκες μένουν στον τόπο τους, δεν έχουν ανάγκη το ταξίδι.
Υφαίνουν και χαίρονται η μια τη συντροφιά της άλλης. Εμφανίζονται επίσης αυτή
την εποχή κείμενα που το «υφαίνω» και «ξυφαίνω» της Πηνελόπης το σχετίζουν με
την ανάλυση, με την αναλυτική σκέψη, με τη φιλοσοφία, μ’ ένα γόνιμο,
δημιουργικό, γυναικείο μυαλό. Θέλω να τελειώσω με μια αναφορά στην Αννί Λεκλέρ
(1940-2006), μια συγγραφέα που είναι ιδιαίτερα αγαπητή στην Ελλάδα, επειδή
υπήρξε και σύζυγος του Νίκου Πουλαντζά. Υπήρξε στρατευμένη φεμινίστρια και φίλη
της Σιμόν ντε Μπωβουάρ, με την οποία ήρθε σε ρήξη, όταν δημοσίευσε το δοκίμιό
της Parole de Femme (και σε ελληνική μετάφραση: «Γυναικείες κουβέντες,
Καστανιώτης, 1979), γιατί σ’ αυτό καταφάσκει το περιφρονημένο γυναικείο σώμα με
τις θεωρούμενες ως «βρόμικες» λειτουργίες του που πρέπει να αποκρύπτονται
(έμμηνα κτλ.). Κυρίως όμως λέει «ναι» στη μητρότητα και στις χαρές της
ανατροφής των παιδιών. Η Μπωβουάρ ήταν εναντίον της μητρότητας, των διαρκών
κυήσεων, που εγκλωβίζουν τη γυναίκα στον αναπαραγωγικό της ρόλο. Για τη Λεκλέρ
η γυναίκα δεν κατασκευάζεται μόνο κοινωνικά, ώστε μέλημά της να είναι μόνο η αλλαγή αυτής της κατασκευής, αλλά
διαθέτει δικές της αξίες, ιδιότητες και αποκλειστικότητες· με πρώτη τη
μητρότητα. Στη μακρά διαδρομή της Πηνελόπης που εν συντομία διατρέξαμε
ίσως τοποθετήσατε κάπου την Ελένη Βαλασάκη. Ίσως σε εκείνη τη χορεία γυναικών
που υφαίνει-κεντάει, ξυφαίνει-ξηλώνει και αναλύει και συνθέτει αυτάρκης στα του
οίκου της. Στον χώρο αυτό έχουμε την ευκαιρία να θαυμάσουμε τα έργα της, εάν
και τα κεντήματά της είναι αποξενωμένα από το φυσικό τους περιβάλλον και χάνουν
λίγο από τη λάμψη που διατηρούν στον οικείο γι’ αυτά χώρο. Μοιάζει σαν να
αποσπάμε έναν στίχο ή μια πρόταση από ένα έργο. Όσο ωραίο και να είναι το
απόσπασμα, χάνει κάτι από την ομορφιά του συνόλου, στο οποίο ήταν ενταγμένο και
στο οποίο ανήκει οργανικά. Η ίδια η Ελένη Βαλασάκη είναι φυσικά η ενδεδειγμένη να σάς
μιλήσει, όταν περιηγηθείτε την έκθεση, για τις βελονιές που χρησιμοποιεί: σταυροβελονιά,
βυζαντινή, ανεβατή ή πλακωτό, κομποβελονιά, ροκοκό και βέβαια βελονάκι και
μακραμέ. Για τα υφάσματα που προσφέρονται γι’ αυτές τις βελονιές: ψαθωτό,
σχολικό, εταμίν (λέξη γαλλική: etamine), μεταξωτό, βαμβακερό σεντονόπανο. Για
τις κλωστές που συνήθως χρησιμοποιεί: ντεμισέ (DMC) βαμβακερές και ντεμισέ
μεταξωτές. Για τα σχέδια που αντλεί από το Μουσείο Μπενάκη και το Σουφλί, αλλά
και άλλα που φθάνουν έως την ίδια μέσω της παράδοσης κι έτσι, κεντώντας τα, τα
διασώζει. Επιτρέψτε μου τελειώνοντας να συγχαρώ την Ελένη Βαλασάκη,
την αγαπημένη μας Ελένη, για τη χαρά που μας προσφέρει με τα έργα της και την
Πνευματική Εστία που αναγνωρίζει την αξία τους. Να επισημάνω εδώ ότι στο
κέντημα άνοιξαν τις πύλες τους και τα Μουσεία μας· εννοώ σήμερα, όχι τα λαογραφικά
μας μουσεία όπου, ο ίδιος τους ο χαρακτήρας επιβάλλει, η κεντητική τέχνη και να
διασώζεται και να εκτίθεται. Αναφέρω επιγραμματικά τρία παραδείγματα: Ένδυμα ψυχής στο
Μουσείο της Ακρόπολης, όπου θαυμάσαμε την ελληνική ενδυμασία με τις φωτογραφίες
του Βαγγέλη Κύρη και την καλλιτεχνική βελονιά του Ανατόλι Γεωργίεφ. Στο καφέ
του Αρχαιολογικού Μουσείου (10 Μάϊου έως 4 Ιουνίου 2023) είδαμε τα κεντήματα
της Μαίρης Γαλάνη-Κρητικού σε δικά της σχέδια και πολύ πρόσφατα στο Μουσείο
Αγγελική Χατζημιχάλη (14 Ιουλίου έως 8 Οκτωβρίου 2023) καμαρώσαμε για άλλη μια
φορά την παραδοσιακή λευκαδίτικη βελονιά, αλλά και σύγχρονα έργα που εμπνέονται
απ’ αυτή. Και στο δικό μας Μουσείο Ελιάς και Ελληνικού Λαδιού, δυο
καλλιτέχνιδες η Ιωάννα-Μαρία Γιακουμάκη και η Φωτεινή Παναγιωτοπούλου, στην
έκθεσή τους για τη Μικρασιατική Καταστροφή, Βήματα βαριά, αντικαθιστούν το
χρωστήρα με την κλωστή και το τελάρο με το ύφασμα. Θα τελειώσω συνοψίζοντας απευθυνόμενη στην Ελένη Βαλασάκη. Η
Ελένη Βαλασάκη, για μένα, μεταφέρει στο κέντημά της τα αστικά της βιώματα. Την
καλαισθησία και την ευγένεια. Αλλά και την επαναστατικότητα εναντίον του
ασφυκτικού αστικού περιβάλλοντος, την οποία η ίδια είχε τη δύναμη να
επιχειρήσει. Η επανάσταση διανθίζει το κέντημά της, όχι με τη θεραπεία μιας
αργόσχολης ανίας, αλλά με μια δημιουργική, καλλιτεχνική, διαδικασία που
προσφέρει αισθητική απόλαυση πρωτίστως στην ίδια αλλά και σε μας. Η επιβεβαίωση
είναι άμεση, αφού τώρα θα δείτε την έκθεση. Η απάντηση, ωστόσο, στο ερώτημα
«γιατί η Ελένη κεντάει;» –εννοείται– ότι ανήκει στην ίδια. Αγαπητή μου Ελένη, σ’ ευχαριστούμε, και σας ευχαριστώ που με
ακούσατε! Γεωργία Κακούρου-Χρόνη Σημείωση: Το κείμενο αυτό διαβάστηκε στα εγκαίνια της
έκθεσης της Ελένης Βαλασάκη «Παραδοσιακή Κεντητική Τέχνη» που οργάνωσε η
Πνευματική Εστία Σπάρτης, από τις 22 έως τις 30 Δεκεμβρίου 2023. Εικόνα άρθρου: Γιώργος Γιαξόγλου